Η ιστορική Στάατσκαπελλε της Δρέσδης
είναι, όμως, ότι ο χαρακτηρισμός αυτός εξακολουθεί να συνοδεύει μέχρι σήμερα την Στάατσκαπέλλε που παραμένει πάντα ο απόλυτος κυρίαρχος των συμφωνικών συνόλων στην Γηραιά Ήπειρο και όχι μόνο.
Η… παρ’ ολίγον 500 ετών γερμανική ορχήστρα, πάντα ακμαία και δραστήρια, επισκέπτεται μετά από πολύχρονη απουσία την Αθήνα, για να δώσει την Παρασκευή 14 και το Σάββατο 15 Μαΐου (ώρα 8:30 μμ) δύο συναυλίες στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης (Φίλων της Μουσικής) στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Σειράς «Μεγάλες Ορχήστρες-Μεγάλοι Μαέστροι». Θα παρουσιαστούν αποσπάσματα από όπερες του Ρίχαρντ Στράους και η Συμφωνία αρ.3 σε μι ύφεση μείζονα, έργο 55, «Ηρωική» σε μουσική διεύθυνση του μεγάλου γάλου αρχιμουσικού Zωρζ Πρετρ που έρχεται στο Μέγαρο αντί του Φάμπιο Λουίζι. Συμμετέχουν οι υψίφωνοι Άννε Σβάνεβιλμς, Γκένια Κύμαϊερ και Μπερνάρντα Φινκ.
Η Στάατσκαπελλε της Δρέσδης κατατάσσεται ανάμεσα στις καλύτερες ορχήστρες του κόσμου. Είναι μάλιστα η πρώτη που τιμήθηκε, το 2007, με το «Βραβείο του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Διατήρηση της Παγκόσμιας Μουσικής Κληρονομιάς». Πρόκειται ασφαλώς για ένα μόνο από τα πολλά εύσημα που έχουν απονεμηθεί κατά καιρούς στο παλαιότερο ίσως μουσικό σύνολο διεθνώς, το οποίο ήδη μετρά σχεδόν πέντε αιώνες συνεχούς καλλιτεχνικής πορείας. Η Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα της Σαξονίας –έτσι αποδίδεται η πλήρης ονομασία της Στάατσκαπελλε στα ελληνικά– ιδρύθηκε το 1548. Στις 22 Σεπτεμβρίου 2008 γιόρτασε τα 460 χρόνια της αδιάλειπτης παρουσίας της στη διεθνή πολιτιστική ζωή. Ωστόσο, παρά την… «προχωρημένη» ηλικία της, δεν διστάζει να παρουσιάζει στην Ζέμπεροπερ της Δρέσδης περί τα 260 έργα ανά καλλιτεχνική περίοδο (όπερες, συμφωνικά, μουσική δωματίου, μπαλέτα) και να δίνει πολλά κοντσέρτα στον ναό Φράουενκιρχε της ίδιας πόλης.
Κατά τη διάρκεια της ένδοξης ιστορίας της, τη διηύθυναν μεγάλες μουσικές προσωπικότητες όπως οι Χάινριχ Συτς, Γιόχαν Άντολφ Χάσσε, Καρλ Μαρία φον Βέμπερ και Ρίχαρντ Βάγκνερ, ενώ το όνομά τους με την Στάατσκαπέλλε έχουν συνδέσει μέχρι σήμερα κορυφαίοι μαέστροι του διαμετρήματος των Μπεμ, Κέμπε, Ζάντερλινγκ και των νεότερων Σινόπολι και Χάιτινκ. Ιδιαίτερα στενή, εξάλλου, υπήρξε η επί σχεδόν 70 χρόνια σχέση του Ρίχαρντ Στράους μαζί της, ο οποίος είχε δηλώσει ότι η Στάατσκαπελλε είναι «η καλύτερη ορχήστρα στον κόσμο», μια ορχήστρα που, ακόμα και στις μέρες μας, θεωρείται ως το πλέον ιδεώδες συγκρότημα για την ερμηνεία των διόλου ευκαταφρόνητων, από τεχνικής απόψεως, συμφωνικών και λυρικών έργων του. Ωστόσο, η εργογραφία που έχει παρουσιάσει η ορχήστρα τόσο στην Γερμανία όσο και σε περιοδείες της σε μεγάλες μουσικές μητροπόλεις της Ευρώπης, της Ασίας και των Ηνωμένων Πολιτειών δεν περιορίζεται στις αρχές του 20ού αιώνα. Το ρεπερτόριο της Στάατσκαπελλε περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, συνθέσεις των Βιβάλντι, Μπαχ, Σούμαν, Λιστ, Χίντεμιτ ή Βάιλ, ενώ έργα για το διάσημο σύνολο έχουν γράψει στο παρελθόν οι Μάττους, Τσίμμερμαν και Ριμ. Επίσης, από το 2007 και εφεξής νεότεροι δημιουργοί όπως οι Μούντρυ, Λανγκ και Σώντερς κλήθηκαν να συνθέσουν μουσική για την Στάατσκαπελλε. Οι δισκογραφικές καταθέσεις του φημισμένου συμφωνικού συγκροτήματος είναι πάμπολλες και έχουν αποσπάσει τα εγκωμιαστικά σχόλια του διεθνούς μουσικού Τύπου, με το βρετανικό περιοδικό “Gramophone” να έχει κατατάξει την Στάατσκαπελλε στο «τοπ-10» των καλύτερων μουσικών συνόλων όλου του κόσμου (2008).
