Πάμε Θέατρο 30/03 & Συνέντευξη Βασίλης Παλαιολόγος
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ!
Βασίλης Παλαιολόγος
Πώς έγινε η πρόταση για το «Γάλα»;
Κάποια στιγμή πριν από δύο χρόνια είχα συναντήσει το Βασίλη Κατσικονούρη σε μια πρεμιέρα. Mου είπε ότι σκεφτόταν «Το γάλα» να γίνει ταινία και πως θα ήθελε να υποδυθώ τον έναν από τους δυο γιους αν η μάνα άλλαζε σε μεγάλη ηλικία. Έκτοτε δεν έγινε τίποτα και δύο χρόνια μετά, παίρνω ένα τηλέφωνο από την Άννα Βαγενά η οποία μου είπε ότι θα ήθελε να μιλήσουμε για τη παράσταση. Άλλαξαν οι ηλικίες στη ταινία, πήγαν σε μικρότερη ηλικία στη μάνα και κατ’ επέκταση και στα παιδιά, οπότε τώρα που χρειάστηκε και έγινε αντικατάσταση στη παράσταση μίλησαν μεταξύ τους, με φώναξαν και σχεδόν αμέσως, δηλαδή την ίδια μέρα, είχαν και την απάντηση.
Πώς θα χαρακτήριζες τον Αντώνη, τον ήρωα που υποδύεσαι;
O Αντώνης είναι τραγικός ήρωας. Και είναι τραγικός διότι έχει να πάρει στις πλάτες του όλο αυτό το βάρος της απόφασης να έρθουν στην Ελλάδα γιατί είναι μια οικογένεια χωρίς πατέρα. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να στηρίξει την οικογένεια του και καλείται να πάρει μια πολύ σημαντική απόφαση για τη πορεία της ζωής του. Και το θέμα σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι κατά πόσο πρέπει να είσαι απόλυτα συναισθηματικός ή απόλυτα σκληρός. Είναι ένα ηφαίστειο που βράζει από συναισθήματα τα οποία δεν μπορεί να τα εκδηλώσει, γιατί είναι δύσκολη η κατάσταση που διαδραματίζεται μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ενώ θέλει να φτιάξει τη ζωή του, υπάρχουν πράγματα που τον κρατούν πίσω. Θέλει να ξεχάσει το παρελθόν και να χτίσει μια καινούργια αρχή με μια κοπέλα η οποία είναι Ελληνίδα γιατί θέλει να αποτινάξει τη ταυτότητά του, αλλά έχει τέτοια βιώματα μέσα από το σπίτι του, τα οποία δεν τον αφήνουν. Βλέπουμε μια διαρκή πάλι μέσα του και αυτό αν θες, είναι πάρα πολύ σκληρό γιατί στην ουσία δεν τον αφήνει να προχωρήσει.
Ποιες δυσκολίες αντιμετώπισες για να προσεγγίσεις το ρόλο σου;
Δεν μπορώ να πω ότι αντιμετώπισα ιδιαίτερες δυσκολίες. Καταρχάς, με μάγεψε τόσο πολύ αυτό το έργο… Ήταν ως δια μαγείας σαν να έπρεπε να ήμουνα ο Αντώνης, τόσο πολύ! Και πιστεύω ότι με τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Άννας Βαγενά έκανα μια αξιόλογη προσπάθεια για να τον προσεγγίσω. Χρησιμοποίησα και δικά μου βιώματα βέβαια γιατί τίποτα δεν γίνεται αν δεν περάσει μέσα από εμάς έτσι κι αλλιώς, αλλά πιστεύω ότι είναι τόσο δυνατός και τόσο μαγικός αυτός ο ρόλος που απλά αν ακολουθήσεις τις διακυμάνσεις του με πολλή προσοχή, θα μπορέσεις να τον προσεγγίσεις. Πρέπει να είσαι όμως πολύ πιστός στον Αντώνη… Θέλω να πιστεύω ότι έχω αποδώσει όσο καλύτερα γίνεται τη προσπάθεια που κάνω.
