Συνέντευξη: Χρόνης Αηδονίδης – Νεκταρία Καραντζή
Κατ’ αρχήν, σας ευχαριστούμε πολύ για την τιμή που μας κάνετε.
Χρόνης Αηδονίδης: Η τιμή είναι δική μας.
Θέλοντας να βρούμε κάποιες πληροφορίες, είδαμε την επίσημη ιστοσελίδα σας, η οποία είναι πραγματικά πολύ ωραία. Οφείλουμε να πούμε ότι εντυπωσιαστήκαμε.
Χ.Α.: Ας είναι καλά η Νεκταρία, η οποία το οργάνωσε.
Νεκταρία Καραντζή: Τον σχεδιασμό της ιστοσελίδας τον έκανε ο Γιώργος Εγγλέζος, ο οποίος έκανε πραγματικά πολύ καλή δουλειά.
Χ.Α.: Αλλά η Νεκταρία είναι αυτή που συγκέντρωσε και οργάνωσε όλα αυτά τα στοιχεία που βλέπετε, υπό την καθοδήγησή μου βέβαια ως προς την επιλογή όλου του υλικού.
Με τόσες διακρίσεις, βραβεία και τόση ιστορία πίσω σας πραγματικά… τρομάξαμε! Αν ρωτούσαμε όλα αυτά που θα θέλαμε δεν θα τελειώναμε ούτε του χρόνου. Οπότε αποφασίσαμε να μην γράψουμε καμία ερώτηση και να τις κάνουμε όλες αυθόρμητα!
Χ.Α.: Βέβαια! Στη ροή της συζήτησης είναι πιο ωραίο να έρχονται αυθόρμητα οι ερωτήσεις.
Πόσο εύκολο είναι να δώσετε ένα τέλος στην καριέρα σας, μετά από τόσα χρόνια προσφοράς στο παραδοσιακό τραγούδι, στο οποίο έχετε αφιερώσει όλη σας τη ζωή;
Χ.Α.: Θα σας πω πόσο εύκολο είναι. Είπα εδώ και δύο χρόνια ότι θα σταματήσω κι ακόμα δεν σταμάτησα! (γέλια)
Και δεν είναι επειδή δεν το θέλω εγώ αλλά επειδή δεν μ’ αφήνουν κιόλας. Υπάρχει μία παροιμία που λέει «θέλω ν’ αγιάσω αλλά ο διάολος δεν μ’ αφήνει». Είναι τόσοι πολλοί οι συμπατριώτες μου από τη Θράκη, αλλά και Έλληνες από άλλες περιοχές, που θέλουν οπωσδήποτε να τους επισκεφτούμε και να τους δώσουμε μία συναυλία, που δεν μπορείς να τους το αρνηθείς. Κι ύστερα, για να δείξουμε ότι δεν είμαστε πια και «στα τελευταία», όσο μπορούμε και όσο είμαστε όρθιοι, αφού μας ευχαριστεί αυτό το πράγμα, πηγαίνουμε να δώσουμε και λίγη χαρά στους συμπατριώτες αλλά και σ’ όσους έχουν την ανάγκη να ακούσουν παραδοσιακά τραγούδια ή μία λαογραφική ιστορία. Όλα αυτά έχουν ενδιαφέρουν, ειδικά για τους παλαιότερους ανθρώπους. Τώρα ο στόχος μας είναι να φέρουμε κοντά τη νεολαία. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πως τα νέα παιδιά στρέφονται όλο και περισσότερο προς το παραδοσιακό τραγούδι. Ενώ όλοι ξέρουμε ότι γίνεται πλύση εγκεφάλου από τα μέσα ενημέρωσης, με τα ξένα ακούσματα και με τις ξένες συνήθειες, βλέπουμε πως υπάρχει αύξηση ενδιαφέροντος από πολλά νέα παιδιά και ειδικά από παιδιά που είναι κάποιου πνευματικού επιπέδου. Βέβαια, για να επανέλθω στην ερώτηση, δεν έχω σκοπό ασφαλώς να τραγουδώ στη σκηνή εσαεί. Ήδη έχω μειώσει κατά πολύ τις εμφανίσεις μου και μάλιστα εκείνες σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου είναι δύσκολη η μετάβαση. Επίσης, αυτή την περίοδο προσπαθώ να προετοιμάσω μια τουλάχιστον μεγάλη συναυλία με την οποία θα ανακοινώσω την αποχώρηση μου από την πολλή ενεργό δράση στα καλλιτεχνικά. Επρόκειτο να γίνει φέτος, αλλά λόγω οικονομικής κρίσης, αναβλήθηκε και αυτή για αργότερα…
“Είπα εδώ και δύο χρόνια ότι θα σταματήσω κι ακόμα δεν σταμάτησα!”
Αναφερθήκατε στα νέα παιδιά που στρέφονται στο παραδοσιακό τραγούδι. Έχετε ξεχωρίσει κάποια από αυτά;
Χ.Α.: Πολλά, πάρα πολλά! Κατ’ αρχήν στην πατρίδα μου έχουμε μία μουσική «κυψέλη», ένα εργαστήριο παραδοσιακής μουσικής όπου έρχονται παιδιά και μαθαίνουνε παραδοσιακά όργανα, χορούς και τραγούδια. Και δεν είναι μόνο στην Αλεξανδρούπολη. Σχεδόν όλοι οι Δήμοι τα τελευταία 15-20 χρόνια έχουνε πνευματικά κέντρα. Και αυτά τα πνευματικά κέντρα είναι φυτώρια. Παιδιά που δεν θέλουνε να πάνε στις καφετέριες και στα πονηρά τα στέκια, πάνε εκεί και περνάνε την ώρα τους, είτε για χορό, είτε για τραγούδι, είτε για όργανα. Γίνεται καλή δουλειά και κάποια βήματα θετικά.
