Πάμε Θέατρο: «Διασκεδαστικές Ιστορίες Περί Θνητότητας» από το Γιάννη Μόσχο | Είδαμε την παράσταση!
Η παράσταση παρουσιάστηκε για τρεις μοναδικές παραστάσεις (18-20 Ιουλίου) στο Κτίριο Ε της Πειραιώς 260 κερδίζοντας την αποδοχή του θεατρόφιλου κοινού που «πρόλαβε» θέση για μια από τις παραστάσεις που έδωσε. Ο Γιάννης Μόσχος μελέτησε δεκάδες διηγήματα του Άντον Τσέχωφ –ο οποίος ξεκίνησε τη συγγραφική του πορεία ως ευθυμογράφος- κι έφτιαξε ένα ψηφιδωτό σκηνικό έργο με βασικό γνώμονα τα αποδημητικά πουλιά και τη ματαιότητα της ζωής του ανθρώπου. Εκεί, στην σκοτεινή αίθουσα του Κτιρίου Ε, θα εμφανιστεί η Λυδία Φωτοπούλου και με τη σαγηνευτική της φωνή θα πει «Ό,τι θεωρούμε σήμερα σημαντικό, αξιοσημείωτο και ουσιαστικό, θα έρθει καιρός που θα ξεχαστεί, ή θα μοιάζει εντελώς ασήμαντο». Σε αυτή την σκέψη θα μείνω εγκλωβισμένος καθόλη τη διάρκεια της παράστασης.
Ο Γ. Μόσχος πολύ συνειδητά επιλέγει δέκα διηγήματα του Τσέχωφ (όχι και τόσο δημοφιλή στο ευρύ κοινό) που άλλοτε πιο εύθυμα κι άλλοτε πιο λυπημένα, κλείνουν το μάτι στο θεατή και του επιτρέπουν να δει με αθωότητα κι ειλικρίνεια την ανθρώπινη συμπεριφορά χωρίς κάποια διάθεση κριτικής ή κοινωνικής σάτιρας. Το κείμενο που συνθέτει καταφέρνει να «αναπνεύσει» τόσο λόγω της σπιρτόζικης σύνθεσης όσο και των σκηνοθετικών του επιλογών με κύρια στοιχεία την αφήγηση, το μοτίβο των αποδημητικών πουλιών και τη μεταπλαστικότητα των σκηνικών (της Τίνας Τζόκα). Η παράσταση που συνθέτει λοιπόν παρά τις αναμενόμενες δυσκολίες έχει συνοχή, ρυθμό και «ρέει» σαν το «πέταγμα ενός πουλιού» χωρίς να το βαρύνει με στολίδια και ερμηνευτικές τεχνικές που θα χαντάκωναν την αφήγηση. Τα διηγήματα του Τσέχωφ άλλωστε ενώ σου χαρίζουν ένα αβίαστο χαμόγελο, σου γυρίζουν διακριτικά το βλέμμα σου προς τον άνθρωπο λέγοντας «απλώς» μια ιστορία.
Ο βασικός ερμηνευτικός άξονας λοιπόν, βάζει κάποιον ή κάποιους από τους ηθοποιούς να αφηγούνται την ιστορία και τους υπόλοιπους να την αναπαραστούν σκηνικά. Η εναλλαγή των αφηγήσεων των διηγημάτων βασίστηκε σε μια χοροθεατρική συνθήκη (κίνηση από την Ανθή Θεοφιλίδου) όπου οι ηθοποιοί βαδίζουν ακατάπαυστα στο διάδρομο που είχε τοποθετηθεί στο μέσον της σκηνής αναπαριστώντας με μια ποιητική έννοια το πέταγμα των αποδημητικών πουλιών ή τον κύκλο της ζωής. Αυτές οι ιστορίες θα μπορούσαν να τις αφηγηθούν σήμερα ή σε δέκα ή σε εκατό χρόνια, μα δε θα είχαν αλλάξει και πολλά. Όσες προόδους και κάνει η Τεχνολογία ή το πολεοδομικό σύστημα μιας χώρας, οι φόβοι και οι υπαρξιακές αναζητήσεις του ανθρώπου θα ακολουθούν μια ανεξάρτητη πρωτόγονη διαδρομή με τις δικές της συμβάσεις μέσα στην ασυμβατότητα της. Ξεχωρίζουν τα κομμάτια όπου αφηγήτριες είναι η Λυδία Φωτοπούλου και η Εύη Σαουλίδου, το ασυναγώνιστο μπρίο του Μιχάλη Οικονόμου και η ερμηνευτική «ασφάλεια» του Αλεξάνδρου Μυλωνά, όμως συνολικά, ο κάθε ηθοποιός κουβαλώντας τη γοητεία και το όποιο προσδιορισμένο ταλέντο του, συμβάλει με την ψηφίδα του στον καμβά που όλοι μαζί κοσμούν. Η κλωστή λοιπόν με την οποία «κεντάται» τελικά η σκηνική σύνθεση είναι η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου που σε ταξιδεύει στα ίδια βαθιά νερά που θα σε πήγαινε η φιλοσοφική σκέψη του Τσέχωφ ή ένας σπουδαίος πίνακας ζωγραφικής.
