Βασίλης Καζούλλης: Ο «καλύτερος άνθρωπος του χώρου» γιόρτασε με τους φίλους του στην Τεχνόπολη
25 χρόνια…τόσος καιρός, λέει, έχει περάσει από τότε που ο Βασίλης άρχισε να ανοίγει στο ευρύ κοινό τη μουσική του ψυχή. Κι όμως, εγώ γιατί κάθε φορά που ακούω τα τραγούδια του, νιώθω σαν να υπάρχουν από πάντα; Κληρονόμησαν άραγε από τον ίδιο το δημιουργό τους το μυστικό της υπέρβασης του χρόνου; Γιατί, δεν υπάρχει αμφιβολία, και δε θα κουραστώ ποτέ να το λέω: Ο Βασίλης Καζούλης και ο Χρόνος, είναι δύο παράλληλες έννοιες που, όπως όλα δείχνουν, δε θα διασταυρωθούν ποτέ.
Σε αυτή την υπέροχη γιορτή του Βασίλη, λοιπόν, των 25 χρόνων της μουσικής του πορείας, είχαμε την τύχη να παραβρεθούμε κι εμείς, μαζί με χιλιάδες κόσμου που κατέκλυσαν την Τεχνόπολη.
Αλλά εκείνο που επρόκειτο να κάνει αυτή τη συναυλία ακόμα πιο ξεχωριστή, ήταν η παρουσία ούτε ενός, ούτε δύο, αλλά -ζωή να’χουν- 12 καλλιτεχνών/Φίλων του Βασίλη, οι οποίοι δέχτηκαν ασυζητητί να τον τιμήσουν με την παρουσία τους και να τραγουδήσουν μαζί του στη σκηνή. Αξίζει να τους παρουσιάσω όλους τώρα, γιατί μιλάμε για την αφρόκρεμα (ή έστω για τη δική μου αφρόκρεμα!) του ελληνικού τραγουδιού αυτού του είδους (ας βάλει ο καθένας όποια λέξη θέλει στη θέση του «είδους», προσωπικά δεν πιστεύω στις ταμπέλες): Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Φίλιππος Πλιάτσικας, Γιάννης Ζουγανέλης, Παντελής Θαλασσινός, Γιάννης Μηλιώκας, Διονύσης Τσακνής, Νίκος Ζιώγαλας, Κίτρινα Ποδήλατα, Γιάννης Νικολάου, Αντώνης Μιτζέλος, Παναγιώτης Μάργαρης, και guest star…ο γλυκύτατος και αειθαλής Σταμάτης Κόκκοτας!
Δυστυχώς, η ατυχής συγκυρία των πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών στη χώρα μας, με αποκορύφωμα την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου ανήμερα της συναυλίας, είχε βαρύνει αρκετά το κλίμα εξαρχής και είχε προβληματίσει κάποιους για το αν έπρεπε ή όχι να πραγματοποιηθεί αυτή η γιορτή. Την απάντηση όμως έδωσαν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, οι οποίοι ο ένας μετά τον άλλον δήλωναν ότι ο αγώνας δε διαδραματίζεται μόνο στο Σύνταγμα, αλλά παντού, όπου βρισκόμαστε, κι όπου σκεπτόμαστε. Και ο καθένας από την πλευρά του μπορεί να περάσει το μήνυμά του, όπως εκείνοι με το κάλεσμά τους για συνοχή και ενότητα, αλλά κυρίως με τα τραγούδια τους.
21:45, και πρώτος στη σκηνή εμφανίζεται, το τιμώμενο πρόσωπο, ο δικός μας Βασίλης. Αφού ευχαρίστησε το κοινό για την αγάπη του και την παρουσία του, έδωσε ουσιαστικά το στίγμα της βραδιάς, το χαρακτήρα και τη πρόθεσή της, λέγοντας: «Αυτή η συναυλία είναι αφιερωμένη στην ειρήνη».
Και μετά από αυτό το συμβολικό σφύριγμα της έναρξης, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε τη γιορτινή του διαδρομή… Στην αρχή μόνος του, με τα «Ραντεβού στην Εθνική» και «Να με συγχωρείς», και στη συνέχεια στη μουσική αγκαλιά των φίλων του, οι οποίοι περίμεναν ευδιάθετοι στα παρασκήνια για να σταθούν σιγά σιγά, ένας ένας, δίπλα στο καλύτερο παιδί του χώρου τους.
