Συνέντευξη| Γιάννα Παπαγεωργίου: «Είναι ευτύχημα να δουλεύεις με ηθοποιούς που σε σκηνοθετούν, γιατί ξέρουν τον καημό της σκηνής.»
Λίγο πριν την πρεμιέρα του “Φον Δημητράκη” βρήκαμε την ηθοποιό Γιάννα Παπαγεωργίου και συνομιλήσαμε μαζί της για τον ρόλο της στην παράσταση και πολλά άλλα ενδιαφέροντα θέματα όπως την αγάπη της για το θέατρο, τους κρυφούς της πόθους και τις βαθύτερες ανησυχίες της για την ταραχώδη κοινωνική ζωή που επικρατεί στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα. Από την επαφή που είχα με την Γιάννα με αφορμή τη συνέντευξη, μπορώ να πω με σιγουριά πως πρόκειται για μια από τις πιο όμορφες ψυχές με τις οποίες έχω συνομιλήσει και μιλώντας μαζί της για μερικά λεπτά μπορείς να καταλάβεις αμέσως την αυθεντικότητά της, το ζεστό της χαρακτήρα, τη φιλική της διάθεση και την υγιή της αντιμετώπιση απέναντι σε σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα.
Συμμετέχεις στην παράσταση «Φον Δημητράκης» του Δημήτρη Ψαθά. Γιατί πιστεύεις ότι επιλέχτηκε το συγκεκριμένο έργο τη δεδομένη χρονική στιγμή;
Την επιλογή έκανε ο Πέτρος Φιλιππίδης ο οποίος κάνει και την σκηνοθεσία. Ήταν ένα έργο που βασάνιζε το μυαλό του και τελικά πήρε την απόφαση φέτος να το ανεβάσει. Θεωρώ πως αυτό το έργο είναι ένα από τα πιο σπουδαία του Δημήτρη Ψαθά. Δεν είναι απλώς μια κωμωδία, είναι ένα ψυχογράφημα της ελληνικής κοινωνίας της δεκαετίας του 40 και μετέπειτα. Μην ξεχνάμε πως ο Ψαθάς το έγραψε το 1946, την περίοδο του Εμφυλίου, μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολη για την Ελλάδα κι αφορά την γερμανική Κατοχή. Ουσιαστικά η πλοκή εξελίσσεται το χειμώνα του 1942, ένα χειμώνα πολύ δύσκολο για την Αθήνα και την Ελλάδα γενικότερα. Αυτός ο χειμώνας ήταν ο πιο δύσκολος χειμώνας της Κατοχής με το λοιμό, την πείνα, τα φορεία που μετέφεραν νεκρούς ανθρώπους…. Θεωρώ πως είναι μια πικρή κωμωδία κι ένα έργο μέσα από το οποίο αναδεικνύονται χαρακτήρες πάρα πολύ οικείοι και γνώριμοι και ταυτόχρονα μακρινοί στο σύγχρονο Έλληνα, αλλά πιστεύω πως όλοι θα αναγνωρίσουν μια κοντινή ελληνική νοοτροπία. Κατά τη γνώμη μου είναι ένα σπουδαίο έργο, γιατί μπορεί να πραγματεύεται την Κατοχή και τους Γερμανούς, αλλά ο συγγραφέας το πηγαίνει παρά πέρα κάνοντας μια καταγραφή της ελληνικής ψυχής. Ο Δημήτρης Ψαθάς είναι πολύ καλός γνώστης και της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής «παθογένειας» κι αυτό φαίνεται μέσα από το έργο του.
