Ανοικτή επιστολή προς τον δημοσιογράφο και στιχουργό, κο Νίκο Μωραΐτη
Ανοικτή επιστολή προς τον κο Νίκο Μωραΐτη, δημοσιογράφο-στιχουργό
Κύριε Μωραΐτη,
Ξεκινώ με μια απαραίτητη διευκρίνιση. Μολονότι κινούμαστε θεωρητικά στον ίδιο -δημοσιογραφικό- χώρο δεν έτυχε ποτέ να γνωριστούμε από κοντά πλην μιας συλλογικής συνέντευξης στο περιοδικό “Δίφωνο” τ.χ. 155, παρουσία και άλλων στιχουργών στην οποία είχα το ρόλο του συνεντεύκτη και εσείς του συνεντευξιαζομένου, χωρίς όμως -και θα συμφωνήσετε πιστεύω σε αυτό- να συζητήσουμε οι δυο μας πέραν των στενών ορίων μιας πολυσυμμετοχικής συνέντευξης. Συνεπώς, όσα γράφω παρακάτω δεν πηγάζουν από κάποια ιδιωτική αντιδικία, όπως εύλογα μπορει κανείς να υποθέσει, αλλά από τις απορίες ενός ακροατή των τραγουδιών σας και αναγνώστη των κειμένων σας και κυρίως από μια διάθεση να ειπωθούν επώνυμα και δημοσίως ορισμένοι προβληματισμοί μου καθώς θεωρώ οτι τα ανά καιρούς γραφόμενά σας αντικατοπτρίζουν πλήρως την εποχή σύγχυσης που διανύουμε. Τουτέστιν άλλα λέμε και άλλα κάνουμε…
Αφορμή, λοιπόν, στάθηκαν δύο πρόσφατα κείμενά σας. Το πρώτο, δημοσιευμένο στο περιοδικό “tospirto.net” με τον τίτλο: “Ω θεές πού είστε” στο οποίο, μεταξύ των άλλων, γράφετε:
“Δεν περιμένω από αυτές (ενν. τις Αλεξίου, Αρβανιτάκη, Γαλάνη, Πρωτοψάλτη) να κάνουν την επανάσταση (την έκαναν στην ηλικία που έπρεπε). Περιμένω όμως «τραγούδια τραγουδένια». Με άλλα λόγια, τραγούδια που θα συγκινήσουν ξανά το κοινό, θα κάνουν τον κόσμο να πιαστεί ανθρώπινη αλυσίδα. Πρέπει να πάω από τρία χρόνια πίσω (για την Αρβανιτάκη) μέχρι οκτώ χρόνια πίσω (για την Αλεξίου) για να βρω τέτοια τραγούδια. Δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει. Σιχάθηκαν τη δισκογραφία όπως έχει γίνει και δεν θέλουν να συμμετέχουν; Δε βρίσκουν τραγούδια; Δεν έχουν την όρεξη που είχαν;”
Το δεύτερο, δημοσιευμένο στο περιοδικό “e-tetradio.gr” με τον τίτλο “Από τον Μητροπάνο ως τον Τράγκα” (16/10/11) στο οποίο, επίσης, μεταξύ των άλλων, γράφετε:
“Απομεσήμερο με βολεύει να κάνω διάδρομο, ανοίγω και την τηλεόραση απέναντι για να ξεχνιέμαι, πέφτω πάνω στα μεσημεριανάδικα. Πόση χαρά μαζεμένη. Κορίτσια και αγόρια χαρούμενα, λες και ζούνε σε άλλη χώρα. Τι κάνει κανείς για να βγάλει το ψωμί του.”
Και η απορία μου έχει ως εξής: Έχετε γράψει δεκάδες εμπορικά τραγούδια,συνεργαζόμενος από βαριά ονόματα του έντεχνου τραγουδιού μέχρι τις μεγάλες φίρμες του ελαφρο-λαϊκού/ ποπ τραγουδιού τα οποία αναμφίβολα έτυχαν θερμής υποδοχής από τον κόσμο και τα ραδιόφωνα όλων των ειδών. Εκτός όμως ελαχίστων εξαιρέσεων, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, τα στιχουργήματά σας δεν θα έλεγα οτι βρίθουν ποιότητας και πρωτοτυπίας αντίθετα ήταν καλά κατασκευασμένα ώστε να εξυπηρετούν τις τρέχουσες ανάγκες της δισκογραφικής αγοράς. Πολύ σωστά θα σκεφτείτε και εσείς όπως και ο κάθε ένας αναγνώστης αυτής της επιστολής πως η κρίση ενός τραγουδιού είναι υποκειμενική. Συνεπώς, για να σας προλάβω, τονίζω οτι η άποψη για τη στιχουργική σας είναι καθαρά υποκειμενική χωρίς να προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω, τουλάχιστον εδώ. Βεβαίως ο κάθε ένας ακούγοντας και διαβάζοντας τους στίχους σας μπορεί να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα και κυρίως ο κριτής χρόνος ο οποίος, μάλλον εδώ αντικειμενικά μιλώντας, δεν φαίνεται να είναι με το μέρος σας. Οι επιτυχίες σας γρήγορα ξεχνιούνται μάλλον όσο γρήγορα γράφτηκαν -όπως εικάζω από το γρήγορο ρυθμό της δισκογραφικής σας παρουσίας-. Αλλά, το ξαναλέω, και το τονίζω, η άποψή μου για τους στίχους σας είναι υποκειμενική, διατυπωμένη με την ελευθερία που παρέχει η δημοκρατία και χωρίς τη διάθεση μέντορα ή παντεπόπτη και κριτή.