Βοήθησε και το κράτος σ’ αυτή την περίπτωση διότι, όπως είναι γνωστό, τα τελευταία 15-20 χρόνια έχουν γίνει τα Μουσικά Σχολεία, όπου δίνεται η ευκαιρία στα παιδιά που έχουν κάποιο ταλέντο και μεράκι, να επιδοθούν στο ταλέντο τους. Και βέβαια στα σχολεία αυτά δεν διδάσκεται μόνο παραδοσιακή μουσική, αλλά και κλασική μουσική, βυζαντινή μουσική, όργανα, έντεχνο και κλασικό τραγούδι, χορό, θέατρο, ζωγραφική… Αλλά εμείς ειδικά, στον τομέα του παραδοσιακού τραγουδιού, έχουμε τη μερίδα του λέοντος διότι γίνονται χορευτικά συγκροτήματα, χορωδίες και ορχήστρες, που η καθεμία απ’ αυτές έχει πολλά άτομα. Γι’ αυτό και στους μουσικούς μαθητικούς αγώνες, που γίνονται κάθε χρόνο από το Υπουργείο Παιδείας, πάντα στον τομέα τον δικό μας συμμετέχουν τα πιο πολλά παιδιά. Εγώ είμαι κάθε χρόνο σ’ αυτές τις επιτροπές και αρκεί να σας πω ότι την πρώτη χρονιά που είχε καθιερωθεί, το 1994 αν δεν κάνω λάθος, συμμετείχαν απ’ όλη την Ελλάδα 800-850 παιδιά. Πέρυσι συμμετείχαν 32.000 παιδιά απ’ όλη την Ελλάδα, κυρίως από μουσικά σχολεία. Αυτού του είδους η εκπαίδευση, λοιπόν, έλειπε πάρα πολύ από την παιδεία μας.
http://www.youtube.com/watch?v=57hb9iGSnNM
Σήμερα πόσο εύκολο είναι για έναν νέο ερμηνευτή να ασχοληθεί επαγγελματικά με την παραδοσιακή μουσική;
Δεν είναι τόσο δύσκολο, αρκεί να έχει το μεράκι. Και το μεράκι του παιδιού έγκειται στην παιδεία που έχει από τους γονείς και τους δασκάλους. Αλλιώς το παιδί θα τρέξει μόνο άμα δει ότι και σ’ αυτόν τον τομέα έχει χειροκρότημα και λεφτά και είναι και της μόδας. Δυστυχώς έτσι είμαστε φτιαγμένοι. Εγώ νομίζω ότι για πολλά χρόνια που το παραδοσιακό τραγούδι ήταν καθηλωμένο, ειδικά το δημοτικό τραγούδι και οι παραδοσιακοί χοροί, είναι διότι φταίνε και τα μέσα ενημέρωσης. Μέχρι κι εγώ, όταν ήμουνα νέος, ντρεπόμουν να τραγουδήσω δημοτικά τραγούδια γιατί έλεγα ότι θα με κοροϊδεύουν! Ενώ τώρα δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Έχει εκλείψει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Ο Σπύρος Παπαδόπουλος έχει φέρει στην εκπομπή του μεγάλους και μικρούς, που ερμηνεύουν παραδοσιακά τραγούδια. Έχει μία ποικιλία. Φερ’ ειπείν πρόσφατα έχει φέρει την Ξανθίππη Καραθανάση, η οποία είναι μία πάρα πολύ καλή τραγουδίστρια, σπουδαία. Επίσης την Μαρία Σουλτάτου, η οποία τραγουδάει έντεχνα αλλά και πολύ ωραία δημοτικά τραγούδια. Όχι μόνο δεν τις παρεξηγεί κανένας, αλλά τις χειροκροτούν ή και τις ζηλεύουν κιόλας!
Οι δισκογραφικές εταιρείες ενδιαφέρονται για το παραδοσιακό τραγούδι;
Οι δισκογραφικές ενδιαφέρονται άμα είναι κάτι εμπορικό. Το εμπορικό βέβαια δεν είναι πάντα το καλύτερο. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις και έχουν κατά καιρούς αναδειχθεί μεγάλα ταλέντα στην παραδοσιακή μουσική και τα όργανα. Τώρα ποιος δεν ξέρει τον Πετρολούκα με το κλαρίνο ή τον Νίκο Φιλιππίδη ή τον Σωκράτη Σινόπουλο με την πολίτικη λύρα; Γι’ αυτό λέω ότι έχει μειωθεί αυτή η νοοτροπία που υπήρχε εις βάρος του δημοτικού τραγουδιού. Θυμάμαι παλιά λέγανε «δεν βαριέσαι μωρέ, δημοτικό είναι» κι αυτό συνέβαινε διότι δεν έγινε σωστή προβολή. Μπορώ να πω με παράπονο ότι για ένα μεγάλο διάστημα η πολιτεία όχι μόνο δεν βοηθούσε αλλά είχε το δημοτικό τραγούδι υπό διωγμό!
“η Νεκταρία μπορεί να το «πάει» το παραδοσιακό μας τραγούδι ακόμα πιο πέρα.”
Κι όμως υπήρξαν μεγάλοι καλλιτέχνες που ερμήνευσαν δημοτικά τραγούδια, όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Γιώτα Λύδια, η Χαρούλα Αλεξίου, η Ελένη Βιτάλη και αργότερα η Γλυκερία, η Ελένη Τσαλιγοπούλου κ.α.
Αυτό δείχνει ότι και στη δισκογραφία έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα. Και άλλοι πολλοί εμπορικοί καλλιτέχνες ερμήνευσαν δημοτικά. Με τον Γιώργο Νταλάρα κάναμε μαζί ένα δίσκο με παραδοσιακά (σ.σ. «Τ’ Αηδόνια Της Ανατολής»). Ο Γιάννης ο Πάριος, κορυφαίος τραγουδιστής, έχει βγάλει τα «Νησιώτικα». Με τον Πάριο το νησιώτικο τραγούδι έφτασε σε όλα τα χωριά της Ελλάδος.
