Τάνια Τσανακλίδου: “Αυτό που ήθελα πάντοτε ήταν να μη γράψω απλά σαν ποιητής ένα ποίημα, αλλά η ίδια μου η ζωή να είναι ένα ποίημα”
Η Τάνια Τσανακλίδου δεν διστάζει να μιλήσει ανοιχτά και να μοιραστεί σκέψεις και συναισθήματά της, σε μια μοναδική συνέντευξη στο philenews.com, όπου αναφέρεται τόσο στις εμφανίσεις της με την Χαρούλα Αλεξίου, αλλά και πολλά ακόμα.
Μεταξύ αυτών, δηλώνει για την Χαρούλα Αλεξίου:
“Τη Χαρούλα τη λατρεύω και με συγκινεί βαθύτατα. Ενώ δεν μου αρέσουν οι συνεργασίες, νιώθω ότι με περιορίζουν, η Χαρούλα με συγκινεί. Λειτουργεί αρχετυπικά, έχει μια τέτοια δύναμη πάνω μου“.
Όσο για τις δουλειές που έχει κάνει, λέει:
“Σε όλες μου οι δουλειές -και στα «Τραγούδια του Παράξενου Κόσμου» του Γιώργου Ανδρέου ή στην «Προσωπογραφία» που είναι διαφορετικών δημιουργών- κάτι προσπαθώ να πω“, ενώ συμπληρώνει πως “Τίποτα δεν ψάχνω. Κοιτάξτε, είμαι 62 χρονών. Θα ήταν ευλογία αν όλα αυτά που έχω στο κεφάλι μου κατάφερναν να γίνουν ομορφιά και να βγουν στον κόσμο, να γίνουν τέχνη. Αυτό μπορεί να συμβεί, μπορεί όμως και όχι. Δεν μπορείς να το προκαθορίσεις. Είναι και θέμα στιγμής, να πέσεις πάνω στον άνθρωπο που εκείνη την ώρα χρειάζεται ακριβώς εσένα. Είναι σαν τους έρωτες, πρέπει να πέσεις πάνω τους, δεν μπορείς να τους κυνηγήσεις. Γίνεται αγοραίο μετά“.
Η μεγάλη της επιθυμία, όπως δηλώνει είναι:
“Αυτό που ήθελα πάντοτε, από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου, ήταν να μη γράψω απλά σαν ποιητής ένα ποίημα, αλλά η ίδιά μου η ζωή να είναι ένα ποίημα” και “Δεν απευθύνομαι σε πάρα πολύ κόσμο. Έχω απόλυτη συνείδηση του ποια είμαι και τι κάνω. Είναι κάποιοι άνθρωποι όμως που, ακριβώς επειδή λέω αλήθειες, αναγνωρίζουν τη δική τους αλήθεια σε μένα. Και έρχονται κοντά“.
Ακόμη, δηλώνει πως:
“Όσο πιο προβεβλημένη είναι η δουλειά που κάνω, τόσο πιο πολλή ανάγκη έχω να μαζευτώ“, ενώ στη συνέχεια “Εγώ αισθάνομαι ολομόναχη… Όταν ξεκίνησε η ιστορία του μνημονίου στην Ελλάδα ήμουν απ’ αυτούς που κορόιδευαν οι άλλοι, ονομάζοντάς τους αγανακτισμένους. Πήγαινα κάθε μέρα στο Σύνταγμα, έχω φάει του κόσμου τα χημικά, για δυο χρόνια δεν μπορούσα να τραγουδήσω απ’ αυτά που εισέπνευσα. Σε εκείνη την πλατεία, λοιπόν, έβλεπα τον κόσμο να λιγοστεύει και ως εκ θαύματος δεν ήρθαν οι άνεργοι, δεν ήρθαν αυτοί που άμεσα πλήττονταν απ’ αυτή την ιστορία. Ήμασταν μόνο κάτι ρομαντικοί βλάκες που βγαίναμε έξω και φωνάζαμε για τις ζωές των άλλων“.
Τέλος, δηλώνει χαρακτηριστικά:
“Αυτή η κοινωνία θα πεθάνει από αδιαφορία. Πολύ δύσκολα πια αναλαμβάνουμε την ευθύνη για μια σχέση, για τον εαυτό μας, για τη ζωή μας. Θέλουμε να το κάνει κάποιος άλλος για εμάς. Δεν ξέρω πώς ήταν σε άλλες κοινωνίες, παλιότερα. Πάντως, όταν εγώ ήμουνα νέα δεν ήταν έτσι“.