BELIEVE – Cher
Υπάρχει ένα ρητό μεταξύ εκείνων που έχουν συνεργαστεί με τη Cher. Λένε πως αν γίνει πυρηνικός πόλεμος, μόνο δύο πλάσματα θα επιζήσουν: οι κατσαρίδες και η Cher…
BELIEVE – Cher
After love, after love (repeat)
No matter how hard I try
You keep pushing me aside
And I can’t break through
There’s no talking to you
So sad that you’re leaving
Takes time to believe it
But after all is said and done
You’re going to be the lonely one, Oh-Oh
Do you believe in life after love
I can feel something inside me say
I really don’t think you’re strong enough, no
Do you believe in life after love
I can feel something inside me say
I really don’t think you’re strong enough, No
What am I supposed to do
Sit around and wait for you
And I can’t do that
There’s no turning back
I need time to move on
I need love to feel strong
‘Cause I’ve had time to think it through
And maybe I’m too good for you Oh-Oh
(Chorus)
But I know that I’ll get through this
‘Cause I know that I am strong
I don’t need you anymore
Oh I don’t need you anymore
I don’t need you anymore
No I don’t need you anymore
Η ιστορία
Το «Believe» περιλαμβάνεται στον ομώνυμο 23ο δίσκο της Cher, που κυκλοφόρησε το 1998. Πρόκειται για ένα τραγούδι με παράξενη φωνητική επεξεργασία, το οποίο γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία και σήμανε ταυτόχρονα και μία ριζική αλλαγή στη μουσική κατεύθυνση της Cher. Όμως χρειάστηκαν τουλάχιστον έξι τραγουδοποιοί, τρεις παραγωγοί και το χεράκι της θεάς Τύχης για να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα!
Η ιστορία του τραγουδιού ξεκινάει περίπου το 1990 σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Sussex της Αγγλίας. Ο 24χρονος Brian Higgins προσπαθούσε να μάθει μόνος του να γράφει τραγούδια κι έτσι, επιστρέφοντας από τη δουλειά του, καθόταν στο keyboard που είχε στο δωμάτιό του παλεύοντας να βγάλει μία μελωδία. Μία μέρα, λοιπόν, ύψωσε τα δάκτυλά του και ως εκ θαύματος οι στίχοι και η μελωδία ήρθαν… αυτόματα! Συνήθως η διαδικασία έχει ως εξής: παίζεις κάποιες νότες, βγάζεις μία μελωδία και τότε προσπαθείς να ταιριάξεις κάποιους στίχους στη μελωδία. Αυτή τη φορά όμως όλα γίνανε τόσο γρήγορα, που ακόμα και ο ίδιος ο Higgins εξεπλάγην.
Εντούτοις, το τραγούδι παρέμεινε για πολύ καιρό στο συρτάρι του Brian Higgins. Είχανε περάσει ήδη πολλά χρόνια και στο μεσοδιάστημα ο Higgins έγραφε τραγούδια και έπαιζε ως session μουσικός. Κάθε φορά που συναντούσε έναν καλλιτέχνη, manager ή δισκογραφικό παραγωγό, του έπαιζε το πρωτόλειο ακόμα «Believe». Κανένας, όμως, δεν εκδήλωσε το παραμικρό ενδιαφέρον.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν το 1997. Τότε ο Higgins γνώρισε την πρώτη του επιτυχία ως συνδημιουργός και συμπαραγωγός του «All I Wanna Do» της Dannii Minogue. Οι κριτικές που έλαβε τόσο για το τραγούδι όσο και για την παραγωγή ήταν πολύ καλές.
Με τον Matthew Gray και τον Timothy Powell, με τους οποίους είχε συνεργαστεί στο «All I Wanna Do», έφτιαξαν την ομάδα παραγωγών Xenomania. Έχοντας πλέον τη δική του ομάδα τραγουδοποιών, τους έβαζε κάθε τόσο να ασχολούνται με το «Believe». Κάποια στιγμή το τραγούδι έφτασε και στα χέρια του Nick Van Eede.