Γενικός Μουσικός Διευθυντής της Στάατσκαπελλε της Δρέσδης και της Κρατικής Όπερας της Σαξονίας είναι ο Φάμπιο Λουίζι. Επίτιμος αρχιμουσικός της από το 1991 είναι ο Σερ Κόλλιν Ντέιβις.
Ο Ζωρζ Πρετρ γεννήθηκε στη βόρεια Γαλλία και ολοκλήρωσε τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο του Παρισιού. Το 1946 σε ηλικία 22 ετών πραγματοποίησε την πρώτη του επίσημη εμφάνιση, στην Όπερα της Μασσαλίας. Ακολούθησαν εμφανίσεις στην Opera-Comique στο Παρίσι, στην Όπερα του Παρισιού, στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης και στη Σκάλα του Μιλάνου. Το 1970 ανέλαβε μουσικός διευθυντής της Όπερας του Παρισιού. Έχει διευθύνει τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές ορχήστρες: Φιλαρμονική της Βιέννης, Φιλαρμονική του Βερολίνου, όλες τις μεγάλες ορχήστρες του Λονδίνου, των ΗΠΑ κ.α. Από το 1986, και για μία πενταετία, διετέλεσε βασικός προσκεκλημένος αρχιμουσικός της Συμφωνικής της Βιέννης, με την οποία πραγματοποίησε πολλές περιοδείες στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ. Παραμένει επίτιμος αρχιμουσικός της Ορχήστρας δια βίου. Τον Ιούλιο του 1989 διηύθυνε την εναρκτήρια συναυλία που παρουσιάστηκε στη νέα Όπερα της Βαστίλλης στο Παρίσι. Από το 1995 είναι επίτιμος αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας της Ραδιοφωνίας της Στουτγάρδης. Το έτος 1999, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του Πουλένκ, διηύθυνε πολλές εορταστικές συναυλίες με έργα του συνθέτη. Το 2001 διηύθυνε πολυάριθμες παρουσιάσεις του Ρέκβιεμ του Βέρντι, για τα 100 χρόνια από το θάνατο του συνθέτη. Την ίδια χρονιά διηύθυνε την εξαιρετικά επιτυχημένη παραγωγή της Τουραντότ στη Σκάλα του Μιλάνου. Το 2004, οπότε συμπλήρωνε τα 80 του χρόνια, ο Ζωρζ Πρετρ διηύθυνε τις αγαπημένες του ευρωπαϊκές ορχήστρες: Ορχήστρα της Αγίας Καικιλίας της Ρώμης, του Μουσικού Φλωρεντινού Μαΐου, Φιλαρμονική της Σκάλας του Μιλάνου, Ορχήστρα του Θεάτρου Λα Φενίτσε της Βενετίας, Συμφωνική της Βιέννης, Φιλαρμονική της Βιέννης, Συμφωνική SWR της Στουτγάρδης, Συμφωνική NDR του Αμβούργου, Στάατσκαπελλε της Δρέσδης, Εθνική Ορχήστρα του Παρισιού, Ορχήστρα της Όπερας του Παρισιού και Ορχήστρα του Καπιτωλίου της Τουλούζης. Η πρώτη του εμφάνιση στην πρωτοχρονιάτικη συναυλία στο Μουζίκφεραϊν με τη Φιλαρμονική της Βιέννης, το 2008, απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές. Διηύθυνε επίσης την πρωτοχρονιάτικη συναυλία του 2010. Την καλλιτεχνική περίοδο 2008-2009 διηύθυνε την πρωτοχρονιάτικη συναυλία στο Θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας, Παλιάτσους και Καβαλλερία Ρουστικάνα στο Αρχαίο Θέατρο της Οράνζ. Πραγματοποίησε επίσης περιοδεία με τη Φιλαρμονική της Βιέννης και εμφανίσεις με τη Γερμανική Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου, τη Συμφωνική της Βιέννης, τη Φιλαρμονική της Σκάλας του Μιλάνου και την Ορχήστρα της Εθνικής Ακαδημίας της Αγίας Καικιλίας. Έχει αποσπάσει τις υψηλότερες διακρίσεις στη Γαλλία και το εξωτερικό ενώ πρόσφατα ο γάλλος πρόεδρος του απένειμε τον υψηλότερο τίτλο του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής(Grand Officier).
