Nίκος Παπάζογλου – Καλό ταξίδι στη ρωγμή του χρόνου
Είχε κάνει ιερή συμφωνία με τη μοναξιά και τον πόνο, αυτόν άλλωστε τραγουδούσε εδώ και χρόνια. Και η μοναξιά τον αγάπησε και τον πήρε κοντά της, να τον κάνει άστρο λαμπερό, παιχνιδιάρικο, σε μια γωνιά του σύμπαντος, για να φέγγει εκείνες τις ψυχές που μπορούν να αγκαλιάζουν και να γιατρεύουν τις πληγές τους.
Σκέφτομαι πολλά. Τι σημαίνει Tύχη; Μοίρα; Υπάρχουν; Και αν ναι, ποιος τα ορίζει; Πόσοι {μεγάλοι} πολέμησαν με τον καρκίνο, μάχη με τον ίδιο τον χαμό τους…Μαζί ξεκίνησαν σχεδόν με το Μανώλη το Ρασούλη με την «Εκδίκηση της Γυφτιάς», και σχεδόν μαζί τελειωσαν. Τι είναι τελικά αυτό που σμίγει τις ζωές των ανθρώπων; Και πέρα από τα μουσικά όρια, τι άλλο κρύβουν στα κατάβαθα των ψυχών τους οι μουσικοί συμβολισμοί, πόσο από το κουβάρι της ζωής χρεώνεται ο καθένας μας να ξετυλίξει και γιατί;
Συνηθίζουμε να αγαπάμε βαθιά, χωρίς να καταλαβαίνουμε πολλές φορές γιατί, οτιδήποτε είναι αληθινό και μας αγγίζει. Εφηβικοί έρωτες ταξιδεύοντας με τον Αύγουστο, ξέσπασμα ροκ αναρχικό με τη Ρωγμή του Χρόνου, πανηγύρι και γλέντι θανάτου με την Εκδίκηση της Γυφτιάς, ανατριχιαστική διαπίστωση της ουσίας της ζωής με τη Μάγισσα Σελήνη και τις Στιγμές της…«Είναι κάτι στιγμές, τρυφερές και λεπτές, σα κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι…για όλα αυτά που ζητάς». Λίγοι τραγούδησαν το θάνατό τους για το τίποτε μιας ευτυχίας, δεν είναι και εύκολο να το κάνει κάποιος. Πρέπει πρώτα να ξεριζώσει την αρχέγονη δίψα της ύπαρξης, να σκοτώσει τη ψυχή του για να τη ξαναγεννήσει…ο Παπάζογλου το έκανε.
Αποτραβηγμένος από τα φώτα που θολώνουν, διορατικός, χωρίς συνεντεύξεις, παρουσιάσεις και ραδιόφωνα. Αγαπήθηκε χωρίς να προβληθεί, χωρίς σόου, χωρίς εκπομπές. Με τζινάκι και κόκκινο μαντήλι, σαν να έκλεψε από το χρόνο τα δεσμά του και να τα φόρεσε στο λαιμό του σαν τρόπαιο. Λες και την ώρα που χανόταν χαμογελούσε και έπαιζε μπαγλαμαδάκι. Λίγες κουβέντες, μετρημένες, με χαμηλωμένα τα μάτια, σεμνότητα και αρετή.
Τα καλοκαίρια σεργιάνιζε τις ελληνικές θάλασσες με την βάρκα του, 7-8 το πρωί έπινε ελληνικό στη μαρίνα στην Κω, μονάχος…
Σφίγγεται λίγο η ψυχή μου που τα γράφω, αλλά από την άλλη σκέφτομαι ότι του πρέπει να χαμογελάω, να τραγουδάω κι ας δακρύζω, δυσυπόστατο δεν είναι άλλωστε το δάκρυ μας; Δεν μπορώ να κάνω και πολλά, ένα άρθρο, ένα αφιέρωμα στο ραδιόφωνο. Έτσι κι αλλιώς χανόμαστε με τη φωνή του και τις μουσικές του χρόνια τώρα…
Σίγουρα δε θα επιθυμούσε και πολλά, αφού κατέκτησε τις ψυχές μας.
Ας μείνει έμπνευση και θύμηση γλυκιά, τραγούδι νυχτερινό και ξημέρωμα, ας μείνει έρωτας και αγάπη, επανάσταση και οργή, δάκρυ και πόνος, χαρά και τραγούδι, κρασί και γλυκό μεθύσι, πενιά ερασιτέχνη σε ξεκούρδιστη κιθάρα, φάλτσο ματωμένης καρδιάς σε καλοκαιρινό παρεάκι, αφιέρωση σε ραδιοφωνική εκπομπή και αναστεναγμός απο τα στήθη.
Λίγοι δίσκοι, αλλά κανένας αποτυχημένος, κάθε πέντε ή δέκα χρόνια, όταν είχε να πει.
Όταν κινδύνευε, έπαιζε την πουρούδα να τον ακούσουμε, να μας προειδοποιήσει γι’αυτό που έρχεται… Αφού είτε Βούδας λεγόταν, είτε Κούδας, είτε Ιησούς και Ιούδας, το είχε καταλάβει ήδη της ζωής του το παιχνίδι. Αγαπούσε πολύ εκείνους που δεν ήξεραν, και στην Αθήνα μέσα ζούσαν στην ξενιτιά, αφού ελληνοξεχνούσαν και τον αρνιόντουσαν σαν τον νόθο, 13 φορές.
Φορτίστηκα, σαν να μην έφυγες ποτέ, μάλλον μόνο το κορμί σου σε άφησε, εδώ είσαι και θα είσαι για πάντα.
Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, έτσι δεν έλεγες; Ε, εσύ έχεις πολλές τέτοιες πατρίδες…
Το σκέφτομαι και το ξανασκέφτομαι, τι τραγούδι να πρωτοβάλεις, δε μπορώ να ξεχωρίσω…
Ό,τι και να αλλάξει σε τούτο τον κόσμο, ό,τι και να γίνει, η αλήθεια θα βασιλεύει και θα βρίσκει αποδέκτες…
«Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λιτά της μαλλιά, την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε»…