Θέατρο| Αφιέρωμα στον Κάρολο Κουν
Γεννημένος στις 13 Σεπτεμβρίου του 1908 στην Προύσα της Βορειοδυτικής Τουρκίας, μετακόμισε σε ηλικία μόλις έξι μηνών στην Κωνσταντινούπολη, όπου και παρέμεινε μέχρι τα 20 του. Σπούδασε στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης, ένα αμερικανικό κολλέγιο που ιδρύθηκε από ιεραποστόλους, ενώ μετέπειτα σπούδασε και αισθητική στην Σορβόννη της Γαλλίας.
Το 1929 θα βρεθεί στην Αθήνα, όπου και θα εργαστεί ως καθηγητής της Αγγλικής Φιλολογίας στο Κολλέγιο Αθηνών. Εκεί θα παρουσιάσει και τις πρώτες του σκηνοθεσίες με μαθητές του Κολλεγίου σε έργα όπως «Όρνιθες», «Πλούτος», «Τρικυμία».
Αυτό που λίγοι γνωρίζουν, εμού της ιδίας συμπεριλαμβανομένης, είναι ότι πριν την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης, ο Κάρολος Κουν είχε ιδρύσει το 1934 την ημι-επαγγελματική σκηνή «Λαϊκή Σκηνή» μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Διονύσιο Δεβάρη. Βασική επιδίωξη της σχολής ήταν η αναβίωση του ελληνικού εξπρεσιονισμού. Μετά από έργα όπως «Ερωφίλη», «Άλκηστις», «Κατά φαντασίαν ασθενής» κλπ. το 1936, η «Λαϊκή Σκηνή» κλείνει λόγω οικονομικών δυσκολιών.
Ο Κούν έχει φύγει εν τω μεταξύ από το Κολλέγιο Αθηνών και έχει ξεκινήσει ήδη την επαγγελματική του πορεία ως σκηνοθέτη. Συνεργάζεται με το θίασο της Κατερίνας το 1939 σκηνοθετώντας την «Έντα Γκάμπλερ», ενώ συνέχεια είχε η συνεργασία του με το θίασο Κοτοπούλη, όπου ανέβασε 20 έργα στην περίοδο 1939-41. Αμέσως μετά, το 1941-42 ξαναγύρισε στο θίασο της Κατερίνας, σκηνοθετώντας άλλα επτά έργα.
Το 1942 η Ελλάδα βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή, αυτό βέβαια δε φαίνεται να πτοεί ουδόλως τον μεγάλο θεατράνθρωπο που αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα και να ιδρύσει το «Θέατρο Τέχνης». Η πρώτη παράσταση δίνεται στις 7 Οκτωβρίου του 1942 στο Θέατρο «Αλίκης» με το έργο «Αγριόπαπια» του Ίψεν. Ο ίδιος ανέφερε σε συνέντευξη του για την ίδρυση του θεάτρου:
«Το «Θέατρο Τέχνης» ιδρύθηκε το 1942 στην αρχή της Γερμανικής κατοχής. Η ανάγκη για ένα τέτοιο νέο θέατρο, ένα θέατρο συνόλου, είχε ωριμάσει μέσα μου πολύ πριν, τον καιρό που ιδρύθηκε η ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή». Η εποχή της κατοχής ήταν μια συναισθηματικά, πλούσια εποχή. Έπαιρνες και έδινες πολλά. Μας ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία και τρομοκρατία. Γι’αυτό σαν άνθρωποι αισθανόμασταν την ανάγκη πίστης, εμπιστοσύνης, συναδέλφωσης, έξαρσης και θυσίας.»
