Συνέντευξη: Locomondo
Να σε ρωτήσω για το νέο υλικό το οποίο έχεις δηλώσει ότι είναι έτοιμο αλλά απλά δεν είναι ηχογραφημένο…
Ναι, κάποια κομμάτια ήδη τα παίζουμε στα live αλλά υπάρχουν και δεκάδες άλλα που βρίσκονται ακόμα υπό διαμόρφωση.
Επηρεάζεσαι από τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί όταν γράφεις; Σε ρίχνει;
Οπωσδήποτε επηρεάζομαι αλλά δεν τίθεται θέμα να με ρίξει. Προσπαθώ όταν γράφω να διηγούμαι ιστορίες ανθρώπων που ζουν σε αυτό το πλαίσιο. Πιστεύω ότι ο επόμενος δίσκος θα αποτελείται από αφηγηματικά κομμάτια που θα περιγράφουν ιστορίες με πρωταγωνιστές κάποιους καθημερινούς ήρωες της πραγματικότητας.
«…και ο Σιδηρόπουλος το έχει πει ότι όταν ένα κομμάτι φεύγει από τον δημιουργό του, δεν του ανήκει πια. Το παίρνει ο κόσμος και το κάνει δικό του.»
Στην Ελλάδα, η αντιμετώπιση της reggae είναι λίγο μονοδιάστατη. Ο Έλληνας την έχει στο μυαλό του ως τη μουσική που θ ακούσει το καλοκαίρι στο beach bar. Ακούει με αυτόν τον τρόπο ακόμα και τα τραγούδια του Bob Marley που διέπονται από έντονο πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό.
Ακριβώς όπως το λες είναι…
Οπότε όταν ξέρεις ότι κινείσαι σε αυτό το μουσικό είδος και απευθύνεσαι στο συγκεκριμένο κοινό, δυσκολεύεσαι περισσότερο να γράψεις κάτι έτσι ώστε να περάσεις και το μήνυμά σου;
Κοίτα, πάντα είναι θέμα πομπού-δέκτη. Ο στόχος είναι να επικοινωνήσεις, και αυτό που θα πεις να γίνει κατανοητό. Θεωρώ ότι και το κοινό σιγά σιγά διαπαιδαγωγείται και αντιμετωπίζει κάποια πράγματα πιο ώριμα σε σχέση με πριν δέκα χρόνια. Συμφωνώ με αυτό που είπες, ότι η reggae αν την προσεγγίσει κάποιος επιφανειακά δεν είναι παρά μια feel-good μουσική. Από την άλλη, αν κάτσεις ν ασχοληθείς, διαπιστώνεις ότι ένα μεγάλο μέρος της έχει να κάνει με κοινωνικά ζητήματα, με θρησκευτικά ζητήματα, καθώς το Rastafari είναι ένα θρησκευτικό/πολιτικό κίνημα αλλά επίσης ένα άλλο μεγάλο μέρος έχει να κάνει καθαρά με διασκέδαση. Οπότε πάνω σε αυτό το ρυθμικό τρένο, ο καθένας επιλέγει που θα ρίξει το βάρος του. Ο Marley, από δεκαεφτά χρονών κιόλας, που ηχογράφησε το ‘Judge not before you judge yourself’, έθιξε πολλά κοινωνικά ζητήματα, αλλά πάντα με μια θετική και αισιόδοξη διάθεση. Το όραμα του Marley συνοψίζεται στο “One Love”, δηλαδή μια παγκόσμια κοινωνία που θα διέπεται από ισότητα, ισονομία, αδελφότητα, ελευθερία και αγάπη…
Το δικό του “Imagine” δηλαδή…
Ακριβώς όπως το λες, το δικό του “Imagine”. Νομίζω ότι και ο Lennon και ο Marley οραματίζονταν κάτι παρόμοιο.
