Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος μιλάει για το Στέλιο Καζαντζίδη!
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γράφει:
«Συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από το θάνατο του Στέλιου Καζαντζίδη. Γέμισαν πάλι τα νεκροταφεία, γίνανε τρισάγια και πλημμύρισαν από κόσμο τα…εντευκτήρια δεκάδων συλλόγων σε όλη την επικράτεια που έχουν το όνομα του μεγάλου τραγουδιστή ή φέρουν τίτλους τραγουδιών του με προεξέχοντα το «Υπάρχω» και «Η ζωή μου όλη».
Πολλοί σύλλογοι με κάλεσαν να μιλήσω. Ακόμη και από τον Κίσσαμο των Χανίων. Ήμουν άρρωστος. Δεν πήγα. Μίλησα όμως από το τηλέφωνο σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό. Για να πω, αυτά που λέω πάντοτε. Πως ο Καζαντζίδης είναι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής της Μεσογείου και πολύ δύσκολα θα βρεθεί διάδοχός του. Θυμήθηκα μάλιστα και μια κουβέντα της Χαρούλας Αλεξίου. Η Χαρούλα έκανε μάθημα φωνητικής, σε μια σπουδαία και πολύ γνωστή δασκάλα, η οποία δίδασκε όμως κλασσικό τραγούδι. Κάποια στιγμή, στο τρίτο μάθημα, η δασκάλα συμβούλεψε την μαθήτρια: « Μην ξανάρθεις! Θα πας σπίτι και θα αρχίσεις να ακούς δίσκους του Καζαντζίδη και του Μπιθικώτση. Από τον Καζαντζίδη θα μάθεις πως εκφέρεται το «άλφα» και από τον Μπιθικώτση ,πως καταλήγει, πως «σβήνει» ένα τραγούδι.» Αρκούν όμως τα φωνητικά προσόντα όσο σπουδαία και να είναι, για να γίνει ένας τραγουδιστής «Καζαντζίδης»; Δηλαδή, θρύλος; Δεν αρκούν!
Χρειάζεται ο τραγουδιστής αυτός να έχει και άλλα προσόντα που θα τον ζυμώσουν με την ψυχή του λαού. Και ο Καζαντζίδης είχε αυτά τα προσόντα. Άλλοι συνάδελφοι του τα έχουν σε μικρότερο βαθμό. Και άλλοι καθόλου. Ο Καζαντζίδης δημιούργησε ένα μύθο. Όχι μόνο με την ανυπέρβλητη φωνή του. Αλλά και με τον τρόπο ζωής του. Δεν είχε πλούτη. Δεν σύχναζε σε κοσμικά σαλόνια και κοσμικά κέντρα. Τραγουδούσε όποτε ήθελε σ’ ένα ταβερνάκι της Καισαριανής μαζί μένα γυψαδόρο φίλο του και με δυο άλλους βιοπαλαιστές επίσης, κρατώντας στο χέρι την κιθάρα. Δεν έμενε σε λαμπρά προάστια, όπως τόσοι άλλοι. Εγώ τον θυμάμαι σε ταπεινά διαμερισματάκια, στην Καλλιθέα, στην Πατησίων, στην οδό Κνωσσού, στη Νέα Ιωνία φυσικά, στη Μαγκουφάνα. Ο Καζαντζίδης, με άλλα λόγια, τραγουδούσε για τη φτωχολογιά, αλλά αισθανόσουν ότι ανήκει σε αυτήν. Και ο λαός, που είναι ευαίσθητος, όλα αυτά τα καταλαβαίνει. Αισθάνεται τον καλλιτέχνη όμοιό του, γείτονά του, φίλο του. Και δεν τον ξεχνάει ποτέ».
Από την Κωνσταντίνα Τσίχλα