Συνέντευξη Παντελής Θαλασσινός: «Δεν θέλω να είμαι υπάλληλος κάποιας δισκογραφικής εταιρίας δεμένος μ’ ένα συμβόλαιο»
Μιλήσαμε για το ξεκίνημα του στη μουσική, τους Λαθρεπιβάτες, την επιλογή του να κυκλοφορεί μόνο τους τους δίσκους του αλλά και για τις επόμενες εμφανίσεις του στον Ρυθμό Stage. Διαβάστε μια εφ’ όλη της ύλης συνέντευξη του Παντελή Θαλασσινού στο tralala.gr.
Γεννηθήκατε στον Πειραιά αλλά μεγαλώσατε στην Χίο τα πρώτα χρόνια της ζωής σας. Θεωρείται πως η ζωή στην επαρχία λειτούργησε καταλυτικά στην μετέπειτα πορεία σας;
Το να είσαι παιδί της επαρχίας μόνο θετικό μπορεί να είναι. Είναι θετικό ως προς την ανάπλαση ενός ατόμου γιατί μαθαίνει σε πιο ελεύθερους χρόνους, χώρους και οι ταχύτητες του είναι πολύ πιο αργές. Εμένα με βοήθησε πάρα πολύ στο να κάθομαι να ακούω και μαθαίνω μουσική, λίγο κιθαρίτσα μόνος μου. Εδώ στην Αθήνα βλέπουμε παιδιά που οι γονείς τους κάνουν τους ταξιτζήδες για να τα πηγαίνουν στο μπαλέτο, μπάσκετ, κολύμβηση, χορό, σχολείο και στο φροντιστήριο. Μεγάλωσα σε μια εποχή που οι γονείς μας δεν ήξεραν που είμαστε όλη μέρα. Ήξεραν ότι είμαστε κάπου τριγύρω χωρίς να υπάρχουν κίνδυνοι οι οποίοι υπάρχουν στην σημερινή εποχή.
Σε ποια ηλικία μπήκε η κιθάρα στη ζωή σας;
Εγώ ξεκίνησα να μαθαίνω από τον αδερφό μου στην ηλικία των εφτά. Το να ασχολείσαι στην επαρχία με κάποιο μουσικό όργανο ήταν πολύ σπάνιο γιατί δεν υπήρχαν ωδεία. Υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι που ήξεραν κάποιο μουσικό όργανο και οι γονείς έστελναν τα παιδιά τους να τους κάνουν κάποια ιδιαίτερα. Όλα αυτά βέβαια στο μικρόκοσμο της Χίου όπου έμεινα για εφτά χρόνια. Αυτοδίδακτος ξεκίνησα. Άκουγα και έβλεπα τον αδερφό μου και όταν τελείωνε έπαιζα λίγο με την κιθάρα του γιατί μου άρεσε.
Αν ρωτήσουμε κάποια άτομα από εδώ μέσα αν γνωρίζουν τον Χρήστο Λεοντή ή τον Δήμο Μούτση θα σου απαντήσουν μόνο 2 άτομα πως τον ξέρουν, αν ρωτήσεις ποιος είναι ο Παντελής Παντελίδης θα σου πουν όλοι πως τον ξέρουν.
Θέλατε να ξεκινήσετε να μαθαίνετε κιθάρα λόγω κάπου τραγουδιστή που θαυμάζατε ή κάποιου ατόμου που βλέπατε να παίζει;
Όχι, απλά μεγάλωσα μέσα σ’ ένα κέντρο. Η οικογένεια μου πήγε στην Χίο όταν ήμουν δυο ετών και φύγαμε όταν ήμουν εννιά γιατί ο πατέρας μου και ο θείος μου άνοιξαν ένα κέντρο στην επαρχία. Ήταν ο Ναυτικός Όμιλος της Χίου, που το βράδυ έπαιζε μουσική και έφερνε φίρμες της εποχής. Ο πατέρας μου ήταν φιλόμουσος και ήθελε να με βάλει στην φιλαρμονική αλλά εγώ δεν ήθελα. Ο αδερφός μου έμαθε μουσική δίπλα στους μουσικούς που έρχονταν να παίξουν στο μαγαζί.
