Πάμε Θέατρο: Στιγμές σαν τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Τάρλοου σπάνια συμβαίνουν!
Αίσθηση είχε προκαλέσει πολύ πριν από την ανακοίνωση της διανομής το γεγονός πως ο Δημήτρης Τάρλοου θα σκηνοθετούσε τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση τόσο γιατί το ίδιο το έργο που είναι ένα από τα κλασικότερα και πολύπλευρα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα όσο κι εξαιτίας της καταγωγής του ως εγγονός του συγγραφέα. Όταν άνοιξε η προπώληση της παράστασης κατάφερε να γίνει soldoutμέσα σε 24 ώρες (!) με χιλιάδες θεατρόφιλους –και στην προκειμένη βιβλιοφάγους- να μένουν με το παράπονο πως δεν πρόλαβαν κάποια θέση. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συναντούμε την Αλεξάνδρα Αϊδίνη, τον Όμηρο Πουλάκη, το Νίκο Ψαρρά και τη Σοφία Σεϊρλή, ενώ τη διανομή συμπληρώνουν η Ηλιάνα Μαυρομάτη, η Αλίκη Αλεξανδράκη, οι (μικρές) Κατερίνα Αποστολοπούλου και Βασιλική Σταυροπούλου και σε ρόλο έκπληξη ο Δημήτρης Τάρλοου.
Ο Στρατής Πασχάλης αναλαμβάνει με θάρρος και μαεστρία έναν από τους πιο δύσκολους ρόλους της παράστασης, το να επεξεργαστεί τον κόσμο του Καραγάτση και να το δραματοποιήσει. Έχοντας διαβάσει το βιβλίο (αναλυτικότερα εδώ), σαφώς είχα κάποιες απαιτήσεις, τις οποίες υλοποίησε διαφορετικά από ότι περίμενα, αλλά υποδειγματικά κι αποτελεσματικά. Διατηρώντας όλη την ποίηση του Καραγάτση –γιατί εμένα η εικονοπλασία του πριν από κινηματογραφική είναι καθαρά ποιητική- συμπυκνώνει σκηνές κι αφαιρεί άλλες για να κατασκευάσει όσο του επιτρέπεται από το ίδιο το έργο, ένα θεατρικό που σε κρατά προσηλωμένο χωρίς να στερεί τη λογοτεχνική του καταγωγή. Ας πούμε σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές του έργου, το ταξίδι της Μαρίνας στην Αθήνα καταφέρνει να χωρέσει 30 σελίδες βιβλίου και δυο εβδομάδες ξεναγήσεων μέσα σε λιγότερο από ένα δεκάλεπτο μεταφέροντας όλο τον ερωτικό παλμό, τον Παλαμά, την καρυάτιδα του Μηνά, το ταβερνάκι, την ατμόσφαιρα. Εύστοχη επιλογή ήταν και στο επίπεδο της γλώσσας όπου διατηρήθηκαν τα γαλλικά και τα αγγλικά, τα αρχαία και τα νέα ελληνικά σε ένα πολύ ενδιαφέρον και γοητευτικό συνονθύλευμα γλωσσών.
