Μητροπάνος-Κραουνάκης μιλούν για τη συνεργασία τους!
Για το πώς ξεκίνησε η συνεργασία τους ο Σταμάτης Κραουνάκης αναφέρει: ««Τα πυρά έφυγαν ταυτόχρονα και από τις δύο κατευθύνσεις. Πήρα τηλέφωνο στην εταιρεία του για να τους πω ότι έχω μια δουλειά που νομίζω ότι πρέπει να την πει ο Μητροπάνος και μου απάντησαν πως και εκείνος, δύο ημέρες πριν, είχε εκφράσει την επιθυμία να κάνει, ως επόμενο βήμα, έναν δίσκο μαζί μου. Νομίζω ότι στις δύσκολες ώρες ένα ανώνυμο, αιωρούμενο κάρμα φέρνει στο φως μια απαίτηση. Για το κοινό αίσθημα, λοιπόν, όφειλε ο Κραουνάκης να κάνει έναν δίσκο με τον Μητροπάνο. Όταν κάναμε τις πρώτες μας κουβέντες για το άλμπουμ, πήγα να δω τον Δημήτρη στη Θεσσαλονίκη όπου τραγουδούσε και είδα αυτό το ιερατικό λαϊκό ον, σε έναν χώρο κατανάλωσης 2.500 ατόμων, απολύτως εγκλωβισμένο μέσα στο προσωπικό του γίγνεσθαι εκείνη τη στιγμή, να επικοινωνεί. Κόμπλαρα. Ένιωσα ότι δεν θα είμαι σε θέση να αντεπεξέλθω, αλλά ο τρόπος με τον οποίο πυροδότησε σε μένα το ελεύθερο μου έλυσε τα πάντα», ενώ ο κύριος Μητροπάνος: «Πολύ απλά του ζήτησα να μη σκέφτεται πώς θα μπορούσα να αντιδράσω εγώ. Του ξεκαθάρισα πως ήθελα να γράψει όπως έβλεπε εκείνος εμένα, να μη σκέφτεται τι τραγούδια έχω πει. “Γράψε εσύ και εγώ θα πω ό,τι και να ’ναι”.
Για μένα ήταν πολύ σημαντική η δουλειά του με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη κατά τη δεκαετία του ’80, ο πρώτος δίσκος με τη Μοσχολιού, τα “Σκουριασμένα χείλη”, που ήταν εξαιρετικός. Μάλιστα, το ’90, είχαμε κάνει μια κουβέντα να συνεργαστούμε, αλλά δεν προχώρησε το πράγμα. Το στούντιο γενικά δεν είναι το φόρτε μου, η ηχογράφηση ενός δίσκου δεν είναι μια διαδικασία που απολαμβάνω. Άρχισα να ψήνομαι όταν μου είπαν ότι και εκείνος ήθελε να συνεργαστούμε».
Έτσι ο κύριος Κραουνάκης ξεκίνησε να στέλνει τραγούδια στον κύριο Μητροπάνο μέχρι να καταλάβει που πάτα η καρδιά του «Αυτό ήταν το σημάδι που περίμενα, η συνειδητοποίηση ότι κάτι αρέσει στην ψυχή του. Το πρώτο τραγούδι που διάλεξε ήταν το “Να σβήσει αυτό το φως”, ένα μπλουζ δηλαδή. Το δεύτερο η μελοποίηση του ποιήματος του Κωστή Παλαμά. Εκεί κατάλαβα ότι μπορούμε να παίξουμε σε όλα τα γήπεδα. Πρέπει να ομολογήσω ότι είχε πολύ καιρό να ανοίξει η βρύση και να μη λέει να κλείσει. Αισθανόμουν δε σαν να γράφω τον λόγο του Πρωθυπουργού. Οταν δίνεις υλικό σε έναν άνθρωπο τόσο ευρείας αποδοχής, έναν άνθρωπο που η φωνή του φτάνει όπου πατάει Ελληνας, είναι τεράστια η ευθύνη. Πρέπει να είσαι σίγουρος για το μήνυμα που θα μεταφέρει».
Ο κυριος Μητροπάνος δηλώνει πως η επιτυχία για τον ίδιο δεν είναι αυτοσκοπός. Στέκεται στα καλά τραγούδια, στο τι αρέσει στον ίδιο: «Εν αρχή ην ο δημιουργός, ο τραγουδιστής είναι σημαντικός, μπορεί να απογειώσει ή να χαντακώσει ένα τραγούδι, αλλά και να το χαντακώσει, αν είναι καλό θα το πει κάποιος άλλος και θα κάνει την καριέρα του. Υπάρχουν φορές που κάποιοι με τους οποίους συνεργάζεσαι δεν σου επιτρέπουν να κάνεις τα πράγματα που μπορείς και θέλεις, και το πράγμα στενεύει. Τούτη εδώ είναι μία από τις ευτυχέστερες συνεργασίες που έχω κάνει. Ο Σταμάτης μού έδωσε την ελευθερία να πω με άλλον τρόπο ό,τι δεν μου κολλούσε. Ακόμη και νότες μπορούσα να αλλάξω, τρομερά σημαντικό πράγμα αυτό για έναν τραγουδιστή».