Ο Van Eede ήταν ο τραγουδιστής των Cutting Crew, δηλαδή ο άνθρωπος που είχε γράψει και τραγουδήσει το πασίγνωστο «(I Just) Died In Your Arms», και στα χέρια του οποίου κατέληξε το πρώτο demo του «Believe». Ο Van Eede μαζί με τον κιθαρίστα των Cutting Crew, Kevin MacMichael, βοήθησαν στο γράψιμο της μελωδίας και των συγχορδιών για το διάσημο πλέον ρεφρέν του «Believe» (εντούτοις τα ονόματα των Van Eede και MacMichael δεν εμφανίζονται πουθενά στα credits του τραγουδιού).
Ο ίδιος ο Van Eede είπε χαρακτηριστικά:
– Ακούστε τις δύο πρώτες συγχορδίες του «I’ve Been In Love Before» (σ.σ. τραγούδι των Cutting Crew που κυκλοφόρησε το 1987) και τις δύο πρώτες συγχορδίες του «Believe» και θα διαπιστώσετε την ομοιότητα. Για την προσφορά μας πληρωθήκαμε ένα μπουκάλι ουίσκι για τους δυο μας!
Και πάλι δεν βρέθηκε κανένας που να ενδιαφερθεί για το τραγούδι. Άλλωστε ακόμα δεν ήταν ολοκληρωμένο. Το τραγούδι δεν ήταν τέλειο και ο Higgins το ήξερε αυτό. Μπορεί το ρεφρέν να ήταν υπέροχο, αλλά τα κουπλέ ήταν υποτυπώδη.
Εν τω μεταξύ, στα γραφεία της Warner Music στο Λονδίνο, ο 49χρονος πρόεδρος της εταιρίας, Rob Dickins, ήταν προβληματισμένος με τη Cher. Ο τελευταίος της δίσκος με τίτλο «It’s A Man’s World» (1995), που περιείχε ροκ μπαλάντες, έκανε απογοητευτικές πωλήσεις και σκεφτόταν ότι ίσως ήταν καλύτερα για τη Cher να εστιάσει στο ομοφυλοφιλικό ακροατήριό της με ένα high energy χορευτικό δίσκο.
Ο Dickins, ο οποίος θα είχε την επίβλεψη του δίσκου, ήταν ήδη 27 χρόνια στην Warner. Είχε προσληφθεί στην εταιρεία όταν ήταν ακόμα 22 ετών. Το 1974, σε ηλικία μόλις 24 ετών, είχε θέση Διευθυντού! Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, η Warner ήταν στην 11η θέση των δισκογραφικών εταιριών και στα επόμενα τρία χρόνια την ανέβασε στην 1η θέση! Το 1979, σε ηλικία 29 ετών, είχε γίνει Αντιπρόεδρος και ο ίδιος είχε υπογράψει συμβόλαια με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τους Whitesnake, τους Sex Pistols και τους Madness. Το 1983 έγινε Πρόεδρος των γραφείων στο Λονδίνο και με την ιδιότητα αυτή έφερε καλλιτέχνες όπως ο Howard Jones, ο Seal, οι Simply Red, ο Mike Oldfield, η Enya και η Cher.
Μετά από τόσα χρόνια επιτυχημένης πορείας, ο Dickins βρισκόταν στα πρόθυρα της απομάκρυνσης και ενδεχομένως ο δίσκος της Cher να ήταν κι ο τελευταίος του στην Warner. Πήρε τηλέφωνο, λοιπόν, τη Cher και της είπε ότι θέλει να κάνει ένα χορευτικό δίσκο. Όμως η Cher αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν ενδιαφέρεται πια για τη χορευτική μουσική. Ο Dickins αναστατώθηκε και βγήκε από το γραφείο του με την πρόθεση να βρει τραγούδια που θα έκαναν τη Cher να αναθεωρήσει τη στάση της. Κι εδώ είναι η στιγμή που επενέβη η τύχη…
Αφού κατέβηκε τα σκαλιά και βγήκε στο διάδρομο, ο Dickins συνάντησε τον Brian Higgins ο οποίος περίμενε έξω από την πόρτα ενός στελέχους. Επί τη ευκαιρία, λοιπόν, ρώτησε τον τραγουδοποιό αν ενδιαφέρεται να του υποδείξει ένα-δύο τραγούδια που θα μπορούσαν να μπουν στον επόμενο δίσκο της Cher. Τρεις μέρες αργότερα, έφτασε στο γραφείο του μία κασέτα με 16 τραγούδια, τα οποία είχε ετοιμάσει η ομάδα του Higgins (Brian Higgins, Stuart McLennen, Matthew Gray και Timothy Powell).