Τι σε συγκίνησε στο χαρακτήρα που υποδύεσαι;
Το ότι είναι ένας απόλυτα συγκινητικός ρόλος και εγώ δεν μπορώ να κλάψω! Θα μπορούσαν να μου τρέχουν τα δάκρυα από την αρχή αλλά πρέπει να κρατηθείς και να σπάσεις στο τέλος. Αυτό είναι πολύ συγκινητικό… Είναι ένας πολύ ανθρώπινος ρόλος, πάρα πολύ ανθρώπινος… Και πολύ σημερινός. Τον συναντάμε δίπλα μας, στο σπίτι μας πολλές φορές. Πάντα θα χρειαστεί να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις, να είμαστε σκληροί και να παλεύουμε με το μέσα μας. Ο Αντώνης είναι πολύ ευαίσθητος σαν χαρακτήρας. Απλά πρέπει κάποια στιγμή να λειτουργήσει διαφορετικά λόγω των συνθηκών.
Τελικά τι είναι πιο επίπονο; Nα ζεις με ένα άρρωστο μυαλό ή να ζεις σε ένα άρρωστο σώμα;
Είναι αυτό που λέει κάποια στιγμή ο Αντώνης: «Κανείς δεν ξέρει τι είναι να ζεις με άρρωστο άνθρωπο στο ίδιο σπίτι. Να μεγαλώνεις με αυτό τον άνθρωπο και όσο μεγαλώνεις, τόσο πιο πολύ να τον φορτώνεσαι». Αυτές είναι κραυγές πόνου που κρύβουν πάρα πολλά, ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων. Είναι τραγικά και τα δύο… Το δεύτερο έτσι κι αλλιώς είναι μια νοσηρή κατάσταση που σου προκύπτει. Μπορεί και κάποια στιγμή να έρθει και ένα φως στο τούνελ… Πιστεύω πως το πρώτο είναι ακόμα πιο άρρωστο γιατί είναι ακόμα πιο δύσκολο. Μπορεί να σου προκύψει ασθένεια μετά από αυτή τη κατάσταση γιατί δεν ξέρεις κατά πόσο θα μπορέσεις να μαζέψεις τα κομμάτια σου στη διάρκεια της ζωής σου, κατά πόσο θα μπορέσεις να το κουβαλάς όλο αυτό που σου συμβαίνει και κατά πόσο θα μπορέσεις να ισορροπήσεις μέσα στη πραγματικότητα και μέσα στην ασθένεια, μέσα σου σαν χαρακτήρας ή στις διαπροσωπικές σου σχέσεις… Είναι και οι δύο περιπτώσεις τραγικές αλλά μάλλον θεωρώ τη πρώτη πιο τραγική γιατί η δεύτερη εκ των πραγμάτων είναι μια νοσηρή κατάσταση.
