Αφιέρωμα στον Σαίξπηρ: πως είδαν και πως μας έδειξαν φέτος οι Έλληνες σκηνοθέτες τα σχήματα των έργων του
27 Απριλίου… Εχτές συμπληρώθηκαν 450 χρόνια από τη γέννηση του Σαίξπηρ, του κλασσικότερου και διαχρονικότερου θεατρικού συγγραφέα της Παγκόσμιας Δραματουργίας. Πολλοί έχουν ταυτίσει την έννοια του θεάτρου με το όνομα Σαίξπηρ. Κάθε χρονιά δεκάδες παραστάσεις βασίζονται σε έργα και χαρακτήρες του Σαίξπηρ κι ανεβάζουν άλλοτε με «κλασικό» τρόπο, άλλοτε με «φρέσκο» κι άλλοτε με «πειραγμένο» τρόπο τα έργα του Άγγλου ηθοποιού/συγγραφέα. Τώρα, όταν λέμε κλασικό, το επίθετο συνήθως αποκτά μια υποτιμητική έννοια που παραφράζει μια παράσταση παλιάς κοπής, όπου βλέπουμε ηθοποιούς με επιβλητικά κοστούμια να εκφέρουν το κείμενο του έργου χωρίς κάποιο ιδιαίτερο διάλογο. Πράγματι, ξέρω αρκετούς που θέλουν να βλέπουν Σαίξπηρ σε ένα πιο «κλασικό» ανέβασμα, αλλά αντίστοιχα, υπάρχουν πολλοί που θέλουν να βλέπουν κάτι το διαφορετικό. Για μένα, ο Σαίξπηρ όπως και κάθε μεγάλος συγγραφέας έχει δώσει την πρώτη ύλη (μύθος, αρχέτυπα, χαρακτήρες, ποίηση) την οποία ο κάθε σκηνοθέτης που επιλέγει να ασχοληθεί μαζί του να μεταπλάσει αυτή την ύλη για να παραστήσει κάτι που αφορά τόσο τον ίδιο όσο και το κοινό τη δεδομένη στιγμή χωρίς να επεμβαίνει στους στίχους του πρωτότυπου αλλά παίζοντας μαζί τους. Ευτυχώς, ανάμεσα στην πληθώρα των παραστάσεων που είδαμε φέτος, υπήρξαν δουλειές που κατόρθωσαν αυτό που προσωπικά επιζητώ στον Σαίξπηρ.
(Μάκβεθ 2012/ Σκηνοθεσία Μοσχόπουλος)
Οι περισσότεροι έχουν ταυτίσει τον Σαίξπηρ με το ρομαντισμό, την ποίηση, τα ανθρώπινα πάθη και τα αδιέξοδα του έρωτα (κι όχι τόσο τα αδιέξοδα της εξουσίας), με τα διασημότερα έργα του όπως τα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Άμλετ», «Έμπορος της Βενετίας», «Οθέλλος», «Το ημέρωμα της στρίγγλας», «Ριχάρδος ΙΙΙ» και «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας». Ηθοποιός, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας έζησε και δημιούργησε το 16ο αιώνα για να γίνει τους επόμενους αιώνες ένας από τους κλασσικότερους θεατρικούς συγγραφείς που πέρασαν ποτέ από την Παγκόσμια Δραματουργία. Παντρεμένος από μικρή ηλικία με την Anne Hathaway, πατέρας τριών παιδιών και συχνά επικριμένος για την προσωπική του ζωή. Στο πέρασμα του χρόνου, πολλοί αμφισβήτησαν και την πατρότητα των έργων του, ωστόσο τα έργα αυτά μίλησαν, μιλούν και θα εξακολουθήσουν να μιλούν στο θεατρικό κόσμο τόσο αυτούσια όσο και αρχετυπικά, συνειρμικά και διακειμενικά.
