BEAST OF BURDEN – The Rolling Stones: Η ιστορία του τραγουδιού
BEAST OF BURDEN – Rolling Stones
I’ll never be your beast of burden
My back is broad but it’s a hurting
All I want is for you to make love to me
I’ll never be your beast of burden
I’ve walked for miles, my feet are hurting
All I want is for you to make love to me
Am I hard enough
Am I rough enough
Am I rich enough
I’m not too blind to see
I’ll never be your beast of burden
So let’s go home and draw the curtains
Music on the radio
Come on baby make sweet love to me
Am I hard enough
Am I rough enough
Am I rich enough
I’m not too blind to see
Oh little sister, Pretty, pretty, pretty, pretty girls
You’re a pretty, pretty, pretty, pretty, pretty, pretty girl
Pretty, pretty such a pretty, pretty, pretty girl
Come on baby please, please, please, I’ll tell ya
You can put me out on the street
Put me out with no shoes on my feet
But put me out, put me out
Put me out of misery
All your sickness I can suck it up
Throw it all at me I can shrug it off
There’s one thing that I don’t understand
You keep on telling me I ain’t your kind of man
Ain’t I rough enough
Oh Ain’t I tough enough
Ain’t I rich enough
In love enough ooh-ooh please
I’ll never be your beast of burden
I’ll never be your beast of burden
Never, never, never, never, never, never, never be
I’ll never be your beast of burden
I’ve walked for miles and my feet are hurting
All I want is you to make love to me
I don’t need no beast of burden
I need no fussing, I need no nursing
Never, never, never, never, never, never, never be
Το «Beast Of Burden» περιλαμβάνεται στο δίσκο των Rolling Stones «Some Girls», που κυκλοφόρησε το 1978.
Το μεγαλύτερο μέρος του τραγουδιού, τη μουσική και κάποιους από τους στίχους, έγραψε ο Keith Richards ενώ ο Mick Jagger έκανε κάποιες διορθώσεις και προσθέσεις στους στίχους ώστε να ταιριάξουν καλύτερα με τη μουσική. Βέβαια το αποτέλεσμα δεν είναι και το καλύτερο αφού σε μερικά σημεία οι στίχοι είναι επαναλαμβανόμενοι και μοιάζουν να είναι ανούσιοι.
Αν και το αντιερωτικό αυτό τραγούδι έχει παρεξηγηθεί ότι κατσαδιάζει τις γυναίκες, στην πραγματικότητα είναι ένα από τα σπάνια τραγούδια των Rolling Stones που τις μεταχειρίζονται ισότιμα. Άλλωστε ο Mick Jagger τραγουδάει σ’ ένα στίχο «Don’t need no beast of burden» («Δεν χρειάζομαι υποζύγιο»). Το «beast of burden» (στα ελληνικά υποζύγιο) είναι το ζώο που εργάζεται προς όφελος του ανθρώπου, όπως π.χ. ένα βόδι, ένα άλογο ή ένα μουλάρι. Το τραγούδι δεν μιλάει για κάποια συγκεκριμένη γυναίκα παρά το γεγονός ότι πολλοί υπέθεσαν ότι ο Keith Richards το έγραψε για την τότε σύζυγό του, και επίσης εθισμένη στην ηρωίνη, Anita Pallenberg. Όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Richards αποτοξινώθηκε –τρόπος του λέγειν-, η Anita έκανε ακόμα χρήση ναρκωτικών μέχρι που πήρε πόδι. Εντούτοις φαίνεται πως η γυναίκα στην οποία αναφέρεται το τραγούδι είναι στην πραγματικότητα συνδυασμός πολλών, κάτι που συνηθίζεται στα τραγούδια των Rolling Stones.