Μόλις τελειώσατε το λύκειο αρχίσατε να παίζετε σε μπουάτ και ταβέρνες. Οπότε με τις εικόνες που είχατε στην παιδική ηλικία ήταν φυσικό επακόλουθο να ασχοληθείτε μ’ αυτό;
Όταν επιστρέψαμε στην Αθήνα αρχίσαμε να παίζουμε με τον αδερφό μου σε ροκ συγκροτήματα. Όταν άρχισα να νοιώθω πιο πολύ εμπιστοσύνη στον εαυτό μου άρχισα να ασχολούμαι με το ελληνικό ρεπερτόριο και να δουλεύω σε μπουάτ. Άρχισα να είμαι κιθαρωδός, δηλαδή να τραγουδάω με κιθάρα.
Το 1987 μπήκατε στους Λαθρεπιβάτες. Πως προέκυψε η τότε συνεργασία σας με τον Γιάννη Νικολάου;
Με τον Γιάννη γνωρίστηκα στη μπουάτ «Πέτρα και φως» που έπαιζα εγώ. Γίναμε φίλοι, παίξαμε και τραγουδήσαμε μαζί τραγούδια του, κάναμε ένα demo και μέσα σε μια μέρα μας πήραν στη ΜΙΝΟΣ. Ήταν μεγάλη τύχη να ακούσουν τα τραγούδια μας και να τους αρέσουν.
Όταν η εταιρία στην οποία ανήκα δεν πλήρωσε ούτε το στούντιο, ούτε τους μουσικούς κτλ., το πήρα όλο πάνω μου.
Αυτή η συνεργασία κράτησε για πέντε χρόνια όπου προέκυψαν τέσσερις ολοκληρωμένοι δίσκοι. Για ποιο λόγο διαλύθηκαν οι Λαθρεπιβάτες;
Διότι από ένα σημείο και μετά ήθελε να κάνει ο καθένας αυτό που ήθελε αυτό. Δεν προσπαθούσαμε να βρούμε τι μας ταιριάζει σαν γκρουπ και διαλυθήκαμε πάνω στην επιτυχία μας.
Το 1993 βγαίνει ο πρώτος σας δίσκος «Νύχτας κύματα». Πως αισθανθήκατε την πρώτη μέρα που κρατήσατε τον δίσκο στα χέρια σας;
Δεν μου έκανε κάποια ιδιαίτερη αίσθηση γιατί όλες αυτές τις συγκινήσεις τις είχα περάσει με τους δίσκους των Λαθρεπιβατών. Για εμένα σταθμός στην ζωή μου ήταν ο πρώτος δίσκος που κάναμε με τους Λαθρεπιβάτες. Μετά όλα τ’ άλλα είχαν πάρει ένα δρόμο που τον είχα ξαναζήσει. Βέβαια, ήταν πολύ δύσκολο για εμένα να κάνω ένα δίσκο που θα είναι ενδιαφέρον.
Φοβηθήκατε την μετάβαση από ένα γκρουπ στη σόλο καριέρα;
Το ήθελα πολύ αλλά δεν ένοιωσα κάτι ιδιαίτερο όταν έκανα μόνος μου δίσκο. Αυτό το ιδιαίτερο ήταν όταν ήμουν αμάθητος και έκανα τον πρώτο δίσκο της ζωής μου στους Λαθρεπιβάτες.
Έχετε δηλώσει πως οι αγαπημένοι σας δίσκοι ήταν το «Καλαντάρι» και τα «Αστρανάματα». Για ποιο λόγο ξεχωρίζετε αυτούς τους δύο δίσκους;
Μ’ αυτούς τους δύο δίσκους είμαι πολύ συναισθηματικά δεμένος. Τα «Αστρανάματα» ήταν ο πρώτος μου δίσκος που ολοκληρωμένα έκανα ενορχήστρωση μόνος μου, με μουσικούς που έπαιζαν πρώτοι φορά στο στούντιο, που ήταν η παρέα μου από την Χίο. Ήταν μια δουλειά που την είχα δουλέψει πάρα πολύ καλά. Μετά ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου ήρθε να πάρει το «Καλαντάρι» γιατί το θεωρώ το πιο άρτιο δισκογραφικά cd που έχω κάνει.