Πριν από κάποια χρόνια καταφέρατε να πάτε να ηχογραφήσετε στη Τζαμάικα, κάτι που δε μπορώ καν να φανταστώ πως το πετύχατε…
Ούτε εγώ (γέλια). Πραγματικά, εκ των υστέρων δεν ξέρω πως τα καταφέραμε. Ήταν ένας σύγχρονος άθλος για μας τότε. Βέβαια ήταν και άλλα τα μυαλά, μιλάμε για σχεδόν οκτώ χρόνια πριν. Εκείνη την εποχή ήμασταν στην πιο reggae φάση της καριέρας μας και προσπαθούσαμε να απορροφήσουμε οτιδήποτε ερχόταν από αυτό το νησί. Γνωρίσαμε τον Vin Gordon κάνοντας support στη συναυλία των Skatalites στην Αθήνα, ο οποίος, εκείνη την εποχή δεν ξέραμε ποιος ήταν. Ο Vin Gordon είναι ένας θρυλικός τρομπονίστας της reggae σκηνής του ’60 που έχει παίξει και με Marley αλλά και με όλους τους σπουδαίους εκπροσώπους αυτής της μουσικής. Όταν λοιπόν αυτός ο άνθρωπος μας πρότεινε να ηχογραφήσουμε στη Τζαμάικα, είπαμε ότι πρέπει να το κάνουμε. Έτσι λοιπόν βάλαμε ό,τι οικονομίες είχαμε, βοήθησε κι ένας φίλος μας που εκείνη την εποχή εξέδιδε ένα free press περιοδικό και έτσι κινήσαμε δεκατέσσερις Έλληνες, επτά μουσικοί και οι υπόλοιποι ηλεκτρολόγοι, φωτογράφοι, τεχνικοί κι ένας σκηνοθέτης, να ηχογραφήσουμε στα Geejam Studios. Δεν ξέρω αν έχεις υπόψιν ένα μουσικό που λέγεται Alborosie…
«Το όραμα του Marley συνοψίζεται στο “One Love”, δηλαδή μια παγκόσμια κοινωνία που θα διέπεται από ισότητα, ισονομία, αδελφότητα, ελευθερία και αγάπη…»
Όχι, δεν τον γνωρίζω…
Είναι ένας Σικελός που τώρα μένει στην Τζαμάικα και έχει γίνει παγκοσμίως γνωστός. Τσέκαρε τον. Έχει ένα φοβερό κομμάτι, το “Kingston Town”. Ε, λοιπόν αυτός, εκείνη την εποχή ήταν βοηθός του ιδιοκτήτη που είχε το στούντιο. Και βρεθήκαμε να ηχογραφούμε κάπου που πριν από εμάς έγραψαν οι Gorillaz και μετά από εμάς θα ερχόταν η Sinead o Connor. Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία. Και εκεί μπορέσαμε να παίξουμε και με τον Vin Gordon αλλά και με διάφορους άλλους θρύλους της μουσικής αυτής οι οποίοι μας βοήθησαν και μας καθοδήγησαν στο πως πρέπει να πορευτούμε σε αυτόν τον ήχο. Νιώσαμε σαν να πήραμε το ‘χρίσμα’ και ότι πλέον, αφού καταφέραμε να αρέσουμε στους Τζαμαϊκανούς, δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα.
Αυτό είναι κάτι που πιστεύεις ότι θα μπορούσατε να το ξανακάνετε;
Κοίτα, ήταν η συγκεκριμένη φάση του συγκροτήματος που το σήκωνε. Μπορεί η τωρινή φάση να μας τραβήξει κάπου αλλού. Ίσως Βραζιλία… Οι άνθρωποι πάντα κάνουμε στροφές στις προτιμήσεις μας, αλλά εκείνη την εποχή η Τζαμάικα ήταν πάρα πολύ δυνατή επιρροή για εμάς. Και ειδικά εκείνος ο δίσκος, το ’12 μέρες στη Τζαμάικα’, είναι προφανές πως είναι επηρεασμένος από ‘μαύρα’ στοιχεία.