H επιλογή κωμωδίας στο θέατρο θεωρείται μια ασφαλής λύση για τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε. Εγώ όμως είδα μια αίθουσα κατάμεστη, όταν παρακολούθησα τη δική σας παράσταση. Άρα το καλό θέατρο βρίσκει πάντα την ανταπόκριση που του αξίζει;
Όταν το κείμενο είναι σπουδαίο, είτε έχει να κάνει με κωμωδία είτε με δράμα, τελικά αναγνωρίζεται από το κόσμο. Και αυτή τη δύσκολη περίοδο που ο άλλος από το υστέρημά του πληρώνει το εισιτήριο, οφείλουμε να του το ανταποδώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να λειτουργήσουμε με την αλήθεια μας. Το κοινό που έχει αποκτήσει πια τόσο δυνατό ένστικτο όσο αφορά το κριτήριό του για το έργο που επιλέγει να δει, πρέπει να αμείβεται στο 100%. Και αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση σε όλους μας, σε όλους τους ανθρώπους που υπηρετούν τη τέχνη. Σαφώς υπάρχει ανάγκη για να γελάσεις και να ξεφύγεις, γιατί πολλές φορές το θέατρο λειτουργεί ως διέξοδο για να ξεχαστεί ο άλλος λίγο από τα προβλήματά του. Και εδώ στη παράστασή μας, μέχρι ένα σημείο, έχει στοιχεία καταστάσεων τα οποία σε κάνουν να γελάς αρκετά. Και όσο πιο αθώος και με λιγότερη τη διάθεση για κριτική έρθεις, τόσο πιο εύκολα θα περάσουν τα μηνύματα σε σένα και θα εκφραστείς αντίστοιχα. Μετά όμως νομίζω ότι πρέπει να υπάρχουν και κάποια πράγματα που να μας προβληματίζουν σ’ αυτό που βλέπουμε, ώστε να μπορούμε φεύγοντας να πάρουμε και κάτι μαζί μας. Είτε να το σκεφτούμε οι ίδιοι, είτε να το συζητήσουμε με κάποιους άλλους, εν πάση περιπτώσει να μας απασχολήσει. Θεωρώ ότι είναι μαγικό αυτό που γίνεται και συνεχίζει να γίνεται με «Το γάλα» και νιώθω πολύ τυχερός που είμαι σ’ αυτή τη δουλειά. Είναι μια σπουδαία παράσταση με ένα πολύ σπουδαίο κείμενο, με πολύ καλούς συντελεστές και αυτό ο κόσμος τελικά το επιβράβευσε… Και εμείς του το δίνουμε απλόχερα.
Έχω ακούσει πολλούς συναδέλφους σου να λένε ότι γοητεύονται από το χώρο της υποκριτικής γιατί τους δίνει τη δυνατότητα να ζήσουν πολλές ζωές. Εσένα τι σε γοητεύει περισσότερο;
Είναι αλήθεια αυτό! Είναι αλήθεια ότι γοητεύεσαι από τους ρόλους… Είναι αλήθεια ότι μπορεί στη ζωή σου να είσαι πολύ πιο εσωστρεφής, πολύ πιο απρόσιτος ή μη εκφραστικός και να βρίσκεις διέξοδο μέσα από ένα ρόλο. Εγώ δεν περίμενα ποτέ πάνω στη σκηνή ότι θα συγκινηθώ και θα κλάψω. Δεν το είχα φανταστεί, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα μου συνέβαινε… Καταρχάς, δεν έχεις την αίσθηση ότι σε παρακολουθούν κάποιοι όταν είσαι μέσα σ’ ένα ρόλο. Είσαι εκεί, είσαι ο ρόλος και είναι η ζωή σου αυτή την ώρα που είσαι πάνω στη σκηνή… Αυτή είναι και η μαγεία του θεάτρου! Ξέρεις τι γίνεται; Καμιά φορά όσο πιο πολύ αναλύουμε τα πράγματα, τόσο χάνουν την ουσία τους ή φεύγουν από εμάς! Καλύτερα να υπάρχει λίγη μαγεία γιατί είναι πολλές φορές πράγματα τα οποία και εγώ προσωπικά δεν μπορώ να σου πω ότι λειτούργησαν με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, αλλά είναι κάτι που γίνεται και σε φτάνει σε αυτό το σημείο…
Όμως έχει σημασία πώς το εισπράττει ο απέναντί σου με την ίδια βαρύτητα που εσύ το εκλαμβάνεις, έτσι δεν είναι;
Βέβαια… Όταν βλέπεις ότι ο ρόλος σου περνάει στο κοινό, όταν βλέπεις ότι γελάει με το γέλιο σου, κλαίει με το δάκρυ σου, συγκινείται με τη δική σου συγκίνηση και εισπράττει όλο αυτό που παρακολουθεί, δεν θες κάτι άλλο… Αυτό ζητάω και αυτό είναι που ζητάει κάθε ηθοποιός, δεν νομίζω ότι ζητάμε πολλά πράγματα. Μόνο το χειροκρότημα που ακούγεται μετά, είναι αυτό που λες «Κάτι έκανα και σήμερα»… Και πάμε για την επόμενη μέρα!