Το πρόβλημά μου, λοιπόν, είναι το θάρρος -ή θράσος- της γνώμης σας διαβάζοντας τα κείμενά που έχετε υπογράψει. Σαν να μην έχετε τεράστιο μερίδιο ευθύνης και εσείς για τα χιλιάδες ακίνδυνα μεν αγελαία δε τραγούδια και την αισθητική που αυτά απορρέουν υπηρετώντας βεβαίως το life style σύστημα -όπως και πολλοί από τους ερμηνευτές τους-. Γράφετε ειρωνικά για τα “Κορίτσια και αγόρια χαρούμενα, λες και ζούνε σε άλλη χώρα. Τι κάνει κανείς για να βγάλει το ψωμί του.” σαν να μην έχετε υπογράψει εσείς τους στίχους σε δεκάδες χαζοχαρούμενα τραγούδια -ο επιθετικός προσδιορισμός παρακαλώ πολύ να ληφθεί υπόψη μόνο για τα τραγούδια και όχι για τους δημιουργούς και τραγουδιστές τους- στο άκουσμα των οποίων λικνίζονται κάθε μεσημέρι αυτά τα “κορίτσια και αγόρια χαρούμενα”. Γράφετε σαν απορημένος: “Πρέπει να πάω από τρία χρόνια πίσω (για την Αρβανιτάκη) μέχρι οκτώ χρόνια πίσω (για την Αλεξίου) για να βρω τέτοια τραγούδια. Δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει. Σιχάθηκαν τη δισκογραφία όπως έχει γίνει και δεν θέλουν να συμμετέχουν;” σαν να μην έχετε γνώση της “επιβολής” των ευκολοχώνευτων τραγουδιών σας στο δισκογραφικό σύμπαν, των πρόσφατων συνεργασιών σας με τις ανωτέρω κυρίες και της νέας συνθήκης που (και) αυτά δημιούργησαν, δηλαδή, εν μέρει τον άτυπο “αποκλεισμό” άλλων ποιοτικότερων.
Να πιστεύσω, λοιπόν, οτι δεν έχετε επίγνωση της κατάστασης; Της ευθύνης σας για την χειροτέρευση της ποιότητας των στίχων στο ελληνικό τραγούδι; Της αλλαγής της αισθητικής των σύγχρονων τραγουδιών; Λυπάμαι, άλλα με όση ειλικρίνεια και αν μου απαντήσετε, δεν θα σας πιστεύσω. Κι αυτό γιατί σας παρακολουθώ πολλά χρόνια τόσο ως αναγνώστης των κειμένων σας σε περιοδικά μουσικού τύπου -όπου οφείλω δημοσίως να εκφράσω τα συγχαρητήριά μου για τις εξαιρετικές συνεντεύξεις που έχετε κάνει- όσο και ως ακροατής σας στον ραδιοφωνικό σταθμό “Μελωδία”- τα χρόνια που κάνατε εκπομπές- επίσης, πολύ αξιόλογες. Συνεπώς, χωρίς να έχουμε γνωριστεί ουσιαστικά, όπως προείπα, κρίνω ότι έχετε την προσωπικότητα και την παιδεία να αντιληφθείτε το ρόλο σας στη σύγχρονη μουσική ιστορία.
Φυσικά, και δεν είστε ο μοναδικός υπεύθυνος για την κατηφόρα. Είστε όμως ένα γρανάζι πολύ σημαντικό αυτής της κρεατομηχανής. Και αυτό το λέω με βάση την πληθώρα των τραγουδιών σας και της επιρροής τους στον κόσμο, μια δημοφιλία, που κατά τη γνώμη μου, δεν αθώωνει τις ευθύνες σας ούτε θα ήθελα να το δω ως επιχείρημα οτι, δηλαδή, αφού αρέσουν στην πλειοψηφία, αυτή είναι που θα κρίνει τα τραγούδια.
Λυπάμαι αν αυτά που έγραψα θα σας στενοχωρήσουν ή θα σας θυμώσουν. Προτίμησα να τα γράψω όμως από το να συμβεί σε εμένα αυτό, κατηγορώντας τον εαυτό μου για σιωπή. Γιατί πολύ σωστά λέτε και ο ίδιος στο ίδιο άρθρο σας στο e-tetradio.gr:
“Δεν μπορείς σε μία τέτοια κοινωνική συγκυρία να σωπαίνεις για να σε αγαπάνε όλοι. Μίλα κι άσε τους άλλους να αποφασίσουν αν θα σε αγαπούν ή αν θα σε μισήσουν.”
Γιατί, δυστυχώς ή ευτυχώς, οι εποχές της αθωότητας, για όλους μας, πέρασαν.
Αθήνα, 16/10/11
Σπύρος Αραβανής
Φιλόλογος-Δημοσιογράφος