Πάμε Θέατρο: «Τρωάδες» σε σκηνοθεσία Μουμουλίδη | Είδαμε την παράσταση!
Την Κυριακή 29 Ιουνίου έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Βράχων η παράσταση «Τρωάδες» σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη με τις Φιλαρέτη Κομνηνού, Μαρία Πρωτόπαππα, Ιωάννα Παππά, στους κεντρικούς ρόλους των Τρωάδων, το Στέλιο Μάινα, τον Άρη Λεμπεσόπουλο, τη Λένα Παπαληγούρα και τη Ζέτα Δούκα κι ένα καλοσχηματισμένο χορό. Η παραγωγή ανήκει στην 5η Εποχή/Τέχνης σε συνεργασία με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας.
Βρισκόμαστε κάτω από τα τείχη της Τροίας. Ο πόλεμος έχει τελειώσει. Οι Έλληνες νικητές. Οι Τρώες ηττημένοι. Η Τροία καίγεται. Τα λάφυρα φορτώνονται στα καράβια. Οι αιχμάλωτες γυναίκες περιμένουν. Θα κληρωθούν στους ηγεμόνες των Αχαιών σκλάβες. Ανάμεσα τους η Εκάβη, η χήρα του, η Κασσάνδρα η παρθένα του Απόλλωνα και η Ανδρομάχη, χήρα του Έκτορα με τον γιο της Αστυάνακτα στην αγκαλιά της. Σε εκείνο το στρατόπεδο συγκέντρωσης ο Ταλθύβιος, ο κήρυκας των Αχαιών φέρνει τα νέα από το μέρος των κατακτητών. Ο Μενέλαος έρχεται να πάρει την Ελένη.Η Ελένη θα θανατωθεί από τους συγγενείς εκείνων που έπεσαν στην Τροία. Οι αιχμάλωτες γυναίκες κλαίνε τους δικούς τους. Τον άντρα που θα μείνει άταφος. Τα παιδιά που άρπαξαν ή σκότωσαν. Προσπαθούν να καταλάβουν. Ο Ταλθύβιος διατάζει να βάλουν φωτιά στην Τροία. Ο Στρατιώτης αναρωτιέται αν τελειώνει ο πόλεμος.
Ο Θέμης Μουμουλίδης επιλέγει για αυτό το καλοκαίρι να σκηνοθετήσει τις Τρωάδες (σε μετάφραση Κ.Χ. Μύρη), ένα από τα πιο ξεκάθαρα αντιπολεμικά έργα του Ευριπίδη. Ως δραματουργική επιλογή κρίνεται καίρια καθώς μελετά ένα πόλεμο από την πλευρά των ηττημένων και διερευνά πέρα από την κτηνωδία του πολέμου, την τραγικότητα τόσο του χαμένου όσο και του νικητή και καταλήγει μάλλον στο ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτο μέρος της ανθρώπινης κατάστασης. Ο σκηνοθέτης χειρίζεται με τον καλύτερο τρόπο το ανθρώπινο δυναμικό της, στήνοντας μια παράσταση που βασίζεται στις ρεαλιστικές ερμηνείες χωρίς περιττές δραματικές κορυφώσεις και στομφώδη απεύθυνση, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που βασίζεται στην ουσία των Τρωάδων, τον σπαραγμό που δεν εξωτερικεύεται αλλά τρώει σιγά-σιγά τα σωθικά των ηρωίδων. Χωρίς ενδυματολογικές και σκηνικές υπερβολές απεικονίζεται ο κάθε χαρακτήρας με τα χαρακτηριστικά που αναμένει ο “διαβασμένος” θεατής, κάνοντας ωστόσο μια σύνδεση με ένα οποιοδήποτε στρατόπεδο συγκέντρωσης σε μια σύγχρονη κοινωνία, χωρίς να οδηγείται σε κάποια κατευθυνόμενη επικαιροποίηση της δράσης και των χαρακτήρων. Εξάλλου, όπως σε κάθε τραγωδία πόσο μάλλον στις Τρωάδες, ο θεατής/αναγνώστης είναι σε θέση να προβεί σε ποικιλία συνειρμών και ψυχικών διεργασιών από το ίδιο το κείμενο και τη φύση των ηρώων.