Το τραγούδι «Κατσαρόλα» αν και ροκ , δεν τους φόβισε. Ο κύριος Κραουνάκης λέει πως το κομμάτι γράφτηκε πριν οκτώ μήνες και δεν ήταν έμπνευση του κινήματος των «Αγανακτισμένων», αλλά ένα τραγούδι από ένα δίσκο δεκατεσσάρων τραγουδιών.
Λαϊκό τραγούδι με την έννοια που το είχαν μάθει παλιότερα, τώρα δεν υπάρχει σύμφωνα με τον κύριο Μητροπάνο : «Δεν υπάρχει λαϊκός τραγουδιστής πουθενά στον κόσμο με καταγωγή από τα μεσαία στρώματα και πάνω, όλοι εκείνοι είναι ποπ. Φταίνε και άλλοι παράγοντες. Στα σόου της τηλεόρασης, για παράδειγμα, πρέπει ένας νέος τραγουδιστής να τραγουδάει όλα τα είδη για να τον εγκρίνει η επιτροπή, ελληνικά και ξένα, και ποπ, και ροκ. Αυτό ποτέ δεν το κατάλαβα. Εχω την αίσθηση, μάλιστα, ότι αυτούς που δηλώνουν λαϊκοί τραγουδιστές τούς σνομπάρουν κιόλας οι “κριτές”. Μου θυμίζουν την εποχή που όσοι κατηγορούσαν τα σκυλάδικα ήταν κάθε βράδυ εκεί και χόρευαν τσιφτετέλι»
Για το τραγούδι «Το χω», της Λίνας Νικολακοπούλο, ο κύριος Μητροπάνος κάνει μια εξομολόγηση ζωής: «Ημουν 40 χρόνων. Αρχισα να ψάχνω τραγούδια, μπας και δραστηριοποιηθώ επαγγελματικά. Μου έφεραν κάτι έτοιμα σουξέ. Ηξερα μέσα μου ότι αν τα έλεγα θα πρόδιδα τον εαυτό μου και δεν θα μπορούσα να ξαναγυρίσω πίσω. Ποτέ δεν ήμουν σταρ, δεν με αφορούσε η επιτυχία με αυστηρά εμπορικά κριτήρια, οπότε αρνήθηκα. Τα τραγούδια αυτά τα είπαν άλλοι συνάδελφοι και όντως έγιναν επιτυχίες. Εγώ κάθησα τρία χρόνια χωρίς να κάνω τίποτε. Πάλεψα, έσκαψα βαθιά και ξαναβρήκα κάποια στιγμή τον εαυτό μου» ενώ ο κύριος Κραουνάκης δηλώνει: «Η ανασφάλεια είναι συνυφασμένη με τη δουλειά του καλλιτέχνη, οπότε το να μετακινείται κάπως το κέντρο σου δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Σε άλλους καιρούς αυτή η διαταραχή που έγινε με την “Κατσαρόλα” θα με είχε διαλύσει, αλλά ξέρω πια ότι είναι γερό το οικοδόμημα. Νομίζω, πάντως, ότι αυτό που θέλει να πει η Λίνα σε αυτό το τραγούδι είναι ότι όλοι έχουμε δικαίωμα να χάσουμε τον δρόμο μας, αλλά δεν έχουμε το δικαίωμα να χάσουμε την επαφή με την παραγωγική δύναμή μας».
Αυτό που ενδιαφέρει τον κύριο Μητροπάνο είναι τι θα μείνει από το όνομά του, ότι πέρασε ένας λαϊκός τραγουδιστής που είχε ήθος, αρχές και ήταν καλός.
Κλείνοντας ο κύριος Κραουνάκης μιλά για την έμπνευση : «Τα εναύσματα που παίρνει ένας δημιουργός, όταν είναι ανοιχτό το πεδίο και τα παίρνει από τη ζωή, στη ζωή θα ξαναγυρίσουν. Το παν είναι να βρεθεί μια μελωδία που σε τρυπάει και ένας στίχος που σε καλωδιώνει και να βάλει ο άλλος συναίσθημα. Το “Γεια”, για παράδειγμα, είναι ένα κομμάτι που συστήνει διαφορετικά τη φωνή του Μητροπάνου, ο οποίος μέσα σε αυτήν την τόσο δυτική, μπρελική μελωδία βάζει όλο το λαϊκό ηχόχρωμα, χωρίς να κλωτσάει το ένα το άλλο, και το αποτέλεσμα βγάζει φως».
Από την Αριάδνη Στεφανίδου