Ο Dickins πήρε την κασέτα και άκουσε όλα τα τραγούδια. Το ένατο στη σειρά ήταν το «Believe». Όταν το άκουσε σκέφτηκε ότι η Cher θα μπορούσε να το πει άνετα, ιδιαίτερα λόγω των στίχων που περιέγραφαν καταστάσεις από τις οποίες είχε περάσει η τραγουδίστρια στην ιδιωτική της ζωή. Την επόμενη κιόλας μέρα, ο Dickins πήρε τηλέφωνο τον Higgins και του ζήτησε να ολοκληρώσει το «Believe». Για μία εβδομάδα το τραγούδι πηγαινοερχόταν σε διάφορα χέρια προκειμένου να ολοκληρωθεί.
Μία εβδομάδα μετά το τηλεφώνημα του Dickins, ο Brian Higgins του παρέδωσε τελειωμένο το τραγούδι. Όταν το άκουσε ο Dickins… έφριξε!
– Έχω ένα υπέροχο ρεφρέν αλλά το υπόλοιπο τραγούδι είναι φρικτό! Στο παίρνουμε από σένα!
– Τι εννοείτε;
– Το αδίκησες το τραγούδι σου!
Ο Higgins παρέδωσε το τραγούδι του αναγνωρίζοντας ενδεχομένως ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω. Κατόπιν, το τραγούδι περιφερόταν στα γραφεία της Warner Bros για μήνες…
Η ηχογράφηση
Εν τω μεταξύ, ο Dickins είχε βρει για το δίσκο της Cher ένα καινούργιο τραγούδι με τίτλο «Dove L’ Amore», το οποίο είχαν γράψει οι Paul Barry και Mark Taylor. Η Cher επισκέφτηκε το studio όπου ηχογραφούσαν οι Barry και Taylor, σε ένα δυτικό προάστιο του Λονδίνου, με την πρόθεση να ηχογραφήσει μόνο αυτό το τραγούδι. Το στούντιο λεγόταν Metro και ήταν τόσο μικρό που έμεινε… αξέχαστο στην Cher.
Cher: Το θυμάμαι αυτό το μικρό μπουντρούμι. Ήταν το μικρότερο studio που έχω μπει ποτέ στη ζωή μου!
Αλλά ακόμα κι ο Dickins φαίνεται να συμφωνεί:
Rob Dickins: Κατέβηκα κάτω και είδα την Cher να κάθεται σ’ ένα φρικτό καναπέ μέσα σ’ αυτό το φρικτό δωμάτιο και σκέφτηκα «Θεέ μου! Τι της κάναμε;».
Ευτυχώς για όλους η χημεία ήταν καλή. Έτσι, ο Dickins έδωσε το «Believe» στο μικρό αυτό στούντιο με το σκεπτικό ότι εκεί θα μπορούσαν ενδεχομένως να τελειοποιήσουν το τραγούδι και να το συμπεριλάβουν στο δίσκο της Cher. Στο στούντιο ο τραγουδοποιός Steve Torch δούλεψε λιγάκι με τα κουπλέ. Όμως και πάλι ο Dickins δεν έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και φώναξε σε όλους:
– Τι στο καλό συμβαίνει με σας; Έχω ένα ρεφρέν-επιτυχία και κανείς από σας δεν μπορεί να γράψει ένα τραγούδι!