Σε γενικές γραμμές τα νησιώτικα τραγούδια έχουν μεγαλύτερη απήχηση από αυτά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Πού οφείλεται αυτό;
Οφείλεται στο ότι τα νησιώτικα είναι πιο εύκολα, πιο μελωδικά, και είναι τραγούδια που μπορεί να τα πει κι ένας που δεν είναι νησιώτης. Ενώ π.χ. το ηπειρώτικο τραγούδι δεν μπορεί να το πει οποιοσδήποτε. Χρειάζεται κάποια ειδικότητα, πρέπει να είσαι γεννημένος εκεί, γιατί κάθε τραγούδι έχει ένα τοπικό χρώμα το οποίο είναι δύσκολο να το βγάλει κάποιος που δεν είναι από κει. Έτσι είναι τα Κρητικά και τα Ποντιακά. Είναι ωραία αλλά δεν μπορούν να τα πουν όλοι. Κι ό,τι δεν μπορεί να τα πει ο καθένας, το παραλείπει και το αφήνει στην άκρη. Το θρακιώτικο τραγούδι δεν είναι και τόσο εύκολο να το πει κανείς, κατ’ αρχήν διότι βγήκε πολύ αργά στο πανελλήνιο. Μέχρι το 1953 που έκανα την πρώτη εκπομπή, δεν έχει ακουστεί θρακιώτικο τραγούδι έξω από τη Θράκη. Επιπλέον έχει ένα χρώμα τοπικό και έχει ρυθμούς που δεν υπάρχουν σε άλλη περιοχή, όπως είναι ο ζωναράδικος, ο συγκαθιστός, η μπαϊντούσκα…
Άλλωστε η ευρύτερη περιοχή της Θράκης εκτείνεται στη Βουλγαρία και την Τουρκία και οπωσδήποτε υπήρχε ένας αλληλοεπηρεασμός και με τις δύο χώρες. Για μένα, η μουσική της Θράκης αποτελείται από τρεις μουσικές. Της Ανατολικής Θράκης που μυρίζει Βυζάντιο, της βόρειας Θράκης που είναι Βαλκάνια και της Δυτικής Θράκης που είναι κράμα αυτών των δύο. Κι επειδή στα δικά μας τα μέρη μαζεύτηκαν όλοι οι πρόσφυγες, και από τη Βόρεια και από την Ανατολική Θράκη αλλά και Πόντιοι και Καππαδόκες, το ηχόχρωμα που συναντάς είναι συνδυασμός όλων. Μάλιστα το ηχόχρωμα της Βόρειας Θράκης σε σχέση με της Ανατολικής διαφέρει όπως η μέρα με τη νύχτα. Η μεγάλη διαφορά μας, αν κι αυτό δεν είναι και τόσο προς τιμήν μας που το λέμε, είναι η εξής: τόσο οι βόρειοι γείτονές μας, οι Βούλγαροι, οι Γιουγκοσλάβοι ή και οι Σκοπιανοί, όσο και οι Τούρκοι, αυτά που πήρανε από εμάς τα έχουν κάνει εθνική τους μουσική. Εμείς την εθνική μας μουσική την έχουμε φορτώσει στα μπουζούκια.
Ευτυχώς που υπάρχουν νέα παιδιά που έρχονται σε μας, τα οποία δεν φεύγουνε, κι έτσι αυτή η αλυσίδα της παράδοσης που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, συνεχίζεται και δεν κόπηκε μέχρι τώρα. Γιατί θα είναι κρίμα να έχουν περάσει 500 χρόνια σκλαβιάς στη Θράκη, και να μην έχουν χαθεί τα παραδοσιακά μας τραγούδια, και να χαθούνε τώρα.
“Αν η Πολιτεία ενδιαφερόταν από πολύ παλιά και έβρισκε κάποιους ανθρώπους να καταγράψουν όλα τα παραδοσιακά μας τραγούδια, θα υπήρχαν τώρα πολλές χιλιάδες τραγούδια.”
Είστε λοιπόν αισιόδοξος ότι η παραδοσιακή μας μουσική θα παραμείνει ζωντανή και δεν θα καταντήσει έκθεμα των λαογραφικών μουσείων;
Δεν πρόκειται να χαθεί ποτέ. Αυτή η μουσική είναι η ιστορία μας. Τα τραγούδια μας αναφέρονται σε αγίους, σε θρησκευτικές γιορτές, σε έθιμα που συνδέονται άμεσα με τη θρησκεία μας και την ιστορία μας. Είναι το βίωμά μας. Μόνο αν χαθεί η ιστορία μας, θα χαθούνε κι αυτά. Δεν γίνεται να χαθούνε τα τραγούδια της Άλωσης της Πόλης, που συντάραξε όλο τον κόσμο. Όπως δεν γίνεται να χαθούνε και τα τραγούδια της Επανάστασης, όπως τα Κολοκοτρωνέικα. Υπάρχει μόνο μια απόκλιση, ή εξέλιξη θα την έλεγα εγώ. Γιατί αν δεν υπάρχει εξέλιξη, παρά μόνο στασιμότητα, θα έπρεπε να μείνουμε στο νταούλι, τη λύρα του Ορφέα και τον αυλό του Πανός. Κι όμως, έχουνε βγει δεκάδες όργανα, που το καθένα βγάζει το δικό του ήχο και το δικό του χρώμα. Άλλον ήχο βγάζει η Ποντιακή λύρα, άλλο η Κρητική και άλλο η Νησιώτικη.
Στη Θράκη έχουμε και τη Θρακιώτικη λύρα. Κάθε τόπος έχει και το βασικό του όργανο. Σε μας απάνω, το «εθνικό» μας όργανο είναι η γκάιντα. Οι νησιώτες έχουν τη δική τους γκάιντα που τη λένε τσαμπούνα. Τα όργανα αυτά είναι συνδεδεμένα με την τοπική κοινωνία. Παλιά, που δεν ήταν εύκολη η επικοινωνία μεταξύ των γειτόνων, αφού δεν υπήρχαν δρόμοι και συγκοινωνίες, κάθε κλειστή κοινωνία είχε τα δικά της πράγματα είτε για να ζήσει, είτε για να ντυθεί, να φάει, να εργαστεί και να διασκεδάσει. Έτσι και τα τραγούδια τα φτιάχνανε εκεί, τοπικά. Γι’ αυτό και έχουμε μεγάλη ποικιλία. Άλλη μουσική έχει η Κρήτη, άλλη τα Δωδεκάνησα, και μάλιστα υπάρχουν και διαφορές ακόμα και μεταξύ των νησιών. Π.χ. Η μουσική της Κάσου έχει το δικό της χρώμα. Η Σίφνος, παρόλο που είναι στις Κυκλάδες, έχει ένα τοπικό χρώμα που διαφέρει απ’ όλα τ’ άλλα νησιά των Κυκλάδων. Οι Σποράδες έχουν επίσης τη δική τους μουσική. Η μουσική της Πελοποννήσου διαφέρει κι αυτή από μέρος σε μέρος. Η Μακεδονία, η Θεσσαλία, η Θράκη, ο Πόντος, η Καππαδοκία… Υπάρχουν εκατοντάδες διαφορετικές μουσικές και μπορώ να πω ότι έχουμε μία αποκλειστικότητα στη μεγάλη ποικιλία, κάτι που δεν βρίσκεις ούτε σε μεγάλες χώρες. Κι αυτό είναι και το ατού μας, διότι σε όσα διεθνή φεστιβάλ έτυχε να συμμετάσχω, πάντα παίρναμε μία από τις τρεις πρώτες θέσεις χάρη στην ποικιλία μας.