Ο στίχος «All your sickness… throw it all at me I can shrug it off» (Όλη την αρρώστια σου… ρίξε την σε μένα, μπορώ να το ξεπεράσω) έχει ερμηνευθεί με δύο τρόπους. Η μία εκδοχή υποστηρίζει ότι οι στίχοι μιλάνε για έναν άντρα που μπορεί να αντέξει οποιονδήποτε φυσικό πόνο αλλά όχι και τον πόνο που του προκαλεί μία γυναίκα. Όμως το 2003 ο Keith Richards έδωσε μία άλλη άποψη πιο αλληγορική. Αναφέρει ότι εξετάζοντας αναδρομικά το τραγούδι, συνειδητοποίησε πως το έγραψε για τον Mick Jagger θέλοντας έτσι να δείξει τον σεβασμό του καθώς ο Jagger ανέλαβε στις πλάτες του το συγκρότημα όταν ο Richards ήταν εθισμένος στην ηρωίνη. Θυμήθηκε, λοιπόν, πως όταν επέστρεψε στο στούντιο μετά την αποτοξίνωση, απευθύνθηκε στον Jagger λέγοντάς του: «Ευχαριστώ φίλε που επωμίστηκες αυτό το φορτίο».
Η μουσική του τραγουδιού είναι υπέροχη παρά το γεγονός ότι η δομή του (εισαγωγή-κουπλέ-ρεφρέν) γράφτηκε με τη μία από τον Richards. Η ηχογράφηση του «Beast Of Burden» άρχισε τον Οκτώβριο του 1977 και τελείωσε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του τραγουδιού είναι η αλληλεπίδραση στις ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες των Keith Richards και Ronnie Wood. Το τραγούδι ξεκινάει με τον Keith Richards να παίζει ένα από τα πιο αξιοσημείωτα riffs του rock & roll. Λίγο μετά, ο Ronnie Wood παίζει τη δική του κιθάρα στην άλλη πλευρά του στερεοφωνικού φάσματος και οι κιθάρες τους συντονίζονται στο ρυθμό, ο οποίος εγκαταλείπεται σε ελάχιστες περιπτώσεις. Όποτε ο ένας παίζει ψηλά, ο άλλος παίζει χαμηλά και τούμπαλιν, σχηματίζοντας ένα ηχητικό κύμα και με τον Wood να εκτελεί το σόλο. Έτσι οι Rolling Stones παραβαίνουν τον βασικό κανόνα του rock & roll που θέλει τον έναν κιθαρίστα να παίζει τη βασική κιθάρα και τον άλλον ρυθμική.
Η φόρμα «βασική-ρυθμική κιθάρα» είχε κυριαρχήσει στο rock & roll για πάνω από 10 χρόνια και ήταν κατά κάποιο τρόπο και το μουσικό πρωτόκολλο των Rolling Stones από το 1969, όταν ανέλαβε δεύτερος κιθαρίστας ο Mick Taylor στη θέση του αποθανόντα Brian Jones, μέχρι το 1976, όταν ο Ronnie Wood πήρε τη θέση του Taylor αλλά με αναβαθμισμένο ρόλο. Μάλιστα το στυλ του Wood ήταν τόσο παρόμοιο με αυτό του Richards, που το συγκρότημα ανησυχούσε ότι η έλλειψη διαφορών θα καθιστούσε τον Wood περιττό. Εντούτοις, το αποτέλεσμα όπως καταδεικνύεται στο «Beast Of Burden» εισήγαγε τους Rolling Stones σε μία νέα εποχή: οι δύο κιθαρίστες απομάκρυναν το συγκρότημα από το άσκοπο σόλο, τονίζοντας αντ’ αυτού τον ρυθμό και την ίδια τη μελωδία. Οι κοινές επιρροές τους από τον Chuck Berry και τους Everly Brothers οδήγησαν το συγκρότημα πίσω στη φιλοσοφία του «feel and groove» της country, της soul και της R&B. Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, ήταν μία επιστροφή στις ρίζες, αν και με τη διαδεδομένη χρήση του στερεοφωνικού ήχου έγινε πιο ευδιάκριτη η χρήση των δύο κιθαρών στην τελική μίξη.