Ο Brian Rawling, ο παραγωγός που διεύθυνε το στούντιο, ζήτησε άλλη μια ευκαιρία και την πήρε. Έδωσε, λοιπόν, το τραγούδι στον Paul Barry. Ο Barry, ο οποίος μόλις είχε αποκτήσει γιο και ήταν ενθουσιασμένος, έγραψε κάποιους στίχους για το τραγούδι. Η μία εκδοχή δεν άρεσε καθόλου στη Cher. Και φαίνεται πως ήταν τόσο χάλια που γύρισε η Cher και του είπε ότι ο στίχος του ήταν εντελώς για τα σκουπίδια και μάλλον έφταιγε το γεγονός ότι ο Barry ήταν υπερβολικά ευτυχισμένος!
Εκείνη την περίοδο η Warner Brothers ζήτησε από τον Dickins να αποχωρήσει από τη θέση του, συνεπεία της… ασυμφωνίας χαρακτήρων μεταξύ του Dickins και του Bob Daly, προέδρου της Warner Brothers και Warner Music. Και τυπικά λοιπόν ο δίσκος της Cher θα ήταν ταυτόχρονα και ο τελευταίος που θα έκανε ο Dickins στην Warner. Ίσως αυτό να εξηγούσε σε μεγάλο βαθμό το λόγο που ήταν τόσο αυστηρός.
Μετά τα «γκάζια» του Dickins, ο οποίος πιστώθηκε και ως executive producer του τραγουδιού, ο Paul Barry και ο Steve Torch έκατσαν κάτω με τις κιθάρες τους και ξεκίνησαν να ξαναγράφουν το «Believe». Έκαναν κάποιες μικρές αλλαγές στις συγχορδίες του ρεφρέν και έγραψαν από την αρχή τους στίχους, τη μελωδία και τις συγχορδίες των κουπλέ. Έτσι, ο αριθμός των δημιουργών ανέβηκε στους έξι (Brian Higgins, Stuart McLennen, Matthew Gray, Timothy Powell, Steven Torch και Paul Barry), μερικοί εκ των οποίων δεν γνωρίζονταν καν μεταξύ τους ενώ η Cher γνώριζε μόνο έναν!
Ο Barry άρχισε σιγά-σιγά να στήνει τη μουσική ξεκινώντας από τον ήχο των drums (τον οποίο έβγαλε με ένα πρόγραμμα Cubase VST σε υπολογιστή iMac G3). Στα drums πρόσθεσε μία μπασογραμμή και μία ακατέργαστη μελωδία στα keyboards. Μαζί με τους παραγωγούς Mark Taylor και Brian Rawling προσπάθησαν να φτιάξουν ένα χορευτικό τραγούδι, το οποίο να είναι κάπως διαφορετικό: με λεπτές μελωδίες και με ήρεμα φωνητικά, κουπλέ στο στυλ του Lamont Dozier (μέλος των δημιουργών Holland-Dozier-Holland, υπεύθυνοι σε μεγάλο βαθμό για τον ήχο της Motown) καθώς και κάποια funk στοιχεία με επιρροές από Stevie Wonder και Prince.
Όμως και πάλι ο Dickins έμεινε ανικανοποίητος. Πίστευε ότι το μέρος των οκτώ μέτρων που επαναλάμβανε το στίχο «I don’t need you anymore» πριν το τελευταίο ρεφρέν, δεν οδηγούσε το τραγούδι πουθενά. Αυτή τη φορά τον αγνοήσανε αλλά η Cher είχε μεγαλύτερο πρόβλημα. Είπε ότι το δεύτερο κουπλέ ήταν απλά μια επανάληψη του ίδιου λυπημένου συναισθήματος που ήδη εκφράστηκε στο πρώτο. Τους είπε, λοιπόν, ότι «μπορείς να είσαι λυπημένος για ένα κουπλέ αλλά δεν μπορείς να είσαι λυπημένος και στα δύο!». Μετά την επισήμανση της Cher έγιναν κι άλλες αλλαγές στο τραγούδι αλλά όταν τελείωσε οι στίχοι φαίνονταν ακόμα άψυχοι, παρά τους διαφορετικούς τρόπους που το τραγουδούσε η Cher. Αυτό που χρειαζόταν λοιπόν ήταν μία νέα προσέγγιση στην ενορχήστρωση.
