Judas Priest – Whitesnake live: Metal Gods In the Still of the Night
Το ότι η μέρα του φεστιβάλ πέφτει καθημερινή, και μάλιστα ανάμεσα σε Rockwave και Roger Waters ίσως να αποθαρρύνει μέρος των casual ακροτατών, αλλά η σπουδαιότητα αυτής της εμφάνισης των Priest σίγουρα έχει γίνει αντιληπτή από το σύνολο του rock κοινού. Σε συνδυασμό με το hype που απολαμβάνουν οι Firewind (λόγω της ιδιότητας του ηγέτη τους, Gus G, ως lead κιθαρίστα στην μπάντα του Ozzy), την αναμονή για νέο δίσκο από τους prog (πλέον) ήρωες, Opeth και τους διθυράμβους του μεταλλικού τύπου για τον τελευταίο δίσκο των Whitesnake, προβλέπεται μαζική προσέλευση στο Φάληρο.
Φτάνοντας λίγο πριν τις 18:30 στην πλατεία νερού μετά λύπης διαπιστώνω ότι οι Firewind είχαν σχεδόν τελειώσει το set τους. Από την άλλη, είναι πολύ ευχάριστο το γεγονός ότι πολύς από τον (αρκετό) κόσμο που επέλεξε/μπόρεσε να έρθει νωρίς, ήταν στημένος μπροστά στη σκηνή, αδιαφορώντας για τον καυτό ήλιο, και στήριζε τη μπάντα η οποία άλλωστε περνάει μια χρυσή περίοδο αυτόν τον καιρό. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν ίσως η μοναδική ελληνική power (με την ευρύτερη έννοια του όρου) metal μπάντα που κατάφερε να ακουστεί και έξω από τα σύνορα της χώρας μας και μάλιστα με σχετική (εμπορική) επιτυχία.
Όταν όμως έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία η διακοπή συνεργασίας του Ozzy Osbourne με τον Zakk Wylde και η ‘πρόσληψη’ του Gus G στην θέση του, η δημοτικότητα των Firewind πραγματικά έπιασε κόκκινο. Παγκόσμιες περιοδείες με τον madman, εξώφυλλα σε κορυφαία μουσικά περιοδικά και απίστευτη εργατικότητα, τους έχουν αναγάγει σε καθολικά αναγνωρίσιμη δύναμη στο μουσικό στερέωμα. Μπορεί στην Ελλάδα να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό από ένα μεγάλο μέρος της ‘μεταλλικής’ κοινότητας αλλά ο κόσμος που βρίσκεται μπροστά στην σκηνή της πλατείας Νερού δείχνει να διασκεδάζει πραγματικά. To “Falling To Pieces” που έπαιξαν τελευταίο μπορεί να αδικήθηκε λίγο από τον ήχο αλλά δεν έκρυψε το γεγονός ότι οι Firewind ξέρουν τι θέλουν να κάνουν και το κάνουν καλά.
Η ώρα πλησιάζει 19:00 και με έκπληξη δια πιστώνω ότι οι Opeth είναι ήδη έτοιμοι να βγουν στη σκηνή. Είναι από τις λίγες φορές (η μόνη άλλη που θυμάμαι είναι η συναυλία Deep Purple-Βασίλης Παπακωνσταντίνου) που το ωράριο ενός φεστιβάλ βγαίνει εκτός προγράμματος, όχι προς τα εμπρός αλλά προς τα πίσω. Όλες οι μπάντες της βραδιάς θα εμφανιστούν δέκα με είκοσι λεπτά νωρίτερα από την ώρα που αναγραφόταν στο πρόγραμμα. Για όσους ήταν ήδη εκεί, αυτό αποτέλεσε μια ευχάριστη εξέλιξη, αλλά όσοι είχαν κανονίσει να έρθουν τελευταία στιγμή μάλλον θα άρχισαν τις κατάρες όταν το διαπίστωσαν.
