Al Di Meola live! | Φωτορεπορτάζ
Το Fuzz Club είχε αρκετό κόσμο από νωρίς. Η επιλογή να τοποθετηθούν καρέκλες μπροστά από τη σκηνή χάρισε άνεση σε μερικούς και νεύρα σε κάποιους άλλους, αλλά τίποτα το άξιο αναφοράς.
Η συναυλία θα ξεκινούσε πέντε λεπτά νωρίτερα από την ώρα έναρξης: 9:25 το κουιντέτο του Μπάμπη Παπαδόπουλου (αποτελούνταν από μια κιθάρα, ένα μπουζούκι, ένα βιολί, μία βιόλα και ένα κόντρα μπάσο) θα έπαιρνε θέσεις πίσω από τα όργανά του και θα ξεκινούσε να παίζει. Το επικοινωνιακό εξ’αρχής δεν ήταν το καλό χαρτί της πεντάδας αφού δεν απηύθυναν ούτε τους στοιχειώδεις χαιρετισμούς, θα άφηναν τις νότες να μιλήσουν για λογαριασμό τους.
”Παρουσιάζοντας μια διαφορετική, πιο φρέσκια και πιο εκφραστική «ματιά» στα παλιά ρεμπέτικα του 1930 που συνδυάζει την παραδοσιακή μας μουσική με τη μοντέρνα αρμονία και την «avant-garde» Τζαζ”, κατά το δελτίο τύπου ο Μπάμπης Παπαδόπουλος τα πήγε πολύ καλά. Στα πρώτα τραγούδια είχε δημιουργηθεί κλίμα μυσταγωγίας στο χώρο. Το βιολί και η βιόλα συνέβαλαν τα μέγιστα αφήνοντας χώρο στο μπουζούκι και στην κιθάρα να ηγηθούν και να μας προσφέρουν ό,τι υπόσχονταν. Παρά την άριστη τεχνική κατάρτιση όλων το πρόβλημα εντοπιζόταν στο ότι δεν φαίνονταν δεμένοι μεταξύ τους και σκηνικά έβγαζαν ένα αίσθημα διεκπεραίωσης. Οι παίχτες του βιολιού και της βιόλας ειδικά, που είχαν πολύ λιγότερο να παίξουν έδειχναν βαριεστημένοι όταν έμεναν άπραγοι.
Η αποδοχή του κόσμου ήταν αναμενόμενα χλιαρή, εφόσον σε ένα μόλις σημείο ακούστηκε δυνατό χειροκρότημα. Στο μεσοδιάστημα των εμφανίσεων η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ευχάριστη και το κλίμα ανυπομονησίας είχε καταλάβει το χώρο. Τα 28 (με κλεψύδρα μετρημένα) λεπτά δύσκολα περνούσαν μέχρι να δούμε τον Di Meola λυτά ντυμένο να μας καλωσορίζει χαμηλόφωνα, να μας συστήνει τον Κουβανό ‘συνένοχό’ του, Gonzalo Rubacalba και να μας λέει ότι η συναυλία θα έχει τρεις ταχύτητες: στην πρώτη θα έπαιζε διάφορα πιο ατμοσφαιρικά και κυρίως από τον πιο πρόσφατο δίσκο του τραγούδια, μετά θα υπήρχε έπαιζαν ο καθένας από 2 μικρής διάρκειας σόλο-αυτοσχεδιασμούς και τέλος θα μας χάρζαν τα ταχύτατα των καρπών τους. Έτσι κι έγινε λοιπόν…
Το ηχητικό στήσιμο ήταν τέτοιο που επέτρεπε και στους δυο να ακούγονται πεντακάθαρα ξεχωριστά, αλλά ταυτόχρονα ενιαία να μην χάνουν το δυναμισμό τους. Το duo (σε αντίθεση με το support) έδειξε δέσιμο και φοβερή χημεία. Πολύ καλοί παίχτες και οι δυο, βρέθηκαν σε μεγάλη φόρμα: και ποιός δεν χάζεψε έστω και μια φορά στην κιθάρα του Di Meola, της οποίας ανεβοκατέβαινε την ταστιέρα με την ταχύτητα του roadrunner; και ποιός δεν βάλθηκε να βρει κάποια παραφωνία/λάθος και εγκατέλειψε ηττημένος την προσπάθειά του; Βλέποντας ένα κλασσικό κιθαρίστα είναι αναντίρρητο ότι μεγάλο μέρος του κοινού θα είναι γνώστης μουσικής και θα μείνει προσκολλημένο στο τεχνικό/εκτελεστικό κομμάτι και σε αρκετές περιπτώσεις θα περιμένει στωικά το λάθος του μουσικού. Σε αυτό ήταν άριστος, το σημείο όμως που πραγματικά οι δύο άντρες διέπρεψαν στο πρώτο (κυρίως) μέρος της εμφάνισής τους ήταν στο συναισθηματικό, εκεί που άλλωστε κάθε μουσικός ξεχωρίζει. Αρκετοί από το κοινό είχαν χαθεί στις ταξιδιάρικες μελωδίες και ο νους τους βρισκόταν σε μέρη εξωτικά και ανείπωτα.