Μιλάγαμε για Τζαμάικα και ανέφερες και τη Βραζιλία. Χώρες στις οποίες ο κόσμος πεινάει αλλά παραμένει κεφάτος. Εμείς αυτόν τον καιρό αρχίσαμε να πεινάμε και έχουμε χάσει το κέφι μας…
(Γέλια) Είναι ανάλογα την οπτική γωνία που το βλέπεις. Αν το ποτήρι ήταν γεμάτο και το βλέπεις ν’ αδειάζει, δυσαρεστείσαι, αν ήταν άδειο και το βλέπεις να γεμίζει, σου φτιάχνει το κέφι. Η Βραζιλία, για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή είναι από τις πλέον ανερχόμενες οικονομίες. Αλλά πέρα από αυτό έχει να κάνει και με την αντιμετώπιση που έχει ο κάθε λαός απέναντι στο πόνο. Για παράδειγμα οι Ινδοί διακατέχονται από μια φοβερή στωικότητα. Αντιθέτως, οι Τζαμαϊκανοί είναι φοβεροί τσαμπουκάδες και βίαιοι άνθρωποι. Όταν ήμασταν εμείς εκεί, η εγκληματικότητα βρισκόταν σε δυσθεώρητα ύψη. Σε τέτοιο σημείο που λέγαμε ότι ο πρώτος μας στόχος ήταν να επιστρέψουμε στην Ελλάδα ζωντανοί και μετά το να ηχογραφήσουμε δίσκο. Εκείνη την εποχή συνέβαιναν έξι δολοφονίες την ημέρα και θεωρούταν η πιο βίαιη χώρα της Καραϊβικής με πάνω από 1500 φόνους το χρόνο.
«…αρνηθήκαμε όχι μόνο τα χρήματα αλλά και τη συνεργασία με μεγάλα μουσικά ονόματα. Και αυτό γιατί θέλαμε με κάποιον τρόπο να προστατέψουμε την ταυτότητα της μπάντας»
Από όλες αυτές τις συνεργασίες, σε Ελλάδα και εξωτερικό, υπάρχει κάποια στιγμή που ξεχωρίζεις;
Τι να πρωτοπείς τώρα… Με τη μπάντα είμαστε πολλά χρόνια μαζί και πέρα από συνεργάτες είμαστε και φίλοι. Οπότε αν κάτσουμε όλοι μαζί να θυμηθούμε διάφορες ιστορίες πέρα του ότι θα πεθάνουμε στα γέλια, θα μας πάρει και το ξημέρωμα, γιατί είναι πολύ πλούσιες οι εμπειρίες που περάσαμε μαζί. Και είμαστε ιδιαίτερα ευγνώμονες που σταθήκαμε τόσο τυχεροί ώστε να τις ζήσουμε.
Ο καθένας μας θα έχει και μια διαφορετική ιστορία να θυμηθεί, αλλά εγώ προσωπικά ξεχωρίζω τη γνωριμία με τον Manu Chao το 2008 όταν παίξαμε μαζί στο Rockwave.
Εκείνη πρέπει να ήταν η μέρα με τη μεγαλύτερη προσέλευση κόσμου σε Rockwave.
Ναι, έτσι λένε. Πρέπει να ήταν σίγουρα 35-40 χιλιάδες κόσμος. Ήταν απίστευτο συναίσθημα να κοιτάω και το μάτι μου να χάνεται μη μπορώντας να δω που σταματάει ο κόσμος. Αλλά ο Manu Chao ήταν φοβερός σαν προσωπικότητα, όπως και η Amparo Sanchez. Με την Amparo Sanchez είχαμε γίνει και πολύ φίλοι εκείνη την εποχή. Είχαμε πάει στη Βαρκελώνη να γράψουμε το κομμάτι ‘Ay ay ay’, του οποίου οι βάσεις ήταν ακόμα επηρεασμένες από Τζαμάικα. Της προτείναμε λοιπόν να κάνουμε ένα ελληνικό και ένα ισπανικό κουπλέ και έτσι καταλήξαμε στη Βαρκελώνη για την ηχογράφηση, σε ένα στούντιο όπου θα συνεργαζόμασταν με τον ηχολήπτη των Mano Negra. Μια μέρα, όμως, πριν να είναι να μπούμε μέσα για να γράψουμε, κάτι έφαγα, και με πιάνει μια φοβερή γαστρεντερίτιδα με υψηλό πυρετό. Έτσι, λοιπόν, τη μέρα που ήταν θα μπαίναμε, καταλήγουμε στο σπίτι της Amparo η οποία για τρεις μέρες με φρόντισε. Μου μαγείρευε σούπες, με φρόντιζε και πέρασα πολύ ωραία.