Τελικά είναι ανεξάντλητη η πηγή του παραδοσιακού μας τραγουδιού;
Ανεξάντλητη δεν είναι. Τελειώνει κάποτε. Αν η Πολιτεία ενδιαφερόταν από πολύ παλιά και έβρισκε κάποιους ανθρώπους να καταγράψουν όλα τα παραδοσιακά μας τραγούδια, θα υπήρχαν τώρα πολλές χιλιάδες τραγούδια. Κατά καιρούς, ευτυχώς πολλοί ήταν οι ιδιώτες που κατέγραψαν τραγούδια και τα διέσωσαν. Να σκεφτείτε ότι μόνο ο δάσκαλος Σίμων Καρράς, ο οποίος πέθανε το 1999, είχε καταγράψει 20.000 δημοτικά τραγούδια. Αλλά δεν είναι 20.000 τα δημοτικά μας τραγούδια. Και 200.000 να πω, θα είναι λίγα. Εγώ ασχολούμαι με την παραδοσιακή μουσική εδώ και 62 χρόνια, και μαζεύω τραγούδια από τότε που ήμουνα μαθητής. Δεν έχω μετρήσει τα τραγούδια που έχω, αλλά οπωσδήποτε είναι κάποιες χιλιάδες. Και να φανταστείς ότι δεν πήγα σ’ όλα τα χωριά.
Οπότε υπάρχουν πολλά ακόμα που δεν τα έχετε βρει.
Και δεν είναι μόνο αυτά που υπάρχουν. Είναι κι αυτά που χαθήκανε. Προτού βγούνε τα ηχητικά μηχανήματα, ο κόσμος και πάλι τραγουδούσε και διασκέδαζε, είτε στη δουλειά είτε στα πανηγύρια, αλλά τα περισσότερα τραγούδια δεν έχουν καταγραφεί και κάποιοι μεγάλοι άνθρωποι τα πήρανε μαζί τους. Εάν η καταγραφή μπορούσε να γίνει από τις αρχές του 18ου αιώνα θα υπήρχανε τώρα εκατομμύρια τραγούδια και όχι κάποιες χιλιάδες. Οπότε περιοριζόμαστε σε ό,τι έχει διασωθεί μέχρι σήμερα. Και ευτύχημα είναι πάλι… Από την άλλη η δισκογραφία της θρακιώτικης μουσικής άργησε πολύ, καθώς άρχισε μετά το 1955-1956. Τον πρώτο μου δίσκο, και μάλιστα γραμμοφώνου, τον ηχογράφησα με τη χορωδία του Παντελή Καβακόπουλου το 1954.
Μετά από τόσα χρόνια, σας έχει μείνει κάποιο «απωθημένο», δηλαδή κάποια δουλειά που θα θέλατε να κάνετε αλλά δεν έχει τύχει να πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα;
Κοιτάξτε, ήταν αδύνατον να ηχογραφήσω όλα τα τραγούδια που μάζεψα. Άλλωστε δεν άξιζαν και όλα για ηχογράφηση. Είναι μερικά τραγούδια που είναι «αφηρημένα», δεν έχουν δηλαδή κάποιο στόχο. Υπάρχουν, ας πούμε, τραγούδια της ξενιτιάς, της αγάπης, ιστορικά τραγούδια κ.λπ., αλλά είναι και κάποια που δεν λένε τίποτα το ιδιαίτερο. Δεν παύουν βέβαια να είναι τραγούδια που έφτιαξε ο λαός, ο οποίος είχε ανάγκη να τα δημιουργήσει για τη διασκέδασή του, για γιορτές όπως οι Αποκριές και το Πάσχα, ή και για τη δουλειά του. Εγώ ηχογράφησα περίπου 450-500 τραγούδια αλλά μπροστά στις χιλιάδες που υπάρχουν αυτά δεν είναι τίποτα. Εμένα ο στόχος μου ήταν να ηχογραφήσω όσο μπορώ περισσότερα κι αν είναι δυνατόν τα καλύτερα, αυτά δηλαδή που κατά τον λαϊκό ποιητή είχαν κάποιο ενδιαφέρον. Π.χ. αν αναφερόντουσαν σε κάποιο ιστορικό γεγονός όπως η Άλωση ή κάποια σημαντική μάχη, ή αν αναφερόντουσαν σε κάποιο δυστύχημα, αν έχει χαθεί ένα νέο παιδί ή μια νέα κοπέλα. Εκείνη την εποχή ήταν πολύ αυστηρά τα ήθη και τα έθιμα και αν υπήρχε κάποιος κεραυνοβόλος έρωτας κλεβόντουσαν ή πολύ σπάνια αν χώριζε κάποιος ή κάποια γινότανε «ρόμπα» (γέλια)! Όλα αυτά γινόντουσαν τραγούδια.
Βγάζανε και σκωπτικά τραγούδια στη Θράκη;
Ναι. Ειδικά τα αποκριάτικα. Αλλά δεν είναι αθυρόστομα. Σε μια διασκέδαση, όταν υπάρχει κρασί και μεγάλο κέφι, λέγονται κι αυτά αλλά εμένα δεν μου πάνε. Στη Θράκη τα τραγούδια μας δεν έχουν αθυρόστομο στίχο, είναι κάπως συγκεκαλυμμένα τα πράγματα.
Φαίνεται πως στη Θράκη είσαστε πιο συντηρητικοί από τους Πελοποννήσιους!
Ναι, οι Πελοποννήσιοι είναι πιο… «ζωηροί» από μας. Εμείς, για παράδειγμα, έχουμε ένα τραγούδι όχι πολύ παλιό -είναι από τις αρχές του 19ου αιώνα- που μιλάει για κάποιον Δήμαρχο, Γιάννη τον λέγανε, που ο καημένος είχε κάποιες ατυχίες στη ζωή του: η πρώτη του γυναίκα πέθανε, μετά πήρε μία δεύτερη, μετά χώρισε μ’ εκείνη και πήρε μία τρίτη, και λέει το τραγούδι ότι στο Τοκμάκι ή στο χωρίον Μεταξάδες όπως λένε άλλοι (σ.σ. Τοκμάκι είναι η τούρκικη ονομασία και Μεταξάδες η σημερινή ελληνική ονομασία του χωριού), ο Γιάννης ο Δήμαρχος είχε τρεις γυναίκες κι άλλη αγαπάει, δηλαδή μία τέταρτη, και θα χωρίσει τη Θοδώρα για να πάρει τη Βασιλικούδα. Αυτά τα γεγονότα ο λαϊκός ποιητής τα θεωρούσε σημαντικά και έτσι προέκυψαν κάποια εύθυμα αποκριάτικα τραγούδια.
Κι έτσι ο Δήμαρχος έμεινε στην ιστορία όχι για το έργο του αλλά για τις ερωτικές του περιπέτειες!