Έχετε μετανιώσει για κάποια τραγούδια που έχτε συμπεριλάβει στους δίσκους σας όλα αυτά τα χρόνια;
Έχω μετανιώσει αλλά προσωρινά γιατί κάθομαι και σκέφτομαι πως δεν μπορεί όλα τα πράγματα που κάνουμε να είναι καλά. Μετά βάζω κάτω και την Φυσική… Για να υπάρξουν τα καλά πρέπει να υπάρξουν και τα κακά. Από τον πρώτο δίσκο που έχω κάνει, μέχρι τον δέκατο πέμπτο ήταν πάνω μου όλα. Δεν άφηνα να επέμβει κάποιος ως προς την αισθητική, την επιλογή των τραγουδιών, την ενορχήστρωση, διότι όλη την επιμέλεια της μουσικής την είχα εγώ γιατί ήθελα να αντιπροσωπεύει καθαρά εμένα.
Νιώθω ότι η καινούρια ιδεολογία αγοράς είναι να ακούμε τα τραγούδια εντελώς επιδερμικά, ό, τι παίζεται και μπορούμε να ακούσουμε, ανάλογα με αυτό που πλασάρεται τριγύρω.
Τα περισσότερα από τα τραγούδια σας έχουν υπάρξει σταθμοί στην ελληνική μουσική. Κάθε φορά που ήταν να κυκλοφορήσετε ένα νέο δίσκο φοβόσασταν αυτό το βάρος και ότι έπρεπε να προσέχετε πολύ το επόμενο σας βήμα;
Δεν το φοβόμουν ποτέ απλά είχα μια αίσθηση ευθύνης γι’ αυτούς που είχαν αγαπήσει τα προηγούμενα τραγούδια αν θα σταθώ στο ύψος των περιστάσεων σε κάθε νέα δουλειά.
Κόντρα στην κρίση, το 2013 κυκλοφορήσατε δύο νέους δίσκους. Ο ένας ήταν «Τα 10 τραγούδια της Ελπίδας» και η «Ανοιχτή ακρόαση».
Αν και κυκλοφόρησαν έτσι, έχουν γίνει κάπως ανάποδα οι δίσκοι. Ο πρώτος δίσκος που έπρεπε να βγει είναι η «Ανοιχτή ακρόαση» διότι τέλος του 2011 και αρχές του 2012 ήταν έτοιμος. Στις αρχές του 2013 έκανα «Τα 10 τραγούδια της ελπίδας». Όταν η εταιρία στην οποία ανήκα δεν πλήρωσε ούτε το στούντιο, ούτε τους μουσικούς κτλ., το πήρα όλο πάνω μου και για να μην «μπαγιατέψουν» τα τραγούδια τα έβγαλα και τα δυο φέτος.
Η «Ανοιχτή ακρόαση» από όσο διάβασα είναι κάπως ιδιαίτερα ηχογραφημένη…
Ήταν ένα αποτύπωμα των συναυλιών του 2011. Καλέσαμε κόσμο στο στούντιο, ο οποίος άλλαζε κάθε εξάωρο όπου βάζαμε είκοσι με είκοσι πέντε άτομα κάθε φορά. Αφήναμε τον κόσμο να χειροκροτήσει μόνο όταν κατέβαζα το χέρι μου και τελείωνε η ηχογράφηση. Τους θέλαμε πιο πολύ για μάρτυρες ότι γράφτηκε ζωντανά.
Γιατί δεν επιλέξατε η ηχογράφηση να γίνει ζωντανά σε κάποια συναυλία;
Είναι αρκετές φορές λάθος να κάνεις συναυλία διότι ούτε τεχνικά μπορείς να είσαι σωστός και καμιά φορά η ελευθερία που υπάρχει στη σκηνή είναι εις βάρος του cd.Πολλές φορές φλυαρούμε, θέλουμε να κάνουμε λάθη, να παρεκτρεπόμαστε και γενικότερα η συναυλία είναι κάτι άλλο. Και αν κάνεις την συναυλία μόνο για να γράψεις, θα κοιτάξεις να είσαι σωστός και θα λειτουργήσεις εις βάρος της. Θα είσαι πιο σοβαρός, πιο μετρημένος κτλ.