Η παράσταση ξεκινά με τον Ποσειδώνα (Άρης Λεμπεσόπουλος) και την Αθηνά (Λένα Παπαληγούρα), δύο πανίσχυρους θεούς, απογοητευμένους από τους Έλληνες για την κτηνώδη και βέβηλη συμπεριφορά τους. Το ενδιαφέρον κατά την (άπειρη) γνώμη μου είναι πως οι δυο θεοί δεν εμφανίζονται όπως τους αναμένουμε από ότι γνωρίζαμε προηγουμένως, αλλά σαν δυο «αδύναμες» φιγούρες σχεδόν σαν είδωλα. Η ερμηνευτική προσέγγιση των δυο ηθοποιών χωρίς φτιασίδια και στοιχεία εντυπωσιασμούδίνει μια ανάγλυφη εικόνα που κινείται στα μυστηριακά μονοπάτια με τρόπο λιτό αλλά διεισδυτικό. Αρχικά με ξένισε η όψη των δύο χαρακτήρων, αλλά βλέποντας την παράσταση ολοκληρωμένα νομίζω πως ήταν εύστοχη καθώς λειτουργούσε με τη γενικότερη παρακμή που προκάλεσε ο πόλεμος αλλά και με την κειμενική επιλογή του Ευριπίδη να μη βασίσει την πλοκή στους θεούς, αλλά στον ανθρώπινο πόνο. Ο Άρης Λεμπεσόπουλος δίνει ένα γοητευτικό Ποσειδώνα που με την κινησιολογία του και το επιβλητικό υφόχρωμα που επιλέγει δημιουργεί μια αύρα. Η Λένα Παπαληγούρα εμφανίζεται σαν εκείνο το αεράκι που σε φυσά σε μια απόκοσμη ησυχία σε ένα βράδυ που έχει άπνοια και κάθεσαι μόνος σου στο μπαλκόνι. Εκ γραφής, ο ρόλος της Αθηνάς ίσως δείχνει λίγο διεκπεραιωτικός σε αντιδιαστολή με τις Τρωάδες, αλλά η αριστοτεχνικά τοποθετημένη ερμηνεία της δίνει μια περσόνα που καταφέρνει να περάσει σαν μετείκασμα σε όλα σου τα αισθητηριακά όργανα ακόμη και μετά την εμφάνιση των τριών κεντρικών ηρωίδων που αναμφισβήτητα αποτελούν τον πυρήνα της παράστασης. Με ένα απλό φόρεμα και την περικεφαλαία που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της θεάς που υποδύεται η ηθοποιός περιφέρεται ανάμεσα στα ανθρώπινα συντρίμμια με μια θλίψη και μια απογοήτευση που ταιριάζει περισσότερο στην ανθρώπινη παρά στη θεϊκή της διάσταση, μια διάσταση που εξισορροπεί με την έντονα σχηματοποιημένη σκηνική της παρουσία.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού πρωτοστατεί ως Εκάβη με μια ήρεμη δυναμική και μια αξιοζήλευτη σκηνική σιγουριά με έμμετρες κορυφώσεις που υπηρετούν στο μέγιστο την τραγική ηρωίδα που έχει βιώσει τα δεινά του πολέμου σε όλες τις εκφάνσεις του. Με σκηνική άνεση θα έλεγα παίρνει πάνω της την Εκάβη και υποφέρει με όλες τις τραγωδίες που έχει βιώσει, διατηρώντας όμως την ψυχραιμία που προστάζει η φύση της. Δίπλα της, η Μαρία Πρωτόπαππα που για άλλη μια φορά καθηλώνει το κοινό με μια ερμηνεία που δείχνει τρομαχτικά φυσική κάνοντας ανάγλυφη όλες τις πτυχές της τραγικότητας της Ανδρομάχης την οποία ενσαρκώνει. Ο χαρακτήρας που χτίζει είναι εμφανές ότι είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς τόσο σε τεχνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, μπαίνοντας βαθιά μέσα στην τραγική ηρωίδα δίνοντας ένα αξιοθαύμαστο σκηνικό αποτέλεσμα.
