Βιογραφία | Quincy Jones
Ο Quincy Jones γεννήθηκε στο Σικάγο του Ιλινόις των ΗΠΑ. Θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία της μουσικής. Έχει εργαστεί με μεγάλη επιτυχία σαν παραγωγός, ενορχηστρωτής και μαέστρος με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής βιομηχανίας όπως οι Duke Ellington, Miles Davis, Frank Sinatra, Ray Charles, Celine Dion κ.α.
Το 1956, περιόδευσε ως τρομπετίστας και μουσικός διοργανωτής των Dizzy Gillespie Band σε μια περιοδεία τους στη Μέση Ανατολή και τη Νότια Αμερική που χρηματοδοτήθηκε από την Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ.
Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Jones υπέγραψε μια σύμβαση με την ABC-Paramount Records και άρχισε τις ηχογραφήσεις του, ως ηγέτης της δικής του μπάντας.
Το 1957, ο Quincy εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε σύνθεση και θεωρία με την Nadia Boulanger και τον Olivier Messiaen. Επίσης, πραγματοποίησε εμφανίσεις στο Paris Olympia.
Ο Jones έγινε μουσικός διευθυντής στη Barclay Disques, τον γαλλικό διανομέα για την Mercury Records. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, περιόδευσε με επιτυχία σε όλη την Ευρώπη, με μια σειρά από τζαζ ορχήστρες. Ως μουσικός διευθυντής του τζαζ μιούζικαλ Free and Easy του Harold Arlen, ο Quincy Jones ξεκίνησε για άλλη μια φορά περιοδείες. Η ευρωπαϊκή του περιοδεία έκλεισε με την τελευταία του εμφάνιση στο Παρίσι τον Φεβρουάριο του 1960.
Με μουσικούς από την εκπομπή Arlen show, ο Jones δημιούργησε τη δική του μεγάλη μπάντα, που ονομαζόταν The Jones Boys, με 18 καλλιτέχνες- συν τις οικογένειές τους. Η μπάντα περιελάμβανε μεγάλα ονόματα από τον χώρο της τζαζ, όπως τον Eddie Jones και τον συνάδελφο του και τρομπετίστα Reunald Jones, και οργάνωσε μια περιοδεία στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη.
Αν και οι εμφανίσεις του, κατά τη πολύχρονη περιοδεία του στην Ευρώπη και Αμερική, είχαν μεγάλη επιτυχία και απέσπασαν πολύ καλές κριτικές, τόσο τα κέρδη, όσο και ο κακός προυπολογισμός μιας τέτοιας μεγάλης μπάντας δεν ήταν αρκετά για να την συντηρήσουν, με αποτέλεσμα να καταλήξουν σε μια οικονομική καταστροφή. Η μπάντα διαλύθηκε και άφησε τον Jones με οικονομικές δυσκολίες.
Ο Irving Green, επικεφαλής της Mercury Records, βοήθησε τον Jones να σταθεί και πάλι στα πόδια του με ένα προσωπικό δάνειο και μια νέα θέση εργασίας ως μουσικός διευθυντής της Νέας Υόρκης σε μια εταιρεία, όπου εργάστηκε με τον Doug Moody, με τον οποίο λίγο αργότερα θα σχημάτιζε την Mystic Records.
Το 1964, o Jones προήχθη σε αντιπρόεδρο της εταιρείας, με αποτέλεσμα να γίνει ο πρώτος Αφροαμερικανός σε μια τέτοια εκτελεστική θέση σε δισκογραφική εταιρεία. Το ίδιο έτος, ο Quincy Jones έστρεψε την προσοχή του σε ένα άλλο είδος μουσικής, τη μουσική για τον κινηματογράφο. Μετά από πρόσκληση του σκηνοθέτη Sidney Lumet, συνέθεσε τη μουσική για την ταινία The Pawnbroker. Ήταν η πρώτη από τις 33 συνθέσεις του για κινηματογράφο.
Μετά την επιτυχία του The Pawnbroker Jones άφησε τη Mercury Records και μετακόμισε στο Λος Άντζελες. Μετά τη μουσική του σύνθεση για την ταινία The Slender Thread, με πρωταγωνιστή τον Sidney Poitier, έγινε πολύ γνωστός και περιζήτητος ως συνθέτης.
Οι επόμενες ταινίες για τις οποίες συνέθεσε μουσική ήταν οι: Walk, Don’t Run, In Cold Blood, In the Heat of the Night, A Dandy in Aspic, Mackenna’s Gold, The Italian Job, Bob & Carol & Ted & Alice, The Lost Man, Cactus Flower και The Getaway. Επιπλέον, συνέθεσε τη μουσική για την ταινία “The Streetbeater”, η οποία έγινε γνωστή ως το μουσικό θέμα για την τηλεοπτική κωμική σειρά Sanford and Son, με πρωταγωνιστή τον Redd Foxx.
Στη δεκαετία του 1960, ο Jones εργάστηκε ως ενορχηστρωτής για μερικούς από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως τον Billy Eckstine, Sarah Vaughn, Frank Sinatra, Ella Fitzgerald, Peggy Lee και Dinah Washington. Οι σόλο ηχογραφήσεις του Jones άρχισαν επίσης να γίνονται γνωστές το διάστημα αυτό, με κυριότερες τα τραγούδια Walking in Space, Gula Matari, Smackwater Jack, You’ve Got It Bad, Girl, Body Heat, Mellow Madness, και I Heard That!!.
http://www.youtube.com/watch?v=-WBh6knVLJI
Είναι ευρύ γνωστός για τη μελωδία που συνέθεσε το 1962 με τίτλο “Soul Bossa Nova”, η οποία προέρχεται από το άλμπουμ Big Band Bossa Nova. Το “Soul Bossa Nova” ήταν το θεματικό τραγούδι για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, για το τηλεπαιχνίδι Definition της καναδικής τηλεόρασης, για τη ταινία του Woody Allen Take the Money and Run και για τη σειρά ταινιών του Austin Powers.