«Θεωρώ ότι ο λαός έχει μια σοφία και απλά πρέπει να έχεις οξυμένα τα αισθητήριά σου για την αντιληφθείς και να τη καταγράψεις…»
Πέρασες ωραία αν και υπέφερες!
Ε, βέβαια. Αφού το να βλέπεις μια τόσο σημαντική καλλιτέχνιδα να είναι τόσο γήινη ήταν φανταστικό. Καθόλου σταριλίκι. Η ίδια μαγείρευε, έπλενε, σφουγγάριζε… Ήταν απίστευτο να μας φροντίζει μια τέτοια γυναίκα.
Να σε ρωτήσω και για το Pro, για το οποίο έχεις πει ότι η ιστορία του πως βγήκε και έγινε γνωστό δεν σου άρεσε.
Μα η ιστορία είναι γνωστή. Εκείνη την εποχή παίζαμε ακόμα σε μικρά μαγαζιά, μπροστά σε 50-100 άτομα και το κομμάτι το είχα γράψει για πλάκα. Έτυχε όμως το κομμάτι να ηχογραφηθεί χωρίς να το ξέρουμε και χωρίς να έχουμε τέτοια πρόθεση. Κάποια μέρα λοιπόν, ενώ ήμασταν σε ένα πλοίο και πηγαίναμε για κάποιο live, ακούω ένα κινητό χτυπάει και ήταν η φωνή μου. Ρωτάω «Τι είναι αυτό ρε φίλε» και μου λέει «Α, πολύ καλό… Locomondo». Με άλλα λόγια, η όλη διάδοση έγινε ερήμην μας και εκείνη την εποχή δεν ξέραμε πώς να το αντιμετωπίσουμε. Γι αυτό και για ένα χρόνο περίπου δεν το παίζαμε καν στις συναυλίες. Τελικά, όμως, έγινε από μόνο του τόσο γνωστό, οπότε πήρε το δρόμο του. Άλλωστε και ο Σιδηρόπουλος το έχει πει ότι όταν ένα κομμάτι φεύγει από τον δημιουργό του, δεν του ανήκει πια. Το παίρνει ο κόσμος και το κάνει δικό του.
Μα αυτό ακριβώς είναι που μου κάνει εντύπωση. Ότι όλον εκείνο τον ντόρο δεν τον εκμεταλλευτήκατε για εύκολη δημοσιότητα.
Μα ναι, εκείνη την εποχή είχαμε απίστευτες προτάσεις με εξωπραγματικά ποσά. Από εταιρίες κινητής τηλεφωνίας μέχρι μπισκότα, το θελαν όλοι. Και αρνηθήκαμε όχι μόνο τα χρήματα αλλά και τη συνεργασία με μεγάλα μουσικά ονόματα. Και αυτό γιατί θέλαμε με κάποιον τρόπο να προστατέψουμε την ταυτότητα της μπάντας. Αυτό είχε μεγάλο κόστος αλλά παραμένω ευχαριστημένος με τις επιλογές μας.
Πάντως αυτό που έγινε με το Pro είναι αυτό που λέω και στις συναυλίες όταν το παίζουμε. Πρόκειται για περιγραφή μιας κατάστασης και όχι προτροπή. Δεν θέλουμε να παρεξηγηθεί το μήνυμα, αλλά από την άλλη και ο κόσμος διαλέγει το πώς θα ταυτιστεί με κάποιο κομμάτι για τους δικούς του προσωπικούς λόγους.