Αν αυτό το τραγούδι είχε ηχογραφηθεί μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το συγκρότημα πιθανώς θα είχε χρησιμοποιήσει μία drum machine ή μία λούπα, όπως γίνεται στη σύγχρονη soul. Αλλά ο Charlie Watts παίζει καταπληκτικά drums, είναι σταθερός, εκφραστικός και ανθρώπινος, και ένα μόνο τίναγμα του καρπού του στο hi-hat είναι αρκετό για να προσθέσει συνθήκες ζαλάδας στο ρυθμό του τραγουδιού. Ο Watts και ο μπασίστας Bill Wyman συνθέτουν ένα στιβαρό δίδυμο και δημιουργούν τα γερά θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται το ηχητικό κύμα των δύο κιθαριστών. Ο Mick Jagger, από την άλλη, δίνει μία πειστική ερμηνεία ενώ στο μεσαίο τμήμα του τραγουδιού θυμίζει τον Solomon Burke της δεκαετίας του 1960.
Το «Beast Of Burden» είναι ένα από τα τραγούδια των Rolling Stones που ηχογραφήθηκαν χωρίς τη συμμετοχή άλλων μουσικών. Στην ουσία είναι ένα ακατέργαστο κομμάτι soul που ηχεί όπως κανένα άλλο τραγούδι του συγκροτήματος και, αν μη τι άλλο, εμφανίζει κάποια χαρακτηριστικά των τραγουδιών του Al Green χωρίς όμως να τον μιμείται. Θα λέγαμε ότι σ’ αυτό το τραγούδι οι Rolling Stones ακούγονται περισσότερο σαν ένα συγκρότημα που παίζει σε κάποιο καλό μπαρ παρά σαν σούπερ σταρ.
Ο μηχανικός ήχου Chris Kimsey κάποτε είχε πει ότι οι Rolling Stones ηχογράφησαν το «Beast Of Burden» με το σετάρισμα που είχαν κάνει στην προετοιμασία του τραγουδιού. Το συγκρότημα δηλαδή ήταν τόσο ικανοποιημένο από τον ήχο και την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε το τραγούδι, που δεν χρειάστηκε να το «ψάξουν» περισσότερο, γεγονός που επιβεβαιώνει τη θεωρία περί ακατέργαστου ήχου πόσο μάλλον για τα δεδομένα των ηχογραφήσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Στο ένθετο της συλλογής «Jump Back: The Best Of Rolling Stones» (1993), ο Keith Richards αναφέρει σχετικά: «Το Beast Of Burden ήταν άλλο ένα τραγούδι όπου ο Mick απλά κάλυψε τα κενά στους στίχους. Με τους Stones παίρνεις ένα τραγούδι, το παίζεις και βλέπεις πως το δέχονται. Μερικές φορές το αγνοούν και μερικές φορές το πιάνουν και το ηχογραφούν. Μετά απ’ όλα τα γρήγορα κομμάτια του Some Girls, όλοι καθίσανε και απολαύσανε το αργό».
Στο ίδιο ένθετο ο Mick Jagger γράφει: «Από στιχουργικής πλευράς, δεν είναι ιδιαίτερα εγκάρδιο. Είναι ένα τραγούδι συμπεριφοράς για κάποιον που εκλιπαρεί για αγάπη. Ήταν ένα από κείνα τα κομμάτια που παίρνεις μόνο μία μελωδία και τη δουλεύεις. Υπάρχουν δύο μέρη τα οποία είναι βασικά τα ίδια».