(γέλια)
Ακριβώς! Είναι, λοιπόν, ένα ιστορικό γεγονός που συνέβη σ’ ένα χωριό και γι’ αυτό λέω ότι το παραδοσιακό τραγούδι έχει άμεση σχέση με την ιστορία του τόπου και δεν μπορεί να χαθεί. Εκεί τον έχουνε κάνει σημαία τον Γιάννη τον Δήμαρχο. Σκεφτείτε ότι αυτό το γεγονός συνέβη στις αρχές του 1900 και τώρα είμαστε στο 2010 και το τραγούδι είναι ακόμα στην «πρώτη γραμμή». Η Βασιλικούδα, δηλαδή η κοπελιά στην οποία αναφέρεται το τραγούδι, ζούσε μέχρι το 1950-1960, και έχει αποκτήσει εγγόνια και ανίψια, τα οποία ακούνε σήμερα το τραγούδι που αναφέρεται στη γιαγιά τους ή τη θεία τους. Στόχος μου, λοιπόν, ήταν να ηχογραφήσω όσο το δυνατόν περισσότερα τραγούδια και να βρω όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά, στα οποία να παραδώσω αυτά που έχω μάθει και να τους μεταδώσω την εμπειρία μου. Όπως είπα και πιο πριν, έχουμε τη σχολή στην Αλεξανδρούπολη από την οποία ήδη έχουν βγει κάποια παιδιά. Επίσης στην Αλεξανδρούπολη έχει έδρα ο Σύλλογος με το όνομά μου, ο οποίος δραστηριοποιείται πολύ ενεργά στο χώρο της παράδοσης, με δισκογραφία, συναυλίες κ.λπ. και τελευταία έχει οργανώσει υπό την επίβλεψή μου παραδοσιακή ορχήστρα στην οποία μετέχουν μαθητές μου κυρίως (και μάλιστα πολύ νεαρά παιδιά) αλλά και συνεργάτες μου (κλαρίνο: Νίκος Αλβανόπουλος, Ούτι: Γιώργος Γιαρένης, Λαούτο: Γιώργος Παναγιωτάκης, Βιολί: Φίλιππος Ευφραιμίδης, Κρουστά: Χρήστος Χαρόβας, Λαούτο: Χρήστος Γιαρένης και Ούτι: Αργύρης Κόκορης).
Επιπλέον, για αρκετά χρόνια συνεργαζόμουνα με το Ίδρυμα Ζήση στο Χαλάνδρι, το οποίο ασχολείται με χορούς και τραγούδια, με όργανα και με βυζαντινή μουσική. Και βέβαια ας είναι καλά και η Νεκταρία (Καραντζή), η οποία είναι το δεξί μου χέρι. Η Νεκταρία με βοηθάει αφάνταστα στο έργο μου και πιστεύω ότι θα είναι μία από τις καλύτερες «πρεσβευτίνες» και συνεχίστριες αυτής της κληρονομιάς. Τα τραγούδια μας, ειδικά της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, έχουν έντονο βυζαντινό χρώμα και είναι δύσκολο για όσους δεν ξέρουν βυζαντινή μουσική να τα αποδώσουν. Η Νεκταρία είναι διπλωματούχος της βυζαντινής μουσικής και σ’ αυτήν βρήκα όλα αυτά τα στοιχεία που μου χρειάζονταν. Έχει θέληση, έχει μεράκι και συνεχίζει αυτό ακριβώς που έκανα εγώ και μάλιστα πιστεύω ότι επειδή τα τεχνικά μέσα βοηθούν πολύ και σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι ήταν παλιά, η Νεκταρία μπορεί να το «πάει» το παραδοσιακό μας τραγούδι ακόμα πιο πέρα.
Η γνωριμία σας με τη Νεκταρία πώς έγινε;
Χ.Α.: Αυτό ας μας το πει η ίδια.
Ν.Κ.: Κατ’ αρχάς πρέπει να πω ότι δεν είχα καμία επαφή με το παραδοσιακό τραγούδι μέχρι να γνωρίσω τον κ. Αηδονίδη. Όταν λέμε καμία, εννοώ ότι ούτε το άκουγα ούτε μου άρεσε. Άκουγα ό,τι άκουγε όλος ο κόσμος και η μόνη μου επαφή ήτανε η βυζαντινή μουσική. Από 9 ετών έκανα βυζαντινή μουσική και μάλιστα έψελνα και στο ψαλτήρι. Αλλά δεν είχα καμία επαφή με το παραδοσιακό τραγούδι και μάλιστα, το λέω και ντρέπομαι, δεν ήξερα καν ποιος είναι ο Χρόνης Αηδονίδης. Κάποια στιγμή, το 2000, σε ένα εορταστικό πρόγραμμα για το Millennium, άκουσα τυχαία στην τηλεόραση ένα απόσπασμα από το «Νάμαν Πουλί Να Πέταγα» και εντυπωσιάστηκα. Αυτή όμως ήταν μία εικόνα φευγαλέα. Δεν ήξερα ποιος ήταν αυτός που τραγούδαγε. Όταν αργότερα βγήκε το «Βλέφαρό μου» του Νίκου Κυπουργού και άκουσα την ίδια αυτή φωνή από το ραδιόφωνο, έμεινα κυριολεκτικά μ’ ανοικτό το στόμα! Είχα κατά τύχη ένα μικρό δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι κι εκείνη την ώρα το έβαλα να ηχογραφήσει όσο κομμάτι απέμεινε. Αυτό που ηχογράφησα το άκουγα κάθε βράδυ για νανούρισμα! Μετά από την κούραση της ημέρας το έβαζα πάντα να το ακούω πριν πέσω να κοιμηθώ. Τότε ακόμα σπούδαζα στη Νομική και αποφάσισα να ασχοληθώ με κάτι, σαν διάλειμμα από τις σπουδές μου. Σκέφτηκα, λοιπόν, να πάω να βρω αυτόν τον άνθρωπο για να με ξεκουράζει η φωνή του. Να πηγαίνω δηλαδή εκεί που κάνει μάθημα, να κάθομαι σε μία καρέκλα πίσω-πίσω, να τον ακούω και να φεύγω. Αυτή ήταν η προσδοκία μου. Κι αυτό ακριβώς έκανα. Πήγα και τον βρήκα στο Ίδρυμα Ζήση στο Χαλάνδρι, του είπα ότι κάνω βυζαντινή μουσική και ότι ενδιαφέρομαι να μάθω το παραδοσιακό τραγούδι. Του έδωσα, επίσης, κάτι δείγματα σε κασέτες με βυζαντινή μουσική που είχα κάνει με το Μοναστήρι του Γέροντα Πορφυρίου, τις άκουσε και τότε μου έδωσε και την πρώτη του συμβουλή. Μου είπε: «σε άκουσα, ωραία τα λες αλλά άμα θες να ασχοληθείς με το παραδοσιακό τραγούδι πρέπει να αποκτήσεις μελίσματα. Αν θες κι έχεις όρεξη, κάτσε κοντά μου να σου τα μάθω».