Οι Σουηδοί, αν και χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης από το ελληνικό κοινό δεν είναι καθαρόαιμη φεστιβαλική μπάντα. Το ατμοσφαιρικό (παλαιότερα death αλλά τώρα…) prog που παίζουνε, χάνει μέρος της μαγείας του κάτω από τον λαμπερό ήλιο και οι Mikael Åkerfeldt & Co αρκούνται στο να μας προσφέρουν μια εμφάνιση απολύτως επαγγελματική. Άψογοι εκτελεστικά αλλά δίχως διάθεση για το κάτι παραπάνω, με τον mainman Åkerfeldt να λειτουργεί λίγο διεκπεραιωτικά. Λίγο η ώρα, λίγο η έλλειψη ενδιαφέροντος από ένα κοινό που έχει διαφορετικά ακούσματα και το set των Opeth γίνεται αφορμή να ‘δουλέψουν’ οι πάγκοι με τα ποτά και τα φαγητά. Όμορφο ευτράπελο το βαζάκι με ελιές που προσέφερε ένας οπαδός στον Σουηδό ενώ δεν έλειψε και η αναφορά στην μουσική σπουδαιότητα των Whitesnake και Judas Priest που θα τους ακολουθούσαν.
Ελάχιστα από τα δαιδαλώδη prog-death κομμάτια των Σκανδιναβών ‘χώρεσαν’ στην μία ώρα της εμφάνισής τους (μεγάλα σε διάρκεια γαρ). Μεταξύ αυτών ξεχώρισε το ‘κλασικό’ πλέον “The Grand Conjuration” ενώ ο κόσμος φάνηκε να ανταποκρίνεται περισσότερο στα “The Lotus Eater” και “Master’s Apprentices”. Πιστεύω πως όταν ξανάρθουν (σύντομα φαντάζομαι) με νέο album στις αποσκευές τους και headline spot σε κλειστό venue, θα παραμιλάμε. Αυτή τη φορά όμως δεν ήταν η μέρα τους.
Γύρω στις 20:20, ο κόσμος έχει πυκνώσει για τα καλά. Η εμφάνιση των Opeth είχε λειτουργήσει σαν ‘διάλειμμα’ για μεγάλο μέρος του κοινού, που ενόψει της εμφάνισης του σπουδαίου David Coverdale αρχίζει να συγκεντρώνεται μπροστά στη σκηνή. Μπορεί οι τελευταίες του εμφανίσεις επί ελληνικού εδάφους να άφησαν ανάμεικτα συναισθήματα και η πρόσφατη περιπέτεια με τις φωνητικές του χορδές (οξύ οίδημα)να ανησύχησε τους οπαδούς, αλλά η τελευταία δισκογραφική δουλειά (‘Forevermore’) του δανδή της rock που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές σε συνδυασμό με τις θετικότατες μαρτυρίες από τους προηγούμενους σταθμούς της περιοδείας φαίνεται πως ανεβάσανε τις προσδοκίες του κόσμου. Χωρίς πολλά πολλά, οι ‘Snake καταλαμβάνουν τη σκηνή, τα (πολλά και όμορφα) κορίτσια του κοινού αντιδρούνε σα ‘Ρουβίτσες’ και οι πρώτες νότες του “Best Years” δονούνε την ατμόσφαιρα.
Σε πλήρη αντίθεση με τον άνθρωπο Coverdale (ψωνισμένος και δύστροπος, σύμφωνα με αυτούς που τον γνωρίζουν λίγο παραπάνω) ο performer Coverdale είναι άψογος. Επικοινωνιακός, χαρισματικός, sexy (ακόμα και τώρα στα εξήντα του) και κυρίως πολύ σωστός φωνητικά. Μπορεί τα μικρόφωνα μπροστά στους υπόλοιπους μουσικούς της μπάντας του να ‘προσφέρουν κάλυψη’ εκεί που δεν βγαίνει η φωνή, αλλά ο έμπειρος Dave καταφέρνει και κρύβει τις όποιες φωνητικές του δυσκολίες με τρόπο που πρέπει κάποιος να είναι ‘ψείρας’ για να γκρινιάξει.
