Κύπριος φοιτητής δίνει τη δική του απάντηση στο άρθρο του Αλκίνοου Ιωαννίδη
24χρονος φοιτητής από την Κύπρο έστειλε στη LifO δική του επιστολή προς απάντηση στο άρθρο του Αλκίνοου Ιωαννίδη που δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες.
Πρόκειται για τον 24χρονο Σοφοκλή Παπαδόπουλο, που απαντά στις αναφορές του Αλκίνοου Ιωαννίδη, τονίζοντας «αλήθεια, πότε πεινάσαμε; Πότε κρυώσαμε χρόνια (!); Εμείς; Ποτέ. Ούτε η γενιά μου, ούτε η γενιά σου, ούτε η προηγούμενη γενιά. Τι παρηγοριά είναι αυτή απ’ το παρελθόν – πάλι – φερμένη;». Αναλυτικά η επιστολή έχει ως εξής:
Αγαπητέ Αλκίνοε,
Είμαι 24χρονος Κύπριος φοιτητής στην Αθήνα, όπως υπήρξες κάποτε κι εσύ. Αποτελούσες ανέκαθεν για μένα αξιόλογη προσωπικότητα. Παρακολουθώ από κοντά την πορεία σου ως μουσικού, και με προσοχή διαβάζω τους προβληματισμούς και τις απόψεις σου όπως τις διατυπώνεις σε συνεντεύξεις και άρθρα, καλή ώρα. Το τελευταίο σου άρθρο με τίτλο “Ελεύθεροι Κατακτημένοι”, με προβλημάτισε έντονα κι αφού το διάβασα αρκετές φορές, αποφάσισα δημόσια να εκθέσω κάποιες παρατηρήσεις μου στα όσα λες.
Γενικά ομιλούντες, βρήκα το άρθρο σου σε μεγάλο βαθμό χαμένο στην αοριστία, συχνά αντιφατικό και επικίνδυνα βυθισμένο σ’ έναν άκρατο ρομαντισμό. Θα εξηγήσω αναλυτικά τι εννοώ. Κατ’ αρχάς ολόκληρο το άρθρο διαχέεται από τη νοσταλγία ενός απολεσθέντος όμορφου και βαθιά ανθρώπινου παρελθόντος, που έρχεται σε αντίφαση με ένα πεζό, απρόσωπο και στιγματισμένο από την παντοδυναμία του χρήματος παρόν. Αναφέρεσαι σε “τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων”, όπου “αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων κι ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα”. Αναφέρεσαι σε ψεύτικους γάμους, χωρίς “από καρδιάς ευχή”, χωρίς “αινίγματα”. Λες ότι “αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο”, “τον έρωτα με το στριπτιτζάδικο”. Και παραθέτεις μιαν όμορφη ειλικρινή ιστορία, όπου παιδάκι πήγες κι έπαιξες τύμπανο στην κερκίδα της αντίπαλης ομάδας.