Έτσι ξεκινήσαμε και μου έκανε αυτή την πολλή μεγάλη τιμή. Εγώ του χρωστάω πάρα πολλά. Μου είναι δύσκολο να το λέω τώρα μπροστά του αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Αν κάτι μου έχει κάνει εντύπωση σ’ αυτόν τον άνθρωπο είναι η γενναιοδωρία του. Γιατί δάσκαλοι υπάρχουν πολλοί, αλλά δάσκαλοι με γενναιοδωρία υπάρχουν ελάχιστοι, δηλαδή δάσκαλοι που πραγματικά μοιράζονται με τον μαθητή τους όλα όσα γνωρίζουν, χωρίς να φοβούνται μήπως τους κλέψουνε τα μυστικά. Εδώ υπήρχανε στιγμές που για να μου μάθει κάποια αργά κομμάτια, καθιστικά της Θράκης που είναι πολύ δύσκολα, μού τα μάθαινε συλλαβή-συλλαβή και νότα με νότα, σε σημείο που όταν τελείωνε η διδασκαλία έκλεινε η φωνή του κι ενώ την επόμενη ημέρα μπορεί να είχε εμφάνιση. Προτιμούσε να κλείσει η φωνή του για να διδάξει, ενώ θα μπορούσε να τη προφυλάξει για την επόμενη μέρα. Είναι γνήσιος δάσκαλος! Και για να σας το αποδείξω κιόλας, κοιτάξτε εδώ!
(σ.σ. μας δείχνει ένα ημερολόγιο που τηρούσε ο κ. Αηδονίδης και στο οποίο κατέγραφε όλες τις συμβουλές που έδινε στη Νεκταρία Καραντζή).
Για μένα είναι τίτλος τιμής να είμαι μαθήτριά του.
“Αν κάτι μου έχει κάνει εντύπωση σ’ αυτόν τον άνθρωπο είναι η γενναιοδωρία του.”
Άρα κύριε Αηδονίδη εκτός από σπουδαίος ερμηνευτής είστε κι ένας εξαιρετικός και ανιδιοτελής δάσκαλος.
Χ.Α.: Κοιτάξτε… δεν ήταν τελείως ανιδιοτελές το εγχείρημα. Διότι εγώ έψαχνα και ψάχνω ακόμα να βρω ανθρώπους που να μπορούν να συνεχίσουν το έργο μου. Στο Χαλάνδρι είχα μία χορωδία αλλά κανένας τους δεν ήξερε βυζαντινή μουσική. Η μόνη η οποία με καταλάβαινε απόλυτα ήταν η Νεκταρία. Κι εγώ τέτοια παιδιά τα έψαχνα με το κερί. Επομένως δεν ήταν και τόσο ανιδιοτελές.
Νεκταρία, από τη στιγμή που έχεις πτυχίο Νομικής και έχεις τις ασχολίες σου, πώς μπορείς να δίνεσαι με τέτοια θέληση και μεράκι σε κάτι που ουσιαστικά συνάντησες για πρώτη φορά στη ζωή σου μόλις το 2000;
Ν.Κ.: Ουσιαστικά, μέσα από τη φωνή του Αηδονίδη κατάλαβα την αξία της παραδοσιακής μας μουσικής. Κι αυτό είναι άλλη μία εκδοχή, που έχει και πρακτική αξία. Γιατί συνήθως περιορίζουμε το παραδοσιακό τραγούδι είτε στους γάμους είτε στα πανηγύρια και η χρησιμότητά του νομίζουμε ότι εξαντλείται εκεί. Όμως υπάρχει κάτι πολύ βαθύτερο, που όταν έχεις μία άμεση εμπειρία με δάσκαλο –και μάλιστα με τέτοιου είδους δάσκαλο- στο ξυπνάει μέσα σου. Σου ξυπνάει ιστορικές συλλογικές μνήμες. Αισθάνεσαι ότι είσαι κομμάτι της Ιστορίας. Εγώ όταν τον άκουσα ένιωσα όπως όταν μπαίνουμε σε έναν ναό που είναι πάρα πολύ παλιός και έχει ακούσει πάρα πολλές λειτουργίες, και ο χώρος αυτός έχει μία αύρα πολύ ιδιαίτερη σε σχέση με άλλους σύγχρονους ναούς. Όταν μπαίνεις σε έναν τέτοιο χώρο αισθάνεσαι σαν να είσαι σε έναν άλλον κόσμο. Νιώθεις ότι έχεις παραστάσεις από παλιά. Αυτό ένιωσα όταν άκουσα τη φωνή του. Ήτανε λες και άκουγα τους παππούδες μου και τους προπαππούδες μου να μου μιλούν ζωντανά.
Αν η Πολιτεία μπορούσε να αξιοποιήσει τα παραδοσιακά τραγούδια για εκμάθηση ιστορίας στα παιδιά, δεν θα υπήρχε τίποτα πιο ευχάριστο. Τα παιδάκια θέλουν ν’ ακούν τραγουδάκια. Όπως μαθαίνουν τα χρώματα με τα τραγούδια, έτσι μπορεί να είναι εξίσου ευχάριστο για τα παιδιά και το μάθημα της Ιστορίας μέσα από τα παραδοσιακά μας τραγούδια. Ό,τι σημαντικό γεγονός υπήρχε, καταγραφόταν στα τραγούδια. Η Πολιτεία δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει την αξία και τη χρησιμότητα της παραδοσιακής μας μουσικής. Η παράδοση είναι η ταυτότητά μας κι αυτό το «ξυπνάει» μέσα μας εκεί που δεν το περιμένεις. Εγώ είμαι χαρακτηριστικό παράδειγμα, και επιμένω σ’ αυτό, γιατί δεν μου είχε ξυπνήσει ποτέ μέχρι τα 24 μου. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ τους προγόνους μου. Και μία φωνή (του Χρόνη Αηδονίδη), που ήταν λες κι ερχόταν από τα βάθη των αιώνων, με ταρακούνησε. Είναι αυτό που είπε ο Καζαντζάκης, ότι κουβαλάμε τις γενιές μας πάνω στις πλάτες μας. Το παραδοσιακό τραγούδι είναι ο πιο ζωντανός τρόπος για να το καταλάβεις.