ΕΙΔΑΜΕ…
«Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη
Λίγες παραστάσεις είναι αυτές που δεν θα βρεις κάτι άσχημο να πεις! Και στη προκειμένη περίπτωση, νομίζω πως ό,τι και να πω θα είναι λίγο… Ό,τι και αν προσπαθήσω να εκφράσω με μερικές φράσεις δεν θα αντικατοπτρίσει ούτε θα «αγγίξει» αυτό που αισθάνθηκα όταν παρακολούθησα «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη. Μια παράσταση που άνοιξε αυλαία το 2007 και αποδεδειγμένα μίλησε και μιλάει στις καρδιές των θεατών τόσο με τη κοσμοσυρροή που σημειώνεται κάθε βράδυ στο θέατρο επί τέσσερα χρόνια, όσο και με τις βραβεύσεις που έχει τιμηθεί από το κοινό για το καλύτερο γυναικείο ρόλο και τη καλύτερη παράσταση της χρονιάς. Μετά την επιτυχημένη παραμονή τους και τη πρόσφατη κάθοδό τους από τη Θεσσαλονίκη, η Άννα Βαγενά και ο θίασός της μετακόμισαν σε μεγαλύτερο θέατρο (από το «Μεταξουργείο» στο «Άλφα») και αυτό είναι κάτι που όσο να ‘ναι, δεν συμβαίνει συχνά…
Μια οικογένεια παλιννοστούντων από τη πρώην Σοβιετική Ένωση, που αποτελείται από τη μάνα και τα δυο της παιδιά, μετακομίζει στην Ελλάδα και αγωνίζεται να προσαρμοστεί στους κανόνες της ελληνικής κοινωνίας. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το δράμα αυτής της οικογένειας όταν κλείνει η πόρτα του σπιτιού τους και εκείνοι καλούνται να σταθούν όρθιοι απέναντι από την οδύνη μιας ψυχικής διαταραχής που ονομάζεται σχιζοφρένεια. Ο μεγαλύτερος γιος αναλαμβάνει το ρόλο του πατέρα και στηρίζει τα υπόλοιπα μέλη επιμένοντας να κλείσει το παρελθόν σε ένα κουτί και να το τοποθετήσει σε μια ξεχασμένη άκρη του μυαλού για να μπορέσει να φτιάξει τη ζωή του. Αντίθετα, ο μικρότερος γιος αρνείται πεισματικά να ενταχθεί σε μια καινούργια πραγματικότητα που ορίζουν οι συνθήκες, «ξεσκονίζοντας» τις μνήμες μιας χαμένης πατρίδας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τα χρόνια της παιδικής του αθωότητας. Η αλήθεια όμως της αρρώστιας που βιώνει είναι συγχρόνως μη αποδεκτή αλλά και αδιαπραγμάτευτη. Και γύρω από όλα αυτά μια μάνα ως «βράχος αντοχής» να έρχεται με το κουκούλι της για να σκεπάσει με αγάπη και αφοσίωση ότι τους πληγώνει, να υπενθυμίζει στα παιδιά της ποιος δρόμος είναι ο σωστός και να αποτρέπει διαρκώς το άρρωστο παιδί της να ακολουθήσει τη μοίρα του.
Χωρίς αμφιβολία, θεωρώ ότι πρόκειται για ένα από τα καλύτερα νεοελληνικά δράματα των τελευταίων χρόνων. Σε τίποτα δεν υστερεί αυτό το έργο του Βασίλη Κατσικονούρη που κάθε του λέξη έχει νόημα και μέσα από αυτές διαδραματίζονται δυνατές ανατροπές, μεγάλες συγκινήσεις και γλυκόπικρες δόσεις χιούμορ, σαν αυτές που συμβαίνουν στη ζωή μας. Το έργο είναι σκληρό αλλά ουσιαστικά αληθινό και μου ήταν αδύνατο να φανταστώ πως θα παρακολουθούσα μια παράσταση με τρεις ρόλους απόλυτα ισοδύναμους και συνάμα τραγικούς, από τη δική του πλευρά ο καθένας, παρόλο που η ψυχική ασθένεια του ενός ήρωα είναι αυτή που «κινεί τα νήματα» και καθοδηγεί τις εξελίξεις.