(Περικλής 2011 /Σκηνοθεσία Χουβαρδά)
Και φέτος λοιπόν, η Αθήνα έδειξε την αγάπη της στο Σαίξπηρ με τουλάχιστον 20 δουλειές που πήραν αφορμή από το έργο του Σαίξπηρ για να πουν κάτι σήμερα (ή για το σήμερα) με το δικό τους προσωπικό στίγμα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Από αυτές τις περίπου 20 δουλειές, κατόρθωσα να δω περίπου τις μισές παρόλο που πάντα επιδιώκω να βλέπω Σαίξπηρ. Από τις πιο μεγάλες εκπλήξεις της σεζόν, αν μη τι άλλο ήταν η επιλογή της Έλλης Παπακωνσταντίνου να ανεβάσει το «Ριχάρδο ΙΙ», η επιλογή του Αλεξάνδρου Κοέν να ανεβάσει το «Τίμων ο Αθηναίος», η επιλογή του Γιώργου Ζαμπουλάκη να αποδώσει σκηνικά το “Hamletmachine” του Μίλλερ, και η επιλογή της Josie Rourke να ανεβάσει στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας το «Corionalus» το οποία είδαμε και στην Αθήνα μέσω των ζωντανών προβολών των παραστάσεων όπως έχει καθιερώσει τα τελευταία χρόνια το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (ενώ το Μάιο θα προβληθεί με τον ίδιο τρόπο και ο Βασιλιάς Ληρ)
Ας κάνουμε ένα πανόραμα στις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις που έγιναν φέτος πάνω σε έργα του Σαίξπηρ:
Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2 | Κώστας Γάκης / R.I.P. Ρωμαίος και Ιουλιέτα | Δ. Κουρούμπαλης
Το δημοφιλέστερο έργο του Σαίξπηρ -και ταυτόχρονα ίσως το δημοφιλέστερο έργο της παγκόσμιας δραματουργίας- έχει διαβαστεί εκατοντάδες για να μην πω χιλιάδες φορές τόσο ευθέως όσο και αρχετυπικά αποτελώντας ένα σχήμα που το διαβάζει κανείς εύκολα χωρίς να έχει την παραμικρή επαφή με το πρωτότυπο κείμενο ή με θεατρολογικές αναφορές. Ο Κώστας Γάκης και οι ανερχόμενοι ηθοποιοί Κωνσταντίνος Μπιμπής και Αθηνά Μουστάκα μας πρότειναν το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2» όπου δύο μόνο ηθοποιοί υποδύονται όλους τους ρόλους της τραγωδίας στήνοντας ένα πολύ όμορφο και δημιουργικό θεατρικό παιχνίδι που χάρισε αβίαστα το γέλιο στο κοινό αλλά ταυτόχρονα διείσδυσε τόσο βαθιά στην Ποίηση του Σαίξπηρ και στα ρομαντικά ιδανικά που ανέδειξε την ομορφιά του έργου, το οποίο αν ανεβαζόταν διαφορετικά θα κατέληγε αναπόφευκτα στην πλήξη. Η παράσταση βρέθηκε στις κορυφές των προτιμήσεων του θεατρόφιλου κοινού, ενώ ο Κωνσταντίνος Μπιμπής διακρίθηκε με υποψηφιότητα στα βραβεία Δημήτρης Χορν.
*Το θεατρόφιλο κοινό της Θεσσαλονίκης έχει την ευκαιρία να δει την παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2» για δύο μόνο παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη» αύριο Δευτέρα 28 Απριλίου και μεθαύριο Τρίτη 29 Απριλίου στις 21:15
(Απόσπασμα από τη συνέντευξη που μας παραχώρησαν οι Κωνσταντίνος Μπιμπής και Αθηνά Μουστάκα για το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2»)
Στήνετε ένα όμορφο θεατρικό παιχνίδι, που είναι ταυτόχρονα κωμικό και τραγικό. Πόσο εύκολο ήταν να κρατήσετε τις ισορροπίες;
Αθηνά: Είναι πάρα πολύ δύσκολο γιατί κινδυνεύει να γίνει γελοίο. Εμείς προσπαθήσαμε να έχουμε μια κατεύθυνση, καθώς ξέραμε πως από την τρίτη σκηνή και μετά σοβαρεύει το έργο, οπότε έπρεπε να κρατήσουμε τις ισορροπίες. Στο πρώτο κομμάτι είναι αφέλεια, ελαφράδα, ομορφιά, ενώ στο δεύτερο κομμάτι οι χαρακτήρες παίρνουν μια πιο βίαιη μορφή. Ζυγίσαμε αυτά τα κομμάτια και βγάλαμε ένα αποτέλεσμα, τώρα αν είναι αντάξιο ή όχι, αυτό θα μας το πείτε εσείς.
Κωνσταντίνος: Τα μεγάλα κλασικά έργα όπως το «Ρωμαίος & Ιουλιέτα» και την «Αντιγόνη» τα έχουμε στο μυαλό μας ως βαριές τραγωδίες κι έχουν γίνει κλασικά γιατί ακριβώς έχουν γραφτεί με βάση την ανθρώπινη ζωή κι η ανθρώπινη ζωή περιέχει το γέλιο και το γκροτέσκο. Δεν αποκλίναμε από αυτό με την παράστασή μας. Ο λόγος του Σαίξπηρ είναι ιδιαίτερα ποιητικός και σήμερα δημιουργεί πολλές δυσκολίες στο ανέβασμα των έργων του.
Εσείς πως αντιμετωπίσατε αυτό τον λόγο;
Αθηνά: Καταρχάς, εμείς δε θέλαμε να υπονομεύσουμε καθόλου τον ποιητικό του λόγο. Ίσα-ίσα ο λόγος του Σαίξπηρ ήταν για μας μια ώθηση για να τον κάνουμε ακόμη πιο ποιητικό.
Κωνσταντίνος: Ο λόγος της αγάπης εμφανίζεται τις σκηνές που είναι μόνοι τους οι δύο πρωταγωνιστές. Σε εκείνες τις στιγμές, δεν προσθέσαμε τίποτα υπονομευτικό γιατί είναι τα πιο όμορφα λόγια που έχουν γραφτεί ποτέ για τον έρωτα. Αυτά τα λόγια μιλούν κατευθείαν στην ψυχή του κοινού
(Ολόκληρη η συνέντευξη εδώ)
Από την άλλη, ο Δημήτρης Κουρούμπαλης, η Φρόσω Κορρού και η Κατερίνα Λούρα έκαναν μια ιδιαίτερη πρόταση με το πρωτότυπο κείμενο του πρώτου με τίτλο «R.I.P. Romeos Ioulietta Panta» όπου συναντούμε δύο νέους όπου ερωτεύονται σε ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον και η μόνη τους ελπίδα δείχνει να είναι η αυτοκτονία. Βασικός άξονας του συγκεκριμένου έργου είναι ο εγκλωβισμός των δύο ηρώων στο αρχέτυπο τους και ειδικότερα στο τραγικό τους τέλος στο οποίο οδηγούνται μοιρολατρικά.
