Η ελληνική μουσική δεν έχει μέλλον
Κάποιες δεκαετίες πριν, μέχρι και το ’80, η προτεραιότητα, το βασικό κριτήριο διασκέδασης και κουλτούρας των γενιών εκείνων ήταν η μουσική. Σήμερα που οι νέοι έχουν έναν κουβά πολλών ενδιαφερόντων, είναι αδιάφοροι για την ποιότητα της μουσικής η οποία, δυστυχώς, δεν παρουσιάζει καμία εξέλιξη. Παραμένει στατική τα τελευταία 15 χρόνια από πλευράς δημιουργικότητας και ποιοτικού νεοτερισμού. Η επανάληψη και η ανακύκλωση της λαικοποπ μανιέρας αντικρούει τις συνθήκες των περασμένων χρόνων, όπου η μουσική αποτελούσε το Point της νυχτερινής εξόδου.
Επέλεγες ένα μαγαζί για την μουσική που θα άκουγες και όχι αν ήταν In ή out. Το 90% των θαμώνων διαφόρων καταστημάτων χάνονται στον μουσικό θόρυβο, ο dj είναι αόρατος και εκτός μόδας. Και το πιο σημαντικό: δεν παράγεται πλέον μουσική. Είμαστε μιμητές ξενόφερτων προϊόντων τα οποία αναπαράγουμε, με όχι και τόσο μεγάλη επιτυχία. Ακόμη και το λαικό έχει να δείξει μόνο ένα 20% αξιόλογων τραγουδιστών σε σύγκριση με την παλιά γενιά. Κανείς σήμερα δεν μπορεί να γίνει Στράτος Διονυσίου, για παράδειγμα. Ακόμη και στο παραδοσιακό νησιώτικο δεν έχουμε καμία εξέλιξη πέραν των καθιερωμένων τραγουδοποιών και ερμηνευτών.
Η λαικοπόπ μουσική που μερικά σαίνια κατάφεραν και την καθιέρωσαν, έχει αρχίσει και αυτή να υποχωρεί αισθητά. Δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον και δεν έχει καμία αξία.
Αυτό που σώζει εν μέρει τους Έλληνες μουσικούς, συνθέτες και τραγουδιστές είναι η επαρχία και η Κύπρος. Σε αυτό το κοινό λείπει η επικοινωνία και η επαφή με αναγνωρίσιμους καλλιτέχνες. Από την άλλη, φώς στο τούνελ του μουσικού ελληνικού αδιέξοδου ρίχνει η δημιουργία νέων συγκροτημάτων. Φρέσκα παιδιά που δημιουργούν ακούσματα πέραν του μουσικού κατεστημένου. Ορισμένοι θα σπεύσουν να πούν ότι η προώθηση είναι ικανή να σε καθιερώσει και να σου χαρίσει επιτυχία. Και εγώ θα απαντήσω ότι αυτή η θεωρεία είναι σκέτη απάτη. Ναι, υπάρχουν επιτήδειοι που εκμεταλλεύονται το πάθος, τη ματαιοδοξία και το «ψώνιο» νέων ταλέντων και τραγουδιστών και τους παίρνουν τα λεφτά κάτω από το τραπέζι υποσχόμενοι προβολή σε κανάλια, σε ραδιόφωνα.
Και μιας που ανέφερα το παραδοσιακό ραδιόφωνο και αυτό πια είναι ντεμοντέ του κερατά. Η επικοινωνία νεανικού χαρακτήρα, το συναίσθημα, η αγωνία, η ανθρωπιά, η αίσθηση της παρέας και η αμεσότητα που είχε μέχρι το ’80 έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Στις μέρες μας έχουμε ένα τυποποιημένο ραδιόφωνο με ακροαματικότητες προστατευόμενες και τους εκφωνητές εξουδετερωμένους και με καθήκοντα διεκπεραιωτή. Κάποτε υπήρχαν πρόσωπα, τώρα υπάρχουν playlists. Όσο για την εμπορική αξία του ραδιοφώνου, παίρνει κόκκαλο από την διαφημιστική αγορά και δικαίως γιατί δεν το αξίζει. Το μέλλον του ραδιοφώνου είναι διαδικτυακό και θα το δούμε σε όλο το μεγαλείο σε μία πενταετία. Αυτή είναι η μόδα και θα την ακολουθήσει, αν θέλει να επιβιώσει.
Το άρθρο είχε δημοσιευτεί και στο τεύχος του περιοδικού Momento για τον χειμώνα ’09-’10