Αν σε ένα μέρος θαυμάσαμε το δέσιμο των μουσικών αυτό ήταν το πρώτο: Οι δυο τους αντάλλασαν ρυθμικά και leading σημεία με μεγάλη άνεση. Παρότι στην αρχή έπαιξαν πιο τεχνικά τραγούδια, μετά το τρίτο έδωσαν βάση στην ατμόσφαιρα και φυσικά χωρίς να απουσιάζουν οι αυτοσχεδιαστικές εξάρσεις. Στο μέρος αυτό απολαύσαμε ‘The Infinite Desire’, ‘Mawazine’, ‘Brave New World’, ‘Full Frontal Contrapuntal’, ‘Beneath An Evening Sky’, ‘Michelangelo’s 7th Child’ ΄και ‘Double Concerto’. Το πρώτο μέρος έκλεισε με ένα τραγούδι της Lady Gaga (!) που είχαν αλλάξει τόσο πολύ που ήταν πολύ δύσκολο να αναγνωριστεί. Στο πρώτο σοκ του ονόματος της Lady Gaga, ο Di Meola καθησύχασε το κόσμο, λέγοντας ‘μην ανησυχείτε, το έχω αλλάξει δραστικά’.
Στο δεύτερο μέρος παρακολουθήσαμε 2 μικροαυτοσχεδιασμούς του Di Meola αρχικά. Ο Gonzalo Rubacalba δεν θα έβγαινε για το δικό του κομμάτι των αυτοσχεδιασμών αν δεν χαμήλωναν τα φώτα, κάτι που άργησε κάπως να γίνει για να απολαύσουμε το διακριτικό και εύστοχο χιούμορ του κιθαρίστα. Ο Κουβανός βγήκε και έπαιξε τους δικούς του αυτοσχεδιασμούς, ο Di Meola χάθηκε στους διαδρόμους του Fuzz και έτσι, ο Rubacalba αναγκάστηκε να παίξει και 3ο σόλο.
Στο τρίτο μέρος παρατηρήθηκε κάτι το αξιοπερίεργο: Παρότι το δίδυμο έπαιξε πιο γνωστά και γρήγορα τραγούδια, το κοινό άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του και ένα μέρος είχε αρχίσει να αποχωρεί νωρίτερα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι άρχισε να φαίνεται η απουσία ρυθμικού μέρους, δηλαδή δεύτερης ή τρίτης κιθάρας, κόντρα μπάσου, ατμοσφαιρικών-προηχογραφημένων σημείων και κρουστών, κάτι που φαινόταν από την αρχή, αλλά σε αυτό το σημείο επιδεινώθηκε κάπως. Εκτός αυτού στο συγκεκριμένο σημείο ο Di Meola πήρε την κατάσταση στα χέρια του και ο Rubacalba περιορίστηκε στο ρυθμικό, κάτι που τον αδίκησε σαν παίκτη, όπως αδίκησε και την ευρυθμία της συναυλίας. Το χαμαιλεόντιο, όμως, παίξιμο του Di Meola, με τις πολλές αλλαγές τον εφέ, την μεγάλη εμπειρία και την αρτιότητα βελτίωνε σε μεγάλο βαθμό το κενό που είχε δημιουργηθεί από την απουσία ρυθμικού μέρους, κάτι που σε αρκετούς θα φάνταζε αμελητέο. Λάμπρές εξαιρέσεις τα: ‘Turquoise’ και ‘She’s leaving’, ενώ τραγούδια σαν το ‘Cafe 1930’ αδικήθηκαν αρκετά.
Παρολαυτά, το encore ήταν χορταστικότατο και έφερνε τα πράγματα στη θέση τους. Αφού υποδεχτήκαμε στη σκηνή τον Μιχάλη Παούρη, τον οποίο ο Di Meola προσφώνησε ως ‘The Fastest Bouzouki player on planet Earth’, λάβαμε αυτό περιμέναμε: Έναν μουσικό αγώνα ταχύτητας. Di Meola, Rubacalba και Παούρης έπαιξαν το ‘Mediteranean Sunrise’ προσθέτοντας πολλά σόλο και έδειξαν τέτοια αρτιότητα που έκαναν το κοινό να ζητωκραυγάζει και φυσικά να φύγει από την συναυλία κατευχαριστημένα με μια πολύ γλυκεία αίσθηση πληρότητας.
Μια συναυλία για όλους: λάτρεις της εξάχορδης θεάς και μη. Οι δύο ώρες που μας χάρισαν ο Ιταλοαμερικάνος και ο Κουβανός με κάποιες μικρές λεπτομέρειες πιο προσεγμένες θα μπορούσαν να αγγίζουν την τελειότητα. Όμως, βλέποντας γενική ικανοποίηση, ζεστό χειροκρότημα, διάθεση του μεγαλύτερου μέρους του κοινού να ξαναδεί το δίδυμο και γενικότερα κλίμα αποδοχής προς το θέαμα τα όποια παράπονα καταρρίπτονται ως πύργος από τραπουλόχαρτα και όποια απωθημένα τραγουδιών που θα θέλαμε να ακούσουμε μετατρέπονται σε αγονία για το πότε και πως θα μας επισκεφτούν ξανά…