Πρώτος ανέβηκε στη σκηνή ο Παναγιώτης Μάργαρης, ο δεξιοτέχνης της κλασικής κιθάρας αλλά και το -προσφάτως- έτερον μουσικό ήμισυ της Ελένης Πέτα. «Τα φιλιά του Αυγούστου» και «While my guitar gently weeps» των Beatles ήταν τα τραγούδια στα οποία συνόδευσε κιθαριστικά τον Βασίλη, προκαλώντας δικαίως τα θερμά χειροκροτήματα του κοινού όσο έπαιζε.
Ακολούθησε ο Αντώνης Μιτζέλος, το πάλαι ποτέ βασικό μέλος των Τερμιτών (καταπληκτικός κιθαρίστας) αλλά και η «φαμίλια» του Βασίλη, όπως πρόλαβε να χαρακτηρίσει για εμάς τη σχέση τους νωρίτερα. Πριν ξεκινήσει τα μαγικά του, άδραξε την ευκαιρία να δηλώσει ότι ο Βασίλης Καζούλης είναι ένας από τους ελάχιστους καλλιτέχνες, των οποίων τα τραγούδια τον συγκινούν βαθιά και τον κάνουν να κλαίει κάθε φορά που τα ακούει…«Μόνο να μου γελάς» και «Βασίλισσα της Σιωπής», τα κομμάτια στα οποία συμμετείχε – το δεύτερο το τραγούδησε κιόλας!
Γιάννης Νικολάου για τη συνέχεια, ο γνωστός «Λαθρεπιβάτης», ο οποίος, αφού εξέφρασε την αγάπη του για το Βασίλη, τον συντρόφευσε στη «Φεγγαρένια», και τραγούδησε για πρώτη φορά το «Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω», το οποίο έγραψε και συνέθεσε ο ίδιος, αλλά εμπιστεύτηκε στη φωνή του Παντελή Θαλασσινού.
Και πάνω που είχαμε αρχίσει να μελαγχολούμε, να νοσταλγούμε και να ταξιδεύουμε… ξυπνήσαμε για τα καλά! Ένα θα σας πω…Κίτρινα Ποδήλατα!
Σαν σίφουνες έκαναν την εμφάνισή τους στη σκηνή, αρχίζοντας να χοροπηδάνε και να ξεσηκώνουν το κοινό. Είναι απίστευτη η ενέργεια αυτών των παιδιών…Αφού και οι παλιότεροι (δε λέω οι ‘γηραιότεροι’, γιατί πολλοί από αυτούς μας διαψεύδουν διαρκώς) που παρακολουθούσαν από τα παρασκήνια, φάνηκαν να χαμογελούν από μακριά και να παρασύρονται στους ρυθμούς των αδερφών-αποκάλυψη! Τα παιδιά δεν παρέλειψαν να μοιραστούν μαζί μας ότι χάρη στο Βασίλη ξεκίνησαν να παίζουν τα πρώτα τους ακόρντα στην κιθάρα, καθώς και ότι είναι τιμή τους που τους θεωρεί φίλους του και τους προσκάλεσε στη γιορτή του. «Σβήσε μου τα φώτα», ακούσαμε να τραγουδούν μαζί του, και το δυναμικό «Άμα τα πάρω», το οποίο σημειωτέον είχαν προλάβει προφητικά να συνθέσουν πολύ πριν τις πρόσφατες εξελίξεις, ακόμα και πριν από το θάνατο του Αλέξη Γεωργόπουλου και την αναταραχή που επακολούθησε…
Σειρά είχε ο Νίκος Ζιώγαλας, ο οποίος με ιδιαίτερη ευγένεια αλλά και ένα μεγάλο χαμόγελο θυμήθηκε μαζί με το Βασίλη το «Βορεινό Λιμάνι του», καθησυχάζοντάς τον στη συνέχεια ότι «Πέρασε η μπόρα».