Δεν έχω κάνει συνεργασίες με ανθρώπους στυλ συνοικεσίου, η να ακολουθήσω την φράση “φέτος καλό θα ήταν να δουλέψεις με αυτόν ή να κάνουμε έναν δίσκο και να πάρουμε αυτό και αυτό σαν συνταγή και μετά να ρίξουμε και λίγο αλάτι και λίγο πιπέρι και να τον φτιάξουμε”.
Για την κυκλοφορία των τελευταίων σας δίσκων είπατε ότι αναλάβατε εσείς το κόστος παραγωγής τους. Πως αποφασίσατε να επωμιστείτε αυτό το βάρος;
Να σημειώσουμε ότι αυτό το οικονομικό βάρος είναι πάρα πολύ μεγάλο. Από τους μουσικούς, τις ηχογραφήσεις, τα εξώφυλλα, να κόψεις τα cd, να πληρώσεις την ΑΕΠΙ, τα κάνω όλα μόνος μου. Ξέρετε ότι πλέον οι δίσκοι δεν πουλάνε οπότε μπαίνει μέσα η εταιρία. Αλίμονο όμως αν σταματούσαμε να βγάζουμε τραγούδια. Εμείς πρέπει, με όποιο και αν είναι το τίμημα, να βγάζουμε καινούρια τραγούδια . Επιμένω ακόμα να βγάζω cd, άλλοι επιμένουν ακόμα και βινύλιο. Καλό είναι να υπάρχουν σ’ όλες τις μορφές απλά είναι πολυέξοδο. Δεν είμαι κατά του Youtube αλλά βλέπεις το τραγούδι σου ανεβασμένο χωρίς να έχει άδεια και χωρίς να ταιριάζει το βίντεο στην αισθητική σου. Αναγκαστικά τα χωνεύεις όλα αυτά γιατί δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Πρέπει να κυκλοφορήσεις την δουλειά σου και σε cd γιατί κάποιοι θέλουν να έχουν τα τραγούδια σου στην κλασική τους μορφή. Το δεύτερο δίσκο επειδή τον έβγαλα μόνος μου εκτύπωσα μόνο 2.000 αντίτυπα απλά για να υπάρχει στα δισκοπωλεία.
Από όσο ξέρω, εσείς ο ίδιος κάνετε την διανομή στα δισκοπωλεία…
Αντιμετωπίζω δυο ειδών ανθρώπους. Ορισμένοι φίλοι μου λένε δεν είναι καλό να τα πηγαίνεις εσύ. Υπάρχουν όμως και αυτοί στα δισκοπωλεία που μου λένε ότι «Καλά κάνεις, γιατί γουστάρουμε να σε βλέπουμε να έρχεσαι ο ίδιος να φέρνεις τα cd σου». Γενικά σαν άνθρωπος είμαι απλός και δεν έχω πρόβλημα να βγάλω τα σκουπίδια έξω, ούτε να πάω τα cd μου σ’ ένα δισκοπωλείο γιατί αυτή είναι η δουλειά μου.
Με τους Λαθρεπιβάτες δεν προσπαθούσαμε να βρούμε τι μας ταιριάζει σαν γκρουπ και διαλυθήκαμε πάνω στην επιτυχία μας.
Γιατί ενώ η δισκογραφική εταιρία που ήσασταν δεν σας κάλυπτε τα έξοδα του δίσκου., δεν επιλέξατε να πάτε σε μια άλλη;
Απλά δεν θέλω να είμαι υπάλληλος κάποιας δισκογραφικής εταιρίας δεμένος με ένα συμβόλαιο και να πληρώ τους όρους του. Είμαι μόνο μου, ελεύθερος, κάνω ότι θέλω και τα τραγούδια ανήκουν σ’ εμένα τον ίδιο. Δυστυχώς όλα τα προηγούμενα ανήκουν στον Γιαννίκο, τον Λύρα και την ΜΒΙ που ήμουν.