*Την πρόταση αυτή μας παρουσίασαν στο μπαρ του Bios νωρίτερα την άνοιξη, ενώ θα την παρουσιάσουν για δύο ακόμη φορές στο πλαίσιο του Bob Festival επίσης στο Bios την Παρασκευή 9 Μαΐου στις 20:30 και στις 22:00, ενώ την ίδια βραδιά του φεστιβάλ θα παρουσιαστεί και το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2» στις 21:15 στην κεντρική σκηνή του Bios.
Ριχάρδος ΙΙ | Έλλη Παπακωνσταντίνου
Η πιο ενδιαφέρουσα πρόταση σε Σαίξπηρ έγινε φέτος από την Έλλη Παπακωνσταντίνου η οποία επέλεξε το αμιγώς πολιτικό έργο «Ριχάρδος ΙΙ» σε μετάφραση Κώστα Καρθαίου, ιδιαιτέρως παραγνωρισμένο στην Ελλάδα. Ο Ριχάρδος ΙΙ είναι το υπαρκτό πρόσωπο του διαδόχου που ανέλαβε την εξουσία σε ηλικία μόλις 10 ετών, την έχασε από συγγενικό του πρόσωπο και την ξανακέρδισε με έναν πολύ άσχημο τρόπο. Την εξουσία ποιος την έχει και ποιος τη δίνει τελικά; Φοβόμαστε ή θέλουμε πραγματικά την εξουσία; Πόσο αλλάζει η ιστορία και η φύση του ανθρώπου στο πέρασμα των αιώνων;
Η Ε. Παπακωνσταντίνου στο Βυρσοδεψείο, χωρίς να καταφύγει σε φανφάρες και μηχανιστικές επικοινωνιακές μεθόδους που μας έχουν συνηθίσει άλλοι θίασοι, τελεί μια πολιτική πράξη που συνάδει τόσο με τις ανάγκες των εποχών, όσο και με την ουσιαστική παρουσία του θεάτρου στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή μιας χώρας, το διάλογο και την ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών. Με συμπαραστάτες της «επί σκηνής» τους σπουδαίους Αγλαια Παππά, Ηλία Μελέτη, Adrian Frieling και Βάλια Παπαχρήστου και με ένα γερό δυναμικό κάτω από την «σκηνή», ο Ριχάρδος ΙΙ αποτελεί –κατά την καθαρά προσωπική μου εκτίμηση- το (σαιξπηρικό) θεατρικό/εικαστικό/πολιτικό γεγονός της θεατρικής σεζόν. Είναι μια πρόταση που δεν υποκρίνεται, αλλά φωτίζει αυτό που θα έπρεπε να θεωρούταν θέατρο, την βαθιά ρίζα ενός (κλασικού) έργου και της σκέψης που κρύβεται από πίσω και την αλήθεια ενός καλλιτέχνη που δεν σερβίρεται ως η μια και μοναδική (κάτι τέτοιο θα ήταν άλλωστε απωθητικό καθώς δεν υπάρχει η μια και μοναδική αλήθεια) αλλά ένας αμφίδρομος προβληματισμός για την κοινωνία γύρω μας και για βαθύτερες υπαρξιακές αναζητήσεις για τη φύση του ανθρώπου και για τη διάσταση καλού-κακού που ενάγεται σε κάποιο σημείο σε θεογονικές και μεταφυσικές διαδρομές.
Συνομιλώντας με την Έλλη Παπακωνσταντίνου:
Γιατί επέλεξες να ανεβάσεις το Ριχάρδο ΙΙ;
Ο Ριχάρδος ΙΙ έρχεται μετά από μια σειρά παραστάσεων που κάναμε με τις οποίες προσπαθήσαμε πολύ στοχευμένα να αλλάξουμε τον κόσμο που βλέπουμε το θέατρο. Ο Ριχάρδος έχει ένα τρομερό κείμενο που συνδιαλέγεται σε τρομαχτικό βαθμό με το σήμερα κάνοντας με να πιστεύω πως ο Μεσαίωνας είναι εδώ και τώρα, ενώ ταυτόχρονα μου δίνει γαλήνη το ότι μπορεί ένας συγγραφέας να αρθρώσει τόσο καθαρά αυτό που συμβαίνει γύρω μας κι εγώ δε θα μπορούσα να αρθρώσω εύκολα με λέξεις. Είναι ένα κείμενα αμιγώς πολιτικό, το οποίο αντιμετώπισα σαν ένα σύγχρονο κείμενο κι όχι σαν ένα κλασικό. Η ιστορία είναι κύκλοι που επαναλαμβάνονται. Από εκεί και πέρα είναι πως την αντιμετωπίζουμε και πως πράττουμε και τι αντιλαμβανόμαστε εμείς. Στα δικά μου τα μάτια ο Σαίξπηρ ήταν μαρξιστής, δηλαδή ενώ μιλά για την εξουσία στο Ριχάρδο ήταν αντιεξουσιαστής και δικαιώνει το λαό. Η ιστορία πέραν από πολιτική έχει και μεταφυσικές διαστάσεις καθώς μελετά τη φύση του ανθρώπου.