Πιστεύεις πως μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν Φον Δημητράκη στη σημερινή πολιτική σκηνή;
Φυσικά! Κι όχι μόνο στην πολιτική σκηνή αλλά και γύρω μας, στους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρεφόμαστε καθημερινά. Ο Φον Δημητράκης είναι ένας εξαιρετικά δομημένος χαρακτήρας, αλλά είναι ένας άνθρωπος μόνος, ένας κλόουν, ένας άνθρωπος που γίνεται γελοίος χωρίς να ξέρει την τραγικότητά του. Οι άνθρωποι γύρω μας και εμείς οι ίδιοι γινόμαστε γελοίοι και δεν έχουμε επίγνωση της γελοιότητάς μας. Οι άνθρωποι δε θέλουν να βλέπουν διεφθαρμένους πολιτικούς, αλλά αν αναλάμβαναν οι ίδιοι την εξουσία κι αν είχαν την ευκαιρία να κλέψουν χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι, θα το έκαναν πιστεύω. Το φλερτ με την εξουσία είναι νομίζω βασικό χαρακτηριστικό του Έλληνα, αλλά και το να χρησιμοποιεί την εξουσία για το δικό του καλό κι όχι για την κοινωνική πειθαρχία και το κοινό καλό. Συνεπώς πιστεύω πως οι Φον Δημητράκηδες δεν υπάρχουν μόνο στη Βουλή, υπάρχουν και στα σπίτια μας και γύρω μας και παντού.
Εννοείς πως ένα από τα λάθη του λαού μας που μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση, είναι πως προτάσσουμε το ατομικό μας συμφέρον από το κοινό καλό;
Ναι βέβαια… Από την στιγμή που θα αφήσει ο μέσος Έλληνας τα σκουπίδια του έξω από τον κάδο, γιατί βαριέται να τον ανοίξει θεωρώντας πως δε θα βρομίσει το σπίτι του και δε θα ενοχλήσει το διπλανό του, φταίει κι αυτός. Φταίμε όλοι μας με τις πράξεις μας, ενώ το θέμα με την εξουσία απλώς μεγεθύνει μια κατάσταση. Προσωπικά, αναγνωρίζω πως φταίω αναλογιζόμενη αυτό που ψήφισα και το λόγο για τον οποίο ψήφισα, αλλά και την στάση μου γενικότερα ως προς τα συμφέροντα των άλλων. Το πρόβλημα εδώ είναι θέμα προσωπικής πειθαρχίας και ξεκινά από καθημερινά πράγματα, όπως ο σεβασμός της ουράς σε μια δημόσια υπηρεσία και τη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς πριν το ενάγουμε σε βαθύτερα ζητήματα. Οι πράξεις μας έχουν αντίκτυπο κι εννοείται πως θα τις καρπωθούμε αργότερα.
«Οι άνθρωποι δε θέλουν να βλέπουν διεφθαρμένους πολιτικούς, αλλά αν αναλάμβαναν οι ίδιοι την εξουσία κι αν είχαν την ευκαιρία να κλέψουν χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι, θα το έκαναν πιστεύω.»
Σε περιπτώσεις κοινωνικών αδικιών όπως μαζικές απολύσεις χωρίς αποζημίωση ποια πιστεύεις πως θα πρέπει να είναι η αντίδραση του κόσμου;
Η αντίδραση του κόσμου πρέπει να είναι μαζικότερη και πιο σοβαρή. Όταν λέμε μαζική απεργία ή μποϋκοτάζ σε κάτι να το κάνουμε. Δεν το εννοώ με την κομμουνιστική γραμμή ή με φασιστικό τρόπο, αλλά πρέπει κάποιες φορές να είμαστε συνεπείς στην αντίδρασή μας γιατί μόνο όταν είμαστε σοβαροί φέρνουμε αποτέλεσμα. Για να φέρω ένα παράδειγμα, όταν στις Η.Π.Α. είχε γίνει αύξηση στην τιμή του γάλατος οι κοινωνικές δυνάμεις ανήγγειλαν μποϋκοτάζ στην αγορά γάλατος για δέκα μέρες κι αυτό έγινε πράγματι, δηλαδή για δέκα μέρες ουδείς αγόρασε γάλα. Προσωπικά, δεν θεωρώ πως το κίνημα των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα εξελίχτηκε σε μια σοβαρή κίνηση, γιατί έγινε μια αφορμή για πανηγύρι και για έκφραση διαφορετικών πολιτικών απόψεων. Οι ίδιοι οι Αγανακτισμένοι είχαν ξεχάσει την αγανάκτηση τους μια μέρα μετά. Νομίζω πως η ουσία της αντίδρασης είναι «έχασα τη δουλειά μου, έχασες τη δουλειά σου, ας κατέβουμε μαζί!» κι όχι απεργία για την απεργία και διαμαρτυρία για την διαμαρτυρία και να πηγαίνουμε να πίνουμε καφέ. Έχει αρχίσει να χάνεται το νόημα των λέξεων και οδεύουμε σε περίεργα άκρα.