Τι να πω εγώ για την Άννα Βαγενά που υπηρετεί τόσα χρόνια με συνέπεια, αγάπη, υπευθυνότητα και αξιοπρέπεια το χώρο της υποκριτικής και μας χαρίζει μια σπαρακτική μάνα, αφοπλίζοντας το κοινό με την ερμηνευτική της προσήλωση και τα υποκριτικά της μέσα… Την είχα παρακολουθήσει πριν χρόνια να ερμηνεύει την «Αγγέλα Παπάζογλου» και με είχε καθηλώσει, αν και πιστεύω ότι ο ρόλος της Ρήνας θα την ακολουθεί για χρόνια! Είναι σίγουρα μια από τις αρτιότερες στιγμές της καριέρας της. Η εμπειρία της «προδίδει» μια ηθοποιό με μεγάλη σκηνική άνεση μα, πάνω απ’ όλα, με συναίσθημα: όσο σπουδαίες ήταν οι κραυγές της, άλλο τόσο ήταν και οι σιωπές της… Στο ρόλο του Αντώνη ο Βασίλης Παλαιολόγος, που ενσωματώθηκε στη θεατρική ομάδα της Άννας Βαγενά το περασμένο Οκτώβρη και στέκεται επάξια στο ρόλο του μεγαλύτερου γιου της οικογένειας των μεταναστών. Μου άρεσε η ανεπιτήδευτη φυσικότητά του, οι εκρήξεις θυμού του που ενώ ήταν έντονες δεν ήταν διόλου κραυγαλέες και η υποκριτική απογείωση του ρόλου του στο τελευταίο μέρος της παράστασης. Όλα αυτά φανερώνουν έναν ηθοποιό που έχει «σκύψει» πάνω από το χαρακτήρα του ήρωα με προσοχή και ακρίβεια. Από την άλλη μεριά, ο Δημήτρης Πατσής επωμίζεται το ρόλο του Λευτέρη που πάσχει από σχιζοφρένεια και κάποιες φορές μάχεται ενώ άλλες φορές αυθυποβάλλεται από τις ιστορίες του ταραγμένου του νου. Εύκολα καταλαβαίνεις πως πρόκειται για έναν ηθοποιό με αναμφισβήτητες ικανότητες. Και αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο και αισιόδοξο για το μέλλον του ελληνικού θεάτρου. Υποστηρίζει απίθανα το ρόλο του και με μια σαρωτική ενέργεια πάνω στη σκηνή, «χτίζει» έναν Λευτέρη που σε συγκινεί με όλη τη σημασία της λέξης… Εξαιρετική και η ερμηνεία της Ηλιάνας Αραβή που υποδύεται τη Νατάσα, την αρραβωνιαστικιά του Αντώνη, ειδικά στο κομμάτι του έργου που μοιράζεται τη σκηνή με το Δημήτρη Πατσή. Η Άννα Βαγενά φώτισε με τη σκηνοθεσία της κάθε, αθέατη και μη, πλευρά του έργου και κάθε αρετή του με ψυχή και ευαισθησία και έστησε μια παράσταση που αφορά όλους. Γιατί η ιστορία αυτής της οικογένειας είναι μια ιστορία άπειρων οικογενειών. Το δε σκηνικό με τις σημύδες που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Βάμβουρας σε μια δική της ιδέα, είναι ένα από τα ομορφότερα σκηνικά που έχω δει τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό θέατρο…
Αν δεν έχετε παρακολουθήσει ακόμα «Το γάλα», δεν ξέρω τι άλλο να πω για να σας μεταφέρω το κλίμα και να σας πείσω να μην το χάσετε… Μετά την Αθήνα, ο ίδιος θίασος θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα στις μεγαλύτερες πόλεις της περιφέρειας. Και όσοι επιλέξετε να το δείτε είτε εντός της πρωτεύουσας είτε αλλού, θα βγείτε σίγουρα κερδισμένοι…
ΘΕΑΤΡΟ: ΑΛΦΑ
- Σκηνοθεσία – Μουσική επιμέλεια – Ιδέα σκηνικού: Άννα Βαγενά
