Βιογραφία | Γιάννης Κωνσταντινίδης, γνωστός ως Κώστας Γιαννίδης
Από τις πιο διακεκριμένες προσωπικότητες της Ελληνικής Μουσικής του 20ού αι. (τόσο της “κλασικής” όσο και της “ελαφράς”, στην οποία διέπρεψε με το ψευδώνυμο “Κώστας Γιαννίδης”). Ήταν συνθέτης, πιανίστας και μαέστρος. Γόνος εύπορης οικογένειας (με καταγωγή από τη Ζαγορά Πηλίου) ήρθε από πολύ μικρός σε επαφή με τη μουσική και πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας στη Σμύρνη από τον Δημοσθένη Μιλανάκη.
Τις παραμονές της Μεγάλης Καταστροφής του 1922 κατέφυγε με περιπετειώδεις συνθήκες στη Γερμανία και επί δεκαετία σπούδασε μουσική, αρχικά στη Δρέσδη με τον Γ.Γ. Μράσζεκ και μετά στο Βερολίνο (στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία και στο Ωδείο “Στερν”) μαθητεύοντας στους: Καρλ Ραίσλερ (πιάνο), Πάουλ Γιουόν (ανώτερα θεωρητικά και σύνθεση), Καρλ Έρενμπεργκ (διεύθυνση ορχ.) και Κουρτ Βάιλ (ενορχήστρωση). Στο Βερολίνο συνδέεται φιλικά με τον Ν. Σκαλκώτα, ενώ αναγκάζεται για λόγους βιοπορισμού να παίζει πιάνο σε καμπαρέ, θέατρα, “ντάνσιγκ”, κινηματογράφους (εποχή “βωβού”) και ραδιόφωνο. Πρωτοεμφανίζεται ως συνθέτης στο Θέατρο του Στράλσουντ (Βόρεια Γερμανία) με την οπερέτα “Το μικρόβιο της αγάπης” (1927).
Το φθινόπωρο του 1931 έπειτα από σπουδές στην Δρέσδη και το Βερολίνο, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου υπό το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης (παίρνοντας αυτό το ψευδώνυμο, για να μην συγχέεται με τον συνθέτη Γρηγόρη Κωνσταντινίδη, που ήδη είχε καθιερωθεί στον ίδιο χώρο), έκανε την εμφάνισή του στον χώρο του ελαφρού τραγουδιού, της οπερέττας, της μουσικής για τον κινηματογράφο και της επιθεώρησης με μεγάλη επιτυχία. Παράλληλα όμως δραστηριοποιήθηκε και στον τομέα της έντεχνης δημιουργίας, με μια σειρά έργων που βασίζονται αποκλειστικώς σε παραδοσιακό μουσικό υλικό. Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται ολιγάριθμες συνθέσεις για ορχήστρα, μουσική δωματίου, έργα για πιάνο, τραγούδια σολιστικά και χορωδιακά.
Στην τελευταία κατηγορία, την χορωδιακή μουσική, συναντά κανείς δύο τίτλους συλλογών. Πρόκειται για τα 8 Δωδεκανησιακά τραγούδια και για τα 8 Μικρασιατικά τραγούδια, όλα για τετράφωνη μεικτή χορωδία χωρίς συνοδεία, γραμμένα το 1972. Στην πρώτη συλλογή συγκαταλέγονται η “Ερήνη” και το “Τί μού ’χεις τ’ είν’ τα σού ’καμα”, ενώ τα τραγούδια “Ρουμπαλιά Γαρουφαλιά” και “Μια Σμυρνιά στο παραθύρι” ανήκουν στην δεύτερη, την “μικρασιατική” συλλογή.
