Μιχάλης Τζουγανάκης
Πες τα Μιχάληηηηηηηη!
Την ιδέα την είχα εδώ και καιρό, λίγο πριν ξεκινήσει τις εμφανίσεις του στον Σταυρό του Νότου. Επειδή ο Τζούγανος δε χρειάζεται διαφήμιση και επειδή σέβομαι αυτό που πρεσβεύει και προωθεί, επέλεξα να το κάνω αφού ολοκληρώσει τα νυχτερινά του ταξίδια σε εκείνη την ιστορική γωνιά της Αθήνας.
Ενας φίλος αληθινός, που μοιράζεται ψυχή και στιγμές, που εκφράζει συναισθήματα και σκέψεις, που αναζητάει την έκσταση μέσω της μουσικής και τα μυστικά της περάσματα στα περίεργα υψίπεδά της, μου τηλεφώνησε και μου έσπειρε το μικρόβιο.
-Ελα Σταθόπουλε, που είσαι;
-Εδώ είμαι φίλε, ετοιμάζω την εκπομπή, τι κάνεις;
-Καλά ρε, τα λέει ο Τζουγανάκης στο Σταυρό, θα ανέβεις;
-Ξέρω γω ρε Λάμπρο μου, πόσο πάει το νταραβέρι;
-Χ……τα τα λεφτά ρε, μην κολλάς.
-Έφυγε, τα λέμε επάνω, τσίου.
Τον άκουσα πρώτη φορά στην Ρόδο, σε ένα μαγαζί. Δεν είχαμε πολλά φράγκα για να πάρουμε καλό τραπέζι, ούτε νταραβέρι να το κανονίσει…μας έβαλαν εξώστη τότε. Ένα μονάχα πράγμα θέλω να μοιραστώ απο τότε. Όταν σε ενα σόλο με το λαγούτο του, έσπασε μια χορδή, και από την έκσταση που τον είχε καταβάλει κατέβηκε από τη σκηνή στο κέντρο της πίστας και χόρεψε κάτι σαν φλαμένγκο -φανταστείτε μόνος του- ενώ η ώρα ήταν 05.45 τα ξημερώματα.
Μια και δυο, ο δικός σας στην πρωτεύουσα λοιπόν με παρέα ΑΛΗΘΙΝΗ. Το τονίζω γιατί αν δε μπορεί κάποιος να μοιράσει ψυχή, να δακρύσει, να αφεθεί, δε θα περάσει καλά αν πάει. Τα κουμπωμένα είναι για τους κουμπωμένους, τους δήθεν και τους στημένους, θεός φυλάξοι μακριά από εμάς.
Αυτή τη φορά το είχαμε μάθει το ποίημά μας, τραπέζι της προκοπής, εννοώ δηλαδή μια γωνιά που να έχουμε ει το δυνατόν ικανοποιητική οπτική επαφή. Σε μια μουσική σκηνή που, τουλάχιστον για μένα, το όνομά της και μόνο είναι ανατριχιαστικό. Σταυρός του Νότου. Τον υμνούσε ο Καββαδίας πριν κάτι δεκαετίες πάνω στα κύματα.
Πολύ αξιοπρεπής χώρος, καθαρός και προσεγμένος, λιτός. Εξαιρετικά οργανωμένος και με πολύ καλό σέρβις, χαμογελαστό προσωπικό και το -σημαντικότερο για την εποχή μας- με ιδιαίτερα προσιτές τιμές που αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Για εσάς που σας φαίνεται τσουχτερό, σκεφτείτε ότι ένα μαγαζί, πέρα απο τα πάγιά του έξοδα, απασχολεί μια οχταμελή ορχήστρα και άλλα 15 άτομα προσωπικό – μια χαρά είναι!
Το πρώτο μπουκάλι ουίσκυ έφτασε, τα ποτήρια γέμισαν και ο Τζουγανάκης εμφανίστηκε.
Τα λόγια του:
Καλωσήρθατε! Να περάσουμε όμορφα…αφήστε την μουσική να μπει μέσα σας, να αγκαλιάσει την καρδιά σας.
Η παρουσία αυτού του παιδιού, η αλήθεια που βγάζει, σε παίρνει μαζί της. Λες και μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο, σε ένα αστέρι που ματώνει, πονάει και δακρύζει, αλλά χαμογελάει επειδή συναντά τις ψυχές των άλλων.
Σαν να ανοίγει ένα μυστικό πέρασμα με τη μουσική, να σηκώνει το βάρος μιας κατάρας που είναι ταυτόχρονα και ευλογία λυτρωτική, και να σου δείχνει τον δρόμο. Επειδή όμως αυτό το πέρασμα κρατιέται ανοιχτό μονάχα με τον ήχο της μουσικής, παίζει ασταμάτητα και ακούραστα. Σαν ένας μαγικός κόσμος, ένα ξεχασμένο παραμύθι των παιδικών μας χρόνων που μας ξυπνά και μας ανασύρει τις μνήμες, για να ζωντανέψει πάλι τις θύμισες και τις ανατριχίλες. Και όσο το παραμύθι προχωρά, τόσο αυτός ματώνει και πονάει, και ξεκινά να τινάζεται, να βγάζει κραυγές, να τραγουδάει και να κοιτάει τον ουρανό ή τον θεό και να λέει κάτι ψιθυριστά. Κάτι σαν ξόρκι, σαν ευχή, σαν παρακάλι, κάτι σαν λέξεις που ψάχνουν φωλιά…άφησέ με λίγο ακόμα, δως μου λίγο ακόμα, λίγο.