Πιστεύετε πως θα υπάρχει κάποια στιγμή μια αλλαγή προς το καλύτερο ή έχουμε κι άλλο δρόμο προς το χειρότερο;
Πάντα προς το καλύτερο πάμε αναλογικά με το τι πιστεύουμε και βλέπουμε στο μέλλον μας. Πως έχει φανταστεί κάποιος το μέλλον του; Βέβαια, αν το έχει φανταστεί, γιατί είναι δύσκολο κάτι τέτοιο τη σήμερον ημέρα. Υπάρχουν άνθρωποι που εξοικειώνονται με τις καινούριες ιδεολογίες αγοράς και άλλοι πιο μεγάλοι που λένε “πως καταντήσαμε έτσι” και “που πάμε”. Νιώθω ότι η καινούρια ιδεολογία αγοράς είναι να ακούμε τα τραγούδια εντελώς επιδερμικά, ό, τι παίζεται και μπορούμε να ακούσουμε, ανάλογα με αυτό που πλασάρεται τριγύρω. Μόνο ένα εξειδικευμένο ακροατικό κοινό μπορεί να καθίσει και να ψάξει.
Παρατηρείτε και πιστεύετε πως ο κόσμος τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί προς το τραγούδι που έχει κάτι να του πει ή στο πιο ελαφρο-λαϊκό, τύπου μπουζούκια;
Πάντα υπήρχε αυτό το πράγμα, αλλά πάντα υπήρχε και κόσμος που άκουγε φανατικά ορισμένους καλλιτέχνες. Ο φανατισμός και το να τάσσεσαι σε κάτι δεν σου ανοίγει τα αυτιά, τα σύνορα και το μυαλό. Πρέπει να ακούει τα πάντα εκείνος που αγαπάει τη μουσική. Είναι σαν να λέμε “αγαπάω τον Θαλασσινό και δεν μου αρέσει τίποτα άλλο” ή “μου αρέσει ο Ολυμπιακός και δεν μου αρέσει το ποδόσφαιρο”. Πρώτα όμως πρέπει να αγαπήσεις το ποδόσφαιρο για να είσαι μετά και σε μια ομάδα. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα.
Η τέχνη που γίνεται για να αποδείξει ή να εκδικηθεί, ή οτιδήποτε τέτοιο βλέπουμε καμιά φορά δεν είναι τέχνη.
Υπάρχει κάποια συνεργασία που έχετε ξεχωρίσει όλα αυτά τα χρόνια της καριέρας σας;
Όλες μου οι συνεργασίες μέχρι τώρα, και δεν το λέω μόνο στις συνεντεύξεις μου, τις τιμώ, γιατί ήταν με φίλους και ανθρώπους με διαφορετικότητα από μένα και έχω πάρει πράγματα από όλους. Από συνεργασίες τις οποίες φαίνεται να είναι γυαλιστερές και τεράστιες έχω πάρει λίγα πράγματα και καλά. Από συνεργασίες που μπορεί να φαίνονται αδιάφορες, μπορεί να έχω πάρει και πιο πολλά πράγματα. Δηλαδή έχω πολλές συνεργασίες με ανθρώπους πάνω στη σκηνή κι επειδή μόνοι μας ξεκινάμε και συναισθανόμαστε πράγματα μπορεί να πάρεις πράγματα από οποιονδήποτε άνθρωπο, από αυτόν που κάνεις παρέα και σου λέει κάτι όταν πίνετε έναν καφέ για παράδειγμα. Συνήθως προτιμούσα να είμαι με φίλους. Δεν έχω κάνει συνεργασίες με ανθρώπους στυλ συνοικεσίου, η να ακολουθήσω την φράση “φέτος καλό θα ήταν να δουλέψεις με αυτόν ή να κάνουμε έναν δίσκο και να πάρουμε αυτό και αυτό σαν συνταγή και μετά να ρίξουμε και λίγο αλάτι και λίγο πιπέρι και να τον φτιάξουμε”. Δεν το έχω κάνει ποτέ αυτό.