Το δυναμικό ξεκίνημα των Whitesnake συνεχίζεται με “Give Me All Your Love” και τον κόσμο να συμμετέχει μαζικά στο ρεφρέν, ενώ το “Love Ain’t No Stranger” κρατάει την αδρεναλίνη ψηλά για να έρθει μετά το “Is This Love” και να μας βάλει σε άκρως ερωτιάρικο mood. Το επόμενο δεκάλεπτο είναι αφιερωμένο στον τελευταίο δίσκο του συγκροτήματος με “Steal Your Heart Away” και “Forevermore” που εκτελεσμένα ζωντανά ακούγονται πολύ καλύτερα από τη studio εκδοχή τους. Κάπου εκεί ο ξανθός τροβαδούρος αποχωρεί από τη σκηνή και αφήνει το πεδίο ελεύθερο για ‘μονομαχήσουν’ κιθαριστικά οι Doug Aldrich και Reb Beach.
Τα εκατέρωθεν σόλο καταλήγουν σε ένα συγχρονισμένο εξάχορδο κρεσέντο που μπορεί κάποιοι να βρήκαν βαρετό, αλλά σίγουρα έστειλε τους όλους παρευρισκόμενους (ερασιτέχνες) μουσικούς του κοινού να μαζεύουν το σαγόνι τους από το πάτωμα. Ο Coverdale επιστρέφει για λίγο με το τελευταίο καινούριο τραγούδι για την βραδιά, το “Love Wll Set You Free” και αποχωρεί πάλι για να ακούσουμε το drum solo του ‘τρελού’ Brian Tichy ο οποίος, σαν γνήσιος ποζεράς επέλεξε να κάνει διάφορα ζογκλερικά με τις μπαγκέτες, να τις εκτοξεύει στον αέρα ή και να παίξει και χωρίς αυτές (χρησιμοποιώντας τα γυμνά του χέρια) επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη αντοχή στον πόνο που φαντάζομαι ότι προκαλεί κάτι τέτοιο.
Η δεύτερη επιστροφή του Coverdale, σημαίνει και την έναρξη του best-of μέρους της βραδιάς, ξεκινώντας με ένα δυναμικότατο medley του “Slide it In” με το “Fool For Your Lovin” (περισσότερο “Fool” και λιγότερο “Slide”) που προκάλεσε πανικό στο κοινό. Το κέφι συνεχίζεται με “Here I Go Again” (και με τις όμορφες θηλυκές παρουσίες του κοινού να το διασκεδάζουν ιδιαίτερα) που συνοδεύεται από μαζικό sing-along. To “Still of the Night” που ήρθε μετά, ανέδειξε τον inner Plant του Dave (αν και σίγουρα ο ίδιος δεν θα συμφωνούσε) και έδωσε μια Zeppelin χροιά στη βραδιά με την ‘ξεχαρβαλωμένη’ (με την καλή έννοια) εννιάλεπτη εκτέλεσή του. Κάπου εκεί οι Whitesnake μας αποχαιρετάνε, αλλά όχι πριν ακούσουμε ένα ανατριχιαστικό a capella “Soldier of Fortune” που συγκλόνισε και συγκίνησε. Πολύ πιθανόν αυτή να ήταν η καλύτερη εμφάνιση του ‘ξανθού’ στα μέρη μας και σίγουρα άξια του ονόματός του και της μπάντας.