Ποια ήταν τα ερεθίσματα σου κατά την σκηνοθεσία του Ριχάρδου;
Τα ερεθίσματα μου ήταν οι εικόνες του ίδιου του Σαίξπηρ που ανοίγουν μονοπάτια στη φιλοσοφία. Ο Σαίξπηρ στήνει έναν εξωφρενικό θεατρικό κόσμο που φέρνει το σώμα, την σκέψη και την ψυχή στα άκρα. Στο ανέβασμα μας, έχοντας ως αρχική συνθήκη την εικαστική εγκατάσταση του Βυρσοδεψείου περνάμε από το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση στο σύγχρονο κόσμο και την Σταύρωση του Μπόις. Νομίζω αν δεν αφήσεις ελεύθερο τον ηθοποιό στο Σαίξπηρ, να παίξει σαν το παιδί με τα κουβαδάκια του, δεν έχει νόημα να ανεβαίνει. Το ζητούμενο είναι να φτάσουμε σε ένα σημείο που να λέμε «κατεβαίνω στο θέατρο» όπως λέμε «κατεβαίνω στην πορεία» κι όχι «πάω θέατρο» γιατί αυτό είναι παθητικό. Πρέπει να αρχίσουμε να χτίζουμε κι όχι να γκρεμίζουμε.
Ο λαός στο έργο του Σαίξπηρ πιστεύεις ότι θέλει την εξουσία ή την φοβάται;
Υπάρχει μια αφήγηση στο τρίτο μέρος του έργου, την οποία δε βάλαμε στην παράσταση μας και λέει πως ο λαός κατά τη διαπόμπευση του Ριχάρδου κοιτούσε μέσα από κλειστά παράθυρα με τα μάτια σαν σαΐτες και πετούσε χώμα. Ο λαός αφενός είναι φοβισμένος κι αφετέρου ασκεί εξουσία σε κάποια μορφή. Αυτό νομίζω συμβαίνει και σήμερα στην Ελλάδα, το θέμα είναι να μην φοβόμαστε μόνο αλλά να πράττουμε κιόλας.
*Η παράσταση «Ριχάρδος ΙΙ» σε σκηνοθεσία Ε. Παπακωνσταντίνου πήρε παράταση παραστάσεων στο Βυρσοδεψείο και θα παίζεται από Κυριακή 27 Απριλίου και για 20 ακόμη παραστάσεις με νέες ώρες και μέρες παραστάσεων (πληροφορίες εδώ)
Μυστικός Σαίξπηρ | Ομάδα Νοσταλγία/Τώνια Ράλλη
Μια πρωτότυπη πρόταση έκανε η θεατρική ομάδα Νοσταλγία στο καλλιτεχνικό της σπίτι, το Rabbithole ανεβάζοντας μια από τις λιγότερο δημοφιλείς κωμωδίες του Σαίξπηρ (σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ) χωρίς να δημοσιοποιήσει τον τίτλο του έργου που επέλεξε. Το εν λόγω ανέβασμα κράτησε το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου, αγγίζοντας στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την ποίηση και την αγνότητα του Σαίξπηρ ακολουθώντας ταυτόχρονα μια φρέσκια υποκριτική γραμμή που χάρισε αρκετές στιγμές αβίαστου γέλιου στο κοινό παρά την 3ωρη διάρκεια του.
Από τα στοιχεία που ξεχώρισα στο Μυστικό Σαίξπηρ, είναι η ειλικρίνεια, η αγάπη, ο σεβασμός, η Ποίηση αλλά και ο ευφάνταστος τρόπος προώθησης της παράστασης, με τα «ελάφια» στο κέντρο της Αθήνας που είχαν καρφιτσωμένα πάνω τους χαρτάκια με στίχους του Σαίξπηρ. Η συγκεκριμένη πρόταση -όπως και το Γακικό-Μαυρογεωργίτικο θέατρο- ικανοποιεί τόσο τους οπαδούς μιας κλασικότερης ανάγνωσης των έργων του Σαίξπηρ όσο και όσους επιζητούν μια περισσότερο φρέσκια ανάγνωση που χωρίς να παραλλάσει στο ελάχιστο τους στίχους του πρωτότυπου, συνομιλεί ευχάριστα με το σημερινό θεατή. Νομίζω πως τελικά, το ανεβάζεις με αυτό τον τρόπο τα σαιξπηρικά έργα –και δη τις κωμωδίες- είναι σχεδόν αναπόφευκτο, γιατί αλλιώς το κοινό εύκολα θα βαρεθεί και τελικά θα αποβάλει το έργο. Πόσα και πόσα ανεβάσματα που διάβασαν «κλασικά» δεν έβγαλαν τελικά ένα επιφανειακό αποτέλεσμα που προσέφερε κάτι το γελοίο αντί για το γέλιο που θα προκαλούσαν οι στίχοι.
