IronSphere : η βελτιωμένη έκδοση του Sonisphere
Με εμφανώς περισσότερα ονόματα φέτος, η ώρα έναρξης του φεστιβάλ ήταν αρκετά νωρίς, ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η μέρα διεξαγωγής του ήταν καθημερινή, με αποτέλεσμα να κάνει την προσέλευσή μου, όπως και πολλών άλλων άλλωστε, στη συναυλία από την αρχή εξαιρετικά δύσκολη. Έτσι λοιπόν δεν πρόλαβα να δω τα τρία πρώτα συγκροτήματα ( Virus, Need, Total Riot), τα οποία παρ’ ότι αποτελούν δυνατά χαρτιά για το χώρο τους, είναι ένας χώρος που προσωπικά δεν με αγγίζει, οπότε μικρό το κακό…
Τους Nightfall από την άλλη ήθελα πολύ να τους δω, αφού η τελευταία φορά που θυμάμαι να τους παρακολουθώ ήταν τουλάχιστον μια εξαετία πίσω. Ένα συγκρότημα με αρκετά σκαμπανεβάσματα, χωρίς όμως να έχουν κυκλοφορήσει κακό δίσκο, με τον τελευταίο μάλιστα να με ενθουσιάζει, όσο και να με ευχαριστεί να τους βλέπω πάλι ενεργούς, ύστερα από μια αμφίβολη περίοδο σχετικά με το μέλλον της μπάντας. Οι Nightfall ήταν το πρώτο συγκρότημα που θα έπαιζε στη μεγάλη σκηνή, με τον κυρίως χώρο του φεστιβάλ να ανοίγει στο κοινό ελάχιστα λεπτά πριν ανέβουν στη σκηνή, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα ανούσιο στριμωξίδι μεταξύ ελάχιστων παρευρισκόμενων ώστε να μην χάσουν δευτερόλεπτο.
Ξεκίνησαν παίζοντας αρκετά κομμάτια από το νέο τους δίσκο, ωραία όπως είπαμε αλλά ο κόσμος ζητούσε τα παλιότερα. Στο μόνο καινούργιο που έγινε κάποιο νταβαντούρι ήταν το υπέροχο “Ambassador of Mass” (για το οποίο έχουν γυρίσει και video-clip). Από κει και πέρα οι αναμενόμενες κορυφές του set-list ήταν κομμάτια από τους με διαφορά καλύτερους δίσκους τους “Athenian Echoes” και “Lesbian Show”, το ομώνυμο από το οποίο έκλεισε μάλιστα πανηγυρικά μια καλή εμφάνιση, με μέτριο όμως ήχο.
Σε αυτό το σημείο θα αναφερθώ σε κάτι που με ενοχλεί πολύ, και γίνεται αρκετά συχνά στη Μαλακάσα: η περίφραξη του μπροστινού χώρου, πρόσβαση στον οποίο προϋποθέτει ακριβότερο εισιτήριο. Χώρος ο οποίος στη μεγαλύτερη διάρκεια του/των φεστιβάλ μένει άδειος με αποτέλεσμα να πέφτει πολύ η αλληλεπίδραση μεταξύ κοινού και συγκροτήματος, κάτι που φυσικά συνέβη όχι μόνο στους Nightfall, αλλά και στα υπόλοιπα συγκροτήματα που έπαιξαν στη μεγάλη σκηνή. Και θέλω να ξεκαθαρίσω ότι τα βέλη μου δεν στοχεύουν την διοργανώτρια εταιρία, από την οποία δεν περιμένεις οπαδική συμπεριφορά, αλλά επαγγελματική και βάση αυτής πραγματικά πιστεύω πως ορθά ενεργούν όσο υπάρχουν άτομα που αγοράζουν ακριβότερα εισιτήρια για μια πιο προνομιακή θέση. Και δεν είναι τόσο η συγκεκριμένη οικονομική φάση στην οποία βρισκόμαστε ως χώρα που αυτή η πράξη (η αγορά ακριβότερου εισιτήριου ντε) μου κακοφαίνεται ακόμα περισσότερο, τονίζοντας ότι ο έχων λεφτά χαίρει προνομιακής μεταχείρισης, όσο ότι μιλάμε για ροκάδες και μεταλλάδες οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτή τη μουσική συνοδεύει και μια ιδεολογία.