Ορχηστρικά και φωνητικά μέρη από περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλείς όπερες του Ρίχαρντ Στράους (1864-1949) καθώς και η Συμφωνία αρ.3 σε μι ύφεση μείζονα, έργο 55, «Ηρωική» του Λούνβιχ βαν Μπετόβεν συνδυάζονται στο πρόγραμμα της Στάατσκαπελλε, το οποίο παραμένει το ίδιο και για τις δύο βραδιές (14 και 14/5). Από τα περισσότερο γνωστά λυρικά έργα του Γερμανού συνθέτη και αρχιμουσικού θα ακουστούν: «Ο χορός των επτά πέπλων» από τη «Σαλώμη», έργο 54 και η «Σουίτα βαλς» σε διασκευή Ρούντολφ Κέμπε, το Τρίο «Hab’ mir’s gelobt, ihn lieb zu haben» και το Ντουέτο «Ist ein Traum, kann nicht wirklich sein» από τον «Ιππότη με το ρόδο», έργο 59.
Βασισμένη σε μια προσαρμογή του βιβλικού μύθου από τον Όσκαρ Ουάιλντ και σε λιμπρέτο Χέντβιχ Λάχμαν, η «Σαλώμη» πρωτοπαρουσιάστηκε στη Δρέσδη στις 9 Δεκεμβρίου του 1905. Ο Στράους ήταν τότε σαράντα ετών και καταξιωμένος μαέστρος, όπως και συνθέτης συμφωνικής μουσικής. Η Σαλώμη θα τον εκτινάξει στην κορυφή της μουσικής πρωτοπορίας της εποχής του και μαζί με την επόμενη μονόπρακτη όπερά του «Ηλέκτρα» θα τον καθιερώσει στον απαιτητικό χώρο του μουσικού θεάτρου. Από τη μία πλευρά ο δυναμισμός και πρωτοποριακός χαρακτήρας της μουσικής του έργου και από την άλλη το τρομακτικό και μακάβριο βιβλικό θέμα της όπερας από την πένα του Όσκαρ Ουάιλντ, έκαναν τη Σαλώμη να ξεχωρίσει. Η όπερα προκάλεσε πραγματικό σκάνδαλο με διαμαρτυρίες και απαγορεύσεις που, όπως συμβαίνει συχνά, μεγάλωσαν τη φήμη της.
Μετά τις όπερες «Σαλώμη» και «Ηλέκτρα», ο Στράους θα στραφεί στη δημιουργία μιας ανάλαφρης μουσικής κωμωδίας, μιας ιστορίας ερωτικών σχέσεων και δολοπλοκιών στη Βιέννη του 18ου αιώνα. Ο «Ιππότης με το ρόδο» πρωτοπαρουσιάστηκε στη Δρέσδη στις 26 Ιανουαρίου του 1911, έτυχε θριαμβευτικής υποδοχής και αποτελεί έκτοτε ένα από τα βασικά έργα του ρεπερτορίου των μεγαλύτερων λυρικών θεάτρων. Στα υπέροχα φωνητικά μέρη της τρίτης και τελευταίας πράξης της όπερας «Ο Ιππότης με το ρόδο» το ρόλο της Μαρσαλλίν θα αποδώσει φωνητικά η σοπράνο Άννε Σβάνενβιλμς, της Ζοφί η υψίφωνος Γκένια Κύμαϊερ και του Οκτάβιαν η μεσόφωνος Μπερνάρντα Φινκ.
Η συναυλία κλείνει με μία από τις δημοφιλέστερες Συμφωνίες του Μπετόβεν, γνωστή με την προσωνυμία «Ηρωική». Η ιδέα να γραφτεί ένα έργο αφιερωμένο στην απελευθέρωση των λαών της Ευρώπης, τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, είχε προταθεί στον Μπετόβεν ήδη από τον 1798, από τον τότε πρεσβευτή της Γαλλίας στη Βιέννη αλλά και από τον περίφημο βιολιστή Ρούντολφ Κρούτσερ. Ο Μπετόβεν βρήκε την ιδέα συναρπαστική και πράγματι συνέθεσε τη Συμφωνία εμπνεόμενος από το μέγεθος των ιστορικών πράξεων του Ναπολέοντα. Ωστόσο, όταν το 1804 ο Βοναπάρτης έστεψε τον εαυτό του αυτοκράτορα, ο συνθέτης θεώρησε ότι τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης είχαν προδοθεί. Έτσι αντικατέστησε το δεύτερο μέρος της Συμφωνίας του- ένα θριαμβευτικό εμβατήριο μέχρι εκείνη τη στιγμή- με ένα πένθιμο εμβατήριο και τροποποίησε την αφιέρωση: «Συμφωνία ηρωική, που γράφτηκε στη μνήμη ενός μεγάλου άνδρα».
Oι τιμές των εισιτηρίων για τις δύο συναυλίες της Στάατσκαπελλε της Δρέσδης υπό τον Ζωρζ Πρετρ, είναι: €10 [φοιτητικά], 16, 30, 43 και 60 [διακεκριμένη ζώνη]).