Συνομιλώντας με την Τώνια Ράλλη (σκηνοθέτιδα της παράστασης) για το Μυστικό Σαίξπηρ:
Τι σημαίνει για εσάς Σαίξπηρ /τι νομίζετε τον καθιστά κλασικό;
Ο Σαίξπηρ για εμένα σημαίνει ποίηση. Τον αντιλαμβάνομαι σαν ένα δημιουργό που μας χάρισε έργα ποίησης, θεατρικά έργα που υμνούν αυτό το πανέμορφο τέρας που ονομάζουμε άνθρωπο και βάζουν φωτιά στους ανθρώπους που θα τα εισπνεύσουν. Αν σου μιλήσει ένα έργο του Σαίξπηρ, σε κινητοποιεί, σου ξυπνάει πρωτοβουλίες, σου διεγείρει τη φαντασία, σε προβληματίζει σε σχέση με τη φύση σου και τη φύση των γύρω σου και σε ανακουφίζει γιατί εκφράζει πράγματα που θα ήθελες να εκφράσεις. Δυστυχώς, επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είμαστε συνηθισμένοι να διαβάζουμε θεατρικά έργα, συχνά τα παρεξηγούμε, ιδίως όταν η γλώσσα τους δεν μας είναι οικεία. Τα έργα του Σαίξπηρ δεν είναι όμορφα λόγια. Κρύβουν κόσμους ολοζώντανους που τους επισκέπτεσαι μόνο όταν καταλάβεις πως τα πράγματα στον Σαίξπηρ συμβαίνουν μέσα και γύρω απ’ αυτά που βλέπεις γραμμένα στο χαρτί.
Γιατί Μυστικός Σαίξπηρ κι όχι Φανερός;
Γιατί, όπως και οι βασικοί χαρακτήρες του έργου μας, θελήσαμε να μας αντιμετωπίσουν βάσει αυτού που θα φτιάχναμε, αυτού που είμαστε και όχι βάσει προσδοκιών που μπορεί να προστάζει ο τίτλος ενός έργου ή ενός ανθρώπου. Αν κάποιος σου πει πως θα δεις κωμωδία, περιμένεις να γελάσεις. Αν πάλι σου πει πως θα δεις δράμα φοβάσαι να γελάσεις. Ο Σαίξπηρ είναι γεμάτος χιούμορ και γεμάτος συγκίνηση, ακόμα και στα πιο σκοτεινά του έργα. Αυτό που έχουμε συνειδητοποιήσει απ’ τις πρώτες κιόλας παραστάσεις είναι πως το κοινό όντως γελάει και σκοτεινιάζει και συγκινείται και περνάει από αμέτρητα συναισθήματα πιο ελεύθερα απ’ ό,τι συμβαίνει συνήθως – ίσως αν ήταν Φανερός Σαίξπηρ δεν συνέβαινε αυτό. Η προσέλευση πάντως είναι πολύ ικανοποιητική και τα σχόλια το ίδιο, φαίνεται πως το πείραμα πέτυχε.
Περιγράψτε μας τον τρόπο που δουλέψατε;
Ξεκινήσαμε με μη-λεκτική επικοινωνία / σωματικούς αυτοσχεδιασμούς για να γνωριστούμε λίγο καλύτερα στην πράξη και ν’ αρχίσουμε να επιλέγουμε το “λεξιλόγιο” αυτού του έργου, αυτής της δουλειάς. Ο σκηνοθέτης μπορεί να προτείνει τη μέθοδό του αλλά κάθε ηθοποιός έχει κι αυτός τα δικά του εργαλεία. Στόχος δεν είναι να εκτελείται μια μέθοδος σωστά αλλά να δημιουργηθεί ένα ζωντανό έργο που οι ηθοποιοί να μπορούν να οδηγήσουν μόνοι τους αφού ανέβει. Κάθε θίασος αναπτύσσει, στην πραγματικότητα, το δικό του μοναδικό λεξιλόγιο. Σταδιακά περάσαμε σε αυτοσχεδιαστικό λόγο και etudes (σπουδές ) πάνω στις σκηνές του έργου. Έπειτα δουλέψαμε στο τραπέζι, με αναγνώσεις, δουλειά στον λόγο αλλά κυρίως στις εικόνες και στα νοήματα του κειμένου. Η δουλειά του ηθοποιού σε τέτοια κείμενα πρέπει να κινητοποιείται από εικόνες/μορφές. Πρόσφατα έβλεπα μια ομιλία του sir Ian McKellen πάνω στον Μάκβεθ και έλεγε πως ο Σαίξπηρ μπορεί να λέμε ότι είναι ποιητικός και έχει μουσικότητα αλλά στην πραγματικότητα αν έχεις την αίσθηση των πραγμάτων, αν μυρίζεσαι τι συμβαίνει σε μια σκηνή, οι ήχοι θα φροντίσουν τους εαυτούς τους. Η ποίηση, συνέχισε, δεν είναι για το κοινό, είναι για τον ηθοποιό – για να τον κινητοποιήσει καθώς βάζει τα εργαλεία του (το σώμα, τη φωνή, την πρόθεσή του) να δουλέψουν. Η δική μας δουλειά ολοκληρώθηκε με το στήσιμο του έργου, όπου οι ηθοποιοί παρέμβαιναν έμπρακτα στη σκηνοθεσία όσο κι εγώ στην υποκριτική τους. Ήταν μια διαδικασία γεμάτη και κουραστική, με λιγότερη πειθαρχία απ’ όσο θα‘θελα και περισσότερο αυθορμητισμό απ’ όσο θα μπορούσα ποτέ να ονειρευτώ. Είχα την τύχη να σκηνοθετήσω έναν υπέροχο θίασο.
