Πώς ο Μητροπάνος γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται φωνή!
Αυτό το παράξενο συναίσθημα βιώνει κανείς, όταν βλέπει τον Δημήτρη Μητροπάνο επί σκηνής. Αυτό το φούσκωμα στο στήθος, που πλημμυρίζει συναισθήματα και πληρότητα. Ακόμη κι αν τραγουδάει σε νυχτερινό κέντρο, όπου δεν είναι και ο καλύτερος χώρος για να ξεδιπλώσει την ψυχή του ένας καλλιτέχνης. Κι όμως. Ο Δημήτρης Μητροπάνος ακόμη και σ’ ένα κλασικό πρόγραμμα νυχτερινού κέντρου χωρίς ανατροπές, γύρω από σωρούς λουλουδιών, σύννεφα καπνού και άφθονο αλκοόλ, έχει να σου δώσει κάτι.
Μαζί του ο Γιάννης Κότσιρας και ο Δημήτρης Μπάσης, καθώς και η Σαββέρια Μαργιολά, η Δήμητρα Σταθοπούλου και η Φιλοθέη Μωρίκη. Επί κεφαλής της 12μελούς μπάντας του σχήματος ο Γιάννης Παπαζαχαριάκης με τους δεξιοτέχνες Χρήστο Περτσινίδη στην κιθάρα, τον Ανδρέα Τράπαλη στο βιολί και τα άλλα δέκα εξαιρετικά μέλη της ορχήστρας, να δίνουν ζωή στα τραγούδια των τριών ανδρών.
Ο Γιάννης Κότσιρας, αισθαντικός, ερωτικός και με μια χαρακτηριστική ευαισθησία τόσο στην ερμηνεία, όσο και στην παρουσία του, συγκίνησε με τραγούδια-σταθμούς στην καριέρα του, αλλά και άλλα, όπως: « το τσιγάρο», «τυφλές ελπίδες», «και πάλι παιδί» αλλά και μας ανέβασε με το «λέει- λέει», «της αμύνης τα παιδιά», «εφάπαξ».
Ο Δημήτρης Μπάσης, όντας μια αξιόλογη λαϊκή φωνή, ερμήνευσε ιστορικά ζεϊμπέκικα, αλλά και τραγούδια όπως : «καράβι το φεγγάρι», «χαμοπούλια», «μια είναι η ουσία» και τραγούδια από τον καινούργιο του δίσκο «η συννεφιά περνάει με παρέα». Παρόλα αυτά, όπως προανέφερα, το πρόγραμμα δεν είχε κάτι πρωτότυπο, ακολουθούσε το γνωστό ρεπερτοριακό μοτίβου ενός νυχτερινού κέντρου.
Ασφαλώς, η αποθέωση άνηκε στον μεγάλο Δημήτρη Μητροπάνο, ο οποίος όπως πάντα, δωρικός, λιτός και αξιοπρεπής, με τη στιβαρή του φωνή και αυτή την ιδιαίτερα ακριβή άρθρωση και τον τονισμό των λέξεων, κατάφερε γι’ άλλο ένα βράδυ τον κόσμο να ασπαστεί την μεγάλη του καλλιτεχνική προσωπικότητα και τη μεγάλη του ιστορία. Απλός κι αληθινός, ερμήνευσε τραγούδια που μιλούν στα στήθη όλων των Ελλήνων « Ρόζα», «Λαδάδικα», «Καλοκαίρια και χειμώνες», «Αλίμονο», «Για να σ’ εκδικηθώ», «όταν έχω εσένα», «άκου». Κι όπως πάντα, ήταν εκεί, λακωνικός και μετριόφρων, να κάνει κάτι που γι’ αυτόν είναι φυσικό: να τραγουδά για τον κόσμο, και ταυτόχρονα, να γίνεται κάτι μαγικό: ο κόσμος αυτό το απλό να το ανάγει σε ιδανικό, να μιλάει στην ψυχή του και να το εκφράζει με το πιο θερμό χειροκρότημα.
Βεβαίως, κατά τη δική μου γνώμη, καλλιτέχνες του βεληνεκούς, της αξίας και της αισθητικής, τόσο του Δημήτρη Μητροπάνου, όσο και των άλλων δύο κυρίων, δεν έχουν ανάγκη αχανή κέντρα διασκεδάσεως- και σε καμία περίπτωση ψυχαγωγίας- για να επικοινωνήσουν τη δουλειά τους στον κόσμο. Ασφαλώς και αντιλαμβάνομαι ότι το κοινό τους είναι μεγάλο, αλλά αναρωτιέμαι, αν μέσα σε στοίβες από λουλούδια και μισομεθυσμένους θαμώνες επί του πάλκου, οι καλλιτέχνες αυτοί, που είναι σαφές ότι πέρα από επάγγελμα τους, το τραγούδι είναι γι’ αυτούς και μια κατάθεση ψυχής, μπορούν να εκφραστούν και να κάνουν αυτό που πραγματικά αγαπούν, ή αν θέλετε να παραγάγουν τέχνη. Αναμφίβολα, πολλοί από εμάς, βλέποντας για παράδειγμα το Δημήτρη Μητροπάνο στη σκηνή, να γεμίζουμε συναισθήματα, ο ίδιος όμως είναι τόσο γεμάτος; Μπορεί να αισθανθεί πληρότητα κάτω από αυτές τις συνθήκες;
Επίσης βασικό πρόβλημα του Κέντρου Αθηνών είναι η ελλιπής οργάνωση, οι στοιβαγμένοι του πελάτες σε μικρά τραπέζια και σε ελάχιστο χώρο και ο ανύπαρκτος εξαερισμός, στοιχεία που υποβαθμίζουν την ποιότητα των παροχών του κέντρου, αλλά και του θεάματος.
Το να δεις όμως το Δημήτρη Μητροπάνο έστω και μια φορά στη ζωή σου, είναι από μόνο του εμπειρία. Κρατάμε τις μοναδικές του ερμηνείες, την ανεκτίμητη φωνή του και τα υπέροχα τραγούδια του και του χαρίζουμε αυτό που του αξίζει: το πιο θερμό μας χειροκρότημα και το πιο ζεστό μας «Ευχαριστώ».