Mαρία Παπαγεωργίου-Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης G700
http://www.youtube.com/watch?v=NY8RsRoHFlM
Κάπως έτσι ξεκινούν οι μουσικές διαδρομές των ανήσυχων ψυχών. Μεγαλώνοντας με μουσικές ιερών τεράτων, διαπιστώνεις ότι θέλεις και έχεις την ανάγκη να βγάλεις από μέσα σου ό,τι σε κάνει να χαμογελάς ή να δακρύζεις, ό,τι σε κάνει να πίνεις με φίλους σε ένα τσιπουράδικο ή αυτό που σου κλέβει ένα δάκρυ καθώς κοιτάζεις το χρυσό φεγγάρι. Και όλο ψάχνεις, και όλο αναζητάς κάποιον ή κάποια να σε νιώσει, να σε καταλάβει, να του παίξεις την αλήθεια σου και να σου χαμογελάσει. Να δεις στα μάτια του ό,τι τον άγγιξε.
Έτσι μέσα σου ακούγεται μια δυνατή φωνή που λέει «δεν είμαι μόνος, μπορώ, έχω κι εγώ να δώσω».
Οι παρέες φτιάχνονται, πρώτα {φίλοι} και στη συνέχεια συνεργάτες. Και καθώς ο ένας γνωρίζει τον άλλο, έρχεται και το πάντρεμα του πενταγράμμου έπειτα από ατέλειωτα ξενύχτια και εναλλαγές συναισθημάτων. Απο προσωπική πείρα σας λέω οτι εκείνη την ώρα που φέρνεις στον κόσμο, {γεννάς}, ένα τραγούδι, βρίσκεσαι σε έκσταση, σε μέθη, σε συνεπαίρνει μαζί του. Κάθε λέξη είναι μια μαχαιριά ή ένα χάδι, κάθε νότα είναι μια κατάθεση ή μια παραδοχή. Το ακούς, το ξανακούς, το ξανακούς, εκατοντάδες φορές, ψάχνεις το λάθος, το στονάρισμα, το φάλτσο, βάζεις τον εαυτό σου να αμφισβητεί και να διορθώνει τον εαυτό σου…Δύσκολο, αφού εσύ το δημιούργησες.
Δεν είναι αυτό που θέλω, να το ξαναγράψουμε. Προσεύχεσαι στις λέξεις και παλεύεις να τις φιλιώσεις, να τις βάλεις να βαδίσουν μαζί επάνω στο χαρτί, να πείσεις τις νότες ότι δεν έχουν πόλεμο, αλλά τον ίδιο σκοπό, τον ίδιο προορισμό, να ανταμώσουν τις ανθρώπινες καρδιές και να κάνουν μια στάση.
‘Επειτα έρχεται η δισκογραφία και ο επαγγελματισμός, ουφφφφφφφφφφφφ, τι δουλειά έχω με αυτά, πού να αφήσω την ψυχή μου; Σε γραφεία εταιρειών, σε παραγωγούς; Τι δουλειά έχω με όλα αυτα εγώ; Γιατί πρέπει να είμαι εμπορικός και συμβατικός; Αρχίζουν οι συμβιβασμοί και οι συμφωνίες, οι υπογραφές και τα συμβόλαια. Από τη μια γελάς και από την άλλη είσαι οργισμένος. Θυσιάζεις ένα κομμάτι σου για να αντέξει ένα άλλο, και σιγά σιγά η {μεγάλη} στιγμή φτάνει. Έλα, θα αργήσεις, θα τα καταφέρεις λες, και αφήνεσαι στον εαυτό σου, αυτόν εμπιστεύεσαι εκείνη την ώρα, κανέναν άλλον, μόνο αυτόν. Αρπάζεις την κιθάρα σου, να την αισθάνεσαι στην χούφτα σου, ξεροβήχεις και ανεβαίνεις στην σκηνή, τρέμεις λίγο, κόβονται τα γονατά σου, αλλά πρέπει και θέλεις να χαμογελάσεις.
Αφήνεσαι, ξεγυμνώνεσαι, εσύ και κάμποσα μάτια καρφωμένα επάνω σου, πολιορκούν τα χείλη σου και τα χέρια σου, θέλουν να τα κατασπαράξουν. Ένα μονοπάτι μονάχα, να αρχίσεις να τραγουδάς, κλείνεις τα μάτια και το μυαλό σου ζητάει απεγνωσμένα εικόνες και συναισθήματα, χαρούμενα και λυπημένα, να κρατηθεί. Τα μάτια γίνονται ικετευτικά, σου ζητούν ταξίδι, αστέρια και κύματα, και θεριεύεις να τα δώσεις…………
‘Ενας φίλος μου τηλεφώνησε:
– Θα πάω να ακούσω την Παπαγεωργίου και τον Εμμανουηλίδη, θα έρθεις;
– Τι ώρα φίλε λες; Είναι καλοί;
– Έλα και θα δεις.
