Πάμε Θέατρο: «Αρμαντέιλ» στο Σύγχρονο Θέατρο | Είδαμε την παράσταση!
Το Σύγχρονο Θεάτρο τη φετινή θεατρική σεζόν επαναλειτουργεί με βασικό γνώμονα τη Λογοτεχνία. Την αρχή έκανε ο καλλιτεχνικός διευθυντής Σταύρος Τσακίρης με τα έργα «Κύματα» και «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ, ενώ συνέχισε με τη δραματοποίηση των «Δαιμονισμένων» του Ντοστογιέφκσι (βασισμένη στη δραματοποίηση του Α. Καμύ). Από τον ποιητικό λόγο της Γουλφ, στο διαχρονικό πνεύμα του Ντοστογιέφσκι, την σκυτάλη παίρνει η βικτωριανή εποχή και η καταπιεστική κοινωνική δομή του κόσμου του «Αρμαντείλ» όπως μας το προτείνουν η Μαρία Κίτσου και ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης με μια πολύ δυνατή ομάδα που αποδίδουν θεατρικά το εκτενές μυθιστόρημα του Collins, βασισμένοι στη μετάφραση της Σάντυ Παπαϊωάννου. Ο Ασπιώτης ανέλαβε την σκηνοθεσία της παράστασης συνεχίζοντας μια πορεία που έχει κερδίσει ως συνοδοιπόρους κριτικούς και κοινό, ενώ συνυπογράφει τη δραματουργία με την αγαπημένη ηθοποιό Μαρία Κίτσου, η οποία συνέβαλε καθοριστικά στην επιλογή του έργου. Μερικές εβδομάδες πριν είχαμε πάρει μια πρόγευση της παράστασης σε μια σχετική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε σε βιβλιοπωλείο του κέντρου από τις εκδόσεις Gutenberg, ενώ από τη Δευτέρα 17 Μαρτίου το θεατρόφιλο κοινό μπορεί να παρακολουθήσει ολοκληρωμένα την παράσταση «Αρμαντέιλ» τα δευτερότριτα στο Σύγχρονο Θέατρο, στον Κεραμεικό.
Βρισκόμαστε στη Βικτωριανή Εποχή, τη (γοητευτική σήμερα) εποχή της κοινωνικής καταπίεσης, των status quo, της πατριαρχικής δομής της οικογένειας, του ελιτισμού, της πλουτοκρατίας, του θεαθήναι, των απαγορευμένων ερωτικών συνάψεων, την εποχή όπου το θέλω υποκλίνεται στο πρέπει. Κυρίαρχη θέση στη ζωή των ανθρώπων έχει το όνομά ους και η κοινωνική τους ταυτότητα. Οι ήρωες δεν εκφράζουν τα ειλικρινή τους συναισθήματα, αλλά από αυτό που προστάζει η εικόνα τους, εντυπώσεις συναισθημάτων που μπορεί να αντανακλούν αλλά μπορεί και να μην αντανακλούν τον εσωτερικό κόσμο τους, και η συμπεριφορά τους κατευθύνεται από τον τρόπο που προστάζουν οι ταγές της αγροτικής κοινωνίας όπου κινούνται. Η αίσθηση που κυριαρχεί είναι πως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δε φέρουν συναισθήματα, αλλά ονόματα. Οι δυο κεντρικές ηρωίδες ας πούμε, η Λύντια Γκουίλτ και η Νίλι που «ερωτεύονται» τον Άλαν Αρμαντείλ, ίσως να μην ερωτεύονται το πρόσωπο ή το χαρακτήρα του, αλλά το όνομα του γιατί αυτό είναι ταυτόσημο μιας κοινωνικής θέσης και μιας μεγάλης χωρικής μερίδας της Αγγλίας.