«Προσπαθώ να περιγράψω τη γενιά μου και αυτά που συμβαίνουν γύρω μου. Είναι αφηγηματική η γραφή. Δηλαδή διηγούμαι ιστορίες που βλέπω γύρω μου, αλλά με τέτοιον τρόπο που μπορεί ο οποιοσδήποτε να τις κάνει δικές του.»
Ήθελα να σε ρωτήσω και πως προέκυψε το mash-up με το ‘Τα κορίτσια ξενυχτάνε’
Κοίτα, αυτά είναι ιδέες που έχω εγώ καμιά φορά. Επειδή τα δύο «Ω ω ω» είναι παρεμφερή μελωδικά… Για να στο εξηγήσω μουσικά, το Pro είναι δωρική κλίμακα, δεύτερη βαθμίδα στο Φα. Τα Κορίτσια Ξενυχτάνε είναι πρώτη βαθμίδα στο Φα. Δηλαδή το Φα ματζόρε του Τα Κορίτσια Ξενυχτάνε με το Σολ μινόρε στο Pro είναι συγγενείς κλίμακες. Οπότε άμα μια μουσική φράση, μοιάζει, ταιριάζουνε.
Μου το εξηγείς τεχνικά αλλά εμένα περισσότερο με ιντριγκάρει η έμπνευση γι αυτό.
Η αλήθεια είναι ότι το μυαλό μου πάντα κινείται σε αυτές τις κατευθύνσεις. Να φανταστείς ότι προς τα έξω βγάζουμε περίπου ένα πέμπτο από αυτά που σκέφτομαι. Μου έρχονται όλη την ώρα ιδέες. Τυχαίνει να ξυπνάω το βράδυ για να καταγράψω μια ιδέα και μετά να ξαναπέφτω για ύπνο. Ακόμα και οι φράσεις από τους στίχους έρχονται σε ανύποπτες φάσεις. Μπορεί ένας στίχος να είναι κάτι που μου είπε ένας ταξιτζής, ένας μανάβης, ένας διάλογος μεταξύ δυο φίλων ή και μια κοπέλα που τα χει πάρει! Γενικά προσπαθώ, ό,τι γράφω να είναι βγαλμένο μέσα από τον κόσμο. Θεωρώ ότι ο λαός έχει μια σοφία και απλά πρέπει να έχεις οξυμένα τα αισθητήριά σου για την αντιληφθείς και να τη καταγράψεις.
Πέρα από το Pro, και άλλα τραγούδια σας έχουν συνδεθεί με συγκεκριμένες καταστάσεις. Ας πούμε το ‘Δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα’ επικρατεί σαν ringtone στους φαντάρους του Έβρου…
(Γέλια) Ναι, όντως αυτό ισχύει. Το πιο ωραίο ήταν όταν μας είχαν postάρει μια φωτογραφία στο facebook από τη Φλώρινα χωρίς σχόλιο, χωρίς τίποτα. Απλά Φλώρινα -27! Ήταν από το meteo.
Κάτι παρόμοιο ισχύει και με το ‘Γαμήλιο Πάρτι’ που θα το ακούσουμε σχεδόν σε κάθε γάμο…
(γέλια) Ακριβώς! Το ίδιο ισχύει και με το ‘Γκολ’ που το ακούμε συχνά σε αθλητικές εκπομπές που έχουν θέμα τη μπάλα.
Πώς σου φαίνεται αυτό; Ότι δηλαδή έχετε τραγούδια που έχουν βρει τη θέση τους στην Ελληνική pop κουλτούρα;
Μα αυτός είναι και ο στόχος. Προσπαθώ να περιγράψω τη γενιά μου και αυτά που συμβαίνουν γύρω μου. Είναι αφηγηματική η γραφή. Δηλαδή διηγούμαι ιστορίες που βλέπω γύρω μου, αλλά με τέτοιον τρόπο που μπορεί ο οποιοσδήποτε να τις κάνει δικές του.