Βρισκόμαστε λίγο μετά τις 22:10 και η πλατεία νερού βράζει από τη προσμονή. Μια τεράστια αυλαία, με τη λέξη ‘EPITAPH’ γραμμένη πάνω, καλύπτει τη σκηνή. Οι Metal Gods έχουν ξαναεπισκεφτεί αρκετές φορές τη χώρα μας αλλά η φετινή τους συναυλία είναι μακράν η πιο ιδιαίτερη. Γίνεται στα πλαίσια μιας αποχαιρετιστήριας περιοδείας, στιγματίζεται από την απουσία ενός εκ των ιδρυτικών μελών του συγκροτήματος (και μέρος του σπουδαιότερου ίσως κιθαριστικού διδύμου στην ιστορία αυτής της μουσικής), και απαρτίζεται από τραγούδια που σκοπό έχουν να ευχαριστήσουν τους οπαδούς και όχι να προσφέρουν αυτοεπιβεβαίωση στην ίδια τη μπάντα. Η αγωνία για το τι θα δούμε είναι έκδηλη στον κόσμο. Θα πιάσει ο Halford υψηλά standard απόδοσης; Θα καταφέρει ο ‘νέος’ Richie Faulkner να αντικαταστήσει επάξια (ηχητικά τουλάχιστον) το τεράστιο κενό του K.K. Downing; Και κυρίως, θα είναι αυτή η εμφάνιση των Priest αντάξια της σημασίας που οι ίδιοι της δώσανε αποκαλώντας την ‘αποχαιρετιστήρια’; Οι απαντήσεις θα δοθούν άμεσα καθώς τα φώτα σβήνουν και το “War Pigs” των Black Sabbath ακούγεται από τα ηχεία.
Το άνοιγμα της αυλαίας προκαλεί πανικό. Το ηχητικό ‘ράπισμα’ του “Rapid Fire” κατακεραυνώνει τον κόσμο που μέχρι να καταλάβει τι συμβαίνει δέχεται δεύτερο ‘χτύπημα’ με το Metal Gods. Ο κρυστάλλινος ήχος αφήνει τη μπάντα ‘γυμνή’ μπροστά στο ενδεχόμενο λάθους καθώς τίποτα δεν περνάει απαρατήρητο. Οι Priest, όμως, δεν έχουν τίποτα να φοβηθούνε, ‘παίζοντας’ αλάνθαστα και παθιασμένα. Τα “Heading Out to the Highway” και “Judas Rising” συντηρούν τον ενθουσιασμό του κοινού, ο οποίος όμως ‘εκτοξεύεται’ όταν ο ‘καραφλός’αναφωνεί «This is the staaaarbreakeeer”! Ένα τραγούδι που έχουν να παίξουν live πάνω από τριάντα χρόνια ζωντανεύει σαν από θαύμα μπροστά μας και ο κόσμος ‘ρουφάει’ κάθε λεπτό του.
Η συνέχεια, όμως, θα είναι ακόμα πιο συγκλονιστική καθώς η κλασική δισολία των Tipton/ Faulkner μας εισαγάγει στο έπος που φέρει τον τίτλο “Victim of Changes”. Ο Halford συγκινεί με την ερμηνεία του και η πλατεία νερού ζει πρωτόγνωρες στιγμές. Το ‘χατ τρικ’ επιτυγχάνεται με άλλο ένα ‘ξεχασμένο’ αριστούργημα. “Never Satisfied” και ο Faulkner καταφέρνει να ‘λάμψει’ στο σόλο και να κερδίσει συμπάθειες, ενώ λίγο μετά, αναλαμβάνει για λίγο και την ακουστική κιθάρα για να συνοδέψει τον Halford στο ακουστικό μέρος του “Diamonds & Rust”. Κάπου εκεί ο Metal God μεταμορφώνεται σε Νοστράδαμο και ηγείται της nu-metal-ίζουσας μυσταγωγίας του “Prophecy” πριν μας ταξιδέψει στις 90’s εποχές του ‘Painkiller’ με άλλο ένα παραμελημένο για αρκετά χρόνια αριστούργημα, το “Night Crawler”.
Τα laser που εκτοξεύονται από τη σκηνή στον φαληρικό ουρανό σημαίνουν την έναρξη της μηχανόβιας ωδής του “Turbo Lover”. Οι πρώτες νότες του “Beyond the Realms of Death” που ακολουθεί, συνοδεύονται από τις ιαχές του κοινού που προσκυνάει το μεγαλείο της ερμηνείας του Halford και το «είναι τρελός ο καραφλός» που ακούγεται συνέχεια στη διάρκεια της βραδιάς, επαληθεύεται διαρκώς, αυτή τη φορά με το “Sentinel”.