Οι Moonspell μπορεί να μην αποτελούν ένα από τα αγαπημένα μου ακούσματα, αλλά σίγουρα είναι ένα συγκρότημα που χαίρει τον απόλυτο σεβασμό μου. Ειδικότερα το ντεμπούτο τους είναι και ο κυριότερος λόγος που ασχολήθηκα μαζί τους. Από κει και πέρα η περίοδος που η gothic πλευρά τους πέρασε στο προσκήνιο με αφήνει παγερά αδιάφορο, με τους τελευταίους τους όμως δίσκους να ξανακερδίζουν το ενδιαφέρον μου. Με βάση τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πιστεύω και τα κομμάτια που πάνω κάτω θα ήθελα να ακούσω.
Ευτυχώς το “Wolfheart” ακόμα έχει τους αντιπροσώπους του στις εμφανίσεις τους, με τα “Wolfshade” και “Alma Mater” να αποτελούν τα προσωπικά highlight της εμφάνισής τους. Γενικότερα πάντως η επιλογή κομματιών ήταν εξαιρετική, όπως και η γενικότερη εμφάνιση τους, η οποία θεωρώ αδύνατο να άφησε κάποιο (οπαδό τους) παραπονεμένο.
Το μόνο συγκρότημα η εμφάνιση του οποίου επικαλυπτόταν με το set άλλων συγκροτημάτων στην αρχή και στο τέλος ήταν οι Gojira. Ευτυχώς η μουσική τους δεν με αγγίζει στο ελάχιστο και το ότι τελικά πρόλαβα να δω μόνο τρία κομμάτια δεν με πείραξε καθόλου. Επειδή όμως τα σωστά πρέπει να λέγονται, όση ώρα τους παρακολούθησα, είδα μια μπάντα υπερδραστήρια στη σκηνή, με πολύ καλή απόδοση, να έχει κερδίσει τον κόσμο, ο οποίος είχε δημιουργήσει ένα τεράστιο πιτ. Ωπ, τι ακούω; Θόρυβος στην μεγάλη σκηνή; Βγαίνουν Mastodon, φύγαμε…
Οι Mastodon έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν αρκετό θόρυβο γύρω από το όνομά τους, ένα θόρυβο ο οποίος στα δικά μου αφτιά φτάνει σε χαμηλή ένταση, αφού οι συνθέσεις τους δεν καταφέρνουν να με κερδίσουν ολοκληρωτικά. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με τις πολλές εναλλαγές που συναντάμε σε κάθε τραγούδι, αφού από κει που με ξεσηκώνει ένα τρομερό riff(και έχουν πολλά τέτοια) αμέσως ακολουθούν δυο-τρία που με αφήνουν αδιάφορο. Για να μην γίνομαι υπερβολικός όμως έχουν αρκετά τραγούδια που μου αρέσουν στην ολότητά τους, στα οποία και βασιζόμουν για μια ωραία εμφάνιση.
Τελικά από τους υπερδραστήριους Gojira, ήρθαμε στους ιδιαιτέρως στατικούς Mastodon. Κατά τ’ άλλα πάντως η εμφάνιση τους ήταν ικανοποιητική, αλλά για ακόμα μια φορά που τους βλέπω μου δημιουργούν την εντύπωση ότι στους δίσκους ακούγονται πολύ ανώτεροι. Επίσης για ακόμη μια φορά ο ήχος τους δεν ήταν καλός(αν και από ένα σημείο και έπειτα άρχισε να φτιάχνει), πράγμα που με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τελικά το λάθος πέφτει στις πλάτες τους. Η ετυμηγορία είναι πως οι Mastodon δεν είναι live μπάντα, παρ’ όλα αυτά όσοι ήθελαν να περάσουν καλά μαζί τους σίγουρα πέρασαν, αλλά σίγουρα με αυτήν την εμφάνιση δεν κέρδισαν νέους οπαδούς.