Η Ελλάδα ιστορικά πάντα άγγιζε δύο άκρα, έτσι δεν είναι;
Φυσικά! Στην ιστορία της Ελλάδας, κάθε τριάντα χρόνια είχαμε και μια δικτατορία. Ακόμη και στο Χρυσό Αιώνα του Περικλή, τη γενέτειρα της δημοκρατίας, το τυραννικό καθεστώς ήταν μια κοινωνική πραγματικότητα. Κι επανερχόμαστε στο θέμα της σοβαρότητας και το πώς διαχειριζόμαστε τον εαυτό μας. Κοροϊδεύουμε τους Γερμανούς για την πειθαρχία τους, αλλά εμείς μπορούμε να μην πληρώσουμε το φόρο ή το πρόστιμο, μπορούμε να περάσουμε το δρόμο με κόκκινο, γιατί είμαστε «μάγκες». Μια κοινωνία όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι, χρειάζεται την πειθαρχία και τον σεβασμό.
Στις Η.Π.Α. προσφάτως αναγνωρίστηκε από το νόμο η συμβίωση και η επισημοποίηση της σχέσης ατόμων του ίδιου φύλου. Πως θα σου φαινόταν αν κάποια μέρα κάτι τέτοιο συνέβαινε και στην Ελλάδα;
Θα αισθανόμουν πάρα πολύ ωραία. Ωστόσο το βρίσκω απογοητευτικό, ότι μιλάμε ακόμη για τέτοια πράγματα και πως δεν έχουμε αποδεχτεί ακόμα πως η κοινωνία μας εμπεριέχει τους πάντες. Θεωρώ πως οι άνθρωποι πρέπει να είναι ευτυχισμένοι για να μπορούν να λειτουργούν. Το βασικότερο στοιχείο στην προσωπική ευτυχία του ανθρώπου είναι η αγάπη με όλη τη σημασία της λέξης, όχι μόνο με την ηθικοθρησκευτική σημασία της. Πρέπει κάποια στιγμή ως ελληνική κοινωνία να σταματήσουμε να κάνουμε το αυτονόητο διάλογο. Ακόμη τίθεμαι υπέρ και της υιοθεσίας παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια, γιατί κατά τη γνώμη του το σημαντικότερο στοιχείο για το μεγάλωμα ενός παιδιού είναι η αγάπη και η ασφάλεια μέσα σε μια οικογένεια. Χαίρομαι πολύ που συνέβη κάτι τέτοιο και μακάρι κάποια μέρα να γίνω κουμπάρα σε τέτοιο γάμο στην Ελλάδα.
Πέρα από τα οικονομικά προβλήματα, ποιο είναι για σένα το μεγαλύτερο πρόβλημα στον κόσμο αυτή τη στιγμή;
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχω είναι ο φόβος για το πώς πάνε τα πράγματα μεταξύ μας. Όσοι φέρουμε τώρα στον κόσμο παιδιά, πρέπει να κάνουμε τριπλή δουλειά για να τους δώσουμε ασφάλεια. Τα τελευταία δύο χρόνια επικρατεί μια γενική κατάθλιψη και μια ανησυχία που μας επηρεάζει όλους μας είτε έχουμε προσωπικά προκαλύμματα είτε όχι.
«Το βασικό που αναγνωρίζω στους γονείς μου, είναι πως έκαναν ένα βήμα πίσω και με άφησαν να πετάξω και να γίνω αυτό που ήθελα. Τους γονείς μου δεν τους βρίσκω μπροστά μου, τους βρίσκω δίπλα μου.»
