Πάμε Θέατρο | Είδαμε την παράσταση: «Η τρελή του Σαγιό»
Η υπόθεση της παράστασης υφαίνεται γύρω από την «τρελή», αλλά τόσο συνάμα συμπαθητική Ορελί, η οποία επιδιώκει να σώσει το Παρίσι από κάποιους «κακούς» πετρελαιοπαραγωγούς που επιδιώκουν την εξαφάνιση του. Είναι μια ακόμη μάχη του καλού με το κακό, με το πρώτο να θριαμβεύει με κάπως παράδοξο τρόπο.
Το έργο είναι γραμμένο στα 1943, μια ιδιαίτερη περίοδο για τη Γαλλία συγκεκριμένα, αλλά και για τη σημερινή Ευρώπη γενικότερα, μιας και η Γερμανική Κατοχή κυριαρχούσε παντού. Αναμφίβολα, ο Ζαν Ζιρωντού επηρεασμένος από την κατάσταση της πατρίδας του γράφει ένα πολιτικό – κοινωνικό έργο και το ενισχύει με μια γερή δόση παραμυθιού. Ίσως να ήταν η ανάγκη του κόσμου τέτοια εκείνη την περίοδο. Ίσως να ήταν και η προσωπική του ανάγκη να γράψει κάτι που πέρα από τα μηνύματα που θέλει να περάσει, θέλει να διασκεδάσει και να ενίσχυσε την πίστη του κόσμου στη δύναμη του καλού. Πρόκειται για ένα έργο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να δένει εξαιρετικά με την ελληνική πραγματικότητα, άλλα η εξέλιξή του, δυστυχώς, φαντάζει κάπως προβλέψιμη.
Ο εκκεντρικός χαρακτήρας της αλαφροϊσκιωτης της Ορελί, μιας κάπως μοναχικής Παριζιάνας που αποφασίζει να σηκώσει στις πλάτες της την τύχη όλου του Παρισιού, είναι ο κεντρικός πυρήνας του έργου. Αν το λογίσουμε σαν παραμύθι, το έργο αποκτά μια βάση. Αν, όμως, το κατατάξουμε στα κοινωνικό-πολιτικά έργα, σίγουρα, το έργο φαίνεται να είναι μιας άλλης εποχής και γραφής, κάπως ξεπερασμένης. Η σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια είχε να προσφέρει στο κοινό μια πολύ όμορφή οπτικά εικόνα, με ωραία κοστούμια και ωραία σκηνικά. Στην πράξη, όμως, έχανε λίγο στο ρυθμό του έργου. Πρόκειται για ένα έργο με έντονο το παραμυθικό στοιχείο, που για να πείσει σήμερα χρειάζεται μια διαφορετική προσέγγιση, πιο ρεαλιστική. Βέβαια, και ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν μπορούσε να ξεφύγει από την πρωτότυπη γραφή του έργου, μιας και αυτό που μας παρουσίασε ήταν τα λόγια του Ζιρωντού.
Τον ρόλο της Ορελί κρατούσε η άκρως καταξιωμένη ηθοποιός Άννα Παναγιωτοπούλου. Η κυρία Παναγιωτοπούλου έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα στις ελληνικές θεατρικές σκηνές, αλλά στην παράσταση αυτή αντιμετώπιζε ορισμένα προβλήματα. Σε μια πρώτη σκέψη η επιλογή της συγκεκριμένης ηθοποιού ταιριάζει απόλυτα με το προφίλ της Ορελί. Η κυρία Παναγιωτοπούλου, όμως, πατούσε μια δυσκολία πάνω στη σκηνή, καθώς δυσκολευόταν να θυμηθεί τα λόγια της και μπέρδευε συχνά τα λεγόμενα της. Έχει, όμως, ένα έντονο θεατρικό ένστικτο και μια φυσικότητα στο παίξιμό της, που ακόμη και το σαρδάμ και το λάθος προσπαθούσε να το ενσωματώσει μέσα στο ρόλο. Αν το σκεφτούμε κι από μια άλλη οπτική αυτή η αλλόκοτη ύπαρξη θα μπορούσε να χάνει συχνά τον ιρμό της, να μπερδεύει τα λεγόμενα της γιατί έχει επιλέξει να ζει σε έναν άλλο κόσμο, πιο όμορφο. Κι όταν βλέπει την πραγματικότητα, αυτή την σοκάρει…