Πιστεύετε δηλαδή πως δεν υπάρχει συνταγή, απλά χημεία με φίλους πάνω στη σκηνή;
Για να μην λέω ψέματα έχω κάνει και κάποιους δίσκους έτσι, με συνταγή και έχουν αποτύχει. Νιώθω πως η φιλία περνάει μέσα από το cd. Αν ακούσει κανείς το ηχογράφημα της ανοιχτής ακρόασης θα καταλάβει ότι δεν θα μπορούσε να παιχτεί πιο όμορφα μεταξύ μας. Γιατί είχαμε καλή παρέα και είχαμε κάνει πρώτα 30 συναυλίες και μετά αυτό το αποτυπώσαμε σε μια πολύ φιλική ατμόσφαιρα, όπου παίζαμε και μέσα στο studio. Παίζαμε διάφορα παιχνίδια και μετά καθόμασταν και γράφαμε.
Υπάρχει κάποια συνεργασία που θα θέλατε να κάνετε και απλά δεν σας έχει δοθεί η ευκαιρία μέχρι τώρα;
Είναι πολλά τα οποία παλιότερα θα ήθελα να κάνω, αλλά πέρασε ο καιρός και δεν υπάρχουν οι συνθήκες για να τα κάνεις πια. Για να μην πω πέρασαν και τα χρόνια και μεγαλώνουμε. Διότι όταν δεν έχεις την όρεξη τίποτα άλλο δεν φταίει από το ότι μεγαλώνεις. Την όρεξη πρέπει πάντα να την έχεις. Αλλά υπάρχουν και πράγματα που λόγω συνθηκών μπορεί να να μην τα κάνεις πια διότι δεν αξίζει τον κόπο. Σίγουρα όμως παύεις να έχεις μεγάλους στόχους όταν βλέπεις τα πράγματα να αποπροσανατολίζονται. Νιώθω δηλαδή ότι το μουσικό κοινό στην Ελλάδα αποπροσανατολίζεται από την πραγματική τέχνη. Όχι επειδή δεν ακούει εμένα και ακούει κάποιον άλλο. Είναι τρομερό για παράδειγμα να ρωτήσουμε κάποια άτομα από εδώ μέσα ποιοι γνωρίζουν τον Χρήστο Λεοντή ή τον Δήμο Μούτση και να σου απαντήσουν μόνο 2 άτομα πως τον ξέρουν. Της έντεχνης μουσικής πάντα, γιατί αν ρωτήσεις ποιος είναι ο Παντελής Παντελίδης θα σου πουν όλοι πως τον ξέρουν.
Ακούτε τους νέους καλλιτέχνες δηλαδή από όλα τα είδη μουσικής;
Φυσικά και τους ακούω. Όλα τα παρακολουθώ και τα ξέρω, αλλά δεν θα κάτσω να ακούσω όσα δεν μου αρέσουν, γιατί δεν μπορώ. Αλλά πολλές φορές έχω πιάσει τον εαυτό μου να λέει “Ρε συ ας το ξανακούσω αυτό. Μήπως είμαι μ@λ@κ@ς και δεν μ’ αρέσει;”. Και κάνω αυτό το πράγμα, το ξανακούω και βλέπω φορές που έχω κάνει λάθος, αλλά άλλες φορές πιάνω τον εαυτό μου να συμφωνεί πως καλώς δεν μου αρέσει κάτι.
Υπάρχει κάποιος της νέας γενιάς μουσικών που έχετε ξεχωρίσει;
Νομίζω ότι όλοι αυτοί που έχουν βγει τώρα δεν έχουν βγει τυχαία. Είναι άνθρωποι που αξίζουν και πάνε μπροστά και τραβάνε το άρμα της μουσικής. Απλά ο καθένας μας έχει την ευθύνη του τι θα πει και τι θα τραγουδήσει. Θεωρώ πως δεν είναι μόνο να βγούμε να τραγουδήσουμε να είμαστε καλοί και να πουλήσουν οι εταιρείες μας. Θεωρώ πως πρέπει να κάνουμε προτάσεις στον κόσμο με μια ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη, να είμαστε μες στα πράγματα να οδηγήσουμε το κοινό. Και να σας πω και κάτι; Αυτό που λέω πάντα, πως η τέχνη πρέπει να κάνει μόνο καλό. Η τέχνη που γίνεται για να αποδείξει ή να εκδικηθεί, ή οτιδήποτε τέτοιο βλέπουμε καμιά φορά δεν είναι τέχνη. Βλέπουμε για παράδειγμα ορισμένες ταινίες στον κινηματογράφο που είναι όλα εκδίκηση, αλλά το συναίσθημα της εκδίκησης δεν είναι τέχνη. Η τέχνη σαν τέχνη πρέπει να κάνει καλό και να σου ξυπνάει όμορφα συναισθήματα.