Εσύ Νεκταρία από πού κατάγεσαι;
Από τη Λακωνία, δηλαδή από την άλλη άκρη της Ελλάδας! Συγκεκριμένα από το χωριό Βελανίδια, στα Βάτικα στον Καβο-Μαλιά.
Πώς είναι να παίρνεις στις πλάτες σου την παράδοση μίας περιοχής, με την οποία δεν είχες καμία επαφή και κανένα συναισθηματικό δέσιμο;
(παρεμβαίνει ο κ. Χ. Αηδονίδης): Αυτό που επισημαίνετε είναι πολύ σημαντικό. Πραγματικά δεν υπήρχε κανένας λόγος για μία νέα κοπέλα από το άλλο άκρο της Ελλάδος να έρθει κοντά μας, εκτός από την ειλικρινή της αγάπη για την παραδοσιακή μουσική. Εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά τέτοια παιδιά σε όλη την Ελλάδα. Εμένα με παίρνουν τηλέφωνο νέοι άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος και με ρωτάνε πού μπορούν να βρούνε τους δίσκους μου και πού μπορούνε να με ακούσουν. Θέλω να πιστεύω ότι θέτουμε, τρόπο τινά, τις βάσεις για μία εξέλιξη στο παραδοσιακό τραγούδι.
Ν.Κ.: Το δέσιμό μου με τη Θράκη έγινε χάρη στο όνομα Χρόνης Αηδονίδης. Τι μεγαλύτερο δέσιμο από αυτό! Βέβαια, εμείς κάτω στη Λακωνία –κι εννοώ την περιοχή μου στα Βάτικα- δεν έχουμε ακραιφνώς τοπικά τραγούδια αλλά δανειζόμαστε. Έχουμε πάρει από την Κρήτη, από τα νησιά, κυρίως από τα Κύθηρα, έχουμε πάρει και από την Πελοπόννησο κι έτσι έχουμε κάτι ανάμικτο. Κυρίως τα θέματα κάποιων τραγουδιών μας είναι περισσότερο “τοπικά”. Για παράδειγμα έχουμε το τραγούδι “Της Άγια-Ρήνης το στοιχειό” που αναφέρεται στην Αγία Ειρήνη στον κάβο-Μαλιά κ.α. Απ’ την άλλη βέβαια, η μητέρα μου έχει ρίζες από την Προύσα. Οπότε κατά κάποιο τρόπο, από άποψη καταγωγής, ανήκω στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Θράκης ενώ κι η βυζαντινή μουσική που έχω σπουδάσει είναι κι αυτή άμεσα συνδεδεμένη με την περιοχή.
“ήταν μεγάλη εμπειρία στην Ολυμπιάδα να βλέπεις το στάδιο γεμάτο με 80.000 κόσμο και να φαντάζεσαι ότι σε βλέπουν και μερικά ακόμα δισεκατομμύρια!”
Πώς τα καταφέρνεις και συνδυάζεις τη Νομική με το τραγούδι;
Ν.Κ.: Έχω κάνει μία επιλογή με βάση αυτά που μπορώ να συνδυάσω και, ξέρετε, τελικά όλα συνδυάζονται. Έκανα μεταπτυχιακό στο Ποινικό Δίκαιο και ειδικεύτηκα στην ποινική προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, που έχει άμεση επαφή με τα καλλιτεχνικά ασφαλώς, και τώρα δουλεύω πάνω σ’ αυτό, ως νομικός σύμβουλος σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Κάνω επίσης ένα διδακτορικό που έχει σχέση με τα νομικά αλλά και, κατά κάποιον τρόπο, με τη λαογραφία, η οποία μου αρέσει πολύ. Άρα προσπαθώ να συνδυάζω όλα τα πράγματα που μ’ αρέσουν. Εξάλλου το τραγούδι θέλω να το ακολουθήσω μόνο με τον τρόπο που το έκανε ο δάσκαλός μου, δηλαδή όχι ως κύριο επάγγελμα. Άλλωστε έτσι έκανα και την ψαλτική από παιδί παράλληλα με τις σπουδές και τη δουλειά μου.
Το γεγονός ότι συνεχίζεις το έργο του κ. Αηδονίδη, έχει κάνει τον κόσμο να νομίζει ότι είσαι από τη Θράκη;
Ν.Κ.: Συνέχεια μου το λένε! Πολύς κόσμος νομίζει ότι είμαι από τη Θράκη και για μένα αυτό είναι τιμητικός τίτλος. Όποτε μου το λένε, για μένα είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο. Η Θράκη είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Όχι βέβαια ότι δεν αγαπάω το δικό μου τόπο, τη Λακωνία. Εννοείται πως την αγαπάω και ένα από τα μελλοντικά μου σχέδια μάλιστα είναι να καταγράψω σε δίσκο τα τραγούδια της περιοχής μας, όπως μου τα έχει παραδώσει κυρίως ένας τοπικός λαογράφος μας, ο Μηνάς Αναστασάκης (που πολύ τον ευχαριστώ), τα οποία δεν χαρακτηρίζονται, ως επί το πλείστον, από ακραιφνώς τοπικό χρώμα, ωστόσο αξίζει τον κόπο για να θυμόμαστε τι τραγουδούσαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας σ’ αυτόν τον ιστορικό τόπο, που ονομάζεται και μικρό Άγιο Όρος. Και ασφαλώς συγκεντρώνω μέχρι και τώρα ό,τι λαογραφικό υλικό μου παραδίδουν οι άνθρωποι από την περιοχή που τους ευχαριστώ πάρα πολύ για την εμπιστοσύνη τους! Τους υπόσχομαι, πρώτα ο Θεός, να φανώ αντάξιά της.
