Βιογραφία | Νίκος Σκαλκώτας
Ήταν μέλος της Δεύτερης Βιεννέζικης Σχολής και είχε επιρροές τόσο από την κλασική μουσική όσο και από την Ελληνική παραδοσιακή μουσική.
“Τα χειροκροτήματα σκέπασαν τον απόηχο της τελευταίας συγχορδίας.
Ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά προς το κοινό και δείχνει στο βάθος των αναλογιών των εγχόρδων το συνθέτη του έργου που μόλις εκτέλεσε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Ένας ταπεινός, αδύνατος νέος σηκώνεται και με μια δειλή κίνηση του κεφαλιού του προς τα εμπρός ευχαριστεί μαέστρο και ακροατήριο”.
Είναι ο Νίκος Σκαλκώτας…
Τη σκηνή αυτή περιγράφουν παλιά στελέχη της ορχήστρας και μοιάζει να απεικονίζει τη ζωή του προικισμένου αυτού βιολιστή και μεγάλου συνθέτη του αιώνα μας…
Την απεικονίζει διότι πράγματι στα τελευταία αναλόγια της ορχήστρας καθόταν ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης μουσικής. Στα τελευταία αυτά αναλόγια καθόταν ένας αριστούχος βιολιστής του Ωδείου Αθηνών, του σκληρά αυστηρού Ωδείου Αθηνών.
Τα πρώτα μουσικά μαθήματα τα πήρε στη Χαλκίδα σε ηλικία 5 ετών. Στα 1914 γράφεται στο Ωδείο Αθηνών και σπουδάζει βιολί με καθηγητή του Τονυ Σούλτσε, απ΄όπου και αποφοιτά με πρώτο βραβείο και Χρυσό Μετάλλιο παμψηφεί.
Αυτή του η εκπληκτική επίδοση γίνεται αφορμή να του χορηγηθεί η Αβερώφειος υποτροφία για τριετείς ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό.
Στα 1921 φεύγει για το Βερολίνο όπου θα παραμείνει για 12 χρόνια.Μέχρι το 1924 θα τελειοποιήσει τις σπουδές του στο βιολί με τον καθηγητή Βίλλυ Ές (Ανώτατη μουσική Ακαδημία του Βερολίνου) και μετά από το 1925 στρέφεται στη σύνθεση με δασκάλους το Φίλιπ Γιάρναχ (1925-1927) και το διάσημο συνθέτη και θεωρητικό Αρνολντ Σαίνμπεργκ (1927-31) που μυεί το Σκαλκώτα στο δωδεκάφθογγισμό.
Στα 1933 ο Ν. Σκαλκώτας εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα όπου και ζει τέλεια απομονωμένος κερδίζοντας τα προς το ζήν ώς βιολιστής στην Κρατική Ορχήστρα(και άλλα συγκροτήματα), ενώ παράλληλα συνθέτει ακατάπαυστα. Φυσικά η πικρία του είναι μεγάλη, γιατί ελάχιστα έργα του ακούει να παίζονται. Να φανταστεί δε κανείς, πως οι συνθέσεις του (κατα το Γ.Γ.Παπαΐωάνου) είναι πάνω από 150 και ξεχωρίζουν τα: Η επιστροφή του Οδυσέα (1944), τα δέκα σκίτσα (1990) για κουαρτέτο ή ορχήστρα εγχόρδων, οι 36 ελληνικοί χοροί(1933-98) για ορχήστρα, 10 κονσέρτα για ένα όργανο σόλο και ορχήστρα, μουσική δωματίου, χορωδιακή μουσική κ.λ.π.
Υπάρχει επίσης και η πραγματεία του Σκαλκώτα: Η τεχνική της ενορχηστρώσεως.
Ο δωδεκαφθογγισμός και η ατονικότητα βρίσκουν στο πρόσωπο του Νίκου Σκαλκώτα μία εφαρμογή τελείως προσωπική, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που εκφράζεται με ένα πιο απλό αρμονική σύστημα, συγγενικό θα έλεγε κανείς , με αυτό του Χόυεγκερ, του Πουλένη και γενικότερα της ‘Oμάδας των έξι”.
Δημιουργός με σπάνια διορατικότητα,ήταν προικισμένος και με φυσικά προσόντα καθόλου συνηθισμένα όπως: Ασφαλής μουσική μνήμη, απόλυτη ακοή, μεγάλη ικανότητα συγκέντρωσης.