Βρεθήκαμε στο μαγαζί και περιμέναμε. Θα ξεκινήσω από τη Μαρία. Μια γλυκιά ξωτικίνα με μελαγχολικά ταξιδιάρικα μάτια, που καθώς ερμηνεύει στις ερημιές του ήχου κοιτάζει μακριά, πέρα απο τους στενούς τοίχους, σα να αναπολεί για κάτι, να περιμένει να λάμψει. Στέλνει του ψίθυρους της νύχτας σαν κάλεσμα σε κάτι που άφησε πίσω. Σπάζοντας τη φωνή της σε κάποιες καταλήξεις σε ανατριχιάζει, σα να ακούς ένα μωρό που θέλει τη μάνα του ή μια τρυφερή αγκαλιά. Ο ήχος της είναι απο τα κατάβαθα, τις γωνιές της καρδιάς της, τραχύς και βαρύς, αρχέγονος, σα να την κυνηγά η θάλασσα. Δύσκολα χαραμίζει ένα χαμόγελο, μόνο όταν νιώθει έτσι. Μαρία, στέκουμε δίπλα σου συνοδοιπόροι, πάλεψε τους φόβους σου και άνοιξε τις φτερούγες σου.
O Αλέξανδρος G700, ιππότης της γενιάς των 700 ευρώ, με τρύπιες κάλτσες και αλάδωτο αντεράκι, παρουσιάζεται σα να κάθεται στον καναπέ του σπιτιού του με απλωμένη αρίδα καπνίζοντας τσιγαράκι. Σίγουρος για τον εαυτό του, πατώντας σε θεμελιωμένα συμπεράσματα, μοιράζεται και αυτοσαρκάζεται με ανατριχιαστικό τρόπο. Πειραχτήρι με έξυπνο και αυθόρμητο χιούμορ, είναι από αυτούς τους τύπους που αρέσκονται να τα χώνουν με το δικό τους τρόπο, να τα λένε όπως είναι χωρίς να τους ενδιαφέρουν τα σχόλια. Απόμακρος και κοινωνικός ταυτόχρονα, με καλοπροαίρετη, πονηρή ματιά. Δύσκολα αποδέχεται το αντίθετο και τις μεγάλες κουβέντες, αφού δείχνει συνειδητοποιημένος και μπουχτισμένος από το βόθρο του κόσμου. Όταν παίζει και ερμηνεύει, είναι σα να κάνει τη δική του μουσική επανάσταση και να απευθύνεται μονάχα σε εκείνους που μπορούν και αντέχουν να τον ακούσουν. Λες και υψώνει ένα πανό που γράφει «Αυτός είμαι, και αυτή είναι η αλήθεια μου. Όσοι πιστοί προσέλθετε». Αλέξανδρε, ποια θα’ρθει μαζί σου με 700 ευρώ το μήνα; Είμαστε δίπλα σου, πες ταααααα.
Ξέρετε, εραστές της τέχνης, αυτά τα δυο παιδιά μην περιμένετε να τα δείτε σε σόου και κανάλια, ή να τα ακούσετε στους trendy ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ψάξτε τους, δε ξέρω πώς θα καταλήξουν, αλλά για την ώρα με τις επιλογές τους δηλώνουν αντισυμβατικοί και αληθινοί. Όταν φεύγει κάποιος στο τέλος της συναυλίας, χαμογελά γλυκά και πιστεύω ότι αυτό αξίζει. Δε σε κουράζει ούτε σου βαραίνει την ψυχή η παράστασή τους, αλλά απεναντίας σου αφήνει μια ανάλαφρη γεύση, θες να τους ξαναδείς, είναι σα να τους ξέρεις χρόνια, σαν να έχεις πιει μαζί τους και να έχεις τραγουδήσει. Μαρία, Αλέξανδρε, όλοι έχουμε ανάγκη απο καθάριες και φρέσκες φωνές και ψιθύρους. Εμείς είμαστε δίπλα σας και θα μείνουμε…Συνεχίστε και εσείς, η άνοιξη δεν αργεί, έρχεται σαν όνειρο νυχτερινό.
Την αγάπη μου στέλνω, κάποια απο τα λόγια μου είναι δανεισμένοι στίχοι τραγουδιών, μ’ έβλαψαν.
Μα ποια να’ρθει μαζί μου με 700 ευρώ το μήνα γαμώτοοοοοοοοοοοοοοο…