Ο Jones ήταν επίσης υπεύθυνος για την παραγωγή και τις τέσσερα εκατομμύρια πωλήσεις των singles της Lesley Gore κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Συνέχισε να είναι ο παραγωγός για την Lesley μέχρι το 1966.
Το 1981 κυκλοφόρησε το άλμπουμ The Dude, το οποίο γέννησε πολλά hit singles, συμπεριλαμβανομένου του “Ai No Corrida” (διασκευή τραγουδιού του Chaz Jankel), “Just Once” και “One Hundred Ways”, με τα δύο τελευταία να μετράνε συμμετοχές του James Ingram στα φωνητικά.
http://www.youtube.com/watch?v=b2eSFBoE2Ts
http://www.youtube.com/watch?v=HbfcmjiBOo8
Το 1985, ο Jones συνεργάστηκε με τον Steven Spielberg για την ταινία The Color Purple. Αυτός και ο Jerry Goldsmith (από το Twilight Zone: The Movie) είναι οι μόνοι συνθέτες, εκτός από τον John Williams, που έχουν συνεργαστεί σε θεατρική ταινία με τον Spielberg.
Μετά την αμερικανική τελετή των Music Awards του 1985, ο Jones χρησιμοποίησε την επιρροή του, καταφερνώντας να συνεργαστεί με την πλειοψηφία των πιο διάσημων Αμερικανών καλλιτεχνών σε στούντιο ηχογραφήσεων, για το τραγούδι “We Are the World” με σκοπό να συγκεντρώσει χρήματα για τα θύματα του λιμού της Αιθιοπίας.
http://www.youtube.com/watch?v=OoDY8ce_3zk
Το 1988, η Quincy Jones Productions ένωσε τις δυνάμεις της με την Warner Communications με αποτέλεσμα της δημιουργίας της Quincy Jones Entertainment, και την υπογραφή συμφωνίας με την Warner Bros και την NBC Productions.
Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Jones προσπάθησε να πείσει τον Miles Davis να εκτελέσει εκ νέου τη μουσική που είχε παίξει σε πολλά κλασικά άλμπουμ, υπο την καθηδηγηση του Gil Evans κατά τη δεκαετία του 1960. O
Davis δεν είχε ποτέ δεχτεί την πρόταση του, όμως το 1991, και ενώ ταλαιπωρούνταν από πνευμονία, υποχώρησε και συμφώνησε να εκτελέσει τη μουσική σε μια συναυλία στο Φεστιβάλ Τζαζ του Montreux. Το άλμπουμ που προέκυψε από την ηχογράφηση αυτή, με τίτλο Miles & Quincy Live at Montreux, ήταν το τελευταίο άλμπουμ που κυκλοφόρησε Davis, αφού πέθανε μερικούς μήνες αργότερα.
Το 1993, ο Jones συνεργάστηκε με τον David Salzman για την παραγωγή της συναυλίας που αποτέλεσε υπερθέαμα, με τίτλο An American Reunion, μια γιορτή των εγκαινίων του Bill Clinton ως Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Την ίδια χρονιά, ο Jones ένωσε τις δυνάμεις του με τον David Salzman και προχώρησε στη μετονομασία της Quincy Jones Entertainment σε Quincy Jones/David Salzman Entertainment (QDE). Η QDE ήταν μια διαφοροποιημένη εταιρεία που παρήγαγε τεχνολογία μέσων ενημέρωσης, κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικά προγράμματα (In the House, The Fresh Prince of Bel-Air και MADtv), και περιοδικά (Vibe και Spin).
Το 2001, δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του, Q: The Autobiography of Quincy Jones.
Στις 31 Ιουλίου 2007, ο Jones συνεργάζεται με την Wizzard Media για την έναρξη του Quincy Jones Video Podcast. Σε κάθε επεισόδιο, ο Jones μοιράζεται τη γνώση και την εμπειρία του πάνω στη μουσική βιομηχανία. Το πρώτο επισόδιο είναι χαρακτηριστικό, με τον Jones στο στούντιο για την παραγωγή και ηχογράφηση του “I Knew I Loved you” της Celine Dion, που περιλαμβάνεται στο άλμπουμ- αφιέρωμα για τον Ennio Morricone, We All Love Ennio Morricone.
Ο Jones βοήθησε επίσης στη κυκλοφορία του CD της Anita Hall, Send Love, που κυκλοφόρησε το 2009.
Υπήρξε παραγωγός στο πρώτο άλμπουμ σε πωλήσεις όλων των εποχών, το “Thriller” του Michael Jackson, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα εκατόν δέκα εκατομμύρια αντίτυπα.
Μέχρι σήμερα έχει κερδίσει είκοσι επτά βραβεία Grammy, το 1989 και το 1990 τιμήθηκε με τα βραβεία Trustees Award και Grammy Legend Award αντίστοιχα για την συνολική προσφορά του στην μουσική βιομηχανία.
http://www.youtube.com/watch?v=dzA_gdoHhtA
Δισκογραφία:
Δείτε την εδώ.
Πηγή:
en.wikipedia.org
Προσαρμογή- Επιμέλεια: Ελένη Κεφαλληνού