Είναι δύσκολο σε ένα φεστιβάλ να σου αρέσουν τα πάντα, και στο συγκεκριμένο οι Slipknot αποτέλεσαν το συγκρότημα το οποίο δεν με ενδιέφερε καθόλου να (ξανά) παρακολουθήσω. Γι’ αυτό, καλό θα ήταν να δώσουμε το λόγο στον έτερο συντάκτη του tralala που βρέθηκε στη Μαλακάσα, ο οποίος σαν γνήσιος nu-μεταλλάς θα μας μεταφέρει μια πιο εμπεριστατωμένη και κυρίως τεκμηριωμένη άποψη για την εμφάνιση τους:
Γύρω στις 19:00 στη σκηνή αναμένεται να εισβάλει η συμμορία μασκοφόρων από το Des Moines! Μαζί με τους System of a Down, ίσως η μόνη nu-metal μπάντα που ξεπέρασε τα στεγανά του ‘love to hate’ ιδιώματος και συνάντησε αναγνώριση ακόμα και από τους πολέμιους του είδους. Πρώτη live εμφάνιση (ποιος τη χάρη μας) του συγκροτήματος μετά το χαμό του γίγαντα Paul Gray και ακόμα και ο κόσμος που δεν συγκαταλέγεται στους οπαδούς (maggots) σπεύδει με περιέργεια να παρακολουθήσει. Οκτώ πλάσματα με φρικιαστικές μάσκες ανεβαίνουν στο main stage. Ο αναπληρωτής μπασίστας, Donnie Steele, ποτέ δεν φάνηκε επί σκηνής αλλά εκ δεξιών του drum-set του Jordison κείτονταν κρεμασμένες η στολή και η μάσκα του Paul (#2) με το μπάσο του σε ένα διπλανό stand. Ανατριχίλα!
Οι Slipknot όμως δεν θα αναλωθούν σε συναισθηματισμούς. Το μουσικό τσίρκο του τρόμου με τις (vintage πλέον) πορτοκαλί στολές και τις παλιές (τιμής ένεκεν στον χαμένο αδερφό;) μάσκες ήρθε αγριεμένο, με όρεξη για φασαρία. “(sic)” και ο Ratboy παίρνει φόρα και βουτάει στο κοινό! Το άψογα χορογραφημένο χάος γεμίζει το main stage, με τον Shawn Crahan να οργώνει την σκηνή όσο δεν βρίσκεται στην πλατφόρμα των κρουστών του, τον 133 να στέκει αγέρωχος και τρομακτικός πίσω από τη κονσόλα του, τις φωτιές και τα πυροτεχνήματα να φέρνουν στον νου τα show των Rammstein, τον Sid Wilson να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στην πλατφόρμα του Clown, και τον Corey Taylor να βγάζει περισσότερη προσωπικότητα τώρα, φορώντας μάσκα και έχοντας δίπλα την παρέα από την Iowa, παρά όταν παίζει άνευ μάσκας μπροστά από τους (κατά τα άλλα συμπαθείς) Stone Sour. Tην παράσταση όμως (ως συνήθως) κλέβει ο Jordison όταν στο τέλος του (συμμετοχικού) “Spit it out” βασανίζει το κινούμενο επικλινές drum set του.
Οι αναφορές στον εκλιπόντα ουκ ολίγες. Πέρα από την παρουσία της στολής του, στη μέση της συναυλίας το πίσω banner άλλαξε και εμφανίστηκε ένα τεράστιο (2) σαν φόντο του συγκροτήματος ενώ ο Corey του αφιέρωνε το “Duality”. Το set που έπαιξε η μπάντα ήταν κάτι παραπάνω από ένα best of. To ‘Slipknot’ τιμήθηκε δεόντως αφού αποτέλεσε ουσιαστικά το μισό set ενώ το ‘All Hope is Gone’ αν και πιο επιτυχημένο εμπορικά εκπροσωπήθηκε μόνο με το “Psychosocial”. Σε παλαιότερες δηλώσεις o Corey είχε πει ότι αυτά τα shows της Memorial World Tour θα αποτελέσουν το κριτήριο για το κατά πόσο μπορεί η μπάντα να συνεχίσει να υφίσταται. Βάσει αυτού που είδαμε στο Terra Vibe, συναυλιακά οι Slipknot εξακολουθούν να βάζουν τα γυαλιά σε όλους τους συνοδοιπόρους τους. Μένει να δούμε αν θα κάνουν την απόπειρα να συνεχίσουν και δισκογραφικά.