Για να επιστρέψουμε στα θεατρικά, ποιος είναι ο ρόλος σου στην παράσταση;
Θα κάνω τη Φωφώ, την κολλητή φίλη της Άννας, της κόρης του Φον Δημητράκη. Από γραφής είναι ένας ωραία φωτισμένος κωμικός ρόλος που με έχει συγκινήσει. Το κύριο στοιχείο του χαρακτήρα της είναι ο φόβος. Το λέει άλλωστε «δεν είμαι ηρωίδα, είμαι κορόιδο». Θέλει να παντρευτεί έναν αντιστασιακό, αλλά η Κατοχή φέρνει καταστάσεις ακυρώσεων γάμου κι έτσι καταλήγει έρμαιο του φόβου της. Ο Ψαθάς κάνει μια ανατροπή με το ρόλο της Φωφώς και δείχνει στο τέλος πως από άτομα που δεν το περιμένεις μπορεί να πάρεις τα πιο λαμπρά παραδείγματα. Στη Φωφώ έχω ανακαλύψει ένα βάθος που με έχει συγκινήσει και με έχει κερδίσει και πιστεύω πως έχει πολλά να μου δώσει.
Σε σκηνοθετεί ο Πέτρος Φιλιππίδης, αγαπημένος ηθοποιός που τα τελευταία χρόνια ασχολείται και με την σκηνοθεσία παραστάσεων. Πως είναι να συνεργάζεσαι με έναν σκηνοθέτη/ηθοποιό;
Με έχει ξανασκηνοθετήσει ο Πέτρος σε άλλες δύο δουλειές, ενώ στους Απατεώνες και Τζέντλεμεν συνεργαστήκαμε μαζί και επί σκηνής. Είναι ευτύχημα να δουλεύεις με ηθοποιούς που σε σκηνοθετούν, γιατί ξέρουν τον καημό της σκηνής. Έχοντας συνεργαστεί και με τον Γιάννη Μπέζο και με τον Αλέξανδρο Μυλωνά θα μπορούσα να πω πως είναι ευτύχημα να συνεργάζεσαι με ανθρώπους που λειτουργούν ως ηθοποιοί και πάνω και κάτω από την σκηνή. Ξέρουν να επικοινωνούν στο ίδιο μήκος κύματος με τον ηθοποιό, ξέρουν τι σημαίνει «γεννάω κάτι επί σκηνής», τι σημαίνει «ο τρόμος της σκηνής» και νιώθουν πως για τον ηθοποιό το να είναι στην σκηνή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Ό,τι και να πούμε εδώ, ό,τι θεωρητικές αναλύσεις και να κάνουμε, η όλη λειτουργία του ηθοποιού είναι πάνω στην σκηνή. Τώρα, με τον «Φον Δημητράκη» μιλάμε για έναν σπουδαίο ηθοποιό, τον Πέτρο Φιλιππίδη, που παίζει όλους τους ρόλους σε κάθε σύνθεση που αναλαμβάνει. Σεβόμενος την προσωπικότητα του κάθε ηθοποιού σε βοηθάει να σε πάει παρακάτω και να σου ανοίξει το δρόμο. Προσωπικά, προτιμάω να λειτουργώ με σκηνοθέτες-ηθοποιούς –όχι ότι δεν έχω δουλέψω καλά και με σκηνοθέτες που δεν ανεβαίνουν στην σκηνή-, αλλά το να δουλεύεις μαζί τους είναι σα να δουλεύεις στην κουζίνα κι όχι σα να περιμένουν απέξω από την κουζίνα να φάνε έτοιμο το φαγητό.