Ο Σκαλκώτας στάθηκε ο μόνος Έλληνας συνθέτης της γενιάς του που, με εξαίρεση το Δημήτρη Μητρόπουλο, είχε το ψυχικό σθένος να βαδίσει αντίθετα στο ρεύμα το άμεσου περιβάλλοντος, υπηρετώντας την τέχνη του χωρίς ίχνος προσωπικής φιλοδοξίας και κατόρθωσε να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στη νεότερη ελληνική και διεθνή μουσική που εκ των υστέρων αποδείχθηκε βασική σημασίας.
Στο Σκαλκώτα δε φτάνει μια απλή “τίμια και καθαρή” εκτέλεση για να φανερώσει τον εσωτερικό πλούτο της μουσικής του.
Χρειάζεται μια βαθύτατη μουσική καλλιέργεια γαι να συλλάβει ο εκτελεστής σωστά όλο τον εκφραστικό πλούτο και τη λεπτολόγηση της γραφής (τομέας που όπως γράφει ο W.Goehr ο Σκαλκώτας μόνο με τους μεγάλους κλασσικούς μπορεί να συγκριθεί) γι αυτό και πολλές εκτελέσεις έργων του από φημισμένα ονόματα υπήρξαν ανεπαρκείς ή αποτυχημένες.
Η συνολική οικονομία της διατύπωσης στα έργα του είναι από τα βασικά του γνωρίσματα. Υπάρχουν δηλαδή έργα του διάρκειας 1 ή 2 λεπτών που αποτελούν πλήρεις μουσικές εικόνες. Αυτό δε σημαίνει ότι ο Σκαλκώτας περιφρονεί τις μεγάλες φόρμες. Όταν χρειάζεται φτάνει σε γιγαντιαίες συνθέσεις, όπως: οι δύο Συμφωνικές Σουίτσες του, το τρίτο κοντσέρτο για πιάνο, το τέταρτο κουαρτέτο εγχόρδων, η εισαγωγή- συμφωνία “H Eπιστροφή του Οδυσσέα”.
Προλέγει ως νεωτεριστής μελλοντικά, για αυτόν μελλοντικά, για αυτόν, μουσικά ιδιώματα, όπως την ηλεκτρονική μουσική , ή τις σχολές της μουσικής των ήχοχρωμάτων (Σχολή Ντάρμαστατ). Συνενώνει «όπως ο Μότσαρτ… το νότο που τραγουδά, με τη σύμπλοκη μορφή που τόσο αγαπά ο Βορράς.
Ο Hans Kellet κρίνοντας αυστηρά τη μουσική της εποχής μας μετά το Σαίνμπεργκ, είχε πει για το Ν. Σκαλκώτα : ¨Επιτέλους ένας συνθέτης¨
Για να πετύχει τη μέγιστη ηχητική ποικιλία από τα όργανα που χρησιμοποιεί, φτάνει στα ακρότατα όρια των δυνατοτήτων τους, αποτελούν δε τα έργα του μία φωτεινή ισορρόπηση του άφωτου δωδεκαφωνικού υλικού.
Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθούμε στους αφανείς ήρωες των εκδόσεων, που είναι οι αντιγραφείς, και να σταθούμε στον Παναγιώτη Τσιλιβίδα,έξοχο αντιγραφέα καλλιγράφο που επαίνεσαν ακόμα και οι φλεγματικοί Βρετανοί όπως ο διευθυντής ορχήστρας Timothy Reynish BBC)
¨Ο ιδίος ο Σκαλκώτας διήθυνε το 1930 την πρώτη εκτέλεση (Αθήνα) ου Κοντσέρτου για Ορχήστρα η Κλασσική Συμφωνία (1997) παρουσιάστηκε από το Γ. Λυκούδη, παίχτηκαν δε μόνο αυτά τα δύο από τα μεγάλα του έργα που παρουσιάστηκαν όσο ζούσε ο συνθέτης. Εξαίρεση φυσικά ήταν οι εκτελέσεις στην Αμερική που χάρις στο Δ. Μητρόπουλο γνώρισαν μεγάλη αναγνώριση.