Σεμπάστιαν «παλαιστής» Φραγκόπουλος
Όταν μιλάμε για μεγάλα ονόματα που έχει βγάλει η χώρα μας στο χώρο του metal, οι Rotting Christ είναι το πρώτο όνομα που μας έρχεται στο μυαλό, και όχι άδικα. Έχοντας μια σταθερή δισκογραφική παρουσία από την ίδρυσή τους μέχρι σήμερα κυκλοφορούν μόνο ποιοτικές δουλειές, εμπλουτίζουν τη μουσική τους με νέα στοιχεία και καταφέρνουν κάθε φορά να πιάνουν νέες συνθετικές κορυφές. Είτε τους δω με προσωπικά κριτήρια, είτε σαν συνολική παρουσία όλα αυτά τα χρόνια, η θέση που εμφανίστηκαν στο billing τους ταιριάζει γάντι, άσχετα αν αυτό έγινε ώστε να βολεύει τη συνεχόμενη ροή του φεστιβάλ που φυσικά ήθελε τα μεγαλύτερα ονόματα να παίζουν στη μεγάλη σκηνή.
Τους έχω παρακολουθήσει αρκετές φορές live αφού είναι πιστοί και στα συναυλιακά τους ραντεβού, αλλά πραγματικά δεν τους χορταίνω. Όσοι τους έχετε δει έστω και μια φορά ξέρετε από πρώτο χέρι πόσο καλή μπορεί να είναι μια εμφάνιση τους και η συγκεκριμένη δεν βρίσκω λόγο για τον οποίο θα μπορούσε να διαφέρει. Πέραν λοιπόν από το λίγο πολύ αναμενόμενο set-list είχαμε και την guest εμφάνιση του Fernando (τραγουδιστής των Moonspell) στα “Between two storms” και “Sign of evil existence”. Την υπέροχη εμφάνισή τους έκλεισε κλασικά το “Non Serviam”, οπού πλήθος κοινού βρέθηκε στη σκηνή να τραγουδάει παρέα με τον Σάκη. Φυσικά η μουσική του συγκροτήματος(όπως άλωστε και των Moonspell και Nightfall) «χάνει» πολύ από την ατμόσφαιρα που της δίνει η ατμόσφαιρα του σκότους που συνοδεύει τη νύχτα.
Σειρά των Iron Maiden λοιπόν, και όσο τους περιμένουμε να εμφανιστούν(πέντε λεπτά δηλαδή που μας πήρε να πάμε από τη μια σκηνή στην άλλη) καλό θα ήταν να ξεκαθαρίσουμε τη σχέση μου με αυτό το συγκρότημα, αφού είναι γεγονός ότι ο καθένας μετά από την εν λόγω εμφάνισή τους θα σχηματίσει μια άποψη βασισμένη στο δικό του προσωπικό πρίσμα. Οι maiden αποτελούν το πρώτο συγκρότημα που άκουσα(συνειδητά και με προσοχή τουλάχιστον), το συγκρότημα δηλαδή που με εισήγαγε σε έναν υπέροχο νέο μουσικό κόσμο, έναν κόσμο που έμελε να είναι και ένα από τα μεγαλύτερα μου πάθη. Οι maiden ήταν το πρώτο cd που αγόρασα, το πρώτο t-shirt συγκροτήματος που φόρεσα, η πρώτη συναυλία που παρακολούθησα… Όπως καταλαβαίνετε εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σχέση αγάπης.