Δυστυχώς βάση της οικονομικής κατάστασης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια αρκετοί θεωρούν την τέχνη σαν είδος πολυτελείας. Τι πιστεύετε εσείς για αυτό;
Ψάξτε και θα την βρείτε παντού γύρω μας. Όπου και να κοιτάξεις υπάρχει η τέχνη, απλά υπάρχει και το γρήγορο φασόν, αυτό που πουλάει και γίνεται στην ανάγκη και αυτό που είναι βιοτεχνικά και σαν εργόχειρο. Θα την βρεις την τέχνη.
Ο κόσμος όμως έχει μειώσει τις εξόδους τους σε live εμφανίσεις, που αυτό τους κρατάει πίσω σε σχέση με τα νέα ερεθίσματα που μπορούν να λάβουν από μια συναυλία. Παλιότερα ο κόσμος πήγαινε πιο συχνά…
Φυσικά και έχει μειώσει τις εξόδους τους. Κι όταν ο Σαμαράς λέει πως θα δώσει free internet σε όλο τον κόσμο για να αποχαυνώσει και τους υπόλοιπους, διότι το ίντερνετ είναι ένας απορροφητήρας κραδασμών του οργισμένου κόσμου. Δηλαδή, εκτονώνεσαι, γράφεις κάτι, σε ακούνε μερικοί φίλοι και φυσικά δεν βγαίνεις έξω, αφού όλα τα έχεις στο σπίτι σου. Όταν κάνει κάτι τέτοιο για το free internet μπορεί να μην τον ψηφίσει κανείς την επόμενη μέρα και να βγει και μόνος του και να κάνει κι ότι θέλει και να έχει όποιους εταίρους θέλει.
Παρ’ όλα αυτά βλέπουμε όμως πολλά σχήματα, μαγαζιά και live…
Δυστυχώς δεν είναι όμως τόσα πολλά όσα θα έπρεπε να είναι. Σε μια περίοδο κρίσης πάντα έπρεπε τα live να ανθίζουν, γιατί οι καλλιτέχνες έπρεπε να οδηγήσουν και να είναι μπροστάρηδες για κάτι. Η τέχνη από μόνη της δίνει πράγματα στον κόσμο και μόνο κάνοντας τέχνη ή ακούγοντας πράγματα που θεωρείς τέχνη, ή βλέποντας ακόμα κάτι, γιατί δεν μιλάμε μόνο για μουσική, πιστεύω πως πας κόντρα στο ρεύμα της φτήνιας της εποχής.
Υπάρχουν κάποιοι συνάδελφοί σας που είτε δεν πληρώνονται ή βάζουν ακόμα κι από τη τσέπη τους για να πληρωθούν οι μουσικοί.
Δεν πειράζει καλά κάνουν. Γιατί η μουσική και η δουλειά μας δεν είναι μόνο για να μας αποφέρει χρήματα. Είναι κάτι που αγαπάμε και θα παίξουμε ακόμα κι αν μπούμε μέσα. δεν έχει καμία σημασία. Τον δίσκο τον παλιό για παράδειγμα τον δίνω πλέον στα 4 ευρώ συν ΦΠΑ και τον άλλο 6.5 ευρώ συν ΦΠΑ και οι άλλοι τον πουλάνε 11 άλλοι 12. Δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα που οι τιμές έφταναν τα 15 ευρώ. Και στα live πουλάω τα cd σε τιμή κόστους, 5 ευρώ τον έναν και 8-9 τον άλλο.