Εκείνες τις στιγμές που η αφήγησή του χωλαίνει, λαχανιάζει, παραδίνεται, αναζητάει τους συνοδοιπόρους του, τους συντρόφους του, τους συμπολεμιστές του. Και το χορό τον σέρνει η λύρα, ο Σκορδαλός, και κάθε δοξαριά μοιάζει με μαχαιριά θανατερή στις θηλιές που δένουν την ψυχή μας με τις αδυναμίες μας και τον σεβντά μας. Εμείς, με μπερδεμένη καρδιά, από τη μια αλαφρώνουμε που αδειάζει το φορτίο μας και από την άλλη χανόμαστε κάπου μεταξύ ουρανού, γης και ψυχής που παλεύει να αναντρανίσει και να σηκωθεί ψηλά, σε εκείνα που έχουμε απο μωρά, σε εκείνα που μας λένε να παραδοθούμε επειδή η ζωή είναι μάταιη, επειδή η ζωή μάς κάνει να λυπόμαστε και να πονάμε. Να σου πάλι ο Μιχάλης, που βλέπει τη μάχη με τις σκιές και τους φόβους μας να χάνεται, έρχεται δίπλα στον Σκορδαλό και κραδένει το λαγούτο του, του μιλάει, το κανακεύει να αντέξει και παρέα πολεμούν. Άλλοτε σαν κουρήτες και άλλοτε σαν ιερείς του Μίνωα. Και εμείς, σαν θεατές σε αρχαία τραγωδία αποσβολωμένοι, να βλέπουμε τη μια στιγμή μάχη αιμάτινη και την άλλη ανθισμένη άνοιξη που αγκαλιάζει δυο ερωτευμένους νέους που είναι καταδικασμένοι να συναντηθούν μονάχα μια στιγμή. Μια στιγμή που δε θα αντέξει στο χρόνο επειδή ευλογήθηκε να σημαδέψει τον τροχό της αιωνιότητας.
ΜΙΛΩ-ΜΙΛΩ
Μιλώ σου με τα μάτια μου
και αυτό νομίζω φτάνει
και αυτό νομίζω φτάνει
να καταλάβεις η καρδιά σε ποια μεριά σε βάνει
τον τόπο που’χω στην καρδιά για σένα φυλαμένο
είναι μπαξές που μήδε εγώ καμιά φορά δεν μπαίνω
Φωτιαααααα!!! Πες ταααα Μιχάληηηηη!!!
Πώς να ξεχάσω το τραγούδι του Αρχάγγελου που τραγούδησε, πώς να ξεχάσω το τραγούδι του Λοϊζου που τραγουδούσε και έδειχνε τον ουρανό;
Γύρω στις δυόμιση οι ψυχές μας δεν άντεξαν, ΟΛΟ το μαγαζί ήταν όρθιο, χόρευε, τραγουδούσε και χτυπούσε παλαμάκια, σαν πανηγύρι, σαν γάμος, σαν επίκληση θεϊκή και προσφορά. Μόνο ο Τζουγανάκης μπορεί να το κάνει αυτό (πιστέψτε με – έχω δει αρκετούς). Ο καθένας ξεχωριστός και μοναδικός, αλλά αυτό το κρητικό πάντρεμα μεταξύ των ανθρώπων δεν υπάρχει, λες και ζούσαμε όλοι μας την τελευταία μας βραδιά σε τούτο τον παλιόκοσμο.
Λέγει κάπου ενας τυχοδιώκτης για το θεμέλιο του κόσμου, την Κρήτη – λεβεντογέννα μάισα του κόσμου ερωμένη, ποιους γιους πάλι θα θρηνείς εσύ μαυροντυμένη.
Έπειτα απο τα τρία μπουκάλια ήρθε και η τσικουδιά, χαθήκαμε, συναντηθήκαμε, κοιτάζαμε κατάματα ο ένας τον άλλο και χαμογελούσαμε.
Ζήτησα από την ψυχή μου ενα δάκρυ ακριβό, δεν μου το έδινε…της το’κλεψα και το μοιράζομαι μαζί σας. Δε ξέρω αν είναι σημαντικό ή σπουδαίο ή μικρό, σας ορκίζομαι είναι αληθινό.
Αλέκα, Τίνα, Ελένη, Γιάννη, Λάμπρο, Μάνο, Ροσώνη, Μαρδούκ, Ψηλέ, σας ευχαριστώ, να ξανανταμώσουμε.
Στην αρχή του «μιλώ-μιλώ» λέει ο τρελο-Τζουγανάκης: δικό σας, γεια σας, δικό σας, γεια σας μωρά μου. Την αγάπη μου στέλνω.
Κρατήσου Μιχάληηηηηηηηηηη!
Η «μαντινάδα» στην αρχή, είναι του μυαλού μου.