Τις καλύτερες των εντυπώσεων μου άφησε η ερμηνεία της Ιωάννα Παππά ως Κασσάνδρα, μια αριστοτεχνική ερμηνεία που σχεδόν δεν πίστευσα. Οφείλω να παραδεχτώ ότι όταν είχα δει τις Αλεπούδες το χειμώνα απέδωσα την καλή της ερμηνεία στην Ε. Σκότη κι όταν είδα την παράσταση Οδός Πολυδούρη αντίστοιχα στο Θ. Γκόνη, αλλά αυτή τη φορά η ηθοποιός δε μου αφήνει περιθώριο να μην την παραδεχτώ και να μην την καταχειροκροτήσω. Η Κασσάνδρα, η εκλεκτή παρθένα του θεού Απόλλωνα εμφανίστηκε στο Βύρωνα κι αισθάνθηκα πως για λίγα λεπτά ο χρόνος κι ο χώρος έχασαν την υπόσταση τους, πως πήγαμε κάπου αλλού που δεν είχαν σημασία τα σημεία αναφοράς και με στοίχειωσε μέχρι το κόκκαλο. Για κάποιο λόγο αισθανόμουν πως ακουγόταν μια πρωτότυπη μουσική σύνθεση και πως το κοστούμι που φορούσε ήταν λαμπρότερο. Φεύγοντας από το θέατρο μου γεννήθηκε το ενδιαφέρον να μπω περισσότερο στα βαθιά νερά που είναι έτοιμη να βουτήξει στα επόμενα καλλιτεχνικά της σχέδια. Το καλύτερο είναι πως σίγουρα με την τριβή των παραστάσεων σε ένα μήνα που θα ξαναπεράσει η περιοδεία από την Αθήνα, η ερμηνεία της όπως και των υπολοίπων συντελεστών θα απογειωθούν.
Γύρω από την Εκάβη, την Κασσάνδρα και την Ανδρομάχη, συναντούμε τις Τρωάδες που υποφέρουν μαζί τους κι αποτελούν το χορό της τραγωδίας. Καίρια νομίζω είναι η παρουσία του χορού καθώς φωτίζουν η κάθε μια από τις γυναίκες (Λουκία Μιχαλοπούλου, Ίρις Μάρα, Λένα Παπαληγούρα, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, ΤζωρτζίναΠαλαιοθόδωρου, Ιώ Κυριακίδη) το βουβό σπαραγμό που είναι πρωταγωνιστής των Τρωαδών. Αισθάνομαι πως ο χορός έχει μερικό περιθώριο να δουλέψει ακόμη ώστε να απογειώσει το συνολικό αποτέλεσμα καθώς συμβάλει καθοριστικά στη δημιουργία ή μη μιας ατμόσφαιρας, αλλά τα υλικά του νομίζω είναι αρκετά να οικοδομήσουν μια εξαίσια θεατρική εμπειρία. Η Λουκία Μιχαλοπούλου έχει μερικές στιγμές που ξεχωρίζουν και μεταδίδουν την τραγικότητα και τα βάσανα που μοιράζονται όλες οι αιχμάλωτες γυναίκες κι όχι μόνο οι τρεις κεντρικές ηρωίδες. Για μερικές παραστάσεις μάλιστα όπως διαβάζω στο πρόγραμμα της παράστασης, η ηθοποιός θα δοκιμαστεί και στο ρόλο της Ελένης, κάτι που θα είχε ενδιαφέρον καθώς είναι το άλλο άκρο. Αυτό που με συγκλονίζει στις Τρωάδες είναι πως μιλάμε για γυναίκες που έχουν χάσει άντρα και παιδιά, έχουν κακοποιηθεί ανεπαίσθητα και θα εξακολουθήσουν να κακοποιούνται ψυχικά και σωματικά ως υπόδουλες των κατακτητών, έχουν δει την πατρίδα τους να καταστρέφεται, μα παρά όλα αυτά αντί να ξεσπάσουν σε λυγμούς και να καταραστούν τους Έλληνες, μένουν δυνατές στα πόδια τους, ακλόνητες αντί να παθαίνουν το νευρικό κλονισμό, με κυρίαρχες σαφώς την Κασσάνδρα και την Ανδρομάχη που δίνουν το στίγμα του έργου. Αναπόφευκτα θα σκεφτούμε τόσες χιλιάδες παραδείγματα γυναικών ανά τον κόσμο σε κάθε εποχή, πόσο μάλλον σήμερα που το διαδίκτυο είναι το κυρίαρχο μέσο πληροφόρησης κι επικοινωνίας, σύγχρονων Τρωάδων, γυναικών όπως σχολίασε η Μ. Πρωτόπαππα σε συνέντευξη που μας παραχώρησε «που έχουν χάσει το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης» (διαβάστε εδώ).