Θα συμφωνήσω πως ναι, κάναμε το χρήμα αφεντικό, αφεθήκαμε στον νεοπλουτισμό και στο αρχοντοχωριατιλίκι, αλλά γιατί αυτή η υπερβολή, αυτή η ισοπέδωση, αυτή η εύκολη απλούστευση των πάντων; Ποιος ο λόγος να καταφεύγεις σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν και να ξορκίζεις ένα δαιμονοποιημένο παρόν; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι οι παππούδες μας ήταν πιο ανθρώπινοι από εμάς; Ότι οι καλημέρες τους ήταν αληθινές κι ότι υπήρχε ανάμεσά τους αλληλεγγύη; Οι κοινωνίες αλλάζουν. Η ανθρώπινη φύση όχι. Αυτό μας διδάσκει η ιστορία. Στα χωριά δεν τρωγόντουσαν μεταξύ τους; Δεν ζηλεύαν; Δεν σκοτώνονταν για τα χωράφια και τις περιουσίες τους; Κι οι γάμοι τους, επειδή είχαν όμορφα γλέντια (που στο μυαλό μας περιβάλλονται από ένα νοσταλγικό φαντασιακό περίβλημα) πάει να πει πως ήταν πιο αγαπητικοί και πιο ουσιαστικοί; Πόσοι γάμοι συμφωνήθηκαν από τα πεθερικά πριν καν γεννηθεί το ζευγάρι; Πόσοι άντρες ξυλοκοπούσαν τις γυναίκες τους ή τις είχαν σαν δούλες; Ποιος σου μίλησε γι’ αυτές τις αγγελικά πλασμένες κοινωνίες, γεμάτες αγνούς κι άγιους ανθρώπους; Όσο για την ειλικρινή κι όμορφη ιστορία των παιδικών σου χρόνων, όσο κι αν είναι αληθινή και συγκινητική, αφορά εσένα και τον παιδικό κόσμο σου. Να σου θυμίσω ότι τον ίδιο ακριβώς καιρό, οι μεγάλοι – χωρισμένοι σε μακαριακούς και γριβικούς – βγάζαν πιστόλια και πυροβολούσαν τον αδερφό τους που ήταν στην αντίπερα όχθη της παράνοιας. Αλλά και με το παρόν; Γιατί τόσο μίσος; Μήπως οι Κύπριοι σήμερα δεν συγκινούνται με τους ωραίους στίχους; Ξεχνάς ποια γενιά σε αγάπησε και σε ανάδειξε; Εσένα και τα τραγούδια σου; Μιλάς για ψεύτικους γάμους. Δε θα ‘λεγα όχι. Αλλά δεν μπορείς να με πείσεις πως δεν υπάρχει σήμερα αγάπη. Ή ότι υπάρχει λιγότερη από παλιά. Λες κι είναι η αγάπη ποσότητα χημική που μετριέται στον αέρα.
Η γενιά σου κι η γενιά μας, πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία μετά από αιώνες, έρχεται αντιμέτωπη τόσο απροκάλυπτα με τα συναισθήματά της. Είναι αυτό που λες “της λείπουν τα αινίγματα”; Ίσως. Έτσι, όμως, συχνά γίνεται πιο ειλικρινής, πιο συνειδητή και πιο ουσιαστική. Δεν είναι το (όμορφο ή ξενέρωτο) γλέντι που κάνει το γάμο, όπως ακριβώς δεν είναι το ράσο που κάνει τον παπά. Γίνεσαι, στ’ αλήθεια, πολύ άδικος όταν λες πως ο έρωτας αντικαταστάθηκε από το στριπτιζάδικο, αν και – ομολογώ – λεκτικά κάνεις ωραία αντίθεση και πείθεις. Ναι, μας λείπει η ποίηση στην καθημερινότητα, μας λείπει η αίσθηση της ομορφιάς. Ναι, φερόμαστε δουλοπρεπώς σε κουλτούρες που δεν μας πάνε και δεν τις κοιτάμε στα ίσα από κόμπλεξ κατωτερότητας. Αλλά, προς Θεού, η επιστροφή στην ιδέα ενός ανύπαρκτου παρελθόντος δεν είναι λύση. Η επιστροφή στο παρελθόν είναι ακριβώς αυτό: πισογύρισμα. Μου φαίνεται πως έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε σ’ ένα ωραιοποιημένο παρελθόν, επειδή φοβόμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε το ατελές της ανθρώπινης μας φύσης. Αποφεύγουμε να μάθουμε την πραγματικότητά του, ακριβώς επειδή μας αρέσει να φαντασιωνόμαστε και να ελπίζουμε σ’ ένα παρομοίως τέλειο μέλλον. Ακροβατούμε από τη μιαν αυταπάτη στην άλλη, ενώ στα χέρια μας κρατούμε ένα παρόν που πρέπει να μας φανεί ολότελα σιχαμερό, ώστε να το μισήσουμε, να το εξοβελίσουμε και να πορευθούμε καθαροί στο φωτεινό μέλλον, που φωταγωγείται απ’ το υπέροχο παρελθόν.