Συμπρωταγωνιστικό ρόλο με τους ηθοποιούς της παράστασης έχει η θάλασσα μέσα από τα μυσταγωγικά πλάνα του Χρήστου Δήμα που προβάλλονται καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. Η Μεγάλη Χίμαιρα προφανώς δεν θα μπορούσε να υφίσταται ούτε φιλολογικά ούτε σκηνικά χωρίς την παρουσία της θάλασσας κι αυτό «διαβάστηκε» με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η θάλασσα είναι «εκεί» στις χαρές και τις λύπες, στον έρωτα και το θάνατο, στα ηθικά σκαμπανεβάσματα, στην αγωνία και την ηρεμία. Τα συγκεκριμένα πλάνα συμβάλλουν και στην ανάδειξη του μεταφυσικού στοιχείου που διακρίνει το λογοτεχνικό έργο του Καραγάτση, με το Σορόκο, την Όστρια και το Γαρμπή να «προσωποποιούνται» και να αποκτούν συναισθήματα ανάλογα των ηρώων. Κάτι όμως που δεν ήταν γραμμένο στη «Χίμαιρα» και κάνει την παράσταση να ξεχωρίζει και να μπαίνει ακόμη βαθύτερα στο μέσα σου, είναι η μουσική της Κατερίνας Πολέμη που είναι το καλύτερο ένδυμα που μπορεί να φορέσει μια παράσταση και προσδίδει για άλλη μια φορά στο σκηνικό αποτέλεσμα αποτελώντας μια οντότητα χωρίς την οποία δεν μπορείς να φανταστείς το λόγο των ηρώων και χάρης του οποίου φαντάζεσαι πολλά περισσότερα από όσα «οπτικοποιούνται». Δεν έχω νιώσει ποτέ περισσότερο την ανάγκη να υπάρχει μουσική σε παράσταση.
Η Ελένη Μανωλοπούλου μεγαλουργεί στα σκηνικά και τα κουστούμια, με έναν σκηνικό χώρο χωρισμένο στα δύο: στο κατάστρωμα της «Μεγάλης Χίμαιρας» και στο σαλόνι του σπιτιού στη Σύρο. Τα κουστούμια που «κέντησε» για την παράσταση, ντύνουν τους ηθοποιούς με τα καλύτερα τους και κεντρίζουν το βλέμμα του θεατή για την προσοχή στη λεπτομέρεια, την καλαισθησία τους και για την αίσθηση μιας άλλης εποχής, ρομαντικής κι αέρινης που συμβάλει στη γενικότερη προσπάθεια της παράστασης να αναδειχθεί ο ρομαντισμός τόσο στη φωτεινή όσο και στην σκοτεινή του πλευρά (ίσως περισσότερο στη δεύτερη). Σε αυτή την αίσθηση και τη μετατρεψιμότητα της σκηνικής σύμβασης προσφέρει σαφώς κι ο σχεδιασμός του φωτισμού από τον Αλέκο Αναστασίου.
Μέσα σε ένα τόσο άρτια δομημένο τεχνικό κομμάτι, δρουν κι αλληλεπιδρούν με δυνατές ανάσες οι ηθοποιοί με το πρωταγωνιστικό δίδυμο Αϊδίνη-Πουλάκη να δίνουν τις καλύτερες ερμηνείες της μέχρι τώρα πορείας τους στο χώρο. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη ήδη από το πρώτο πλάνο της ως Μαρίνα Μπαρέ όπου χάνει την παρθενιά της υπαίθρια σαν ετέρα μιλώντας στα γαλλικά γοητεύει και αιχμαλωτίζει το θεατή δίνοντας τόσο απλά την αίσθηση πως βλέπουμε γαλλικό κινηματογράφο με μια μεγάλη «μοιραία» πρωταγωνίστρια. Η ερμηνεία της σε αυτά τα κινηματογραφικά αποσπάσματα είναι συγκλονιστική, ρομαντική και μελαγχολική πετυχαίνοντας με το καλύτερο δυνατό τρόπο (τα εύσημα ξανά στον Σ. Πασχάλη και το Χ. Δήμα) να αποδοθεί «οπτικά» το παρελθόν της Μαρίνας Μπαρέ. Δεν είναι καθόλου εύκολη η επιλογή των δημιουργών της παράστασης να ξεκινήσουν θεατρική παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών, με ένα