- Σκηνογραφία: Γιάννης Βάμβουρας
- Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
- Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Πολιτοπούλου
- Διεύθυνση: Πατησίων 37 και Στουρνάρη 51, Εξάρχεια
- Τηλέφωνο: 210.5238742
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη (λαϊκή) στις 19.00
Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 21.00
Κυριακή στις 20.00
Τιμές εισιτηρίων:
24€
18€ (λαϊκή)
16€ (φοιτητικό – τρίτης ηλικίας)
ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ…
«Φθινοπωρινή ιστορία» του Aleksei Arbuzov
Πρόκειται για την τρυφερή ιστορία δύο μοναχικών ανθρώπων, που συναντιούνται σε ένα παραλιακό θεραπευτήριο στις αρχές του φθινοπώρου αλλά και στις αρχές του φθινοπώρου της ζωής τους… Ο χειρούργος Ροντιόν έχει χηρέψει από τη γυναίκα που λάτρευε και είναι διευθυντής του θεραπευτηρίου. Η Λύντια έχει ζήσει αλλεπάλληλους χωρισμούς από τους συντρόφους και τους συζύγους της και είναι φιλοξενούμενη στο θεραπευτήριο.
Μοναχικός και ερμητικά κλεισμένος στον εαυτό του ο Ροντιόν, εξωστρεφής και τρυφερή προς όλους η Λύντια. Από τις πρώτες συναντήσεις τους δημιουργείται μια περίεργη χημεία ανάμεσα σε αυτό το αντιφατικό δίδυμο. Mε συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν, λεπτό χιούμορ και οξυδερκείς διαλόγους, οι δύο ήρωες αρχίζουν να φτιάχνουν γέφυρες μεταξύ τους γιατί συναισθάνονται ότι μόνη λύση στην εσώτερη αναταραχή καθενός αποτελεί η συμπληρωματική παρουσία του άλλου.
Ο Ροντιόν και η Λύντια αφήνονται να παρασυρθούν στα νερά ενός φθινοπωρινού ποταμού, όχι ορμητικού όπως την άνοιξη, όχι παγωμένου όπως του χειμώνα, ενός ποταμού γαλήνιου όπως οι ώριμες και ήρεμες καρδιές τους. Ο Αλεξέι Αρμπούζοφ είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς της Μεταπολεμικής Ρωσίας (τότε Σοβιετικής Ένωσης) που το έργο τους έχει ξεπεράσει τα όρια της πατρίδας τους. Ειδικότερα δε, η «Φθινοπωρινή Ιστορία» έχει παρουσιαστεί με τεράστια επιτυχία στις κυριότερες σκηνές της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής.
ΘΕΑΤΡΟ: ΑΛΜΑ
- Σκηνοθεσία: Ιωάννα Μιχαλακοπούλου
- Απόδοση: Ερρίκος Μπελιές
- Φωτισμοί: Νίκος Καβουκίδης
- Σκηνικά – Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
- Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
- Διεύθυνση: Αγ. Κωνσταντίνου και Ακομινάτου 15 – 17, Αθήνα
- Τηλέφωνο: 210. 5220100
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη (λαϊκή) και Κυριακή στις 19.00
Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 21.00
Τιμές εισιτηρίων:
Πλατεία: 25€
Eξώστης: 18€
Λαϊκή και φοιτητικό: 18€
Για νέους κάτω των 25 ετών, για ανέργους με την επίδειξη της κάρτας και για άνω των 65 ετών: 15€
Για αναφορές, δημοσιεύσεις και δελτία τύπου, μην ξεχνάτε να επικοινωνείτε μαζί μας στο [email protected]