Τα φώτα χαμηλώνουν απειλητικά. Το μόνο που διακρίνεται πάνω στη σκηνή είναι τα δύο ‘Devil’s Tuning Forks’ ποτισμένα με κόκκινο φως. Κόκκινα laser εκτοξεύονται πάνω από το κοινό και δίνεται το έναυσμα για να πραγματοποιηθεί ένα πολυετές απωθημένο κάθε οπαδού των Priest. “Blood Red Skies” ζωντανά, για πρώτη φορά στην Ελλάδα [αυτή η περιοδεία είναι η πρώτη (και τελευταία;) που το περιλαμβάνουν στο setlist τους]. Συγκλονιστική εμπειρία.
“Green Manalishi” στη συνέχεια και μετά από μια μικρή αναδρομή στο 1980 και το British Steel o Halford ρωτάει το κοινό «Breaking the whaaat?». To “Breaking the Law” είναι υπόθεση κόσμου και μουσικών. Ο ‘καραφλός’ απλά κρατάει το μικρόφωνο προς το κοινό και προσπαθεί να πιάσει τον παλμό από κάθε άκρη της σκηνής. Οι περισσότεροι θα γυρίσουν σπίτια με κλεισμένο λαιμό. Το βασικό set της παρέας απ’ το Birmingham κλείνει με τον δυναμίτη του “Painkiller”. Οι βρετανοί παίζουν ήδη σχεδόν δύο ώρες αλλά κανείς δεν νιώθει ότι έχει ακούσει αρκετά.
Οι ιαχές «we want more» φέρνουν την μπάντα πίσω, υπό τους ήχους του “Electric Eye”. Προς το τέλος, ο ‘καραφλός’ εξαφανίζεται, για να εισβάλει λίγο μετά στη σκηνή πάνω σε μια Harley σημαίνοντας την έναρξη του “Hell Bent for Leather”. Τελευταίο κομμάτι του encore, το “You’ve Got Another Thing Coming” με τον κόσμο να μη χορταίνει Priest.
H μπάντα αποσύρεται για λίγο, προτού επιστρέψει στο stage της πλατείας Νερού για το τελευταίο κομμάτι της βραδιάς. Η ώρα είναι περασμένες δώδεκα κι εμείς τότε ‘ξεκινάμε να ζούμε’! To “Living After Midnight” σημαίνει το τέλος μιας υπέροχης βραδιάς και μιας καταπληκτικής εμφάνισης από τους metal ήρωές μας. Μόνη ευχή στο μυαλό όλων, να βρεθεί ένας τρόπος να συνεχίσουν. Πάντως αν αυτή ήταν όντως η τελευταία φορά που τους βλέπουμε στην Ελλάδα, φρόντισαν να κάνουν ό,τι μπορούν για να μας μείνει αξέσχαστη.
Το ότι ο χώρος της πλατείας Νερού είναι ό,τι πρέπει για τέτοιου μεγέθους events το είχαμε αναφέρει και στο ρεπορτάζ για το Ejekt. Οι μόνες παρατηρήσεις που θα μπορούσαμε να κάνουμε έχουν να κάνουν με δευτερεύοντα (όχι όμως ασήμαντα) πράγματα. Όσον αφορά την οπτική επαφή με τη σκηνή, καλό θα ήταν να στηνόταν λίγο πιο ψηλά ή τουλάχιστον να υπήρχαν δυο γιγαντοοθόνες εκατέρωθεν της σκηνής για να μπορούν να παρακολουθήσουν και όσοι δεν είναι πρώτο μπόι. Επίσης, όσον αφορά τα stands του φαγητού, ίσως να χρειαζόταν μια αναπροσαρμογή στις τιμές ή στις ποσότητες κάποιων προϊόντων. Τρία ευρώ για ένα μικρό ποτήρι αναψυκτικό, τίγκα στα παγάκια, είναι κάπως υπερβολικό. Συνοψίζοντας μπορούμε πλέον εκ του ασφαλούς να πούμε ότι το μονοήμερο φεστιβάλ της Τρίτης, στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Μεγάλη προσέλευση, πολύ καλές έως άψογες εμφανίσεις, καλή (σε γενικές γραμμές) οργάνωση και υπέροχη μουσική. Τί άλλο να ζητήσει κανείς;