«…η παρέα μου θα είναι η μπάντα. Εκεί θα πάω για pro, για καφέ, για βόλτα… Είναι τέτοια η σχέση μας.»
Όταν τα έγραφες αυτά τα κομμάτια, το διαισθανόσουν ότι θα γίνουν μεγάλες επιτυχίες;
Όχι, καθόλου. Από τη μια το Pro ούτε καν σκεφτόμασταν να το ηχογραφήσουμε. Από την άλλη, το ‘Γαμήλιο Πάρτι΄ απλά εξυπηρετούσε την ομώνυμη ταινία, όπου ένα ζευγάρι πάει να παντρευτεί και όλα πάνε στραβά. Ε, εκεί ο σκοπός ήταν να περιγράψω το σενάριο μέσα από το τραγούδι. Όμως επειδή ήταν πολύ ωραία και η μελωδία και ο ρυθμός, σε ξεσηκώνει αμέσως να χορέψεις.
Και ίσως να ακουστεί άσχημο αυτό που θα πω, αλλά νομίζω ότι το τραγούδι έγινε πολύ “μεγαλύτερο” από τη ταινία.
Δε θα διαφωνήσω. Μάλιστα θυμάμαι τότε ότι υπήρχαν αντιρρήσεις στην αρχή.
Τι εννοείς;
Εγώ τότε είχα καταλάβει ότι το κομμάτι θα ήταν από τα πιο επιτυχημένα του soundtrack, χωρίς όμως ποτέ να φανταστώ ότι θα γινόταν τόσο μεγάλη επιτυχία. Αλλά υπήρχαν άνθρωποι που αμφέβαλαν για το κατά πόσο θα εξυπηρετήσει τη ταινία. Οπότε τους έλεγα «Μα δε το βλέπετε; Είναι αμεσότατο!» Εκείνη την εποχή ήταν δύο τα τραγούδια που προορίζονταν για να εκπροσωπήσουν την ταινία και οι άνθρωποι της παραγωγής προτίμησαν το άλλο κομμάτι αρχικά. Για να καταλάβεις, το βίντεο που φτιάξαμε με την Αμαλία Γιαννίκου έγινε εκ των υστέρων. Δηλαδή, αφού είχε μπει σαν κύριο βίντεο κλιπ κάποιο άλλο.
Πέρα από τη reggae, υπάρχει κάποιο άλλο είδος που αγαπάς και με το οποίο θα ήθελες να ασχοληθείς;
Βέβαια, ακούω πάρα πολλά πράγματα, όπως και όλα τα παιδιά στη μπάντα. Η reggae είναι απλά ο κοινός παρονομαστής. Άλλος ακούει ηλεκτρονικά, άλλος funk, άλλος Jazz… Εγώ έχω κόλλημα με τη country πάρα πολύ. Γενικά έχω κόλλημα με τις παραδοσιακές μουσικές όλων των λαών. Τη δική μας τη δημοτική, την ιρλανδική folk τους folklore ήχους της λατινικής Αμερικής… Η country θεωρώ ότι είναι ένα είδος που σου δίνει το χώρο και τα περιθώρια να διηγηθείς κάποιες ιστορίες.
Σου αρέσει η κλασσική country ή προτιμάς την outlaw;
Μάλλον το δεύτερο. Μου αρέσει πολύ ο Johnny Cash, οι Pogues από την Ιρλανδία και αρκετοί γερμανοί τραγουδοποιοί που βρίσκω ότι έχουν κάνει πολύ ωραία πράγματα. Είναι ανάλογα τη φάση που περνάς.
