Ο Τζόν Μάλκοβιτς … “κατά συρροή δολοφόνος”
Ο Τζον Μάλκοβιτς εμφανίστηκε στη συνέντευξη τύπου χωρίς καθυστέρηση, χωρίς το στυλ που θα μπορούσε να έχει με τόσες επιτυχίες στο βιογραφικό του, απλός, καλοντυμένο, κύριος δηλαδή κ αμέσως μόλις μας ευχαρίστησε για την παρουσία, είπε ότι χαίρεται που βρίσκεται κοντά μας και έδωσε το λόγο στις ερωτήσεις που ήταν πολλές ενδιαφέρουσες και διαφωτιστικές. Σε κάποιες απάντησε με ενδιαφέρον (όπως τη δική μας), σε άλλες είπε μόνο δύο κουβέντες, όμως γενικά υπήρξε φιλικός, απλός, θετικός και ευγενικός.
Αποσπάσματα από τη συνέντευξη και φυσικά η δική μας συμμετοχή…
Όπως ήταν αναμενόμενο η ερώτηση για το πως είναι να μπαίνει κανείς στο μυαλό ενός κατά συρροή δολοφόνου έγινε…
«δε νομίζω ότι μπαίνει κανείς πραγματικά στο μυαλό κάποιου ως επί το πλείστον σε οποιοδήποτε ρόλο είναι πραγματικά μυθοπλασία άρα το οτιδήποτε κάνω για αυτό το ρόλο είναι οτιδήποτε κάνω στη ζωή μου».
Θέατρο ή κινηματογράφο; Ασχολείται και με τα δύο αλλά δεν πιστεύει ότι υπάρχει καμία σύγκριση μεταξύ τους λέει ότι: «Ο κινηματογράφος είναι σαν να παίζεις μία νότα από μία συμφωνία την ημέρα μπορεί να είναι ίσως ενδιαφέρον, μπορεί ίσως και να αποτελεί πρόκληση αλλά σίγουρα δεν παίζεις ολόκληρη τη συμφωνία σε μια βραδιά. Οι δυο μορφές θεωρώ ότι δεν συγγενεύουν καθόλου. Μου αρέσουν και οι δύο, αλλά για να ένα ηθοποιό είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει αυτή την ορμή, τη ροπή, την κίνηση που μπορεί να έχει πάνω στη σκηνή, γυρίζοντας μία ταινία. Θα μπορούσα να κάνω τη σύγκριση λέγοντας ότι γυρίζοντας μία ταινία, είναι σαν να προσπαθείς να ανεβάσεις έναν ογκόλιθο πάνω σε ένα λόφο ενώ αντίθετα το να παίζεις ένα θεατρικό έργο σε μια καλή βραδιά, εάν όλα πάνε πολύ καλά και το αισθανθείς, είναι πραγματικά σαν να είσαι πάνω σε ένα τρένο το οποίο είναι σε απόδραση».
Δε φοβάται που μεγαλώνει γιατί πως μπορείς να φοβάσαι για κάτι που συμβαίνει, άλλωστε αυτή τη στιγμή είναι πιο απασχολημένος από ποτέ. Του αρέσει να κάνει αυτά που τον ενδιαφέρουν και να μπορεί να δημιουργεί.
Το έργο που θα παρουσιάσει είναι ιδιαίτερα απαιτητικό αφού κρατάει περίπου 90 λεπτά και ο αυτοσχεδιασμός αποτελεί σημαντικό μέρος.
Μας είπε σχετικά: “Τέτοιου είδους έργα τα βλέπει όπως όταν κάνει κάποιος σερφ. Δηλαδή όπως στο σερφ, ελπίζεις να πετύχεις το κατάλληλο κύμα και να μπορέσεις να κινηθείς πάνω του. σίγουρα δεν το δημιουργείς. Η δημιουργία προκύπτει από τη διάδραση που υπάρχει στη στιγμή, τη βραδιά της παράστασης, ανάμεσα στο υλικό, το κοινό και την αντίδραση που θα υπάρξει…. πάρα πολύ ηθοποιοί προσπαθούν να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα, το κύμα. Για μένα δε λειτουργεί έτσι. Νομίζω ότι απλά πρέπει να είσαι πανέτοιμος, να ανέβεις πάνω στη σκηνή και να κινήσεις το κύμα αναλόγως”.
Στην ερώτηση του τραλαλά σχετικά με το πως αισθάνεται για την κλασσική μουσική, για τη Μπαρόκ όπερα και πως του φαίνεται να συμμετέχει σε αυτό απάντησε με φανερή χαρά ότι:
«το λάτρεψα πραγματικά μου άρεσε πάρα πολύ ήταν μια φανταστική και ταυτόχρονα εκπαιδευτική εμπειρία που συνεχίζει γιατί κάθε μέρα δουλεύουμε μαζί και είναι πραγματικά συναρπαστικό, όμως πιο κατάλληλος να μιλήσει γι αυτό είναι ο μαέστρος»
O κύριος Martin Haselblock πήρε το λόγο:
«Η γενική ιδέα του έργου είναι ο συνδυασμός ηθοποιίας υψηλού βεληνεκούς με την κλασσική μουσική. Είναι κάτι πρωτότυπο που γίνεται για πρώτη φορά εδώ. Γεννήθηκε στο 18ο αιώνα από Γερμανούς συνθέτες το λεγόμενο μελόδραμα εμπνευσμένο από ελληνικά αρχαιοπρεπή θέματα, τη Μήδεια, την Αριάδνη, γερμανοί συνθέτες για πρώτη φορά σκέφτηκαν να συνδυάσουν την μουσική όχι με αοιδούς αλλά με ηθοποιούς. Το έργο αποτελείται από 6 κομμάτια, κείμενα της εποχής εκείνης του 18ου αιώνα που εμπλέκονται μέσα στο όλο έργο. Παρατηρώντας τους υπέρτιτλους θα δείτε ότι έχουν πάρα πολύ μεγάλη σχέση με το σενάριο, το οποίο γράφτηκε από τον Michael Struminger. Βλέπουμε από το 18ο αιώνα αυτά τα κομμάτια του μελοδράματος τα οποία εκφράζουν την πολύ μεγάλη οργή, το φόβο των γυναικών όπως διαδραματίζεται στο έργο, που αντιστοιχεί ακριβώς έτσι όπως είναι με την εποχή εκείνη. Είναι μία επαφή καινούργια που είναι ταυτόχρονα ανεξάρτητη αλλά και δημιουργική. Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε δύο μορφές τέχνης που απέχουν πάνω από διακόσια χρόνια, τελικά μεταφέρουν την ίδια ένταση, τα ανθρώπινα συναισθήματα, δείχνοντας λίγο ως πολύ ότι τα ανθρώπινα συναισθήματα δεν έχουν αλλάξει διαμέσου των αιώνων”.
Ο κύριος Τζον Μάλκοβιτς μας αποχαιρέτησε ευγενικά, του ευχηθήκαμε καλή επιτυχία και βγήκε στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να θαυμάσει την Ακρόπολη και να φωτογραφηθεί.