κοινό γεμάτο απαιτήσεις και βιώματα, με μια κινηματογραφική ταινία μικρού μήκους. Αν δεν ήταν τόσο αριστοτεχνικά ποιημένο, θα είχαμε βγει όλοι έξω να το σχολιάσουμε, αλλά τώρα μιλάνε οι εικόνες από μόνες τους. Η Αϊδίνη πραγματοποιεί έναν «σπουδαίο άθλο» –λόγια που ακούστηκαν με πολλή αγάπη από την κα Καλογεροπούλου αργότερα στα παρασκήνια- με αυτό το ρόλο. Παρόλο που είχα την τύχη να δω πολλές φορές την ηθοποιό σε προηγούμενες δουλειές της, στη Μεγάλη Χίμαιρα με εξέπληξε ευχάριστα, με ταξίδεψε και με σόκαρε. Η τεχνική της και οι τοποθετήσεις είναι αξιοθαύμαστες και την κατατάσσουν πλέον σε μια από τις ερμηνείες που αξίζει να μνημονεύεται πλάι στα ονόματα εκείνων των ηθοποιών που πέρασαν από το εγχώριο θέατρο και δε λησμονήθηκαν ποτέ όσα χρόνια και να πέρασαν από το κλείσιμο της τελευταίας τους αυλαίας. Η ηθοποιός κατάφερε να μεταχειριστεί τα γαλλικά, τα αγγλικά, τα αρχαία και τα νέα ελληνικά, την Αντιγόνη και τη Μήδεια, τον Παλαμά και το Σικελιανό με μελιστάλακτο και σαγηνευτικό τρόπο αναδεικνύοντας όλες εκείνες τις πτυχές του πολυπρισματικού κι άλλοτε αινιγματικού ρόλου της. Αξιοθαύμαστη από την αρχή μέχρι το τέλος, με σημαντικότερη στιγμή της, το «αρρωστημένο» πάθος με το Μηνά, που κορυφώνει το έργο στο μέτρο και στο μέγεθος που πρέπει.
Ο Όμηρος Πουλάκης κάνει επίσης μια υπέρβαση με το ρόλο του Μηνά, μεταφέροντας όλη εκείνη τη γοητεία που κάνει όποια γυναίκα περάσει στο διάβα του να τον ερωτευτεί. Μέσα στις καλοστημένες τεχνικές και το χαριτωμένο άγχος του, δίνει ένα γοητευτικό και κοσμοπολίτη Μηνά που δεν στερεί τίποτα από τον ιδεατό νεαρό που περιγράφει ο Καραγάτσης στο έργο του. Η εκρηκτική του χημεία με τη συμπρωταγωνίστρια του δίνει ένα αποτέλεσμα εναρμονισμένα ερωτικό που ισορροπεί ανάμεσα στον πιο αγνό έρωτα και την ανθρώπινη παράνοια. Ιδιαιτέρως απολαυστικός όταν μιλά για τη «γυναίκα της ζωής τους», μια Καρυάτιδα στον Παρθενώνα, για τον Παλαμά και το Σικελιανό, όταν προφέρει «δεν ασχολούμαι με τη Λογοτεχνία, γιατί σιχαίνομαι τους ερασιτεχνισμούς». Αισθάνομαι μάλιστα, ότι το χειμώνα στην επανάληψη της παράστασης, θα δώσει ακόμη περισσότερα στο Μηνά και θα χαρίσει στο θεατή την ευκαιρία να ερωτευτεί τον Καραγατσικό ήρωα με την ίδια σχεδόν ένταση που θα τον ερωτευόταν αν είχε διαβάσει το μυθιστόρημα.
Ο Νίκος Ψαρράς αναδεικνύει τη γλύκα και την αυθεντικότητα του Γιάννη, στη δεύτερη του συνάντηση με την Αϊδίνη μετά την Αυλή των Θαυμάτων που είχαμε δει πριν τρία χρόνια στο Εθνικό. Προσωπικά, θα ήθελα λίγο περισσότερο χώρο και χρόνο στα κομμάτια του Γιάννη σε επίπεδο γραφής και σκηνικής δράσης, για να προλάβει ο θεατής που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο να «δει» και να νιώσει το δυνατό έρωτα που γεννήθηκε ανάμεσα σε αυτόν και τη Μαρίνα. Η Ηλιάνα Μαυρομάτη προσηλωμένη δίνει μια «αφηρημένη» Λιλή την οποία έχει «διαβάσει» και τοποθετήσει εύστοχα και λειτουργικά. Το ίδιο πετυχαίνει και με τους υπόλοιπους ρόλους από τους οποίους περνά.