Στον αντίποδα (ή όχι και τόσο) συναντούμε τους Έλληνες, τους νικητές του Τρωικού πολέμου, με εκπροσώπους τον Ταλθύβιο, το Μενέλαο κι ένα στρατιώτη. Ο Μενέλαος εμφανίζεται με μια απροσδιόριστη διάθεση που δεν ταιριάζει με την εικόνα που έχουμε σχηματίσει μέσα μας για τους νικητές ενός πολέμου. Ο Άρης Λεμπεσόπουλος παρουσιάζει επιτυχώς το βασιλιά της Σπάρτης σαν έναν άντρα που δεν ξέρει αν είναι νικητής ή χαμένος, που δεν ξέρει αν πρέπει να συγχωρέσει ή όχι τη γυναίκα του, που δεν ξέρει αν συμφωνεί ή διαφωνεί με την Εκάβη, μια κυρίαρχη γυναίκα από το (αντίπαλο) στρατόπεδο. Ο Στέλιος Μάινας ως Ταλθύβιος εκφράζει επαρκώς τη μετριοπαθή θέση ανάμεσα στο πρέπει του νόμου του ισχυρού και στο πρέπει των θεών, δείχνοντας συμπόνια προς τις Τρωάδες, αλλά λειτουργεί ως φερέφωνο αλγεινών αποφάσεων. Η Ζέτα Δούκα εμφανίζεται ιδιαιτέρως κομψά ντυμένη με κοσμήματα και περιποιημένη κόμη δικαιολογώντας το όνομά της και η ανέκφραστη κι αλύγιστη στάση του σώματος της συνάδει με την τραγική διακωμώδηση του χαρακτήρα της από τον τραγικό ποιητή. Ερμηνευτικά βλέπουμε μια τόσο μεγάλη ψαλίδα σε σχέση με τους υπόλοιπους χαρακτήρες (που ως επί το πλείστον είναι Τρωάδες) που ξενίζει αλλά ενισχύει τελικά τη διάσταση που θέλει να περάσει ο Ευριπίδης για τη φύση και τα αίτια του πολέμου δίνοντας μια μεγάλη αντίθεση και κάνοντας μάλλον μια παρωδία των χαρακτήρων Μενελάου-Ελένης για να πάρει φανερά το μέρος των Τρωάδων και να προτάξει πως ο πόλεμος δεν έχει νικητές και χαμένους. Ο Χρήστος Πλαϊνης από την άλλη, εμφανίζεται πιο αιμοφόρος, βλάσφημος κι εκδικητικός από τους ανωτέρους του, εκφράζοντας το μένος των Ελλήνων κατακτητών που απεικονίζεται ανάγλυφα μέσα από τις ερμηνείες και τους λόγους των Τρωάδων. Θα σταθώ στον στίχο που λέει «ο πόλεμος δεν τελείωσε. Εμείς είμαστε ο πόλεμος» που εκφράζει συμπυκνωμένα όλο το έργο κατά τη γνώμη μου.
Η συγκεκριμένη τραγωδία του Ευριπίδη είναι ένα έργο που μπορεί να μετουσιωθεί σε μια καλή παράσταση μόνο αν έχει δυνατές ερμηνείες κι αυτό το πετυχαίνει αν μη τι άλλο ο Θέμης Μουμουλίδης με την άριστη διανομή που έχει κάνει, με τις Τρωάδες του να γοητεύουν και να συγκλονίζουν το θεατρόφιλο κοινό. Ένας ατεκμηρίωτος συλλογισμός είναι πως η διαφορά ανάμεσα σε μια καλή και σε μια άριστη παράσταση όταν μιλάμε για το αρχαίο δράμα δεν εντοπίζεται τόσο στις δυνατότητες όσο στη διαθεσιμότητα των ηθοποιών και την ειλικρίνεια που δείχνουν τόσο προς τους ήρωες που υποδύονται όσο και στο βαθύ τους κόσμο μέσα στον οποίο βρίσκονται όλοι οι τραγικοί ήρωες, όπως η Αντιγόνη, η Μήδεια και η Κασσάνδρα. Δεν είμαι σε θέση να προβώ σε συγκρίσεις των περιοδειών που μας συντροφεύουν το φετινό καλοκαίρι, αλλά γοητευμένος από τις Τρωάδες, σας προτείνω να τις γνωρίσετε αν «παίξουν» κάπου κοντά σας.
Info:
Οι επόμενοι σταθμοί της περιοδείας των Τρωάδων της 5ης Εποχής είναι σήμερα στα Γρεβενά, το Σάββατο 5/7 στην Καστοριά και 7-11 Ιουλίου στη Θεσσαλονίκη. (αναλυτικά το πρόγραμμα εδώ)