Σε αυτή τη φαινομενικά ήσυχη και βολεμένη κοινωνία έρχεται μια μυστική διαθήκη να ταράξει τις ισορροπίες και να αναδείξει τα πραγματικά πρόσωπα των κατοίκων της επαρχιακής πόλης. Σύμφωνα με αυτή τη διαθήκη υπάρχει κι ένα δεύτερο πρόσωπο με το όνομα Άλαν Αρμαντέιλ, απόγονος του ίδιου άντρα, κυκλοφορώντας με το όνομα Μιντγουίντερ. Τα κίνητρα αυτού του άντρα δε γίνονται γνωστά, αλλά σύντομα αναπτύσσεται μια ισχυρή φιλία ανάμεσα στους δύο Άλαν. Ο νεαρός γαιοκτήμονας θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο της Νίλι, της 17χρονης κόρης ενός από τους ενοίκους του. Προτού όμως επισημοποιηθεί και ολοκληρωθεί αυτό το ειδύλλιο, θα εμφανιστεί η αινιγματική μα συνάμα γοητευτική γυναίκα με το κόκκινο σάλι, η Λύντια Γκουίλτ, που θα αναλάβει την ανατροφή της νεαρής Νίλι. Ποια είναι αυτή η γυναίκα με το κόκκινο σάλι; Από πού έρχεται και τι αναζητά; Τα ερωτήματα αυτά θα διατυπωθούν σχεδόν ταυτόχρονα με τον έρωτα τόσο του ενός όσο και του άλλου Άλαν Αρμαντέιλ κι όταν αρχίσουν να προκύπτουν απαντήσεις που δε βολεύουν την κοινωνική δομή, ένα δυνατό μυστήριο θα πνίξει τους ήρωες.
Το δαιδαλώδες μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από μια δυνατή μυθοπλασία με έντονες στιγμές, συνεχείς μεταστροφές και καλοδομημένους χαρακτήρες. Η Μαρία Κίτσου και ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης αναλαμβάνουν το απαιτητικό (και επικίνδυνο) έργο να δραματουργήσουν ένα από τα κλασσικότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας κι επιλέγουν συνειδητά να μην αφαιρέσουν σχεδόν τίποτα και κανένα χαρακτήρα του έργου. Διατηρούν ένα αφηγηματικό τρόπο που ισορροπεί ανάμεσα στο πρώτο και το τρίτο πρόσωπο, ανάμεσα στην πραγματικότητα και το ημερολόγιο της σκοτεινής ηρωίδας Λύντια Γκουίλτ. Η μετάφραση είναι της Σάντυ Παπαϊωάννου όπως κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg τον Ιούλιο του 2012. Τώρα το πώς αποδίδεται όλο αυτό σκηνικά είναι νομίζω το κλειδί της παράστασης. Ο τρόπος που χειρίστηκε ο σκηνοθέτης τους διάφορους χαρακτήρες, πρωταγωνιστικούς, δευτεραγωνιστικούς ήταν ευλαβικός και διεισδυτικός. Δόθηκε η ευκαιρία σε όλους τους χαρακτήρες να αναπτύξουν τη δυναμική τους και να αποκτήσουν τη διάσταση που προστάζει το λογοτεχνικό και ψυχαναλυτικό τους υπόβαθρο. Παράλληλα όμως είναι ευκρινής η διάθεση να σχολιαστεί καλλιτεχνικά και κοινωνικά η εποχή και οι προσωπικές συνάψεις των χαρακτήρων με σουρεαλιστικές πινελιές. Το ρεαλιστικό κοινωνικό προφίλ απεικονίζεται έμμετρα σουρεαλιστικό με τους ηθοποιούς να στήνουν ένα σωματικό καμβά καθωσπρεπιστικών προτύπων και συναισθηματικά αδυνάμων ηρώων. Σαφώς, το να μεταφέρεις είτε στο σινεμά, είτε στο θέατρο είτε στη φαντασία σου διαβάζοντας ένα βιβλίο μια εποχή η οποία δε συμφωνεί με την κοινωνία και το ήθος όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα κρύβει πολλές δυσκολίες στη χειραφετημένη και ζωντανή απόδοση της. Αυτό λοιπόν κατάφερε η ομάδα της εν λόγω παράστασης είναι να φέρει σε επαφή το κοινό του 2014 με ένα λογοτεχνικό αριστούργημα που μπορεί να μην διάβαζαν ποτέ χωρίς να αδικεί στο ελάχιστο το κείμενο ικανοποιώντας ταυτόχρονα τον διαβασμένο θεατή.