Την παραγωγή ανέλαβαν οι Glimmer Twins, που δεν είναι παρά το ψευδώνυμο του διδύμου Mick Jagger και Keith Richards. Οι δύο σταρ των Rolling Stones υιοθέτησαν αυτό το ψευδώνυμο μετά τις διακοπές που έκαναν στη Βραζιλία το Δεκέμβριο του 1968 με τις τότε κοπέλες τους, Marianne Faithfull και Anita Pallenberg. Συγκεκριμένα, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων συνάντησε σε μία κρουαζιέρα τους Mick Jagger και Keith Richards και πιάσανε την κουβέντα μαζί τους χωρίς να έχουν καταλάβει ποιοι είναι. Όταν τους ζητήσανε να πούνε τα ονόματά τους, ο Jagger και ο Richards αρνήθηκαν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους και τότε η γυναίκα από το ηλικιωμένο ζευγάρι τούς είπε «just give us a glimmer» (Δώστε μας τουλάχιστον ένα αμυδρό φως) εννοώντας να της δώσουν κάποιον υπαινιγμό σχετικά με το ποιοι είναι. Αυτή η στιχομυθία φαίνεται πως άρεσε στους δύο ροκ σταρ και αποφάσισαν να υπογράφουν τις παραγωγές τους ως The Glimmer Twins αρχής γενομένης από το «It’s Only Rock ‘n’ Roll» του 1974.
Το «Beast Of Burden» ήταν το δεύτερο single που βγήκε από το «Some Girls» (προηγήθηκε το «Before They Make Me Run»). Το τραγούδι κυκλοφόρησε στις 9 Ιουνίου του 1978, έχοντας στη β’ πλευρά το «When The Whip Comes Down», και έφτασε στο Νο 8 των Η.Π.Α. μένοντας συνολικά 13 εβδομάδες στα αμερικάνικα charts.
Το album «Some Girls» είχε κυκλοφορήσει και σε κασέτα που περιείχε τα 8 από τα 10 τραγούδια του δίσκου. Στην κασέτα υπήρχε μία εναλλακτική εκδοχή του «Beast Of Burden» με κάποιους διαφορετικούς στίχους και με τον Mick Jagger να μουρμουρίζει περισσότερο στο τέλος.
Το 1982, το «Beast Of Burden» κυκλοφόρησε στη β’ πλευρά του single «Going To A Go-Go», σε μία ζωντανή ηχογράφηση που έγινε στις 25 Νοεμβρίου 1981 στο Rosemont Horizon του Σικάγο στο πλαίσιο της αμερικάνικης περιοδείας εκείνης της χρονιάς. Η ίδια ηχογράφηση συμπεριλήφθηκε το 2005 στο album «Rarities 1971-2003».
Μία άλλη ζωντανή ηχογράφηση του τραγουδιού πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Licks Tour (2002-2003) και συμπεριλήφθηκε στο album «Live Licks».
Άλλες εκτελέσεις
Το 1983 η Bette Midler κυκλοφόρησε μία εκτέλεση του «Beast Of Burden», η οποία περιλαμβάνεται στο δίσκο «No Frills». Στην εκτέλεση αυτή, η οποία έφτασε στο Νο 71 των Η.Π.Α., η Midler έδωσε μία γυναικεία προσέγγιση και άφησε το προσωπικό της στίγμα στο τραγούδι, σε μία δυναμική ερμηνεία που μοιάζει να είναι ο χαμένος κρίκος μεταξύ της Etta James και της Maria McKee. Στην εκτέλεση αυτή υπάρχουν κάποιες αλλαγές στους στίχους (π.χ. ο στίχος «pretty, pretty, girls» άλλαξε σε «my little sister is a pretty, pretty girl») ενώ στο video-clip του τραγουδιού εμφανίζεται ως guest star ο Mick Jagger.
Το 1990 ο Buckwheat Zydeco κυκλοφόρησε μία εκτέλεση, η οποία περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «Where There’s Smoke There’s Fire». Πρόκειται για μία πιο εκφραστική εκδοχή του τραγουδιού όπου ο Buckwheat Zydeco χρωμάτισε την ενορχήστρωση με την προσθήκη ενός ακορντεόν.