Κύριε Αηδονίδη, ποιες στιγμές της καριέρας σας ξεχωρίζετε και σας είναι αξέχαστες;
Χ.Α.: Υπάρχουν πραγματικά κάποιες σημαντικές στιγμές και γεγονότα που με σημάδεψαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη επαφή που είχα… (διακόπτει και μας δείχνει μία φωτογραφία που έχει κρεμασμένη στον τοίχο). Αυτός εκεί είναι ο Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου. Ήταν λαογράφος, εκπαιδευτικός και γυμνασιάρχης. Αυτός ο άνθρωπος είναι η αιτία που με ώθησε κυριολεκτικά να ασχοληθώ με την παράδοση. Ήρθε και με βρήκε στο Σισμανόγλειο, όπου ήμουνα εκεί υπάλληλος, και μου είπε «Άκουσα από έναν καθηγητή σου, συνάδελφό μου στο Διδυμότειχο, ότι σε κάποιες τοπικές γιορτές τούς έλεγες κανένα παραδοσιακό τραγούδι. Έχω μια εκπομπή που λέγεται «Θρακικοί Αντίλαλοι» και θέλω να έρθεις να πεις μερικά τραγούδια». Και εκεί είπα εκείνο το… παροιμιώδες «Ναι, κύριε Παπαχριστοδούλου, τα ξέρω αυτά τα τραγούδια αλλά ντρέπομαι να τα πω!». Και τότε μου είπε: «Μην το ξαναπείς αυτό! Θα σε δείρω!». Ήταν μία στιγμή που δεν μπορώ να την ξεχάσω. Άλλα σημαντικά γεγονότα ήταν η συνεργασία με τον Γιώργο Νταλάρα το 1990, ο διπλός δίσκος μου “Τραγούδια και Σκοποί της Θράκης” από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, καθώς και η συμμετοχή μου στο Millennium και στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Επίσης, τα ταξίδια που έχω κάνει στην Αυστραλία, την Ευρώπη και την Αμερική. Όλα αυτά είναι γεγονότα που αφήνουν ένα σημάδι ανεξίτηλο.
Όταν πήγα στην Αυστραλία, το Μακεδονικό ζήτημα ήταν σε έξαρση και μας είχαν σιγοντάρει κατά κάποιο τρόπο και οι Σέρβοι, οι οποίοι είναι πάρα πολλοί στην Αυστραλία και ειδικά στη Μελβούρνη. Με φώναξε λοιπόν ο πρέσβης μας στην Αυστραλία, και μου είπε να βγω έξω στο μπαλκόνι και να δω μπροστά σε πόσο κόσμο θα τραγουδήσω. Εκεί ξέρετε οι δρόμοι είναι τεράστιοι, κάπου 60-70 μέτρα σε φάρδος, και είναι ένα σταυροδρόμι όπου συναντιούνται δύο τέτοιοι μεγάλοι δρόμοι και όσο έπιανε το μάτι μου ήταν αριστερά και δεξιά γεμάτο ανθρώπους. Ήταν πάνω από 150.000 κόσμος, Έλληνες, Σέρβοι και ντόπιοι. Επίσης ήταν μεγάλη εμπειρία στην Ολυμπιάδα να βλέπεις το στάδιο γεμάτο με 80.000 κόσμο και να φαντάζεσαι ότι σε βλέπουν και μερικά ακόμα δισεκατομμύρια! Μέχρι που ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο σκηνοθέτης, μάς έδωσε να φορέσουμε μία χάντρα και μας είπε: «Τόσα μάτια που σας βλέπουν, κάποιο θα σας πιάσει!».
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον;
Χ.Α.: Τη Μεγάλη Τρίτη (30 Μαρτίου) θα κάνουμε μία εκπομπή στην Μπήλιω Τσουκαλά και τη Μεγάλη Τετάρτη μία εκδήλωση στον Ιανό με ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδος και ψαλμοτράγουδα. Πιστεύω ότι μέχρι το Πάσχα θα έχει κυκλοφορήσει και το καινούργιο μας CD με ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδος με τίτλο “Άφραστον Θαύμα”.
Ν.Κ.: Εκκρεμεί και κάτι που το λέμε εδώ και κάποια χρόνια αλλά διάφορες δυσκολίες μάς έχουν εμποδίσει να το πραγματοποιήσουμε, και εννοώ την αυτοβιογραφία του Χρόνη Αηδονίδη. Εγώ κάνω την απομαγνητοφώνηση αλλά στην ουσία πρόκειται για καταγραφή του δικού του λόγου. Το βιβλίο θα περιέχει επίσης ένα ντοκιμαντέρ με τη ζωή του, σε επιμέλεια της Νομαρχίας Έβρου (με πρωτοβουλία του Νομάρχη κ. Νικόλαου Ζαμπουνίδη) και της ΕΤ3, καθώς και ένα CD με σπάνιο και ανέκδοτο ηχητικό υλικό, που είναι τραγούδια που έγραψε πριν από 40 χρόνια σ’ αυτό εδώ το γραφείο, όταν έκανε μόνος του πρόβα τα τραγούδια. Κάποια είναι στην πρώτη τους μορφή, δηλαδή πριν τα ηχογραφήσει, κάποια είναι πρόβες, και υπάρχουν και κάποια που δεν έχουν εκδοθεί ποτέ και θα ακουστούν όπως είναι αυτούσια με τη φωνή που είχε τότε.
“Όπως μαθαίνουν τα χρώματα με τα τραγούδια, έτσι μπορεί να είναι εξίσου ευχάριστο για τα παιδιά και το μάθημα της Ιστορίας μέσα από τα παραδοσιακά μας τραγούδια.”
Για άλλη μια φορά σας ευχαριστούμε πολύ για την τιμή που μας κάνατε και σας ευχόμαστε ολόψυχα καλή συνέχεια!
Χ.Α. και Ν.Κ.: Κι εμείς ευχαριστούμε πολύ!
Αντί επιλόγου θα κλείσουμε με λίγα λόγια που είπε ο Γιώργος Νταλάρας για τον Χρόνη Αηδονίδη.
«Ο Χρόνης Αηδονίδης είναι ένας ζωντανός θρύλος, ένας θησαυρός που ζει δίπλα μας. Ένας άνθρωπος ο οποίος έχει σφραγίσει αυτό που λέμε δημοτικό τραγούδι. Αλλά δεν θα το ‘λεγα έτσι. Είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Είναι ένας δάσκαλος της βυζαντινής μουσικής, ένας καταπληκτικός συνθέτης που έχει γράψει τραγούδια που όταν τ’ ακούς νομίζεις ότι έχουν γραφτεί αιώνες πριν, και τα ‘χει φτιάξει εκείνος από την αγάπη του που πήρε από τους γονείς του και από τον ευρύτερο χώρο της Θράκης. Όλα αυτά τα ακούσματα τον έκαναν καταπληκτικό μουσικό. Είναι ένας άγγελος που το ‘χει σκάσει απ’ τον Παράδεισο και είναι δίπλα μας και πρέπει να είμαστε ευτυχείς που τον έχουμε. Κάθε νότα που βγαίνει από το λαιμό του, για μας είναι ένα μεγάλο μάθημα» (Γιώργος Νταλάρας)
http://www.myspace.com/nektariakarantzi