Σε όλα αυτά τα χρόνια που τους ακολουθώ δεν βίωσα απογοητεύσεις(μεγάλες τουλάχιστον) από μέρους τους, και αυτό το αναφέρω κυρίως για τους τελευταίους δίσκους του συγκροτήματος όπου έχουν διχάσει σε κάποιο βαθμό τους παλαιότερους κυρίως οπαδούς τους. Και μένω τόσο στους τελευταίους τους δίσκους επειδή σε αυτούς βασίζεται το set-list της παρούσας περιοδείας τους, ένα set-list που παρουσιάζεται αναλλοίωτο σε κάθε εμφάνισή τους (α ναι, στην Ελλάδα o Dickinson μας έκανε τη «χάρη» να τραγουδήσει το refrain του “Alexander The Great”) κάτι που προσωπικά το βλέπω σαν μειονέκτημα αφού όχι μόνο μου στερούν τον παράγοντα της έκπληξης, αλλά δείχνουν και μια περίεργη εμμονή να παίζουν κάθε χρόνο τα ίδια πάνω κάτω τραγούδια, η πλειοψηφία των οποίων μάλιστα αποτελεί βήτα διαλογής(και μην μπερδευτείτε, βήτα διαλογής maiden σημαίνει καλύτερο από οτιδήποτε άλλο κυκλοφορεί στη πιάτσα…), τη στιγμή που οι δίσκοι τους ξεχειλίζουν από μοναδικά ανατριχιαστικές συνθέσεις.
Δεν ξέρω ποια είναι τα κριτήρια διαλογής τους, αλλά ακόμα και από τους τελευταίους δίσκους δεν μπορώ να καταλάβω πως είναι δυνατόν να αφήνουν εκτός τις καλύτερες συνθέσεις τους(“Mother of Mercy” , “The Legacy”, “Face in the Sand” , “The Nomad”);;; Αυτή η προσήλωση στο set list – καρμπόν δεν μπορώ να καταλάβω πως τελικά ερμηνεύεται, σαν στυγνός επαγγελματισμός ή ξεκάθαρο όραμα του τι ακριβώς θέλουν να παρουσιάσουν στη σκηνή? Αν όμως τελικά το εκλάβω ως επαγγελματισμό, τότε πως εξηγείται μια εμφάνιση που ξεχειλίζει από πάθος;!; Ένα όμως είναι σίγουρο όσον αφορά το βάρος που ρίχνουν στα νέα τραγούδια, είναι άξιοι θαυμασμού, και αυτό γιατί δείχνει πόσο πιστεύουν στα νέα τους κομμάτια, κάτι που φαίνεται άλλωστε και από την πληθώρα νέων κομματιών που υπάρχουν σε κάθε περιοδεία χωρίς αυτά να έχουν διεκπεραιωτικό χαρακτήρα.
Μπορεί αυτή να ήταν η έβδομη φορά που θα τους παρακολουθούσα live, αλλά οι πρώτες νότες του “Doctor Doctor”(τραγούδι που σηματοδοτεί ως γνωστόν την έναρξη κάθε εμφάνισης του συγκροτήματος) μου προκάλεσαν το γνωστό ρίγος που με/μας διαπερνάει γνωρίζοντας τι θα ακολουθήσει. Αφού πέρασε η βαρετή εισαγωγή του “Satellite 15… The Final Frontier”, το συγκρότημα ξεχύνεται στη σκηνή με αυτή την μοναδική ενεργητικότητα που τους διακρίνει (και να μην ξεχνάμε το προχωρημένο της ηλικίας τους πλέον) για να αρχίσει ένα σερί από τα νέα τους τραγούδια (τέσσερα, και ένα ακόμα να ακολουθεί αργότερα), με το “2 Minutes to Midnight” να χώνεται στη μέση. Η παρουσία τους στη σκηνή είναι όπως πάντα επιβλητική, με το δίδυμο Murray/Smith να είναι οι μόνοι που δεν αλωνίζουν τη σκηνή, τον Dickinson και Harris να κάνουν αρκετά χιλιόμετρα, και τέλος ο Gers με τα συνεχόμενα ακροβατικά του να τονίζει τον διακοσμητικό ρόλο της τρίτης κιθάρας (ναι, ξέρω ότι υπάρχει και ο Mc Brain, αλλά πίσω από τα θεόρατα ντραμς του δεν είχαμε την ευκαιρία να τον διακρίνουμε, παρά μόνο στους αποχαιρετισμούς). Πριν όμως αρχίσετε να τον λιθοβολείτε (αφού δέχεται υπερβολικά πολλά αρνητικά σχόλια) αναλογιστείτε τις αγαπημένες σας συνθέσεις από τους τελευταίους δίσκους, δείτε τους συνθέτες και θα διαπιστώσετε ότι σε πολλά από αυτά ο Gers δίνει το παρόν.