Σε κάποια στιγμή, ο Οικονόμου σκίζει το ζωγραφισμένο καμβά που αποτελούσε το βάθος του σκηνικού. Παρασυρμένος από το πέταγμα των πουλιών και τους στίχους του Τσέχωφ κάνω την αφελή σκέψη, πως για να παιχτεί αύριο η παράσταση, θα χρειαστεί να βάλουν ένα καινούργιο χαρτί στη θέση του. Μετά θα σκιστεί κι αυτό και η παράσταση θα τελειώσει. Κάπως έτσι δε γίνεται και με τη ζωή; Αν «καταστραφεί» ένα σκηνικό, την επόμενη στιγμή θα το έχουμε ανασυνθέσει, όπως κι ένα δάσος όταν καεί θα προσπαθήσει να αναγεννηθεί μέσα από τις ίδιες του τις ρίζες. Κάπως έτσι αισθάνομαι πως λειτουργεί κι ο άνθρωπος. Είχε πει νωρίτερα η Φωτοπούλου από τη θέση της αφηγήτριας πως «Οι άνθρωποι ζουν, τρώνε, κοιμούνται, πεθαίνουν και μετά τους ξεχνάμε. Και μετά θα έρθουν άλλοι που θα ζουν, θα τρώνε, θα κοιμούνται και θα πεθάνουν κι αυτοί.». Κι ας τραγουδούν οι ηθοποιοί στο φινάλε «We Will Meet Again» του Johnny Cash, νιώθω την ανάγκη να δω κάποτε ένα πουλί να ξεκόβει από την πορεία του και να στέκεται στο παράθυρο μου, όπως στον «Ευτυχισμένο Πρίγκιπα» του Wilde για να μου αφηγηθεί όλα εκείνα που βλέπουν στα μέρη τα μακρινά που γυρνά κι εγώ να πιστεύσω για μερικά λεπτά πως μπορώ να πετάξω αντίθετα ή αλλιώτικα από το ρεύμα που με βάζει η ζωή να πετάξω. Κι όμως θα έρθει ο καιρός που ότι θεωρούμε σημαντικό, αξιοσημείωτο κι ουσιαστικό θα ξεχαστεί ή θα μοιάζει εντελώς ασήμαντο. Θα κατέληγα στο ότι δε χρειάζεται καν να διαβάσουμε Τσέχωφ για να το καταλάβουμε, αρκεί απλώς να ζήσουμε τη ζωή μας, αλλά θα διατηρήσω τις επιφυλάξεις μου γιατί δεν υπήρξαν λίγοι αυτοί που δεν πρόλαβαν να αναγνωρίσουν τη ματαιότητά τους.
Μετάφραση
Γιώργος Δεπάστας
Σύνθεση κειμένων – Σκηνοθεσία
Γιάννης Μόσχος
Κίνηση
Ανθή Θεοφιλίδου
Μουσική
Άγγελος Τριανταφύλλου
Σκηνικά – Κοστούμια
Τίνα Τζόκα
Φωτισμοί
Αλέκος Αναστασίου
Video Art
Μάνος Αρβανιτάκης
Βοηθός σκηνοθέτη
Μάρω Πετλή
Ερμηνεύουν
Αλέξανδρος Μυλωνάς
Μιχάλης Οικονόμου
Εύη Σαουλίδου
Λυδία Φωτοπούλου
(Οι φωτογραφίες είναι της Ελένης Γιουνανλή από τη γενική πρόβα της παράστασης)