Πολλοί καλοί στους ρόλους τους ήταν ο Θανάσης Τσαλταμπάσης στο ρόλο του ρακοσυλλέκτη και η Μαρίνα Καλογήρου στο ρόλο της Ίρμα, της κοπέλας που δουλεύει στο μαγαζί της Ορελί και ικανοποιεί ορισμένες από τις παράλογες απαιτήσεις της. Πρόκειται για δύο πολύ καλούς νέους ηθοποιούς με φυσικό λόγο, πλαστική κίνηση, συναισθηματισμό και υποκριτική δυνότητα. Η κυρία Καλογήρου ήταν πολύ συναισθηματική και αβίαστα καλή, χωρίς κάτι το επιτηδευμένο στο παίξιμό της. Ο κύριος Τσαλταμπάσης είχε κάτι το γλυκό και το νοσταλγικό στο παίξιμό του, σαν να είχε πραγματικά βγει από τους παριζιάνικους δρόμους του 1946. Είναι ένας αληθινός «εργάτης» της σκηνής και η δουλειά του αυτή φαίνεται σε κάθε λέξη και κάθε κίνησή του. Προσπαθούσαν και οι δύο ηθοποιοί να δώσουν ρυθμό στην παράσταση, αλλά φαινόταν δύσκολο μιας και οι ρόλοι τους από γραφής ήταν πολύ μικρότεροι και δεν τους το επέτρεπαν. Μια ακόμη καλή ερμηνεία ήταν από το Βασίλη Μπισμπίκη, που δεν τον είχαμε συνηθίσει σε τόσο έντονα κωμικούς χαρακτήρες, και ήταν τόσο γκροτέσκο όσο έπρεπε. Βέβαια, μιας και το θέατρο είναι μια αμιγώς ομαδική δουλειά, οφείλουμε να δώσουμε συγχαρητήρια σ’αυτόν τον πολυπληθή θίασο, που έδωσε τον καλύτερο του εαυτό.
Ολοκληρώνοντας, η παράσταση είχε νοήματα να μεταδώσει, αλλά με έναν τρόπο πολύ παραμυθικό, με το καλό να θριαμβεύει, αφήνοντας, όμως, ανοιχτή τη χαραμάδα επιστροφής του κακού στον κόσμο. Το «κακό» θα είναι πάντα εδώ, πότε δε θα εξαφανιστεί γιατί, ίσως, διαφορετικά να μην μπορείς να διακρίνεις το καλό. Είναι, άλλωστε, τέτοια η φύση του ανθρώπου που πάντα θα θέλει παραπάνω από αυτά που έχει, θα γίνει άπληστος και φιλοχρήματος και δε διστάσει να θέσει σε κίνδυνο έναν ολόκληρο λαό για να πλουτίσει εκείνος. Μην σας φαίνεται τόσο παραμυθικό. Και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια κάτι τέτοιο δε συνέβει και θα συνεχίσει να συμβαίνει… Δεν ξέρω αν η επιλογή του έργου ήταν σωστή. Δεν μπόρεσα να καταλάβω αν αυτό που ήθελε να δώσει ο σκηνοθέτης ήταν γέλιο η συγκίνηση. Προσωπικά, επειδή είναι ένα έργο από γραφής απλό και παραμυθικό, έπρεπε να χαράξει εκείνος τη δική του μοναδική και ξεκάθαρη προσέγγιση.
Συντελεστές
Μετάφραση: Γιάννης Ιορδανίδης
Σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας
Σκηνικά /Κοστούμια: Αναστασία Αρσένη
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Κίνηση: Φώτης Διαμαντόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Τάσος Αλατζάς
Βοηθός σκηνογράφου: Φώτης Μουρτάς
Διανομή
Πρόεδρος: Πάνος Σταθακόπουλος
Βαρόνος: Βασίλης Ρίσβας
Τραγουδιστής: Δημήτρης Μάριζας
Γκαρσόν: Πάνος Μπόρας
Ανθοπώλης: Ηλιάνα Μπάλα
Ρακοσυλλέκτης: Θανάσης Τσαλταμπάσης
Ίρμα: Μαρίνα Καλογήρου
Μικροπωλητής -ναυαγοσώστης- Αντιπρόσωπος λαού Α΄ : Βαγγέλης Χατζηνικολάου
Χρηματομεσίτης: Βασίλης Μπισμπίκης
Μικροεισοδηματίας – Βοθροκαθαριστής: Γιάννης Δεγαΐτης
Εξερευνητής: Βασίλης Ευταξόπουλος
Τρελή του Σαγιό: Άννα Παναγιωτοπούλου
Ταχυδακτυλουργός: Alex Leonn
Πιερ: Παύλος Σαχπεκίδης
Αστυνομικός-Αντιπρόσωπος λαού Β΄: Αργύρης Παυλίδης
Γκαμπριέλ: Κατερίνα Δημάδη
Κονστάνς: Έρση Μαλικένζου
Ζοζεφίν: Αλεξάνδρα Παντελάκη
Κωφάλαλος: Γιώργος Τσούρμας
Info
Η παράσταση παίζεται από Τετάρτη μέχρι Κυριακή στην Κεντρική Σκηνή “Αίθουσα Τσίλλερ” στις 20:30