Μετά το θάνατο το (1949) χάρις στις προσπάθειες της Εταιρείας Φίλων Σκαλκώτα αρκετά από τα μεγάλα του έργα εκτελέστηκαν ιδιαίτερα θα έπρεπε να τονιστεί η συμβολή του πιανίστα και μαέστρου Γ. Χατζηνίκου. Το κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα νούμερο 2 (1937/8) το έπαιξε στο Αμβούργο (α εκτέλεση 1953) και είναι διαρκείας 35 λεπτών ο Ρόμπερτ Κρόφτ θα πεί χαρακτηριστικά Σας χαρίζω όλα τα κοντσέρτα του Μπάτοκ για αυτό το έργο . Αναφέρουνε επίσης τη μνημειώδη πρώτη εκτέλεση της Επιστροφής του Οδυσσέα στο Λονδίνο Ααπό την ομώνυμη ορχήστρα με μαέστρο το διάσημο Α..Ντοράτι. Το τρίτο κοντσέρτο για πίανο (το μεγαλύτερο σε διάρκεια κοντσέρτο που γράφτηκε ποτέ με διάρκεια πάνω από μία ώρα χρειάστηκε πρώτη του εκτέλεση τρεις εκτελεστές ,έναν για κάθε μέρος).
Η πρώτη συμφώνική σούίτα εκτελέστηκε για πρώτη φορά στι 28/4/1973 στο Round House από την Συμφωνική του Μπέρμιγχαμ με μαέστρο το Γάλλο Martins Constant.
Σχετικά με το έργο :
To κυκλικό κοντσέρτο : το 1939 ο Σκαλκώτας συνέθεσε ένα κοντσερτίνο για όμποε και πιάνο (για ένα συνάδελφο του στη Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Το 1943 ακολούθησε μια πολύ μεγαλύτερη σε μήκος σονάτα κοντσερτάντε για φαγκότο και πιάνο, επίσης για έναν Έλληνα φαγκοτίστα.Ένας τρομπετίστας είχε επίσης ζητήσει από το συνθέτη ένα σολιστικό κομμάτι (πιθανόν την περίοδο ανάμεσα στο 1941 και το 1943 με πιο πιθανό το 1943) έτσι ο Σκαλκώτας οδηγήθηκε στο να δημιουργήσει όχι μόνο έναν κύκλο έργων αλλά πλέον μία πλήρη συναυλία που με περισσή οικονομία σχετίζει αυτά τα τρία πνευστά με το πιάνο.
Αυτή η συναυλία επρόκειτο να ανοίξει με το πολύ σύντομο και πνευματώδες κουαρτέτο. (όμποε, φαγκότο, Τρομπέτα, Πιάνο) να ακολουθείται από το πολύ μακροσκελέστερο λυρικό και εκφραστικό κοντσερτίνο για Όμποε.
Έπειτα η μνημειώδης σονάτα κοντσερτάντε για Φαγκότο και πιάνο , ως το κεντρικό τμήμα της συναυλίας. Και μετά έρχεται το μάλλον σύντομο, λαμπερό κοντσερτίνο για Τρομπέτα και η όλη συναυλία κλείνει με ένα ακόμη εξαιρετικά σύντομο και χιουμοριστικό κουαρτέτο( Tango και Fox Trot). Αυτή η αρχική ιδέα της σύνθεσης μίας συναυλίας στην ολότητα της (όπως μας διασώζεται από ένα χειρόγραφο του σύνθετη ) πιθανόν πραγματώθηκε το 1943 (ή αρχές του 1944). Τα πέντε έργα που περιλαμβάνει είναι όλα γραμμένα στη μη σειραΐκή μέθοδο που ανέπτυξε ο συνθέτης στα τέλη της δεκαετίας του 30΄και στυλιστικά (μολονότι παρουσιάζεται ένα πολύ προσωπικό ύφος) κλίνουν περισσότερο προς το Στραβίνσκι (όρα και σχόλια ανάλυσης περί έντονης ρυθμικότητας στη συνοδεία του πιάνου) του οποίο και εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Σκαλκώτας, παρά στο Σαίνμπεργκ.