Διονύσης Τσακνής. Χαρακτηριστική χροιά, ζεστή παρουσία, αξέχαστες ερμηνείες. Ζητώντας συγγνώμη για την κατάσταση της φωνής του, η οποία είχε επηρεαστεί από τα δακρυγόνα της ίδιας μέρας, μοιράστηκε τραγουδιστικά με το Βασίλη τον «Πυγμάχο» (τη γνωστή κι αγαπημένη διασκευή του «Boxer»), και κατάφερε να μας συγκινήσει-και να μας ‘θυμώσει’ μαζί- με το «Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον». Και συνεχίζω μέσα μου εγώ: «Το πλοίο των ονείρων μου με πάει, σε κόσμους που εσείς δεν τους αντέχετε»…
Λες και είχαν βάλει σκοπό όμως να μη μας αφήσουν να μας πάρει από κάτω, να έχουν το νου τους να μας ανεβάσουν λίγο πριν πέσουμε (γιατί ήμασταν και λίγο επιρρεπείς η αλήθεια είναι…).
Μία από τις πιο όμορφες στιγμές της βραδιάς έφτανε, όταν ο Γιάννης Μηλιώκας ανέβηκε στη σκηνή κρατώντας στην αγκαλιά του την κορούλα του Βασίλη, η οποία είναι-δεν-είναι ενός έτους! Γέλια και χαρές στη σκηνή, κι άλλες τόσες στο κοινό, που άρχισε να σηκώνει κινητά, φωτογραφικές και ό,τι άλλο βρήκε για να απαθανατίσει το λιλιπούτειο αστεράκι. Γιατί, δε σας είπα, η μικρή έβαλε αμέτι μουχαμέτι να σταθεί για αρκετή ώρα στη σκηνή -τουλάχιστον για δύο τραγούδια- χορεύοντας στους ρυθμούς του μπαμπά της, κοιτάζοντάς τον ασταμάτητα, και χτυπώντας παλαμάκια μαζί μας! Περίπτωση, όχι αστεία…
Για να επανέλθω όμως στο Γιάννη Μηλιώκα (παρασύρθηκα), είχε έρθει η ώρα της «Φανής», αλλά και του «Χαραμοφάη», το οποίο και αφιέρωσε εξαιρετικά στον πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου, μοιράζοντας άλλη μία δόση γέλιου στους ενεργητικούς θεατές του. Ομολογώ ότι θα προτιμούσα να είχε επιλέξει το «Για το καλό μου», και γιατί το αγαπώ πολύ αλλά κυρίως γιατί το ‘σήκωνε’ το κλίμα, αλλά δε πειράζει…μην είμαστε και πλεονέκτες!
Ησυχία πάλι, και λίγη γαλήνη, με τις μοναδικές ερμηνείες του Παντελή Θαλασσινού, του έτερου «Λαθρεπιβάτη»: «Αφού δε θέλεις», και «Τα Σμυρνέϊκα τραγούδια», φέρνοντας στα μάτια μας εικόνες από όλη την Ελλάδα, αυτή που δεν αλλάζει ποτέ, την Ελλάδα της θάλασσας, του ήλιου, και της παράδοσης.
Είχε έρθει η ώρα του Γιάννη Ζουγανέλη, αυτού του χαρισματικού ανθρώπου, που δυσκολεύεσαι πραγματικά να τον εντάξεις σε κάποια κατηγορία. Μας ξάφνιασε ευχάριστα, λοιπόν, λέγοντας ένα καινούριο τραγούδι του με θέμα την ιδανική κυβέρνηση. Πολύ έξυπνοι στίχοι και συνάμα θλιβεροί, αφού ακούγοντάς τους διαπίστωσα πόσο δύσκολο φαντάζει το να γίνουν πραγματικότητα…να γίνει -για παράδειγμα- Υπουργός Παιδείας ο φτωχός καθηγητής μιας απομακρυσμένης περιοχής, Υπουργός Δικαιοσύνης κάποιος Γιάννης που συγχώρεσε το Γιάννη Αγιάννη, Υπουργός Αιγαίου ο ψαράς που έχει μάθει κι απο στεριά κι από θάλασσα…Το ρεφρέν, ήταν φυσικά το κερασάκι: «και πρωθυπουργό βεβαίως, θα έκανα εσένα που είσαι νέος». Ακολούθησε η «Κατάρα του Ροκά», όπου τον συνόδευσε ένα νέο παιδί, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Μας αποχαιρέτησε λέγοντας «αυτό που μετράει είναι: να έρθουμε κοντά ο ένας με τον άλλον, η αλήθεια, και η αγάπη».
