Νίκος Πορτοκάλογλου: «Οι τραγουδοποιοί είμαστε μια ιδιαίτερη ράτσα»
Η απλότητα και η ουσία είναι το ιδανικό του όσον αφορά το στίχο και τη μουσική: «Από μικρός υπήρξα μινιμαλιστής χωρίς να το ξέρω. Γι’ αυτό και οι μουσικές που με συγκίνησαν και μου δημιούργησαν την επιθυμία να γίνω μουσικός και να γράψω τραγούδια, ήταν μουσικές που είχαν αυτά τα στοιχεία: απλότητα, αμεσότητα, δύναμη, πάθος. Είναι στοιχεία που τα έβρισκα σε πάρα πολλές μουσικές, από τα δικά μας λαϊκά και παραδοσιακά μέχρι τα μπλουζ, τη ροκ και την κάντρι. Η δισκοθήκη μου πάντα ήταν ένα πολύχρωμο χαρμάνι».
Ξεκίνησε να παίζει κιθάρα από μαθητής: «Ύστερα από μια περίοδο που προσπαθούσα να μάθω εντελώς στα τυφλά, η μητέρα μου μού έφερε μια μέθοδο πρακτικής εκμάθησης της κιθάρας, ένα βιβλίο του Τάκη Μωράκη που είχε τα εικονίδια με τις συγχορδίες. Αυτή ήταν η αρχή. Ταυτόχρονα ο αδερφός μου ως μεγαλύτερος έφερνε μαγικούς δίσκους στο σπίτι, όπως το White Album των Beatles, το Nashville Skyline του Dylan ή το Περιβόλι Του Τρελού του Σαββόπουλου και πολλούς άλλους, συν τους δίσκους των γονιών που ήταν Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και λαϊκά.
Το ωδείο μου ουσιαστικά ήταν το πικάπ, όπου έλιωνα τους δίσκους προσπαθώντας να παίξω κάτι που να θυμίζει έστω και λίγο αυτό που άκουγα. Από τα πρώτα εκείνα χρόνια που άρχισα να παίζω, άρχισα παράλληλα και να γράφω, που και αυτό ήταν σαν μια άλλη τάξη του ωδείου: έκανα ασκήσεις ύφους προσπαθώντας να μιμηθώ αυτούς που άκουγα, με αγγλικούς στίχους πολλές φορές. Θυμάμαι ωστόσο ότι το πρώτο τραγούδι που αισθάνθηκα πραγματικά δικό μου ήταν ο Άσωτος Υιός και μιλούσε ακριβώς γι’ αυτό που με έκαιγε τότε, το τέλος της προστασίας από το σπίτι και το πρόβλημα της επιβίωσης. Μόλις αρχίζουν τα προβλήματα αρχίζουν και τα τραγούδια. Λίγα χρόνια αργότερα σχηματίστηκαν και οι Φατμέ».
Δεν θεωρεί απαραίτητες τις μουσικές σπουδές για να γράψει κάποιος ένα καλό κομμάτι: «είμαι ένας αυτοδίδακτος που διδάχτηκε κυρίως από αυτοδίδακτους. Οι τραγουδοποιοί είμαστε μια ιδιαίτερη ράτσα, δεν είμαστε ούτε συνθέτες, ούτε ποιητές, ούτε σολίστες, ούτε τραγουδιστές. Συνήθως έχουμε λίγο απ’ όλα, άλλο περισσότερο, άλλο λίγο λιγότερο και με κάποιον τρόπο τα φέρνουμε όλα σε μια ισορροπία. Ο χρόνος και η δουλειά είναι εκείνα που σμιλεύουν όλο αυτό το πράγμα. Η δουλειά κυρίως είναι πολύ σημαντική. Όλοι μιλάνε για ταλέντο, για χάρη, για έμπνευση, για δικαιώματα και επιδόματα, αλλά κανείς δεν δίνει βάρος στη δουλειά».
Μιλά και για το βιβλίο μουσικής που ετοίμασε: « Καταρχήν έχει όλο το υλικό και μάλιστα ταξινομημένο. Επίσης το υλικό είναι δουλεμένο από εμένα τον ίδιο που τα έγραψε ένα – ένα τα τραγούδια από την αρχή. Κατέγραψα ακριβώς τον τρόπο που τα έπαιζα στην κιθάρα από παλιά, ξανακούγοντας τους δίσκους. Καταλαβαίνεις ότι πολλά από τα τραγούδια είχαν ξεχαστεί. Το βιβλίο είναι μια δουλειά χειροποίητη, την έκανα μόνος μου με πολύ μεράκι και θεωρώ ότι είναι πιο εύχρηστο για τους μουσικούς, μιας και δεν έχει παρτιτούρα. Έχει τους στίχους και τα ακόρντα. Εκείνο που χρειάζεται είναι να ξέρει κανείς το τραγούδι, να το έχει ακούσει δηλαδή».
Δεν τον ενοχλεί η διάθεση των στίχων στο διαδίκτυο, αλλά θυμώνει με την κλοπή των πνευματικών δικαιωμάτων μέσω download των κομματιών.
Οι στιχουργοί που θαυμάζει είναι: «Από τους σύγχρονους ο Γκανάς και ο Καψάλης. Από στιχουργούς θαυμάζω πολύ τον Δεληβοριά, τον Αγγελάκα, τον Παυλίδη και τον Περίδη». Και συνεχίζει : «Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει εκλείψει το είδος του συνθέτη και του στιχουργού ως ομάδα δημιουργίας».
Για τις εμφανίσεις του στον Ιανό λέει: «Μου αρέσει να προσεγγίζω τα παλιά μου τραγούδια αλλάζοντάς τα. Αντιμετωπίζοντάς τα όπως ο σκηνοθέτης ένα παλιότερο έργο∙ κρατάει σταθερό τον πυρήνα του έργου και αλλάζει όλα τα υπόλοιπα. Είμαι από αυτούς που αν επαναλαμβάνω ένα τραγούδι για χρόνια με την ίδια μορφή, χάνω την επαφή μου μαζί του και αισθάνομαι σαν τζουκμπόξ».
Ενώ κλείνοντας εκφράζει και ένα παράπονό του: «Εκείνο που θέλω να πω κλείνοντας είναι ότι, ενώ γενικά δεν έχω παράπονο ούτε από την κριτική ούτε από τον κόσμο όσον αφορά τις δουλειές μου, εκείνο που δεν μου αναγνωρίστηκε ποτέ είναι η πρωτοτυπία σε κάποια πράγματα. Όταν για παράδειγμα έκανα τον δίσκο «Άσωτος Υιός», ηχογράφησα τελείως αλλαγμένα κάποια τραγούδια μου, όχι σε λάιβ αλλά στο στούντιο, με τη βοήθεια κάποιων τραγουδοποιών, ή όταν στις πρώτες μας ενορχηστρώσεις με τους Φατμέ χρησιμοποιήσαμε ηλεκτρική κιθάρα μαζί με κλαρίνο και παραδοσιακά όργανα. Αυτά πολλοί τα επανέλαβαν στη συνέχεια και καλά έκαναν. Εγώ αντιμετωπίστηκα σαν να μην το έκανα ποτέ».
Από την Αριάδνη Στεφανίδου