Τι θα σημαίνει για εσάς η επιτυχία της παράστασης;
Επιτυχία θα ήταν για μένα η παράσταση αυτή να “μιλήσει” σε διαφορετικούς ανθρώπους, ανεξαρτήτου ηλικίας, ιδιότητας, θεατρικής παιδείας ή γούστων. Και να περνάει ο χρόνος χωρίς το κοινό να το καταλάβει, να είναι γεμάτος ζωή. Και να βλέπουμε ηθοποιούς γεμάτους προθέσεις και όχι άδειους να προσπαθούν τυχαία να υπηρετήσουν το όραμα κάποιου άλλου. Είναι πολύ δύσκολο να συμβούν όλα αυτά σε ένα τόσο μεγάλο κείμενο. Μα, από την άλλη, τέτοια κείμενα είναι που σου δίνουν και την ευκαιρία να τα κάνεις να συμβούν. Αν η παράσταση πετύχει και “μιλήσει” σε διαφορετικούς ανθρώπους και δούμε ηθοποιούς γεμάτους προθέσεις, αυτό μάλλον θα σημαίνει ότι είμαστε στο σωστό δρόμο έρευνας και αναζήτησης.
Τίμων ο Αθηναίος | Αλέξανδρος Κοέν
Άκρως δικαιολογημένη η επιλογή του Αλέξανδρου Κοέν να μεταφράσει και να σκηνοθέτει το επίσης παραγνωρισμένο «Τίμων ο Αθηναίος» ένα έργο που αν δε σου πουν πως είναι του Σαίξπηρ νομίζεις πως έχει γραφτεί από κάποιο σημερινό συγγραφέα για να σχολιάσει την οικονομική κρίση. Ο μύθος κάνει μια καθαρή διαδρομή από τη ματαιόδοξη ελίτ μιας κοινωνίας στον ξεπεσμό ενός αριστοκράτη όταν πτωχεύσει. Κι ενώ η πρόταση ανεβάσματος του συγκεκριμένου έργου δικαιολογείται από την εποχή ταυτόχρονα είναι ιδιαιτέρως τολμηρή για το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο Κοέν επέλεξε να μεταφράσει το αρχέτυπο της κοινωνίας του Τίμωνα σε μια σύγχρονη κοινωνία που θυμίζει κάτι σε «φούσκα του Hollywood» και κάτι σε «ασυνείδητο σημερινό καταχραστή του δημόσιου χρήματος». Σκηνοθετικά έχτισε ένα concept που παρέπεμπε σε πασαρέλα και μουσική που παρέπεμπε σε club για να επικαιροποιήσει και να επιτείνει τα σχήματα του έργου, δίνοντας όμως μια βαθιά ανάγνωση στον πολύ ενδιαφέροντα χαρακτήρα του Τίμωνα με το Μάξιμο Μουμούρη να κερδίσει τις εντυπώσεις στον ομώνυμο ρόλο.
(Διαβάστε την κριτική μας εδώ )
Πολύ κακό για το τίποτα | Ομάδα Όμορος/Ελένη Βλάχου
(Από τη Δέσποινα Παληαλέξη)
Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1600, ενώ παρουσιάστηκε στη σκηνή ίσως το 1598- 1599. Είναι ένα από τα δημοφιλέστερα κωμικά έργα του Ουίλιαμ Σέξπηρ και σατυρίζει την ευκολία με την οποία μπορούν να χειραγωγηθούν οι ανθρώπινες σχέσεις.
Υπόθεση: Με φόντο τη σικελική Μεσσήνη ο κυβερνήτης της πόλης, ο Λεονάτο, προσκαλεί τον Δον Πέδρο, πρίγκιπα της Αραγωνίας (η Σικελία ανήκε στα χρόνια του Σαίξπηρ στο βασίλειο τησ Ισπανίας), με αφορμή ένα χορό μεταμφιεσμένων. Ο Βενέδικτος (ακόλουθος του δον Πέδρο) και η Βεατρίκη (ανιψιά του Λεονάτο) που τρέφουν μια μεγάλη αντιπάθεια ο ένας για τον άλλο και είναι ορκισμένοι εχθροί του γάμου, εκφράζουν την έντονη δυσαρέσκειά τους για το ειδύλιο που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στην Ηρώ (κόρη του Λεονάτο) και του Κλαύδιου, αλλά και για την απόφασή τους να παντρευτούν. Έτσι στήνεται ένα σχέδιο για να ενωθούν η Βατρίκη και ο Βενέδικτος, το οποίο και στέφεται από επιτυχία, αλλά και οι δύο από υπρηφάνια φοβούνται να φανερώσουν τα αισθήματά τους. Παράλληλα, ο δον Τζον, νόθος αδελφός του Λεονάτο προσπαθεί να καταστρέψει το γάμο των δύο νέων (της Ηρούς και του Κλαύδιου) προκαλώντας αμφιβολίες για την εντιμότητα της Ηρούς. Όταν ο Κλαύδιος αρνείται να παντρευτεί την Ηρώ στην εκκλησία, ενώ παρευρίσκονται οι προσκεκλημένοι, εκείνη λιποθυμά. Ο ιερέας πιστεύοντας στην αθωότητά της παροτρύνει την οικογένεια να σκηνοθετήσει το θάνατό της ώστε να προκαλέσει τύψεις στον Κλαύδιο. Μετά από μια σειρά γεγονότων αποκαλύπτεται η αλήθεια και αποδεικνύεται οτι έγινε απλά “πολύ κακό για το τίποτα”. Τα δύο ζευγάρια, μετά το διπλό γάμο μπορούν πλέον να ζήσουν ελεύθερα την ευτυχία τους.