Δηλαδή θα σε ενδιέφερε να κάνεις κάτι και εκτός της μπάντας ή νιώθεις ότι μπορείς να εκφραστείς όπως θέλεις μέσα από αυτή;
Στη μπάντα νιώθω σα στο σπίτι μου. Μπορώ να πειραματιστώ όσο θέλω. Θα μου ήταν πολύ δυσάρεστο να μην προχωράμε μαζί. Είναι φίλοι μου, έχουμε περάσει πολλά πράγματα μαζί και ως επί το πλείστον έχουμε μείνει και ίδιοι. Ξέρεις, έχω επηρεαστεί λίγο από το concept που είχε ο Springsteen στην E Street band, o οποίος διατήρησε την ίδια παρέα με την οποία ξεκίνησαν μαζί από το New Jersey για πάνω από τριάντα χρόνια μέχρι που σε κάποια στιγμή άρχισαν να πεθαίνουν, όπως ο Clarence Clemons για παράδειγμα. Αυτό το στιλ μου αρέσει, να αποφεύγω τον session μουσικό και να συμπορεύομαι με έναν άνθρωπο που επενδύει και ψυχικά σε αυτό που κάνουμε.
Με τα παιδιά κάνετε παρέα και εκτός μπάντας;
Είναι πάντα πρώτη μου επιλογή, αν βγω έξω ή αν πάω κάπου να πάω με τα παιδιά. Από την άλλη, όταν περιοδεύεις για πολύ καιρό και είστε ο ένας πάνω στον άλλο και γενικότερα επικρατούν άσχημες συνθήκες, καλό είναι να αφήνεις και μια απόσταση που και που για να αποφεύγονται οι εντάσεις. Αλλά κατά ενενήντα τοις εκατό, η παρέα μου θα είναι η μπάντα. Εκεί θα πάω για pro, για καφέ, για βόλτα… Είναι τέτοια η σχέση μας.
Άλλα ενδιαφέροντα πέρα από τη μουσική υπάρχουν;
Πολλά, αν και το τελευταίο καιρό στη μπάντα καταναλώνουμε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μας. Και το λίγο που μένει στον καθένα, το επενδύει αλλού. Έχουν τις σχέσεις τους, τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους…
Μελλοντικά σχέδια;
Οπωσδήποτε ένας δίσκος, για τον οποίο είμαστε ανυπόμονοι. Μετά είναι ένα DVD που έχουμε κάνει, και είναι το ‘Locomondo live από το Θέατρο Πέτρας 2011’, το οποίο είναι έτοιμο από τον Νοέμβριο και ακόμα περιμένουμε από τη δισκογραφική μας να το εκδώσει, ελπίζουμε μέσα στον Απρίλιο. Είναι πολύ ωραίο DVD και έχει παιχτεί και κάνα δυο φορές στην ΕΡΤ. Και μετά είναι οι ζωντανές εμφανίσεις. Ήδη έχουμε κλείσει κάποια φεστιβάλ εκτός Ελλάδας, σε Βέλγιο, Βουλγαρία, Γαλλία. Είναι διάφορα ωραία πράγματα που ετοιμάζονται. Και βέβαια θα περιοδεύσουμε και στην Ελλάδα, στην περιφέρεια, στα νησιά… Έχει Ικαρία φέτος, Χίο, Σάμο…
Διασκευή στον Ικαριώτικο θα παίζετε;
Είναι και αυτό στα σκαριά, αλλά έχει μπει μαζί με όλα τα άλλα στο κεφάλαιο ‘καθυστέρηση να μπούμε στο στούντιο’. Το έχω στο νου μου εδώ και καιρό. Έχω πάει Ικαρία πολλές φορές, ακόμα και πριν δημιουργηθεί το συγκρότημα, και είναι πολύ ωραία, και οι μελωδίες τους πολύ έντονες και δυνατές.
Σε ευχαριστώ πολύ Μάρκο
Κι εγώ ευχαριστώ. Και μη ξεχνάτε, όποιος θέλει να μαθαίνει πληροφορίες και νέα για τους Locomondo μπορεί να μπει στο site της μπάντας, www.locomondo.gr και στο facebook, στο www.facebook.com/locomondo.official. Να είστε όλοι καλά!
Συνέντευξη στον Σεμπάστιαν Φραγκόπουλο