Φίλιππος Πλιάτσικας για τη συνέχεια, εν μέσω αλλαλαγμών, λίγες μέρες πριν από τη μεγάλη συναυλία των Πυξ Λαξ στο ΟΑΚΑ. «Θα περιμένω το χειμώνα», μαζί με το Βασίλη, και «Μοναξιά μου Όλα», μοναξιά μου τίποτα…Απλός, λιτός, κι απέριττος.
Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ανέβηκε στη σκηνή αμέσως μετά, ο οποίος, εμφανώς στεναχωρημένος και επηρεασμένος από τα γεγονότα που ήταν σε εξέλιξη, χαρακτήρισε την ημέρα ως ιδιόμορφη και δήλωσε ότι νιώθει ταπείνωση και κατάθλιψη. Τόνισε δε, ότι ο Βασίλης Καζούλλης είναι ο μόνος για τον οποίο θα αποφάσιζε να συμμετάσχει σε συναυλία μια τέτοια μέρα, και ότι διαφορετικά δε θα το έκανε. Σε αυτό το σημείο ήταν που τον χαρακτήρισε ως τον καλύτερο άνθρωπο του χώρου, δίνοντας και την ιδέα για τον τίτλο αυτού του άρθρου…«Αν ήσουν Άγγελος της Γης», ήταν το τραγούδι που διάλεξε για να ξεχαστεί λίγο μαζί μας, και το «Rock n’ Roll στο κρεβάτι» του Παύλου Σιδηρόπουλου, για να χτυπηθεί και να ξεδώσει, επίσης μαζί μας. Αποχώρησε λέγοντας «σήμερα ξεκινούν όλα».
Σειρά του άλλου δυναμίτη της βραδιάς τώρα, μετά τα Κίτρινα Ποδήλατα, του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Η αδυναμία που του έχει το κοινό κατέστη σαφής από την αρχή, μέσω των γνωστών συνθημάτων που μετρούν πολλά χρόνια στην ιστορία των ζωντανών του εμφανίσεων («Βασίλη ζούμε για να σ’ακούμε» κτλ.). Αφού λοιπόν μας είπε τα «Αεροπλάνα» παρέα με τον συνονόματό του, και στη συνέχεια το «Παιχνίδι Παίζεται Ακόμα» δημιουργώντας τους αναμενόμενους συσχετισμούς στο μυαλό μας, δήλωσε ότι αυτές τις μέρες γράφονται οι πιο μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας, και ότι μας ξεπούλησαν ως λαό. Μόλις είχε μάθει και ότι εκείνη τη στιγμή εκατοντάδες τραυματίες δεχόντουσαν τις πρώτες βοήθειες στο σταθμό του μετρό στο Σύνταγμα, και κάλεσε το κοινό να κατευθυνθεί προς τα εκεί μετά τη συναυλία για συμπαράσταση. Τέλος, μας ζήτησε να μην ξεχάσουμε ποτέ τα αγαπημένα του τρία Α, αυτή τη φορά λίγο «πειραγμένα»: Ανυπακοή, Ανυπακοή, Ανυπακοή…
Αυτή τη φορά, ο Βασίλης Καζούλλης επανήλθε μόνος του, παίρνοντας πάνω του με τον ξεχωριστό του τρόπο το «Κοπέλες για λίγο», και την «Αμοργό», πάντα όμως μαζί μας. Ήθελε δεν ήθελε (κάτι μου λέει ότι ήθελε πολύ), μας έκανε να σιγοντάρουμε όλο και περισσότερο στο τραγούδι του.
