Ο Νότης Σφακιανάκης μιλά για όλα!
Πάντρεψε όπως λέει το διασκεδαστικό τραγούδι με το κοινωνικό και λειτουργεί ασυμβίβαστα: «σε έναν κόσμο που είναι βάρβαρος, εγώ προσπάθησα υπό αντίξοες συνθήκες να χτίσω μια πορεία που λίγοι θα ήταν σε θέση να δημιουργήσουν. Λειτούργησα ως ασυμβίβαστος, πολεμώντας συνέχεια κι έχοντας αντιμέτωπους ανθρώπους που κανονικά θα έπρεπε να με είχαν αγκαλιάσει. Όταν εμφανίστηκα στο τραγούδι, στην αρχές της δεκαετίας του ΄90, όλο το παιχνίδι γίνονταν στον Διογένη. Εκεί χτυπούσε ο «πολιτισμικός παλμός» του τόπου. Από τον πρώτο μου λοιπόν δίσκο, στην κόψη του ξυραφιού, σαν σχοινοβάτης, επιχείρησα να μιλήσω και με μια άλλη γλώσσα».
Είναι συνεπής με διαφορετικές θεματικές τραγουδιών από τις κοινότυπες. Υποστηρίζει όλα τα είδη ερωτικό, χορευτικό αρκεί να διαθέτουν επίπεδο.
Για την Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου: «Είναι τραγουδάρα μεγάλη, μακάρι να υπήρχαν πολλά τέτοια τραγούδια. Εγώ πιστεύω ότι στην εποχή που ζούμε πρέπει να τα πεις χύμα και τσουβαλάτα, χωρίς υπονοούμενα».
Τα ακούσματα του από μικρό παιδί ήταν λαϊκά ενώ αργότερα όταν έγινε dj ασχολήθηκε με την ξένη μουσική.
Για το Μανώλη Αγγελόπουλο: «Ο Μανώλης Αγγελόπουλος ήταν ένας εξαιρετικός τραγουδιστής, ένας εκ των μεγάλων, όπως ο Καζαντζίδης, ο Διονυσίου, ο Γαβαλάς, ο Μπιθικώτσης. Πέραν αυτού, προερχόταν από μια φυλή που εγώ αγαπώ». Και μίλησε για την αραβική προέλευση των τραγουδιών του. Ενώ στάθηκε στο ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας των τραγουδιών των τσιγγάνων αναφέροντας ως παράδειγμα, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο και τον Ζαφείρη Μελά.
Για τις διασκευές των τραγουδιών: «Έπαιρναν το τραγούδι και το έπαιζαν με τα όργανα τα δικά μας, όπως μπορούσαν. Θα έπρεπε για να υπάρχει ειλικρίνεια, να πουν «εγώ κάνω μια διασκευή στο τραγούδι τάδε». Αλλά το να λες «αυτό είναι δικό μου», και ποτέ να μην πεις την αλήθεια, είναι υποκριτικό».
Ο ίδιος παραδέχεται πως δεν θέλει να μοιάσει σε κανέναν και δεν έχει μιμηθεί κάποιον.
Για τον Μπιθικώτση: «Ο Θεοδωράκης είναι αυτός που είναι, ο μέγιστος, ο Μπιθικώτσης μεγάλος τραγουδιστής, ακολούθησε τον συνθέτη προσθέτοντας την προσωπικότητά του, τον ήχο της φωνής του, τον τρόπο ερμηνείας του. Χωρίς να κάνει εκπτώσεις και να ξεφύγει από αυτό που είναι, συμπλήρωσε τον Θεοδωράκη γιατί αν δεις αυτά που έκανε μετά, τα ερωτικά του επί το πλείστον, ο Μπιθικώτσης ίδιος έμεινε, δεν παραποίησε την έκφραση και την ιδιοσυγκρασία του».
Το Λαϊκό τραγούδι είναι γι αυτόν κάτι το αληθινό και όχι κάτι που συνοδεύεται αυστηρά με μπουζούκι και δίνει ένα παράδειγμα: «Λαϊκό τραγούδι μπορεί να είναι ένα τραγούδι σκληρό με κιθάρες. Σας φέρνω το παράδειγμα του Πατρίδα μου, το οποίο έχει ροκ υπόσταση ηχητικά γιατί έχει σκληρές κιθάρες κ.λ.π. Από την άλλη όμως μιλάει για όλα τα προβλήματα που έχει αντιμετωπίσει αυτός ο λαός και ποιες είναι οι αιτίες τους. Δεν είναι, λοιπόν, λαϊκό τραγούδι; Έχει σημασία η ενορχήστρωσή του; Λαϊκό τραγούδι γίνεται κάτι όταν το ενορχηστρώσεις με τρεις μπαγλαμάδες, ένα μπασοκίθαρο, λίγο ακορντεόν και βάλεις κάπου και ένα βιολί να κλαίει; Αυτό είναι»;
Για να λέγεται κάποιος λαϊκός τραγουδιστής θα πρέπει, αν έχει άμεση σχέση και βιώματα με το παρελθόν και τα ενσωματώσει κατάλληλα στο τραγούδι».
Από την Αριάδνη Στεφανίδου