Εξάλλου, δεν έχουμε θεσμοθετημένη Σχολή Σκηνοθεσίας στην Ελλάδα…
Φυσικά! Άσε που δεν πιστεύω πως ένα PHD στην Σκηνοθεσία στο τάδε University σου προσφέρει κάτι. Ούτε πως κάποιος ξυπνάει μια μέρα και γίνεται σκηνοθέτης. Όλα κρίνονται στον χρόνο από τον πόνο που έχεις και από την προσωπική σου έμπνευση. Πιστεύω πως αν έχεις κάτι καινούργιο να πεις και το πονάς, δεν υπάρχει περίπτωση να μην βρεθεί κάποιος να σε ακούσει, «όσο σκληρά και να σε χτυπήσει το σύστημα» όπως λένε κάποιοι, αρκεί να είσαι συνειδητοποιημένος στον στόχο σου και να κινητοποιείσαι. Προσωπικά, αυτό που με μαγεύει στο θέατρο είναι πως κάθε φορά που μπαίνω σε μια δουλειά, έχω την αίσθηση πως δεν ξέρω τι θα συμβεί και πως θα πάω να μάθω μέσα από τη δημιουργική διαδικασία.
Τι ήταν αυτό που σε οδήγησε στην απόφαση να γίνεις ηθοποιός;
Κοίταξε, αυτό λειτουργούσε μέσα μου χωρίς να το πάρω χαμπάρι. Συμμετείχα σε ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες, αλλά δεν ήμουν από τα παιδιά που λέγανε «θέλω να γίνω ηθοποιός». Κάποια στιγμή άρχισα να διαβάζω μονολόγους κι αποφάσισα πως θέλω να πάω σε μια δραματική σχολή.
Στην Ελλάδα πολλά παιδιά που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί αντιμετωπίζουν προβλήματα με την οικογένειά τους. Εσύ αντιμετώπισες αντίστοιχα προβλήματα;
Προσωπικά ήμουν τυχερή, γιατί έχω μια υποστηρικτική οικογένεια που δεν στάθηκε εμπόδιο στην επιθυμία μου να γίνω ηθοποιός. Προέρχομαι από μια ανοικτόμυαλη οικογένεια που μου έμαθε πως «ο μαύρος δε λέγεται αράπης» και πως «το να κάνεις λάθος δεν είναι πρόβλημα». Η μαμά μου που είναι δασκάλα μου έλεγε «έκανες λάθος; Δεν πειράζει, θα το ξεπεράσεις. Πήγαινε παρακάτω!». Όταν ακόμη ήρθε η ώρα να συμπληρώσουμε εγώ κι αδερφή μου το μηχανογραφικό μας, οι γονείς μας δε μας πίεσαν στην επιλογή μας όπως ξέρω πως κάνουν άλλοι γονείς. Το βασικό που αναγνωρίζω στους γονείς μου, είναι πως έκαναν ένα βήμα πίσω και με άφησαν να πετάξω και να γίνω αυτό που ήθελα. Τους γονείς μου δεν τους βρίσκω μπροστά μου, τους βρίσκω δίπλα μου. Αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που μου έχουν κάνει οι γονείς μου και συγκινούμαι όταν το σκέφτομαι.
«Αυτό που με μαγεύει στο θέατρο είναι πως κάθε φορά που μπαίνω σε μια δουλειά, έχω την αίσθηση πως δεν ξέρω τι θα συμβεί και πως θα πάω να μάθω μέσα από τη δημιουργική διαδικασία.»
Έχοντας σημειώσει μια πορεία στο θέατρο, έχεις συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Μουμουλίδης, ο Τάρλοου, ο Μπεζος.. Κοιτώντας πίσω σε ότι έχεις κάνει μέχρι τώρα, υπάρχει κάποιος ρόλος που έχεις ξεχωρίσει για κάποιο προσωπικό σου λόγο;
Σε όλους τους ρόλους που έχω κάνει έχω αγαπήσει κάτι, γιατί επικοινώνησα μαζί τους, αλλά έχω βρει προσωπικά ανοίγματα σε συγκεκριμένους ρόλους. Όταν κάναμε την Ολεάννα του Ντ. Μάμετ στο Θέατρο Πορεία το 2005, είχα μια φοβερή επικοινωνία με τον ρόλο της Κάρολ με ενδιαφέρουσες λειτουργίες. Ακόμη, αισθάνομαι σα να είναι τώρα ο ρόλος της Γκερλήν που έπαιξα στο «Εξ Αίματος» του Μάρτιν Μακντόνα στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας το 2004. Νομίζω πως αυτός ο ρόλος ήταν ότι πιο κοντινό σε μένα έχω αναλάβει.