Το 2005 η Νορβηγίδα τραγουδίστρια Maria Mittet κυκλοφόρησε το τραγούδι «Should’ve», όπου χρησιμοποίησε τις συγχορδίες του «Beast Of Burden».
Το 2006 κυκλοφόρησε η συλλογή «Bossa N’ Stones 2» με τραγούδια των Rolling Stones διασκευασμένα σε bossa nova. Η συλλογή αυτή περιλαμβάνει και μία εκτέλεση του «Beast Of Burden» από τους Urban Love και Aneka.
Το 2007 οι Lifehouse κυκλοφόρησαν μέσω διαδικτύου μία εκτέλεση του «Beast Of Burden», λέγοντας ότι ήθελαν να τιμήσουν τους νονούς της ροκ. Το συγκρότημα συμπεριέλαβε το τραγούδι και στο πρόγραμμα των συναυλιών του.
http://www.youtube.com/watch?v=h6JOzwwokSs
Το 2010 ο Lee DeWyze ερμήνευσε το «Beast Of Burden» στο American Idol 9, όπου συμμετείχε ως διαγωνιζόμενος.
Τον Ιούλιο του 2010 οι Big Head Todd and the Monsters κυκλοφόρησαν μία εκτέλεση, η οποία περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «Rocksteady».
Το τραγούδι ερμήνευσαν επίσης οι Pearl Jam (με κάποιες αλλαγές στους στίχους), οι Kooks (οι οποίοι το συνδύασαν με το «Sweet Jane» των Velvet Underground) και οι Odaal (περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «Rodents Of The Rum-Run»), ενώ ακούγεται και στην ταινία «Οικογενειακή Ζωή» (The Family Man, 2000), όπου το ερμηνεύει η ηθοποιός Tea Leoni, καθώς και στην ταινία τρόμου του John Carpenter «Christine» (1983).
Το 2003, το Υπουργείο Πολιτισμού της Κίνας παρήγγειλε στους Rolling Stones να μην παίξουν αυτό το τραγούδι εν όψει της πρώτης τους εμφάνισης στην Κίνα. Τελικά η εμφάνιση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας της επιδημίας SARS. Τρία χρόνια αργότερα, στις 8 Απριλίου 2006, οι Rolling Stones έδωσαν τελικά την πρώτη τους συναυλία στην Κίνα και συγκεκριμένα στο Grand Stage Music Hall της Σαγκάης. Για άλλη μια φορά η κυβέρνηση της Κίνας απαγόρευσε το «Beast Of Burden» και άλλα τέσσερα τραγούδια εξαιτίας των προκλητικών σεξουαλικών τους στίχων. Τα ίδια τραγούδια αφαιρέθηκαν και από τη συλλογή των Rolling Stones «40 Licks» στην έκδοση που κυκλοφόρησε στην Κίνα. Ωστόσο, ο Mick Jagger δήλωσε: «Δεν είναι ενόχληση για εμάς αυτό που συνέβη. Ευτυχώς έχουμε ακόμα 400 τραγούδια που μπορούμε να παίξουμε» ενώ ο Keith Richards αντιπρότεινε ως λύση να παίξουν την ορχηστρική εκτέλεση των τραγουδιών!
Συχνά οι Rolling Stones εκμεταλλεύονται το χαλαρωτικό ρυθμό του τραγουδιού και το παίζουν στις εμφανίσεις τους ανάμεσα σε γρηγορότερα κομμάτια ώστε να μπορούν να πάρουν κάποιες ανάσες. Λόγω αυτού του midtempo ρυθμού, το τραγούδι καθίσταται ιδανικό για χαλαρές βόλτες με το αυτοκίνητο.
Το 2004, το περιοδικό Rolling Stone κατέταξε το «Beast Of Burden» στο Νο 435 των 500 Καλύτερων Τραγουδιών Όλων των Εποχών.
Κωνσταντίνος Παυλικιάνης