Ειδικότερα, η Μαρία Κίτσου ως Λύντια Γκουίλτ μετατρέπεται σε μια γυναίκα-αράχνη (για να δανειστώ τον τίτλο του διπλανού θεάτρου), την αινιγματική φιγούρα πάνω στην οποία χτίζεται η μυθοπλασία του έργου. Έχοντας παρακολουθήσει με σεβασμό την πορεία της ηθοποιού, νομίζω πως ο ρόλος της Λύντια είναι ο πιο ενδιαφέρον ψυχαναλυτικά κι ερμηνευτικά που έχει υποδυθεί μέχρι στιγμής. Ο τρόπος που υπάρχει και κινείται στην σκηνή φέρει μια λογοτεχνική γοητεία και μια κινηματογραφικότητα με ενδιαφέρουσες ενδόμυχες κορυφώσεις που καταλήγουν δομημένα σε ένα (διφορούμενο) τραγικό φινάλε που αναδεικνύει την εσωτερική νευρασθενική φύση των γυναικών εκείνης της εποχής. Ο Λάζαρος Βαρτάνης διαχειρίζεται με πάθος και νεανική όρεξη τον κεντρικό ρόλο του Άλαν Αρμαντέιλ, αηκίνητος και τρυφερός στα συναισθήματα του που κυμαίνονται από το νεανικό ενθουσιασμό μέχρι το συναισθηματικό αδιέξοδο και το σκοτάδι. Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, ο δεύτερος Άλαν Αρμαντέιλ ή Μιντγουίντερ στήνει μια αγνή φιλία για τον ομώνυμο του με ιπποτικό σεβασμό και προσωπική αυτοθυσία, ενώ ταυτόχρονα συνθέτει ένα ταιριαστό –αξιοζήλευτο γράφω στις σημειώσεις μου- θεατρικό ζευγάρι με τη Μαρία Κίτσου (πέρσι τους είχαμε δει μαζί στα Κόκκινα Φανάρια σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου). Ο ηθοποιός αναδεικνύει το «τυφλό» πάθος του για την αινιγματική γυναίκα με το κόκκινο σάλι και χειρίζεται με θεατρική μαεστρία και με γνήσιο ρομαντισμό όλα εκείνα τα υφοχρώματα που παίρνει η τραγική προσωπικότητα του.
Περνώντας στους υπόλοιπους ηθοποιούς της παράστασης, θα ήθελα να σταθώ στις τρεις κυρίες, δηλαδή τη Ζωή Καραβασίλη, την Ελένη Κάκκαλου και τη Σύνθια Μπατσή, στους χαρακτήρες των οποίων αισθάνομαι πως βασίζεται σε μεγάλο μέρος η πλοκή και ο κοινωνικός/ηθικός άξονας του έργου, η εσωτευρικευμένη ένταση και η καταπιεσμένη νευρικότητα των γυναίκων στη Βικτωριανή Εποχή κι όχι τόσο η θέση της γυναίκας και η κοινωνική της συμπεριφορά. Δε βλέπουμε μαινάδες, δεν έχουμε μια Γέρμα, μια Φλαντρώ ή μια κυρία Άλβινγκ, καθώς οι γυναίκες της Βικτωριανής Εποχής δεν εκφράζουν τη νευρικότητα και το θυμό τους ούτε καν μεταξύ τους. Συνειρμικά, οι ερμηνείες των τριών αυτών γυναικών και κυρίως της Ελένη Κάκκαλου με μεταφέρουν συνειρμικά καταφεύγω στην έκθεση «Nerveuze Vreuwen» που φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Dr. Guislain στη Γάνδη. (Αν θέλετε να ακολουθήσετε το συλλογισμό μου μπορείτε να πλοηγηθείτε εδώ) Σε εκείνη την έκθεση λοιπόν αναφερόταν πως οι γυναίκες το 18ο και το 19ο αιώνα κόντευαν να φτάσουν στη σχιζοφρένεια από την καταπιεστική εσωτερικότητα των συναισθημάτων και των νεύρων τους.
