Οι Έλληνες διασκεδάζουν με τον πόνο τους.
Καλησπέρα κόσμε. Βρίσκομαι σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Άφησα τον υπολογιστή στο ξενοδοχείο και ήρθα σ’ ένα internet cafe επίτηδες, για να μπορώ να αφουγκράζομαι το σήμερα όπως μπορώ. Ξεκινάω να γράφω τούτο το άρθρο. Έχω βάλει τον «Έρωτα Αρχάγγελο» του Μητσάρα στο youtube και ταξιδεύω. Καθώς περπατούσα στα πλακόστρωτα της Κω, σκεφτόμουν ότι ο Έλληνας είναι από τους λίγους εναπομείναντες λαούς που διασκεδάζουν ΑΚΟΜΑ τον θάνατο, την χαρά, την λύπη, τον χωρισμό, την καθημερινότητα.
Τυχαία πέρασα έξω από ένα ταβερνάκι που ακουγόταν ο ήχος από ρεμπέτικα. Σ’ ένα τραπέζι καθόταν ένας ηλικιωμένος μ’ ένα μπουκάλι ρετσίνα, μεζέ και καπνό. Χαμογέλασα πονηρά και προχώρησα γιατί αυτό που έβλεπα μ’ άρεσε. Με έφτιαχνε ειλικρινά. Ετούτος ο τόπος ανέκαθεν είχε μια υπέρμετρη υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια να αφομοιώνει και να μεταλλάσει οτιδήποτε καλό ή κακό συνέβαινε. Από την διονυσιακή λατρεία, τους παραδοσιακούς γάμους με ξεχωριστή μουσική και όργανα σε κάθε τόπο, τα μοιρολόγια και τα τσάμικα. Από ανεκπλήρωτους έρωτες και αγάπες της ζωής μέχρι την τραγωδία του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Από το (λαϊκό άσμα) «Στην υγειά της αχάριστης» μέχρι τα «Ξωτικά» του Μάλαμα και τα «Θαλασσοπούλια» του Τζουγανάκη. Χιλιάδες σκέψεις, συναισθήματα, νότες και λέξεις, δάκρυα χαράς και δάκρυα λύπης, ταξίδια και πόνος, χωρισμοί και σμίξιμο, ζωή και θάνατος. Αν το καλοσκεφτείτε είναι αξιοπρόσεκτο και πρωτόγνωρο συνάμα. Μιλάμε για κάτι που ξεφεύγει από το μεγαλείο και το θεμέλιο της παράδοσης. Κάτι μαγικό και θεϊκό. Κάτι που άλλοτε σου αφήνει μια γλυκιά και άλλοτε μια πικρή γεύση.
Χαρά: Τσάμικο, τσιφτετέλι, συρτά, καλαματιανά, σύγχρονα λαϊκά, ακόμα και σκυλάδικα.
Λύπη: Ζεϊμπέκικα, μπαλάντες, ορχηστρικά, μοιρολόγια.
Καημός: Αμανέδες, του «τραπεζιού», σμυρναίικα, καρσιλαμάδες.
Λεβεντιά: Ζεϊμπέκικα, χορευτικά, παραδοσιακά.
Μπορώ να γράψω πολλά αλλά είμαι σίγουρος ότι καταλάβατε τι θέλω να πω.
Μέχρι το τραγικό κάφρικο χιούμορ «Όλι ρέν, Όλι ρέν, δεν θα μας πάρεις το καγιέν». Χαχαχαχαχ. Ελληνάρεςςς.
Είναι κάτι σαν εκστατικός εξορκισμός όταν συμβαίνει αυτό. Είτε τα πίνεις για πάρτη σου, είτε με παρέα. Είτε είσαι με παρέα, είτε μόνος σου. Στην παραλία, σε μπαράκι ή σε κουτούκι. Σα να μπαίνεις σε μια ψυχική δίνη που σε στροβιλίζει και σε πηγαινοφέρνει κάπου μεταξύ αληθινού και φανταστικού.
Αν αφουγκραστείτε με τα αυτιά της ψυχής τις μουσικές που δεν είναι τίποτα περισσότερο από κραυγές της ψυχής, θα νιώσετε τότε αυτή την έκσταση. Πιο απλά εννοώ το κομπολόι που χτυπά κάποιος. Το ζεϊμπέκικο και τις στροφές που ρίχνει κάποιος άλλος. Το τσιφτετέλι μια φιλόδοξης νεαρής ή ώριμης, μέχρι και τα «ζουλού – σουαχίλι» της νεολαίας (αστειάκι). Όλα καταλήγουν στον ίδιο προορισμό. Αυτόν που όταν φτάνεις συναντάς μια τεράστια επιγραφή που έχει ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο, σαν αυτό που νιώθουμε όταν προσπαθούμε με τον χορό και την μουσική να ξεφορτωθούμε τα λάθη μας ή τα λάθη των άλλων.
Άραγε ποιο είναι αυτό το μυστικό συστατικό που κρύβεται στα τάστα και τις χορδές του μπουζουκιού και της λύρας. Πώς άραγε μπορεί το λα της κιθάρας να τσακίσει τα φύλλα της καρδιάς; Αμ… Αυτές οι λέξεις, τα γράμματα, τα λόγια που είναι γραμμένα από το χέρι ενός αγνώστου, γιατί μας ταξιδεύουν; Τί μας ενώνει τελικά και τί μας χωρίζει; Τί μας συνδέει; Τις ψυχές και τις διαδρομές, αν όχι η ίδια η ζωή και η μουσική από το πέρασμά της; Αγάπησε λοιπόν έναν ανθό λεμονιάς, ένα αδέσποτο, ένα μαυράκι ή μια γάτα. Ερωτευτείτε δυο μάτια, μια φωνή, μια χαραυγή ή μια λέξη. Δακρύστε από χαρά και λύπη, από ένα χωρισμό ή από ένα σίριαλ. Ταξιδέψτε μακριά, βαθειά στο μυαλό σας και στα χρώματα της νύχτας. Αγκαλιάστε ένα χαμόγελο γλυκό και ακουμπήστε το χέρι σας σ’ ένα βράχο. Ονειρευτείτε τα καλύτερα και τα χειρότερα που έρχονται και συνεχίστε. Ρουφήξτε την στιγμή και το τώρα.
Έτσι νιώθω την Ελλάδα και τη μουσικής της. Έτσι κουβαλάω τον καημό και τη χαρά. Φτάνει να κλείσετε τα μάτια και πιστέψτε με, δεν θα μπορείτε να ξεχωρίσετε την πραγματικότητα από την φαντασία επειδή τελικά δεν ξέρω αν είναι χώρια.
ΥΣ: Υπογράφει ένας από τους πολλούς αιώνιους ταξιδευτές τούτου του τόπου.
Κλείνω έτσι όπως άρχισα.
Δεν το μπορείς του φεγγαριού να βρεις ένα ψεγάδι
γιατί σκορπά την ομορφιά στην πλάση κάθε βράδυ.
Ζηλεύγω το του φεγγαριού που πάντα σεργιανίζει
γιατί θωρεί την π’ αγαπώ τη νύχτα σαν πορίζει.
Σαν θα περνάς την πόρτα τζη φεγγάρι μου σταμάτα
Χαιρέτα μου τη κι ύστερα συνέχισε την στράτα,
χαιρέτα μου την κι ύστερα συνέχισε την στράτα…
Παντελής Θαλασσινός «Του φεγγαριού».