Η ανασφάλεια μάς οδηγεί στην απλούστευση. Και πού καταλήγουμε; Σ’ ένα φαύλο κύκλο απογοητεύσεων, σ’ ένα οδοιπορικό παλινδρομήσεων, γιατί το τέλειο που ονειρευτήκαμε παραμένει πάντα άπιαστο. Και κάπως έτσι κατρακυλάμε πάλι στη διαφθορά σαν να ‘ναι η μοίρα μας. Στη συνέχεια προχωράς σ’ ένα εγκώμιο του “όχι”, που έδωσε, λες, “νόημα στη δημοκρατία”, που για λίγο θύμισε πως “οι εκπρόσωποι εκπροσωπούν πράγματι”. Λες, κάνοντας μάλλον ηρωικούς συνειρμούς, πως δημιουργεί “προηγούμενο”, πως “σηματοδοτεί, καθορίζει κάτι υπαρξιακά σημαντικό”, πως με λίγα λόγια γράφει ιστορία. Καμαρώνεις που αυτό το “όχι” περιφρόνησε τους “λογικούς λογιστές” και λέχθηκε “ενστικτωδώς”, “χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική”.
Πάλι θα διαφωνήσω. Αυτό ακριβώς που μας λείπει είναι ο καθαρός νους, η λογική, η κριτική σκέψη, η σοβαρότητα. Κι αυτό που θα πρέπει ν’ αποβάλουμε είναι ακριβώς τις ενστικτώδεις παρορμήσεις, τις σπασμωδικότητες, τον ακατάσχετο συναισθηματισμό και τον παραλογισμό που τον συνοδεύει. Ναι, οι εκπροσώποι για μια στιγμή εκπροσώπησαν πράγματι: Εκπροσώπησαν τον λαό τους που δεν ερευνά πριν αποφασίσει, που δεν έχει καθαρή πολιτική σκέψη, που ακόμα ψηφίζει με κριτήριο το επώνυμό του. Σκεφτήκαν σοβαρά πριν ορθώσουν περήφανα το ανάστημά τους; Μελέτησαν τα ενδεχόμενα; Βρήκαν εναλλακτικές λύσεις; Αν όχι, τότε το “όχι” τους θα μείνει στην ιστορία μάλλον σαν ηλίθιο παρά σαν ηρωικό. Δεν ξέρω από πότε το ελληνικό φρόνημα συνδυάστηκε μ’ αυτή τη συναισθηματικά φορτισμένη παρορμητικότητα. Να σου θυμίσω μόνο πως οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι έβαλαν τις βάσεις του ορθού λόγου κι η δημοκρατία τους βασιζόταν στην ελεύθερη σκέψη και το διάλογο, κι όχι στις ψευτοπαληκαριές. Κι οι εθνικοί απελευθερωτικοί αγώνες, είτε του ’21 είτε του ’55 – ’59, πέτυχαν όχι επειδή βασίστηκαν στη νεανική “ελληνική” τρέλα των αγωνιστών, αλλά γιατί υπήρχαν κάποια μυαλά πίσω που οργανώναν με καθαρή σκέψη και σύνεση, και κατεύθυναν αυτή την τρέλα.