Η συνθετική λογική της επεξεργασίας του δημοτικού μέλους είναι λίγο-πολύ κοινή σε όλα τα προαναφερόμενα τραγούδια: η (αμετάβλητη) παραδοσιακή μελωδία τίθεται διαρκώς στο προσκήνιο, σε όποια φωνή και αν εμφανίζεται, με διακριτική είτε διάφανη συνοδεία από τις υπόλοιπες, η οποία έχει ωστόσο την δυναμική να προσφέρει στην συνολική υφή τόσο την αιτούμενη αρμονική πληρότητα (συχνά με αποχρώσεις που παραπέμπουν στον γαλλικό ιμπρεσσιονισμό) όσο και τον απαραίτητο ρυθμικό παλμό. Έτσι, το πρωτότυπο μουσικό υλικό αναπλάθεται κατά τρόπον υποκειμενικό και αρκετά ενδιαφέροντα σε σχέση με την προβληματική της αξιοποιήσεως του παραδοσιακού μουσικού υλικού στην έντεχνη νεοελληνική δημιουργία, η οποία υπήρξε – ως γνωστόν – πολύ ουσιώδης για την Ελληνική Εθνική Σχολή.
Το 1962 αποσύρθηκε οριστικά από τον ελαφρό χώρο και ασχολήθηκε με το κλασικό του έργο που, βασισμένο στο δημοτικό τραγούδι, εμπλούτισε την Εθνική Σχολή με σελίδες αριστουργηματικής σαφήνειας και ομορφιάς. Το 1984 έσβησε σεμνά και αθόρυβα, όπως ακριβώς είχε ζήσει.
Σήμερα, εκτιμώντας συνολικά τη “διχασμένη” του δημιουργία, ανακαλύπτουμε έναν συνθέτη πρώτου μεγέθους. Τόσο ως “Κώστας Γιαννίδης” (με τις 50 οπερέτες, τις πολυάριθμες επιθεωρήσεις, τα διεθνή βραβεία ελαφρού τραγουδιού και τα αμέτρητα πανελλήνια “σουξέ”) όσο και ως Γιάννης Κωνσταντινίδης εμφανίζεται παντού και πάντοτε απόλυτος κυρίαρχος των εκφραστικών μέσων που μεταχειρίστηκε. Ιδιαίτερα στις κλασικές του συνθέσεις (που δυστυχώς είναι ολιγάριθμες) μας αποκαλύπτεται ένας καλλιτέχνης σπάνιας ευαισθησίας και κατάρτισης, προικισμένος με αστείρευτη μελωδικότητα, με αρμονική τελειότητα και ενορχηστρωτική σοφία. Ως “Γιαννίδης”, ο Κωνσταντινίδης έγραψε πλήθος έργων ελαφράς μουσικής, 100 τραγούδια, επιθεωρήσεις, οπερέτες, κ.λπ., παίρνοντας βραβεία σε Διαγωνισμούς Μεσογειακού τραγουδιού Βαρκελώνης (Α’ βραβείο 1960, για το “Ξύπνα αγάπη μου” που ερμήνευσε η Νάνα Μούσχουρη και Γ’ βραβείο 1961 για το “Τα δυό σου γκρίζα ματάκια” που ερμήνευσε η Άντζελα Ζήλεια).
Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ βραβείο στο Α΄ Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού Θεσ/νίκης για τις “Αλυσίδες”, που ερμήνευσε η Καίτη Μπελίντα. Εκτός από τις ελαφρές συνθέσεις του επιθεωρησιακού είδους, ο Γιαννίδης έχει να παρουσιάσει και ανάλογες επιτυχίες στο μουσικό θέατρο. Οι οπερέτες του: “Κουμπάρα” (1932), “Έτσι είναι η Ζωή” (λιμπρέτο Δ. Ευαγγελίδη), “Κορίτσια της Παντρειάς” (λιμπρέτο Δ. Ευαγγελίδη – Αλ. Σακελλάριου), “Ρεπορτάζ” (λιμπρέτο Δ. Γιαννουκάκη), κ.ο.κ., έμειναν ονομαστές στο ρεπερτόριο του είδους. Συνέθεσε επίσης και μουσικές κωμωδίες-επιθεωρήσεις, όπως: “Αλεπού”, “Παναθήναια 1940”, “Κολοκυθιά” (του Δ. Γιαννουκάκη, 1933), “Κεραμίδα”, “Μασκώτ”, “Κοκέττα”, “Σιλουέττα” (1938), “Απεργία” (1936), “Περιπέτειες στην επαρχία” (των Αλ. Σακελλάριου-Χρ. Γιαννακόπουλου), “Αλήθειες και ψευτιές” (Δ. Γιαννουκάκη), “Ζήτω ο Ρωμηός” (Μ. Τραϊφόρου, 1947), κ.λπ. Ήταν επίσης ο δημιουργός της Ορχήστρας Ελαφράς Μουσικής της ΕΡΤ. Στο δε διάστημα 1952-1959 διετέλεσε διευθυντής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Ενόπλων Δυνάμεων.
Παράλληλα, έγραψε και σοβαρή θεατρική μουσική, όπως για τον “Χορό των λωποδυτών” του Ανούιγ (Εθνικό Θέατρο, 1951), κ.λπ. Τα δημοφιλέστερα ελαφρά τραγούδια του: “Καλό σου ταξίδι” (1947), “Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με” (1937), “Κάποιο μυστικό” (1938), “Ήταν όνειρο” (1940), “Γιατί, γιατί, γιατί;”, “Θάρθω μια νύχτα με φεγγάρι”, “Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου”, “Πες μου πότε” (1947), “Πόσο λυπάμαι”, “Λες και ήταν χτες”, “Σπιτάκι μου παληό”, “Σαν κι απόψε”, “Τί σου λένε τα λουλούδια” (1947), “Ερι-Ερήνη”, “Μην περιμένεις”, “Το τραγούδι της Μαρίνας”, “Λες και δεν είν’ αλήθεια”, “Όταν γυρίζουν τα χελιδόνια”, “Τα δικά σου τα μάτια”, “Μια φορά μονάχα ζούμε” (1947),
“Πάμε σαν άλλοτε”, “Ο νονός”, “Για σένα μονάχα για σένα”, “Ρούμπα και αρλούμπα”, “Mετά τον Βορονώφ”, “Εκείνοι που δεν κλάψανε”, “Εορτολόγιον” (και τα 4 γραμμένα για επιθεωρησιακά νούμερα του Πέτρου Κυριακού), “Ποτέ δεν θα στο πω”, “Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα”,
http://www.youtube.com/watch?v=yfUykilCrL4
“Απόψε σε θυμάμαι” (1938), “Βαρκαρόλα”, “Δώσ’ μου δυο φιλιά”, “Ποτέ σου δε μ’ αγάπησες”, “Δεν φταις εσύ”, “Ειν’ όλα ψεύτικα”, “Παίξε, τσιγγάνε”, “Ξέχασέ με” (1933), “Δεν το ξανακάνω”, “To φιλί δεν είναι κρίμα”, “Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα”, “Κοιμήσου”, “Όλο μου λες πως πια δε μ’ αγαπάς”, “Μη φύγεις”, “Πέρσι τέτοιο καιρό”, “Ας σταματήσουμε ως εδώ”, “Θα σε πάρω, θα με πάρεις”, “Σαν δεν αγαπάς” (1938), “Ζητώ να σε ξεχάσω”, “Σ’ αγαπώ” (1938), “Τα νέα της Αλεξάνδρας”, “Ο Γιάννος κι η Παγώνα” (1938), “Του Γιάννου η φλογέρα”, “Εσύ για μένα κι εγώ για σένα”, “Mια γυναίκα”, “Έτσι είν’ η ζωή μωρό μου”, “Ο κουμπάρος κι η κουμπάρα”, κ.λπ. Έγραψε επίσης μουσική για 7 ταινίες, μεταξύ των οποίων: “Προσφυγοπούλα” (1938), “Τελευταία αποστολή”, “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”, “Ο μεθύστακας”, κ.λπ.
http://www.youtube.com/watch?v=51d9wVJeIBo
Ως Γιάννης Κωνσταντινίδης συνέθεσε τα ακόλουθα υπέροχα κομμάτια:
Α) έργα για ορχήστρα: 2 “Δωδεκανησιακές Σουίτες”, “Μικρασιατική Ραψωδία”, “3 Ελληνικοί Χοροί” (1950), “Κυκλαδίτικος Χορός”.