Υπάρχει κάποιος χώρος που δεν έχετε παίξει ή κάποια μουσική παράσταση που θα θέλατε να κάνετε και δεν την έχετε κάνει ήδη;
Όχι αυτό που πραγματικά θέλω το κάνω, κι όταν απουσιάζω είναι γιατί δεν έχω τόση όρεξη να το κάνω. Όταν έχω όρεξη βγαίνω και τραγουδάω. Για παράδειγμα χθες το βράδυ πήγαμε σε ενός φίλου το μαγαζάκι που είναι στο Παγκράτι, του Φίλιππου Πλακιά του τραγουδιστή κι εκεί βρεθήκαμε ένας κοντραμπασίστας ο Θανάσης Σοφράς, ένας κλασικός κιθαρίστας ο Μιχάλης ο Σουρβίνος, ο Αντρέας Τσεκούρας, που είναι μαέστρος στην Εστουδιαντίνα και σε πολλές λαϊκές ορχήστρες, σαν πελάτες εκεί και πίναμε καφέ. Πήγαμε λοιπόν και φέραμε τα όργανα, μέχρι και κόντρα μπάσο και καθίσαμε στις 3.30 και τραγουδάγαμε. Και φαντάσου ένα μαγαζάκι που δεν παίρνει πάνω από 20 άτομα και ήμασταν 30-40 άτομα και τραγουδάγαμε. Αυτό δηλαδή δεν μπορείς να το βρεις σε κανένα live κι αυτό είναι η όρεξη του καλλιτέχνη να παίξει πράγματα που δεν τα λέει κάθε μέρα. Είναι στιγμές σπάνιες που είναι τυχερός όποιος βρεθεί εκείνη τη στιγμή εκεί, όπως κι εγώ.
Πλέον τα live είναι και ένας τρόπος επικοινωνίας του καλλιτέχνη με το κοινό του και να παρουσιάσει την νέα του δουλειά. Εσείς τι θα μας παρουσιάσετε στον Ρυθμός Stage που θα είσαστε σε λίγες μέρες;
Εμένα επειδή η καινούρια μου δουλειά είναι σαν ηχογράφηση παλιότερων τραγουδιών μου κι επειδή δεν θα είναι και πλήρης η ορχήστρα ίσως να μην είναι σαν παρουσίαση του νέου cd. Βέβαια θα παίξω τα 2-3 καινούρια τραγούδια, που τραγουδάει η Κανά μαζί μου και το άλλο σε συνεργασία με τον Μανώλη Λιδάκη. Αυτά θα τα παίξω σίγουρα. Αλλά πιο πολύ καινούρια τραγούδια θεωρώ πως είναι τα περισσότερα από τα 10 τραγούδια της “Ελπίδας”, που έκανα τον Απρίλιο.
Πέρα από τις εμφανίσεις σας στον Ρυθμό θα σας δούμε σε εμφανίσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα;
Σίγουρα θα κάνω και αλλού εμφανίσεις, όπου μας θέλουν και όπου μπορούν να καλύψουν τα έξοδα για να πάμε.
Γενικότερα η Αθήνα σας αρέσει;
Μου αρέσει πάρα πολύ.
Υπάρχουν μέρη που σας αρέσει να πηγαίνετε για να ηρεμείτε ή απλά να ρεμβάζετε;
Κοίτα, το να ρεμβάσεις στην Αθήνα μπορείς να το κάνεις μόνο στην Ακρόπολη. Το να ρεμβάσεις στο Λυκαβηττό και να βλέπεις πολυκατοικίες, δεν το θεωρώ όμορφο. Μπορεί να πάω 4 ώρες να ξεκουραστώ σε κάποιο νησάκι που πάω και θα ρεμβάσω κιόλας. Βέβαια η παλιά Αθήνα μου αρέσει πολύ. Η Αιόλου, η Πλάκα και γύρω γύρω, τα Άνω Πετράλωνα.. Δηλαδή εκεί που είναι λίγο απείραχτη μου αρέσει πάρα πολύ και μου αρέσει να πηγαίνω πολύ. Σου δίνει μια αίσθηση για το πόσο σοφή ήταν οι παλιοί που έφτιαξαν αυτόν τον τόπο εκεί που έπρεπε να τον φτιάξουν.
Συνέντευξη στη Σμαράγδα Κωνσταντογιάννη
Φωτογραφίες: byRon
Θερμές ευχαριστίες για την άψογη φιλοξενία το Garage ( Ηρώων Πολυτεχνείου 3, Ηλιούπολη, 210-9945603)