Μου φαίνεται τόσο αντιφατικό να λες: “Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει “plan B”. Θα ήταν αδύνατον να έχει εκπονηθεί από ανθρώπους της γενιάς μου και της προηγούμενης (…) μια πολιτική που να έχει βάθος και σοβαρότητα. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική, είπαν ενστικτωδώς “Όχι”.” Είναι σαν να λες: “Αυτοί οι άνθρωποι ήταν παράλογοι. Κι όμως είπαν ένα παράλογο όχι!” Μα βέβαια, αφού ήταν παράλογοι. Τέλος, πάλι αυτή η τόσο αλλόκοτη τάση υπερβολής που δεν ξέρω, αλήθεια, από πού πηγάζει και πού αποσκοπεί – αν αποσκοπεί κάπου. Και μαζί της η αντιφατικότητα: “Οι Κύπριοι προσφυγοποιούμαστε ξανά στην ίδια μας την πατρίδα. (…) Και φοβόμαστε. (…) Όμως, τι πραγματικά φοβόμαστε; Ότι θα πεινάσουμε; Πεινάσαμε και παλιότερα. Ότι θα κρυώσουμε; Κρυώσαμε χρόνια. Ότι θα μείνουμε μόνοι; Πάντα μόνοι ήμασταν. Ότι θα πονέσουμε; Από πόνο άλλο τίποτε… Ότι θα μας κατακτήσουν; Πάντα κατακτημένοι υπήρξαμε.” Εμείς δεν είμαστε “οι αρχοντοχωριάτες, οι απρόσωποι, οι γυμνοί, οι υποταγμένοι, οι εξαρτημένοι, οι ανέραστοι, οι ανίεροι”; Πώς στο τέλος καταλήξαμε τόσο σκληραγωγημένοι, τόσο ηρωικοί; Και τελοσπάντων, αλήθεια, πότε πεινάσαμε; Πότε κρυώσαμε χρόνια (!); Εμείς; Ποτέ. Ούτε η γενιά μου, ούτε η γενιά σου, ούτε η προηγούμενη γενιά. Τι παρηγοριά είναι αυτή απ’ το παρελθόν – πάλι – φερμένη; Αν η ιστορία του τόπου μας και των προγόνων μας είναι στοιχειωμένη από κατακτήσεις και πόνο πα’ να πει είμαστε κι εμείς έτοιμοι ή, ακόμα χειρότερα, μοιρολατρικά καταδικασμένοι να μπορούμε να υπομείνουμε πόνο; Όχι. Για άλλη μια φορά το πίσω κοίταγμα δεν είναι λύση. Είναι μάλλον καταδίκη. Λοιπόν; Να ποιο είναι το αληθινό πρόσωπο που καλούμαστε να κοιτάξουμε στον καθρέφτη κι είναι τρομακτικά αληθινό: το πρόσωπο της ευάλωτης ανθρώπινης φύσης μας.
“Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου”, όπως λες. Κι η ευάλωτη φύση μας μαθαίνει πια ότι δεν μπορεί να τρέφεται με μύθους κι απολυτοποιήσεις. Τα λεφτά είναι μέσο. Απ’ τα πιο ισχυρά μέσα για την ευτυχία μας. Δεν είναι όμως από μόνο του ευτυχία. Πλέον δεν θα μπορούμε να καυχιόμαστε για τη λιμουζίνα και τη σπιταρόνα μας: ξέρουμε πια πόσο εύκολα χάνονται αυτοκίνητα και σπίτια. Δεν μπορούμε, όμως, ούτε να προσφεύγουμε σε παρελθοντικές φαντασιώσεις και γεννήματα του συναισθηματισμού. Να σου θυμίσω άλλωστε – κι αυτό θα σε τρομάξει – πως αυτή ακριβώς η εξιδανίκευση του παρελθόντος και της ιδέας του είναι που τρέφει τους “βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ’ έξω κι από μέσα»” που τόσο αποστρέφεσαι. Η καταφυγή στο μύθο δεν είναι λύση. Τη λύση δεν τη δίνει η άγνοια και η φαντασία, αλλά η αλήθεια και η γνώση – ή έστω η γνώση της άγνοιας. Ας γίνουμε πιο συνετοί. Ας μάθουμε ν’ ακούμε, να διασταυρώνουμε απόψεις, να σχηματίζουμε άποψη, ν’ αναζητούμε την αλήθεια. Η αίσθηση της αδυναμίας ας μην μας φέρει κοντά λόγω κοινού μίσους και αγανάκτησης προς ορατούς κι αόρατους εχθρούς, αλλά λόγω ταπείνωσης και συμπόνιας. Το πλήγμα ας μας κάνει πιο σώφρονες, όχι φαντασιόπληκτους και τσαμπουκάδες. Με εκτίμηση Σοφοκλής Παπαδόπουλος