Β) μουσική δωματίου: “22 τραγούδια και χοροί από τα Δωδεκάνησα” (για πιάνο, 1943-46), “Μικρή Σουίτα σε δωδεκανησιακά θέματα” (βιολί-πιάνο, 1947), “44 παιδικά κομμάτια σε λαϊκά θέματα” (για πιάνο, 1950-51, το πρώτο έργο Έλληνα συνθέτη που εκδόθηκε στην Αμερική: εκδ. Broude Brothers, τίτλος “Greek Miniatures”, 1957), 3 Σονατίνες για πιάνο (1952, “1η”: σε κρητικούς λαϊκούς χορούς, “2η”: σε ηπειρωτικούς λαϊκούς σκοπούς, “3η” σε δωδεκανησιακούς λαϊκούς σκοπούς), “8 νησιώτικοι ελλ. χοροί” (1954), “6 σπουδές σε ελλ. λαϊκούς
ρυθμούς” (1956-58), “8 ελλ. νησιώτικοι χοροί” (για 2 πιάνα, 1971), “10 ελληνικοί σκοποί” για κουιντέτο πνευστών (1972).
Γ) τραγούδια: “5 τραγούδια της προσμονής” (σε ποίηση Ταγκόρ, για μεσόφωνο και πιάνο, 1924-80), “5 τραγούδια της αγάπης” (1930-31), “20 τραγούδια του ελληνικού λαού” (1937-47), “Μοιρολόι” (1950), “Καλογριά” (1950), “8 Δωδεκανησιακά και 8 Μικρασιατικά τραγούδια” (για μικτή χορωδία “α καππέλλα”, 1972), πολλές εναρμονίσεις δημοτικών τραγουδιών, κ.λπ. Επίσης, έγραψε σκηνική μουσική σε διάφορα θεατρικά έργα, όπως: “Γιέππε ο βουνήσιος” του Χόλμπεργκαι “Ο Χορός των λωποδυτών” του Ανούιγ (1947). Από τα συμφωνικά έργα του η ΚΟΑ έδωσε σε Α’ εκτέλεση τα εξής: “Από τα Δωδεκάνησα” (23.2.1947, Θ. Βαβαγιάννης, λίγο αργότερα το έργο ενσωματώθηκε στις “Δωδεκανησιακές Σουίτες”), “Πρελούντιο Οστινάτο” (20.2.1949, Θ. Βαβαγιάννης. Αργότερα το έργο ενσωματώθηκε στη “Μικρασιατική Ραψωδία” ως 1ο Μέρος της), “3 Χοροί” (6.4.1952, Θ. Βαβαγιάννης. Αργότερα ενσωματώθηκαν στη “Μικρασιατική Ραψωδία”), “Μικρασιατική Ραψωδία” (16.2.1981, Β. Κολάσης), “3 Ελληνικοί Χοροί” (3.11.1986, Αλ. Συμεωνίδης). Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι ο Γ. Κωνσταντινίδης υπήρξε και έξοχος ζωγράφος, ιδίως σκιτσογράφος, από ό,τι έχουμε δει, σε μεσοπολεμίστικο γερμανικό στυλ καρικατούρας τύπου Gross.
Πηγές:
users.uoa.gr
www.biblionet.gr
Επιμέλεια-προσαρμογή: Σοφία Παφτούνου