Τα σολιστικά μέρη είναι εξαιρετικά δύσκολα και έχουν θεωρηθεί επισήμως και επανειλημμένως ως άπαιχτα από διακεκριμένους σολίστ, ιδιαίτερα έμπειρου στη σύγχρονη μουσική. Ωστόσο οι πρεμίερες του έργου σε παγκόσμιο επίπεδο, τα τελευταία χρόνια έχουν καταστήσει αυτούς τους ισχυρισμούς αμφισβητίσιμους και όντως απηρχαιωμένους.
Για το έργο:
To κοντσερτίνο για Όμποε και πιάνο (αριθμός καταλόγου αρχείων Σκαλκώτα 28) ανήκει στα πρώτα κομμάτια που ο συνθέτης έγραψε σύμφωνα με τη νέα μή σειραΐκή μέθοδο. Το έργο συνετέθη κατόπιν παραγγελίας από τον ομποΐστα Μ. Φορτούνα, ο οποίος αργότερα ζήτησε από το Σκαλκώτα να ενορχηστρώσει το μέρος του πιάνου. Από ότι φαίνεται ο συνθέτης συμφώνησε με την ιδέα, ωστόσο ποτέ δεν έκανε αυτή την ενορχήστρωση, πιθανόν σκεπτόμενος πως η συνοδεία του πιάνου ήταν καλύτερη και πως το έργο ήταν πιο κατάλληλο, με τη συγκεκριμένη του μορφή, να αποτελέσει μέρος της κυκλικής συναυλίας (που προαναφέραμε). Ο Ιταλός συνθέτης Piero Guarino έδωσε στο έργο την πρώτη του πρεμιέρα με την ομποίστα Gudrun Gramlich στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 28 Φεβρουαρίου του 1959.Μια εκδοχή για όμποε και ορχήστρα δωματίου από τον Guntier Schuller θα καταστεί διαθέσιμη από το 1983.
Το έργο περιλαμβάνει τρία μέρη.Το πρώτο, Allegro giocoso , είναι οξύ, πνευματώδες και παιχνιδιάρικο.Το πρώτο του θέμα είναι τολμηρό και θριαμβευτικό ενώ το δεύτερο αμέσως μετατρέπεται σε τρυφερό και παρωδιστικό.
Η ανάπτυξη είναι σύντομη και η επανέκθεση έντονα ποικιλμένη ακολουθώντας τις επιταγές του τμήματος της ανάπτυξης αλλά και σεβόμενη πλήρως την έκθεση. Το νοσταλγικο, ονειρικό και μερικές φορές μελαγχολικό δεύτερο μέρος, Pastorale: Αndante tranquillo, προσφέρει αρμονίες εξαιρετικής ομορφιάς που αποτελούν το υπόβαθρο για την ανάπτυξη του μελαγχολικού τραγουδιού του όμποε.Το finale rondo:allegro vivo (ουσιαστικά σε φόρμα rondo – σονάτα ) σε ρυθμό ταραντέλλας, είναι φλογερό εκτός από το απλουστευμένο αλλά πολύ πιο αισθαντικό δεύτερο θέμα. Αργότερα., ιλιγγείωδη περάσματα του όμποε παρουσιάζουν τις σολιστικές δυνατότητες του οργάνου. Η πιανιστική γραφή, κοφτερή και διαυγής “παντρεύεται” υπέροχα με την κίνηση του όμποε. Είναι αυθεντική πιανιστική γραφή και υπό καμμία έννοια “πιανιστική εκδοχή” μιας ενορχήστρωσης για μεγαλύτερο σχήμα, όπως αρχικά πιστευόταν.
Νίκος Σκαλκώτας.
Κοντσερτίνο για όμποε και πιάνο (1939)
Σύμφωνα με τον συνθέτη και μεγάλο μελετητή του έργου του Νίκου Σκαλκώτα, Γιάννη Α. Παπαϊωάννου, το μουσικό έργο και η ανάπτυξη του ύφους του Σκαλκώτα χωρίζονται σε τρεις περιόδους:
1η Περίοδος (1927-1938)
Περιλαμβάνει και την εποχή που ο Σκαλκώτας βρισκόταν στη Γερμανία. Εκείνη τη περίοδο, κυριαρχεί στα έργα του αυστηρός δωδεκαφθογγισμός. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις, όπως οι “36 Ελληνικοί Χοροί” που δημιουργήθηκαν εκείνη την περίοδο.