Η Σοφία Σεϊρλή και η Αλίκη Αλεξανδράκη αντιπροσωπεύουν τις Κασιώτισσες γυναίκες, τα σχεδόν «άψυχα» σώματα που γλύφει η θάλασσα για να ξεχνούν τα βάσανα από τους νεκρούς που πενθούν με γνησιότητα. Η κα Αλεξανδράκη στη μοναδική της σκηνή καταφέρνει να μεταδώσει όλον εκείνον τον πόνο τον οποίο αποσιωπούν οι υπόλοιποι ήρωες του έργου.
Με όλες αυτές τις καλλιτεχνικές μονάδες, ο Δημήτρης Τάρλοου έχοντας ένα χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό στίγμα δημιουργεί ένα σύγχρονο αριστούργημα που για εμένα αξίζει να μνημονεύεται για πολύ-πολύ καιρό μετά τη λήξη του Φεστιβάλ Αθηνών. Ευτυχές είναι ότι η παράσταση θα επαναληφθεί το χειμώνα στο Πορεία, καθώς τέτοια έργα –ακόμη περισσότερο όταν μιλάμε για την εν λόγω παράσταση- πρέπει να επικοινωνούν και να αναπνέουν σε μεγαλύτερο «χώρο». Βγαίνοντας από το Κτίριο Η της Πειραιώς 260 είχα την ψευδαίσθηση πως «αποβιβάστηκα» από τη Μεγάλη Χίμαιρα και πως ήμουν ασταθής. Για μερικά λεπτά έκανα την αφελή σκέψη πως είχαμε αράξει στο Παρίσι ή στη Σύρο. Πως η Μαρίνα και ο Μηνάς είχαν κρυφτεί στα καμαρίνια/αμπάρι του πλοίου για να ζήσουν για μερικές στιγμές ακόμη το «αρρωστημένο» τους πάθος. Το βιβλίο κλείνει. Η παράσταση τελείωσε. Το χειροκρότημα ήταν ιδιαιτέρως θερμό για δέκα σχεδόν λεπτά. Το αν θα τελειώσει όμως θα το αποφασίσει ο θεατής-αναγνώστης με τη δική του παρουσία και διαθεσιμότητα.
Διασκευή
Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία
Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνικά – Κουστούμια
Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική
Κατερίνα Πολέμη
Φωτισμοί
Αλέκος Αναστασίου
Επιμέλεια κίνησης
Ζωή Χατζηαντωνίου
Σκηνοθεσία κινηματογραφικού μέρους
Χρήστος Δήμας
Βοηθοί σκηνοθέτη
Άννα Πασπαράκη
Δήμητρα Κουτσοκώστα
Διανομή
ΜΑΡΙΝΑ
Αλεξάνδρα Αϊδίνη
ΓΙΑΝΝΗΣ
Νίκος Ψαρράς
ΜΗΝΑΣ
Όμηρος Πουλάκης
ΡΕΪΖΑΙΝΑ
Σοφία Σεϊρλή
ΛΙΛΗ – ΚΑΛΛΙΟΠΗ – ΒΙΕΤΝΑΜΕΖΑ ΠΟΡΝΗ
Ηλιάνα Μαυρομάτη
ΑΝΝΟΥΛΑ
Κατερίνα Αποστολοπούλου, Βασιλική Σταυροπούλου
ΑΝΝΕΖΙΩ
Αλίκη Αλεξανδράκη
ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
Δημήτρης Τάρλοου