Μέχρι στιγμή βιώνουμε μια σχετικά άνευρη ανταπόκριση από πλευράς κοινού, πράγμα λογικό αν αναλογιστούμε ότι παίζουν 5 κομμάτια από τον τελευταίο τους δίσκο, ο οποίος κατ’ εμέ είναι η πιο αδύναμη δισκογραφική τους δουλειά, με τα δύο καλύτερα κομμάτια του δίσκου να μένουν εκτός. Το “Dance of Death” όμως που ακολουθεί, σηματοδοτεί την αλλαγή πορείας σε άλλης κλάσης κομμάτια! Είναι μάλλον ανούσιο να αναφερθώ σε κάθε κομμάτι ξεχωριστά(εξ’ άλλου το set-list μπορείτε να το δείτε παρακάτω), απλά θα σταθώ σε μερικές στιγμές της συναυλίας που μετά από χρόνια τις βρίσκεις ανεξίτηλα αποτυπωμένες όχι μόνο στο μυαλό σου αλλά και στη καρδιά σου(είπαμε, σχέση αγάπης είναι αυτή…).
Μια θάλασσα καπνογόνων στο “Fear of the Dark”, με τον πάντα ξενέρωτο Dickinson να τα αποδοκιμάζει με χαρακτηριστικό κούνημα κεφαλιού(αλλά και χεριού!), τις εμφανίσεις του Eddie στα “The Evil That Men Do” ως περιπλανώμενο τέρας(!!!) να κάνει τα γνωστά του παιχνιδάκια με τη μπάντα, αλλά και στο “Iron Maiden” ως επιβλητικός κολοσσός στο background (με το γεγονός ότι ο Eddie από τον τελευταίο δίσκο είναι μακράν η χειρότερη μορφή που του έχουν δώσει να μην μειώνει στο ελάχιστο τον ενθουσιασμό μας στη θέα του) , τον διάβολο του “The Number of the Beast”, καθώς και τον Dickinson να δίνει μια απίστευτη ερμηνεία στο “Hallowed Be Thy Name” με το τέλος του κομματιού να μας βρίσκει να ουρλιάζουμε τα εσώψυχά μας μαζί του…
Ξέρω τα ελαττώματα τους, τα αναγνωρίζω αλλά όταν βγουν στη σκηνή τίποτα από αυτά δεν με νοιάζει, με όλα τα παράπονα που έχω για διαφορετικό set list να πηγαίνουν περίπατο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μετά το τέλος της συναυλίας δεν θα επιθυμήσω για ακόμα μια φορά ένα ονειρικό set list. Για όσους τους έβλεπαν πρώτη φορά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι τους λάτρεψαν ακόμα περισσότερο. Όσο για τους υπόλοιπους, όσοι κατάφεραν να ξεπεράσουν το θέμα τους με το set-list (γιατί θέμα απόδοσης και σκηνικής παρουσίας δεν τίθεται), έφυγαν ικανοποιημένοι. Εγώ πάντως αυτό έκανα.
Set List
Satellite 15… The Final Frontier
El Dorado
2 Minutes to Midnight
The Talisman
Coming Home
Dance of Death
The Trooper
The Wicker Man
Blood Brothers
When the Wild Wind Blows
The Evil That Men Do
Fear of the Dark
Iron Maiden
Encore:
The Number of the Beast
Hallowed Be Thy Name
Running Free Play Video