«Η Αριάδνη στη Νάξο» στην Εθνική Λυρική Σκηνή…
Μία απλή και λειτουργική σε σκηνικά παράσταση δημιούργησε ο γνωστός και διακεκριμένος σκηνοθέτης Φιλίπ Αρτώ (που συμμετείχε και στο ρόλο του αρχιθαλαμηπόλου). Διαβάζω από το σημείωμά του στο πρόγραμμα της παράστασης: «έχει σημασία να μηχανευτεί κανείς μια σκηνική κατασκευή που να εξυπηρετεί την ακουστική, να στέλνει τις φωνές κατευθείαν στην αίθουσα, ιδίως κατά τον Πρόλογο, που συνιστά μελοποιημένο θέατρο. Είναι πολύ βασικό να κατανοεί κανείς τα πάντα, ιδίως στο προσκήνιο, και να εστιάζει στη ζωή των καλλιτεχνών στα παρασκήνια. Το κοινό πρέπει να αισθάνεται πολύ κοντά στη σκηνή».
Η δράση ξεκινάει αμέσως με τον πρόλογο και βάζει στον ακροατή ζητήματα σκέψης όπως η διασκέδαση, οι μαικήνες, η κυριαρχία του χρήματος, το αίσθημα του συνθέτη ότι προδίδει το έργο του αν το αλλάξει, κριτική ματιά στις αξίες της αγάπης. pόσο αντέχει ο ρομαντισμός σε μία κοινωνία που τον θεωρεί ξεπερασμένο; Η αγάπη αλλάζει την ύπαρξη;
Το δεύτερο μέρος είναι λυρικό, με ιδιαίτερες τραγουδιστικές δυσκολίες που αναδεικνύουν τις φωνητικές δυνατότητες των τραγουδιστών.
Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους μοιράστηκαν σε διπλή διανομή Έλληνες και ξένοι σολίστ. Τη διεύθυνση ορχήστρας είχε ο Τζοβάνι Πάκορ, τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τους φωτισμούς ο Φιλιπ Αρτώ και τα κουστούμια η Άντρεα Ούμαν. Μια δεμένη, πολύ καλή παράσταση που το κοινό αγκάλιασε αμέσως και χειροκρότησε όλες τις βραδιές που ανέβηκε. Πολύ καλές ερμηνείες στις δύσκολες άριες και από τη σοπράνο Άρτεμης Μπόγρη στη σφιχτογραμμένη παρτιτούρα όσο και στον ιδιαίτερα φορτισμένο συναισθηματικά χαρακτήρα που ανέλαβε.
Επίσης δύσκολος με απαιτήσεις φωνητικές ο ρόλος της Τσερμπιννέτα (στη διανομή που είδα τραγουδούσε η Σ.Τσαλικιάν) ένας ρόλος που παρουσιάζει τον ανάλαφρο χαρακτήρα του έρωτα και της γυναίκας, που έχει τη δική της φιλοσοφία για τη ζωή, την υποστηρίζει και ίσως κάπου στο βάθος έχει δίκιο.
Η Τσερμπιννέτα ξέρει να αλλάζει και να ελίσσεται στις αλλαγές της ζωής όπως φαίνεται και από τη μουσική του συνθέτη. Αντίθετα από την Τσερμπιννέτα η Αριάδνη είναι σοβαρή, δέχεται δύσκολα τις αλλαγές και τις καινούργιες καταστάσεις. Η μουσική στις άριές της δείχνει το χαρακτήρα αυτό.
Στο ρόλο του θεού Βάκχου ο δημοφιλής τενόρος Β.Χατζησίμος που μαζί με την επίσης γνωστή και αγαπημένη στο ελληνικό κοινό σοπράνο Τζ. Σουγκλάκου στο ρόλο της Αριάδνης, κράτησαν στο δεύτερο μέρος αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού στις ρομαντικές άριες που υμνούν τον έρωτα, την αγάπη και τη βαθιά πίστη. Το έργο δεν έχει χορωδία, αλλά σημεία που τραγουδούν τρίο ή κουαρτέτο οι συντελεστές. Παράδειγμα οι τρεις νύμφες που συντροφεύουν την Αριάδνη, οι τέσσερις κωμικοί που πλαισιώνουν την Τσερμπιννέτα (και έχουν ένα πολύ ωραίο μουσικά σημείο που ερμήνευσαν ιδιαίτερα λυρικά). Τα στοιχεία από την κομμέντια ντελλ αρτ εμφανή, όπως ο αυτοσχεδιασμός που καλούνται οι κωμικοί να κάνουν η εξωτερική τους εμφάνιση (που παραπέμπει σε αρλεκίνους) και τα κουστούμια.
Πως έγινε το έργο: Το 1911 ο Ρίχαρντ Στράους δρέπει τις δάφνες του από την επιτυχία της όπερας «Ο ιππότης με το Ρόδο». Αμέσως μετά αποφασίζει μαζί με το λιμπρετίστα του Χούγκο Φον Χόφμανσταλ να ετοιμάσουν μία μικρή σε διάρκεια όπερα (μέχρι 30′ λεπτά) με ορχήστρα δωματίου και θέμα ηρωικό, μυθολογικό που θα έχει κοστούμια και μορφές από την κομέντια ντελλ άρτε.
Το έργο παρουσιάζει από τη μία τον κόσμο των υψηλών ιδανικών, της σύνθεσης και από την άλλη η καθημερινότητα των ανθρώπων με τα προβλήματα και τις ανάγκες τους. Ο Στράους του 20ου αιώνα κάνει με τη μουσική ένα διάλογο ανάμεσα στο εφήμερο, κοσμικό και στραμένο στις απολαύσεις κόσμο του Μπαρόκ (18 αιων.) και στο γεμάτο υψηλά ιδανικά και τέχνη του Βάγκνερ (19 αιών.) ενώνοντας ιδέες, αντιλήψεις και μουσικές σε ένα έργο.