Για άλλη μια φορά ο Σαίξπηρ τοποθετεί την κωμωδία του στον εξωτικό για την αγγλικη κοινωνία κόσμο των ιταλικών πόλεων. Πρόκειται για ένα έργο στο οποίο αφθονούν οι κωμικές καταστάσεις, αλλά βλέπουμε και κάποια δραματικά στοιχεία, όπως ο φαινομενικός θάνατος της νέας κοπέλας, ενώ μπορούμε να διακρίνουμε κάποια κοινά με άλλα σαιξπηρικά έργα όπως “Το ημέρωμα της στρίγgλας” και το“Αγάπης αγώνας άγονος”.
Το έργο ανέβηκε την προηγούμενη σαιζόν σε σκηνοθεσία Ελένης Βλάχου από την ομάδα Όμορος, σε 40′ s αισθητική.
(Από την Ελένη Βλάχου)
Ο Σαίξπηρ για εμάς είναι ένας από τους πιο γοητευτικούς συγγραφείς όλων των εποχών που αγγίζει σε σημεία το μέγεθος των αρχαίων τραγικών. Καταπιάνεται με όλα- από τις πιο μεγάλες και άπιαστες ιδέες μέχρι τα πιο μικρά ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες, μιλά για το πιο τραγικό ή για το πιο γκροτέσκο και κωμικό πάντα με τον ίδιο όμορφο τρόπο- δίνει αξία σε όλα- αυτή είναι η μαγεία του λόγου του! Επιλέξαμε να ανεβάσουμε το “Πολύ κακό για το Τίποτα” κυρίως γιατί είναι ένα από τα έργα του Σαίξπηρ που δεν ανεβαίνει συχνά και ακόμα γιατί βρήκαμε πολύ ενδιαφέρον το να δουλέψουμε με ένα κείμενο που συνδυάζει την τραγωδία με την κωμωδία με τόσο ακραίο τρόπο, που αποτελεί αναμφίβολα πρόκληση για τον καλλιτέχνη. Ναι είναι δύσκολο -θέλει αν μη τι άλλο προσοχή- αν θέλεις να ανεβάσεις έργο του Σαίξπηρ εν έτει 2014!Ο Σαίξπηρ είναι αναλυτικός, λυρικός, ποιητικός. Σε μια εποχή όπου όλα γίνονται “γρήγορα” και η γλώσσα μας όλο και “μικραίνει” πώς να παρακολουθήσει κανείς τους αργούς ρυθμούς και την πολυπλοκότητα της γλώσσας του Σαίξπηρ; Κι όμως ο Σαίξπηρ δεν πολυλογεί. Εμβαθύνει! Και είναι διαχρονικός γιατί μιλά για πράγματα ανθρώπινα. Και δίνει σε όλα ομορφιά, κάτι που τόσο έχουμε ανάγκη σήμερα!
Μόνος με τον Άμλετ | Α.Χειλάκης & Μ.Δούνιας/ Hamletmachine | Γ. Ζαμπουλάκης
Η παράσταση «Μόνος με τον Άμλετ» παρακολουθεί την προσπάθεια του νεαρού πρίγκιπα να διανύσει την απόσταση από την Σκέψη στην Πράξη. Συνειδητοποιώντας ότι το σύστημα αξιών στο οποίο μέχρι τώρα πίστευε και η επίπλαστη ευδαιμονία που μέχρι τώρα απολάμβανε έχουν πια πεθάνει, αναζητάει εναγωνίως έναν τρόπο να διατηρήσει την αξιοπρέπειά και τα ιδανικά του σε μια κοινωνία που ιδεολογικά καταρρέει.