Έχεις μήπως κάποιο κρυφό πόθο να παίξεις κάποιον συγκεκριμένο ρόλο σε κάποιο θεατρικό έργο που έχεις υπόψη σου;
Έχω, έχω! Θέλω κάποια στιγμή να παίξω οπωσδήποτε την Κατερίνα από την «Στρίγγλα που έγινε αρνάκι». Θα ήθελα επίσης να κάνω την Εστήρ από το Βικτόρ του Ρότζερ Βιτράκ.
Έχεις κάποια ιδιαίτερη επιθυμία να συνεργαστείς με κάποιον συγκεκριμένο ηθοποιό επί σκηνής που δεν έχεις συνεργαστεί μέχρι σήμερα;
Είχα την τύχη να συνεργαστώ με σπουδαίους ηθοποιούς και έχουν ικανοποιηθεί οι επιθυμίες μου μέσα από τις δουλειές που έχω κάνει. Δε θα ήθελα να απομονώσω κάποιον συγκεκριμένο ηθοποιό και να αδικήσω κάποιον άλλο.
Κλείνοντας την κουβέντα μας, τι πιστεύεις πως θα κερδίσει ένας θεατής ερχόμενος στην παράσταση σας;
Καταρχάς είναι ένα σπουδαίο έργο από μόνο του κι αξίζει την προσοχή ενός θεατή. Ένας θεατής αυτή τη στιγμή στην Αθήνα πρέπει οπωσδήποτε να δει αυτή την παράσταση! Του αρέσει δεν του αρέσει θα δει κάποια πράγματα που μάλλον θα τον πάνε παραπέρα και μπορεί να προβληματιστεί ευχάριστα. Νομίζω πως θα ήταν μεγάλο κέρδος για έναν θεατή να δει αυτή την παράσταση, -ειδικά αυτή την εποχή-, γιατί θα θυμηθεί τι σημαίνει να είσαι Έλληνας. Για να μοιραστώ κάτι προσωπικό, να σου πω πως σε κάποια στιγμή του έργου χρειάστηκε να τραγουδήσουμε όλοι μαζί τον Εθνικό Ύμνο κι εκείνη την στιγμή συγκινήθηκα. Το σκέφτηκα αργότερα και κατάλαβα πως συγκινήθηκα, γιατί έχουμε αμφισβητήσει τόσο πολύ την ελληνικότητα μας και την έχουμε αφήσει σε ανθρώπους που την καπηλεύτηκαν και την έκαναν μαφία –βλέπε Χρυσή Αυγή-. Νομίζω πως το σημαντικότερο αυτή την εποχή είναι να θυμηθούμε τι είναι η ελληνικότητά μας, τι σημαίνει να είσαι Έλληνας και να καταλάβουμε πως δεν είναι ντροπή να λέμε ότι είμαστε Έλληνες. Ο Ισπανός γιατί αγαπάει την πατρίδα του; Ο Άγγλος γιατί να περιφρουρεί τη σημαία του κι εγώ να μην το κάνω; Θεωρώ πως εκεί ακριβώς βρίσκεται το λάθος μας, στο ότι αφήσαμε την Χρυσή Αυγή να καπηλευτεί τα σύμβολα μας. Προσωπικά, έχω μεγάλη υπερηφάνεια που συγκινήθηκα, όταν τραγούδησα τον Εθνικό Ύμνο και πιστεύω πως ο θεατής θα έχει το κέρδος πως θα θυμηθεί την ελληνικότητά του.
Info
Η παράσταση «Φον Δημητράκης» κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Μουσούρη την Πέμπτη 17 Οκτωβρίου στις 9μ.μ.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