Χαρακτηριστικά να αναφερθούμε λοιπόν στην Ελένη Κάκκαλου, η οποία παρόλο που κειμενικά είχε το μικρότερο ρόλο του έργου, εξωκειμενικά απέδωσε κατά την προσωπική μου εκτίμηση σε μεγαλύτερο βαθμό αυτή την ακραία νευρικότητα που καλλιεργούσε η πουριτανική κοινωνία που περιγράφεται στο έργο. Η Ζωή Καραβασίλη με τη φρεσκάδα και τον καλώς εννοούμενο παρορμητισμό της δίνει μια παθιασμένη ερμηνεία της Γούιλκι, ζώντας στο πετσί της τον έρωτα όσο και την καταπίεση της από τον πατέρα της, ο οποίος παρόλο που την λατρεύει, διατηρεί το έθιμο της εποχής και επεμβαίνει καθοριστικά στην ανατροφή της και στην επιλογή της να παντρευτεί τον Άλαν. Η ηθοποιός μανουβράρει με θαυμαστή ευκολία τους ενθουσιασμούς και τις απογοητεύσεις της ηρωίδας που καλείται να υποδυθεί, ενώ μετα μάτια και την στάση του σώματος της φωτίζει το δεύτερο κείμενο της γυναίκας που σχολίασα παραπάνω. Τέλος, η Σύνθια Μπατσή υπηρετεί τη σχηματοποιημένη σκηνικά κυρία Όλντερσο με κυνικό χιούμορ και μπλανς διάθεση προσδίδοντας στον ύπουλο τύπο της γυναίκας που ενσαρκώνει μια πολύ ενδιαφέρουσα απόδοση.
Και να περάσουμε στους κυρίους, Χάρη Αττώνη, Μάριο Μακρόπουλο και Φάνη Παυλόπουλο που συμπληρώνουν τη διανομή με πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις σεβόμενοι τη διαφορετικότητα των διαφόρων χαρακτήρων που υποδύονται. Ο Χάρης Αττώνης «κεντάει» ως διευθυντής ενός ασύλου για τους ψυχικά ασθενείς, φωτίζοντας ένα πρόσωπο που είναι κοινωνικά αποδεκτό, αλλά απέχει πολύ από τα ηθικά πρότυπα της εποχής. Αφοπλιστικά κυνικός, ωφελιμιστής και ανόσιος θα καταφύγει σε επικίνδυνες τακτικές που θα συνδράμουν στο τραγικό φινάλε του έργου. Ο Φάνης Παυλόπουλος δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα σουρεαλιστική εκδοχή του κυρίου Μπάσγουντ, ενός ηλικιωμένου άντρα που γίνεται υποχείριο της Λύντια Γκουλντ τυφλωμένος από τον έρωτα που τρέφει γι αυτήν. Τέλος, ο Μάριος Μακρόπουλος, με το ρόλο του προσδίδει στο αστυνομικό πλαίσιο της μυθοπλασίας του έργου δίνοντας κάποιες απαντήσεις για το παρελθόν του αινίγματος «Γκουίλτ» οι οποίες μάλλον δημιουργούν περισσότερες ερωτήσεις από όσες απαντούν.