Το θεμελιώδες ερώτημα που απασχολεί τον Άμλετ του σήμερα δεν είναι απλά το «να ζει κανείς ή να μη ζει» αλλά το «πώς να ζει». Είναι ένας σύγχρονος ήρωας που παρατηρώντας τις κοινωνικές συνθήκες γύρω του δεν βασανίζεται μόνο από το μάταιο της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά κυρίως αναρωτιέται αν είναι προτιμότερο να ζει κανείς άπραγος ή να πεθαίνει πράττοντας
Σχεδόν τετρακόσια χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου, ο Άμλετ παραμένει μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του παγκόσμιου θεάτρου. Ο ομώνυμος ήρωας αυτής της δημοφιλούς υπαρξιακής τραγωδίας έχει κατά καιρούς γίνει σύμβολο της υψηλής πνευματικότητας, της προσωπικής απόγνωσης, του αδιάκοπου αγώνα για αυτογνωσία, της κριτικής κατά του εθνικισμού αλλά και σύμβολο του πολιτικού ακτιβισμού.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας επιχείρησαν μια πρωτότυπη ανάγνωση του Άμλετ σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά κατά την οποία ένας ηθοποιός περνά από όλους τους ρόλους της δημοφιλούς τραγωδίας του Δανού βασιλιά δίνοντας έμφαση στο παιχνίδι της διαδοχής στην πολιτική εξουσία. Στο «Μόνος με τον Άμλετ» είδαμε ένα σαφή διάλογο του καλλιτέχνη με τα σχήματα του Άμλετ που απέδωσε τόσο ως μια άρτια θεατρική παράσταση όσο και ως ανάδειξη πτυχών του κλασικού έργου που δεν είχαν συζητηθεί επαρκώς τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια στην εγχώρια θεατρική σκηνή. Αλλάζοντας θέση σε κάποιους στίχους του έργου, ανάμεσα στην ποίηση του Σαίξπηρ και την ποίηση του Γιώργου Χειμωνά, ο Αιμίλιος Χειλάκης με σεβασμό στον Άμλετ (ο οποίος μαζί με τον Οιδίποδα αποτελούν τους δυο αγαπημένους του τραγικούς ήρωες) δυο χρόνια μετά ξανασυναντιέται μαζί του συνομιλόντας ανοιχτά μαζί του με ένα πολύ ενδιαφέρον σκηνικό αποτέλεσμα.
Φυσικά, δεν ήταν «μόνος με τον Άμλετ» καθώς υπήρξαν και θα υπάρξουν κι άλλες αναγνώσεις που σερβίρουν τον σαιξπηρικό ήρωα με διαφορετικό τρόπο. Εξέχουσα πρόταση, αν μη τι άλλο, έκανε ο Γιώργος Ζαμπουλάκης αποδίδοντας σκηνικά το πολυπρισματικό κείμενο του Χάινερ Μίλλερ «Hamletmachine» με τη Μαριάννα Δημητρίου. Μια σπουδή πάνω στα σχήματα του Άμλετ και στην πολιτική του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα κατορθώνει ο Μίλλερ με ένα τρόπο που συμπυκνώνει τον Άμλετ σε λίγους μόνο στίχους. Σαφώς, αν δε γνωρίζεις καλά το πρωτότυπο έργο, δεν μπορείς να προσεγγίσεις σε ικανοποιητικό βαθμό το «Hamletmachine», αλλά ήταν αρκετά αισιόδοξο ότι το θεατρόφιλο κοινό της πόλης μας αγκάλιασε την παράσταση (αξίζει να σημειωθεί πως η παράσταση ήταν sold-out). Για να είμαι ειλικρινής δεν κατόρθωσα να ακολουθήσω τη συλλογιστική πορεία του Μίλλερ και να συζητήσω μαζί του, μα ο τρόπος που δόμησε το κείμενο του –τουλάχιστον ο τρόπος που τον εξέφερε η Μαριάννα Δημητρίου- ήταν από μόνος του γοητευτικός.
«Ο Σαίξπηρ είναι ένα εργοστάσιο μοτίβων και εικόνων, συνειρμών και μετωνυμικών παραστάσεων. Ο Άμλετ, μια Μόνα Λίζα με επαμφοτερίζοντα χαρακτήρα, γοήτευε πάντα τους Γερμανούς. Για μας, ο Σαίξπηρ είναι μια μηχανή που παράγει ερμηνείες, βάζει σε ενέργεια άλλες μηχανές, τη μηχανή της συγγραφικής διαδικασίας, μια πολιτιστική μηχανή σαν εκείνη του Μαρσέλ Ντυσάν, το εργαστήρι της προσωπικής και κοινωνικής φαντασίας» (Το Βήμα, 18 Νοεμβρίου 1984/ Απόσπασμα από την εισαγωγή της Ελένης Βαροπούλου στο έργο «Δύστηνος Άγγελος»)
Σε άλλα ανεβάσματα, αύριο, Δευτέρα 28 Απριλίου πρεμιέρα κάνει η «Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων» με Άμλετ στο Θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη. Ασφαλώς, δεν μπορώ να έχω γνώμη για την εν λόγω δουλειά χωρίς να την έχω δει, αλλά θεατρολογικά και μόνο έχει ενδιαφέρον να βλέπεις πόσο διαφορετικά μπορεί να συζητήσει ο εκάστοτε καλλιτέχνης με έναν ήρωα σαν τον Άμλετ, έναν ήρωα που έχει περισσότερα σχήματα από κάθε άλλο και δε θα σταματήσει ποτέ να ενδιαφέρει και να φέρνει κάτι νέο τόσο στους εκπροσώπους του θεάτρου, όσο και στο θεατρόφιλο κοινό.