Από τους πρώτους αποφοίτους της σχολής μεγάλοι ηθοποιοί όπως η Ελένη Χατζηαργύρη, η Καίτη Λάμπροπούλου, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Νίκος Βασταρδής. Ενώ λίγα χρόνια αργότερα ακολουθούν Γιώργος Θεοδοσιάδης, Πέτρος Φυσσούν, Τασώ Καββαδία, Κώστας Καζάκος, Λήδα Πρωτοψάλτη, Μάγια Λυμπεροπούλου, Αλεξάνδρα Λαδικού, Μίμης Χρυσομάλλης, Θύμιος Καρακατσάνης, Γιάννης Μόρτζος, Άγγελος Αντωνόπουλος, Ηλίας Λογοθέτης, Κάτια Δανδουλάκη, Τάκης Χρυσικάκος κ.α.
Στο Θέατρο Τέχνης θα ακολουθήσουν έργα όπως «Ρόσμερσχόλμ» του Ίψεν , «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλλο κ.α. Το 1945 το Θέατρο Τέχνης αναγκάζεται να διακόψει τη λειτουργία του λόγω ασυμφωνίας των μελών του και ο Κουν συνεργάζεται ξανά με το θίασο της Κατερίνας, όπου και σκηνοθετεί πέντε έργα.
Ο μάγος όμως του θεάτρου δεν το βάζει κάτω. Το 1954 ξανανοίγει το «Θέατρο Τέχνης» αυτή τη φορά για πάντα. Στη διάρκεια των χρόνων που θα ακολουθήσουν θα γνωρίσει στο ελληνικό κοινό έργα και συγγραφείς του παράλογου θεάτρου Μπέκετ, Ιονέσκο, Ζενέ, Πίντερ, Αρραμπάλ, Γκομπρόβιτς, Βιτράκ κ.α. Παράλληλα ξεκινά και την ενασχόληση του με το αρχαίο δράμα. Ο ίδιος αναφέρεται στη συγκεκριμένη περίοδο:
«Συγχρόνως, αρχίσαμε την προεργασία για μια επιστροφή στο αρχαίο δράμα. Αλλά αυτή τη φορά το αρχαίο δράμα ή το κλασσικό θέατρο ειδομένα με περισσότερη υπογράμμιση της ζωντάνιας τους της σημερινής. Το 1957 ξανανέβασα τον «Πλούτο»… Το 1962 έγινε η πρώτη μας επαφή με το εξωτερικό όπου στο Παρίσι παρουσιάσαμε τους «Όρνιθες» και αποσπάσαμε το Βραβείο των Εθνών».
Το 1967 θα βρεθεί στο Stratford να σκηνοθετεί το «Ρωμαίο και Ιουλίεττα» με ηθοποιούς του Royal Shakespeare Company. Είναι ο μόνος ξένος που σκηνοθετεί στη συγκεκριμένη σκηνή τα τελευταία 45 χρόνια. Στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας δε θα σταματήσει στιγμή να εργάζεται κόντρα στην έλλειψη επιχορηγήσεων εκείνη την περίοδο, ανεβάζοντας έργα όπως «Το παιχνίδι της σφαγής» του Ε. Ιονέσκο (1970-71), «Τρωίλος και Χρυσηίδα» του Σαίξπηρ (1972-73)κ.α. Θα συνεχίσει τις σκηνοθεσίες του μέχρι το 1987 οπότε και πραγματοποιεί την τελευταία του σκηνοθεσία στο έργο «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη.
Στη διάρκεια της καριέρας του τιμήθηκε πέρα από το βραβείο του Θεάτρου των Εθνών, με το Παράσημο του Φοίνικα και με το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, εν’ω αξίζει να σημειωθεί ότι το 1984 το ελληνικό κράτος παραχώρησε έναν χώρο στην Πλάκα, για την ανέγερση του θεάτρου Κ. Κουν.
Ο Κάρολος Κουν «έφυγε» από τη ζωή στις 14 Φεβρουαρίου 1987 κληροδοτώντας με τη διαθήκη του τον τίτλο «Θέατρο Τέχνης» στους Γ. Λαζάνη, Μ. Κουγιουμτζή και Γ. Αρμένη με την προτροπή να συνεχίσουν τη συνεργασία τους στο Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν.
Κι έμεινε να θυμίζει σε όλους τους ηθοποιούς και τους λάτρεις του θεάτρου ότι:
«Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στο χώρο μας.»