Χαρακτηριστικά έργα της 1ης Περιόδου:
Οκτέτο (1931)
Πιάνο Τρίο (1936)
Συμφωνική Σουίτα Νο.1 (1929)
http://www.youtube.com/watch?v=IN80x3JP9zs
2η Περίοδος (1938-1945)
Ο Σκαλκώτας δημιουργεί έργα μεγάλης διαρκείας και συλλογές συντομότερων έργων. Τα έργα εκείνης της εποχής είναι πιο επικά, με ηρωικώτερη διάθεση.
Χαρακτηριστικά έργα της 2ης Περιόδου:
Κονσέρτο για Πιάνο και δέκα Πνευστά Όργανα (1939)
Η Επιστροφή του Οδυσσέα (1942)
32 Κομμάτια για Πιάνο (1940)
http://www.youtube.com/watch?v=Sb-6UBBjI5A
http://www.youtube.com/watch?v=_LhOsuCh6c4
3η Περίοδος (1946-1949)
Η τελευταία περίοδος πριν πεθάνει.Δημιουργεί έργα με δραματικότερη και σκυθρωπή διάθεση. Εκείνη τη περίοδο, εμφανίζονται και έργα εξ’ ολοκλήρου τονικά και αρμονικά.
Χαρακτηριστικά έργα της 3ης Περίοδου:
Η Θάλασσα (λαϊκό μπαλέτο) (1948-49)
Ελληνικός Χορός σε Ντο Ελάσσονα (1949)
Κονσερτίνο για Πιάνο (1948-49)
http://www.youtube.com/watch?v=YjYPJELpeEc
Γενικά, σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ο Σκαλκώτας παρέμεινε πιστός στα νεοκλασικά ιδανικά της “Νέας Αντικειμενικότητας” (Neue Sachlichkeit) και της “απόλυτης μουσικής” που διακηρύχθηκαν το 1925. Όπως ο Σένμπεργκ, καλλιέργησε επίμονα κλασικές φόρμες, αλλά ο κατάλογος των έργων του χωρίζεται σε έργα ατονικά και δωδεκαφθογγικά, και σε τονικά έργα, ενώ και οι δύο κατηγορίες εκτείνονται χρονικά σε όλη τη συνθετική του καριέρα. Αυτή η φαινομενική ανομοιογένεια μπορεί να εντάθηκε από την αγάπη του για την ελληνική παραδοσιακή μουσική. Παρόλα αυτά, παρέμεινε σκεπτικιστής στις προσπάθειες των Ελλήνων συγχρόνων του να την ενσωματώσουν στο σύγχρονο συμφωνικό στυλ, και μόνο σε ένα μεγάλο έργο αντιπαρέθεσε και ανάμειξε το παραδοσιακό, το ατονικό και το δωδεκαφθογγικό στυλ: η προγραμματική μουσική στο παραμυθόδραμα του Χρήστου Ευελπίδη “Με του Μαγιού τα μάγια” ο Σκαλκώτας ήταν προφανώς απρόθυμος να αναπτύξει το είδος αυτό των δομικών και στυλιστικών τάσεων που θα είχε προδώσει τα ιδανικά του για ενοποίηση, τα οποία είχε κληρονομήσει από τον Σένμπεργκ. Έτσι μπορεί να ιδωθεί σαν ένας σύνδεσμος ανάμεσα στην Δεύτερη Σχολή της Βιέννης, τη σχολή του Μπουζόνι και του Στραβίνσκι. Ο Σκαλκώτας ήταν ικανός να συνδέει διαφορετικά και κατά κάποιο τρόπο αντιθετικά στοιχεία και να μη συμβιβάζεται, αλλά μάλλον να εμπλουτίζει τη δική του αυθεντικότητα, ποικιλία και δύναμη έκφρασης. Παρόλα αυτά η μουσική του είχε μόνο περιορισμένη επιρροή στις μεταπολεμικές τάσεις, ακόμα και στην Ελλάδα, πιθανόν εξ αιτίας των χωρίς συμβιβασμούς απαιτήσεων του τόσο από τον ακροατή όσο και από τον εκτελεστή, και των φαινομενικά συντηρητικών δομικών και θεματικών του προτιμήσεων.
Πηγή:
www.musicheaven.gr
el.wikipedia.org
Προσαρμογή- Επιμέλεια: Ελένη Κεφαλληνού