Σκηνοθετικά, η παράσταση έχει χοροθεατρικό ενδιαφέρον κυρίως λόγω των συναισθημάτων που νιώθουν οι χαρακτήρες αλλά δεν εκφράζουν ποτέ με λέξεις και της αρμονίας που χαρακτηρίζει την έναρξη, την εναλλαγή των σκηνών και το τρίτο μέρος της παράστασης. Η σκηνοθεσία είναι σκηνικά μινιμαλιστική, αλλά διακρίνεται για τις εικόνες της που ενώ δεν απεικονίζονται ζωγραφίζονται στους καμβάδες των προσώπων και των σωμάτων των χαρακτήρων. Ξεχωρίζουν τα περίτεχνα κοστούμια των Ηλένια Δουλαδίρη και Παναγιώτη Λαμπριανίδη (κατασκευή από την Δάφνη Τσακότα) που εκφράζουν άψογα τη Βικτωριανή Εποχή, αλλά δίνουν ένα έντονα φρέσκο σχολιασμό στον καθωσπρεπισμό και τον πουριτανισμό, ενώ η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού μεταφέρει έμμετρα τα συναισθήματα και τις εξάρσεις των ηρώων δημιουργώντας μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Σε αυτή την ατμόσφαιρα συμβάλλουν σαφώς οι φωτισμοί του Τάκη Λυκοτραφίτη οι οποίοι εξυπηρετούν την σκηνοθετική γραμμή και τη μυθοπλαστική πορεία του έργου.
Το Αρμαντέιλ λοιπόν είναι μια ολοκληρωμένη θεατρική πρόταση λογοτεχνικής απόδοσης του ομώνυμου μυθιστορήματος του Collins, καλά διατυπωμένη, ωραία σερβιρισμένη κι άψογα εκτελεσμένη από μια δυνατή ομάδα ηθοποιών που δεν κυνηγά μεμονωμένα δυνατές ερμηνείες, αλλά πλήρεις και οργανικά δοσμένες αποδόσεις των χαρακτήρων τόσο ως φυσικές οντότητες όσο και ως αλληλεξαρτημένες ουσίες που συστήνουν μια ολόκληρη εποχή. Αν η παράσταση αυτή ήταν ένα καλλιτεχνικό στοίχημα των συντελεστών, σίγουρα το πέτυχαν σε ικανοποιητικό βαθμό, χαρίζοντας μια παράσταση πλούσια σε συναισθήματα, λυρισμό και εύστοχα δοσμένες εικόνες,
http://www.youtube.com/watch?v=Zxx8rU6LmI0
Συντελεστές της παράστασης:
Μετάφραση: Σάντυ Παπαϊωάννου
Διασκευή: Μαρία Κίτσου – Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Σκηνικά: Ηλένια Δουλαδίρη
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη – Παναγιώτης Λαμπριανίδης
Φωτισμοί – Video: Τάκης Λυκοτραφίτης
Βοηθός σκηνοθέτης: Μαρία Κίτσου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Κάκκαλου, Αγνή Χιώτη
Κατασκευή κοστουμιών: Δάφνη Τσακότα
Παίζουν:
Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Χάρης Αττώνης, Λάζαρος Βαρτάνης, Ελένη Κάκκαλου, Ζωή Καραβασίλη, Μαρία Κίτσου, Μάριος Μακρόπουλος, Σύνθια Μπατσή, Φάνης Παυλόπουλος.
Θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος μυστηρίου «Armadale» (1866) του Wilkie Collins, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση της Σάντυ Παπαϊωάννου.
Έναρξη παραστάσεων:
Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014
Ημέρες και ώρα παραστάσεων:
Δευτέρα και Τρίτη στις 20:00 μμ
Διάρκεια παράστασης : 210’ με δύο διαλείμματα
Τιμές εισιτηρίων:
15 ευρώ γενική είσοδος και 10 ευρώ μειωμένο (ανέργων, φοιτητικό, νεανικό έως 18 και συνταξιούχων άνω των 65)
ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΕΑΤΡΟ / ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΘΕΑΤΡΟΥ
ΕΥΜΟΛΠΙΔΩΝ 45, ΓΚΑΖΙ (δίπλα στο μετρό Κεραμεικού)
Τηλ.: 2103464380
Ωράριο ταμείου:
Δευτέρα – Κυριακή 11.00π.μ. – 21.00μ.μ.