Ο λιμπρετίστας πάνω σε μία ιδέα από το έργο «ο αρχοντοχωριάτης του Μολιέρου» (1670- μία «κωμωδία μπαλέτο») έφτιαξε τη μικρής διάρκειας «Αριάδνη» που είχε δύο πράξεις. Όμως δεν είχε θετική αντιμετώπιση στην πρώτη του παρουσίαση και έτσι το ξαναδούλεψε, απομακρύνθηκε από το έργο του Μολιέρου και το 1916 παρουσιάστηκε στη Βιέννη με τη μορφή που το ξέρουμε (πρόλογος και μία πράξη) και από τότε βρίσκεται στα κορυφαία έργα του συνθέτη.
Το θέμα της όπερας παρουσιάζει μυθολογικά στοιχεία μέσα σε ένα σύγχρονο πλαίσιο. Προβληματισμοί και θέσεις που βρίσκονται πάντα στην επικαιρότητα. Το παρελθόν με το παρόν, η ελαφρότητα με τη βαθειά πίστη, η εφήμερη αγάπη σε αντίθεση με την έννοια του «για πάντα», ο κόσμος του θεάτρου, η σχέση με τον κόσμο του πλούτου κ του χρήματος.
Χωρίζεται σε δύο μέρη, τον πρόλογο και την όπερα που είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους τόσο ώστε ο θεατής ξεχνάει το πρώτο μέρος.
Η υπόθεση του έργου:
Πρόλογος: στην έπαυλη του πιο πλούσιου Βιεννέζου ετοιμάζονται για μια λαμπρή βραδιά γιορτής με μουσική, θέατρο και πυροτεχνήματα.
Θα παρουσιαστεί η όπερα «Η Αριάδνη στη Νάξο» που έχει σαν θέμα την πίστη στον έρωτα και αμέσως μετά η ελαφριά κωμωδία «η άπιστη Τσερμπιννέτα».
Οι τραγουδιστές και ο συνθέτης της όπερας που βρίσκεται εκεί γκρινιάζουν στον Αρχιθαλαμηπόλο ότι δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Εκείνος τους λέει ότι αφού ο κύριος του είναι εκείνος που πληρώνει θα γίνει αυτό που θέλει (σχέση τέχνης και χρήματος). Όμως τελικά ο πλούσιος μαικήνας αποφασίζει ότι θέλει να παρουσιαστούν μαζί η σοβαρή όπερα και η κωμωδία. Επικρατεί χάος ανάμεσα στους συντελεστές, ο συνθέτης αρνείται να περικόψει το έργο του αλλά ο χοροδιδάσκαλος τελικά τον πείθει. Η Τσερμπιννέτα ακούει την υπόθεση, περιγελά την αφοσίωση στον έρωτα όταν όμως μιλάει με το Συνθέτη αισθάνεται μέσα της κάτι να υπάρχει. Όμως γρήγορα επανέρχεται στην πραγματικότητα με το συνθέτη απογοητευμένο και εκνευρισμένο να αρρωσταίνει.
Στο δεύτερο μέρος (την όπερα) κυριαρχεί ο ρομαντισμός.
Η Αριάδνη (κόρη του βασιλιά Μίνωα) αφού βοήθησε το Θησέα να νικήσει το Μινώταυρό και να βγει από το λαβύρινθο, γεμάτη από αγάπη γι αυτόν του ζητάει να την πάρει μαζί του στην Αθήνα. Εκείνος συμφωνεί αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού την εγκαταλείπει κοιμισμένη στη Νάξο.
Εκείνη ξυπνάει, καταλαβαίνει τι έχει συμβεί και πέφτει σε απελπισία.
Σε εκείνο το σημείο του μύθου τοποθετείτε η όπερα. Η Αριάδνη βρίσκεται μέσα σε μία σπηλιά (στο σκοτάδι της απελπισίας) και τη συντροφεύουν τρεις νύμφες όμως εκείνη ζητάει από τον Ερμή να την οδηγήσει στο αγνό βασίλειο των νεκρών. Οι τέσσερις κωμικοί που προσπαθούν να τη διασκεδάσουν την αφήνουν αδιάφορη. Η Τσερμπιννέτα αποφασίζει να της μιλήσει ως γυναίκα που έχει περάσει πολλές φορές την εγκατάλειψη συμβουλεύοντας τη πως πάντα έρχεται ένας καινούργιος έρωτας που την παρασέρνει κ έτσι ξεχνάει το παρελθόν. Ο νεαρός Βάκχος έρχεται στο νησί ύστερα από μία ερωτική περιπέτεια με τη μάγισσα Κίρκη. Βλέπει με φόβο την Αριάδνη νομίζοντας ότι είναι η μάγισσα ( κ εκείνη νομίζει ότι είναι ο θάνατος) όμως τίποτα από όλα αυτά δε συμβαίνει παρά μόνο ο έρωτας ανάμεσα του που τους ανανεώνει και τους ξαναδίνει τη χαρά και τη δύναμη για ζωή.
Η Αριάδνη δεν θέλει πια το θάνατο αλλά την αγάπη που της υπόσχεται ο νέος αυτός άνδρας. Η πίστη μεταξύ τους είναι αυτό που τους ενώνει. Και οι δύο θέλουν να ανήκουν ο ένας στον άλλο. Η Τσερμπιννέτα φεύγει τραγουδώντας ότι έτσι συμβαίνει μόλις εμφανιστεί ένας νέος έρωτας του παραδινόμαστε άφωνοι.
Εβίτα Αντωνέλου