Όπως προαναγγέλθηκε, η βραδιά είχε και τον guest star της. Μια φωνή που έχει πραγματικά σημαδέψει την παιδική μου ηλικία – από τα οικογενειακά τραπέζια και τις γιορτές του μπαμπά μου, μέχρι τα αξέχαστα ταξίδια με το αυτοκίνητο. Συνεπώς, βρέθηκα προς στιγμήν να κάνω τη δική μου μικρή αναδρομή, να αποστασιοποιούμαι από τα υπόλοιπα τεκτενόμενα, να αισθάνομαι ευγνώμων, για τους δικούς μου λόγους, που τον είδα από κοντά. Ο Σταμάτης Κόκκοτας, λοιπόν, με απόλυτη διακριτικότητα (για πότε έφτασε στο χώρο της συναυλίας και για πότε ανέβηκε στη σκηνή, ούτε που το καταλάβαμε…) μας τραγούδησε γλυκύτατα: «Στις 26 Μάη μήνα», «Όνειρο απατηλό» και «στου Όθωνα τα χρόνια». Εδώ, επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω μία σκηνή που νομίζω ότι δε θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου… Έτυχε να πέσει το βλέμμα που πάνω σε μια παρέα από πολύ νέα παιδιά, αγόρια, 16-18 ετών περίπου, τα οποία είχαν πάρει θέση μπροστά μπροστά, ακριβώς κάτω από τη σκηνή. Φορώντας λοιπόν τις metal μπλούζες τους, και γενικώς αποπνέοντας έναν αέρα εφηβο-αναρχο-αυτόνομων νέων της σύγχρονης εποχής (και μαγκιά τους εννοείται), πιάστηκαν αγκαλιά και άρχισαν να σιγοτραγουδούν μαζί με τον Σταμάτη Κόκκοτα, πηγαίνοντας τα σώματά τους πέρα-δώθε και πείθοντας και τον πιο δύσπιστο (για να μην πω κακόπιστο) ότι κάθε άλλο παρά σε ένα καλούπι έχουν μπει. Ειλικρινά δε ξέρω τι άλλο να πω, θα ήθελα μόνο να τους ευχαριστήσω από εδώ γι’αυτό το συναίσθημα που μου χάρισαν.
Αυτή η γιορτή όμως δεν ήταν γραφτό να τελειώσει όπως όλοι θα θέλαμε…Ο Βασίλης ανέβηκε ξανά για να μας πει το «Κάτι να γυαλίζει» και να μας οδηγήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο κλείσιμο της βραδιάς, για το οποίο μάθαμε ότι είχε προγραμματιστεί να ανέβουν όλοι οι καλλιτέχνες στη σκηνή και να τραγουδήσουν μαζί του τη «Φανή». Στο μεταξύ όμως είχε φτάσει στο χώρο της συναυλίας ένας εκ των διαδηλωτών του Συντάγματος, ο οποίος μετέφερε τα εκεί συμβάντα και ζήτησε από το κοινό να αποχωρήσει από την Τεχνόπολη και να συναντήσει τον υπόλοιπο κόσμο που βρισκόταν στους δρόμους. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ανέβηκε στη σκηνή μαζί με μία διαδηλώτρια, η οποία είπε περίπου ό,τι και ο προλαλήσας.
Παρότι το κοινό δεν αντέδρασε άμεσα, μάλλον από το ξάφνιασμα και την αμηχανία, το λόγο πήρε ο Βασίλης Καζούλλης, ο οποίος ανακοίνωσε ότι θα διακόψει εκεί τη συναυλία γιατί δε θα μπορούσε και δε θα ήθελε να συνεχίσει, ενώ γύρω διαδραματίζονταν κλιμακωτά γεγονότα. Ευχαρίστησε χαμογελαστός τους πάντες για την παρουσία τους, και ευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής και της φωνής του: «Καλή δύναμη».
Έτσι ολοκληρώθηκε η γιορτή του Βασίλη. Με όμορφα τραγούδια, καλούς φίλους, πολλή αγάπη, αλλά και πικρία ανάμεικτη. Χάθηκε μεν η ευκαιρία να βρεθούν ταυτόχρονα πάνω σε μια σκηνή όλοι αυτοί οι μοναδικοί Έλληνες καλλιτέχνες, και ίσως ήταν κρίμα που παίχτηκε στο 5λεπτο η πραγματοποίησή της, αλλά αυτές τις μέρες, ούτως ή άλλως, δεν είμαστε ποτέ σε ένα σημείο ψυχή τε και σώματι. Και – κυρίως – τα γεγονότα μάς προλαβαίνουν. Για μένα, είναι σαν να έγινε, σαν να τους είδα όλους μαζί αγκαλιασμένους να τραγουδούν με το φίλο τους και όλους εμάς, τη «Φανή». Εύχομαι να μπορέσω κάποτε να πω τουλάχιστον το ίδιο, «είναι σαν να έγινε», και για μια κοινωνική δικαιοσύνη, που προς το παρόν μοιάζει να έχει χάσει κάθε υπόσταση σε αυτή τη χώρα…Και, μαζί της, μοιραία, έχει χαθεί εντελώς και η εμπιστοσύνη μας.