Οι δύο παραγωγοί (Mark Taylor και Brian Rawling) χρησιμοποίησαν στο στούντιο ποικίλες τεχνικές και επεξεργασίες προκειμένου να προσδώσουν στο «Believe» ένα συντεθειμένο ήχο και να φτιάξουν ένα χορευτικό τραγούδι, το οποίο όμως δεν θα αποξένωνε τον πυρήνα των οπαδών της Cher που ήταν συνηθισμένοι στις rock μπαλάντες της.
Σε μία συνέντευξη στο περιοδικό «Sound On Sound», ο Mark Taylor δήλωσε:
– Νομίζω ότι μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι καταφέραμε να κρατήσουμε τις ισορροπίες. Τα παιδιά και οι ενήλικοι αγοράζουν διαφορετικού είδους δίσκους και ο μόνος τρόπος να πετύχεις 1.500.000 πωλήσεις είναι να απευθυνθείς και στα δύο στρατόπεδα. Αυτό ήταν και το πιο δύσκολο μέρος της δουλειάς κι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ολοκλήρωσα το τραγούδι δύο φορές! Την πρώτη φορά έκρινα ότι το τραγούδι ήταν υπερβολικά χορευτικό. Το απέρριψα και άρχισα πάλι από την αρχή επειδή συνειδητοποίησα ότι χρειαζόταν ένας ήχος που να είναι ασυνήθιστος και όχι ένας τυπικός του είδους. Αυτό ήταν δύσκολο γιατί η χορευτική μουσική είναι πολύ συγκεκριμένη. Για να πραγματοποιήσω αυτό που είχα στο μυαλό μου έπρεπε να σκεφτώ κάθε ήχο πολύ προσεχτικά, ώστε να βασίζεται στο χορό αλλά χωρίς να είναι προφανές.
Τελικά το μόνο στοιχείο που επιβίωσε από την πρώτη εκδοχή του τραγουδιού ήταν τα synthesizers, ένα παλιό Roland Juno 106 κι ένα Korg TR-Rack, τα οποία είναι μεν διακριτικά αλλά πάνω τους στήθηκε το τραγούδι. Όταν ο Mark Taylor ξεκίνησε να γράφει το τραγούδι για δεύτερη φορά, κράτησε τα synths και έστησε πάνω τους τον ήχο των drums και αργότερα πρόσθεσε την κιθάρα και το πιάνο.
Ο Taylor έψαχνε να βρει ένα drum machine που να μην ακούγεται σαν το τυπικό TR909 της Roland. Ήθελε κάτι που να του δώσει τον σωστό ήχο χωρίς, όμως, να είναι κλισέ. Τελικά χρησιμοποίησε έναν συνδυασμό ήχων από τα synthesizers που είχε στη διάθεσή του. Αυτούς τους ήχους τους απομόνωσε μέσω ενός sampler AKAI S3000, τους πέρασε από equalizer, τους συμπίεσε και τους μίξαρε βγάζοντας αυτόν τον παράξενο και μοναδικό ήχο στα drums.
Η φωνή της Cher ηχογραφήθηκε σε τρία Tascam DA88 με τη χρήση μικροφώνου Neumann U67, το οποίο ζήτησε η ίδια η τραγουδίστρια καθώς το είχε χρησιμοποιήσει πρόσφατα σε μία ηχογράφηση με τον George Martin και έμεινε ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα.
Από τα DA88, τα φωνητικά μεταφέρθηκαν στο Cubase VST και σχεδόν όλη η υπόλοιπη δουλειά έγινε στο σκληρό δίσκο.
Στο ρεφρέν του τραγουδιού ακούγεται και λίγη κιθάρα, για την οποία χρησιμοποιήθηκε ενισχυτής Sessionette και μικρόφωνο AKG C414. Κατόπιν προστέθηκε τρέμολο και περάστηκε από equalizer για να δώσουν στην κιθάρα πιο αλλόκοτο ήχο.
Για τον ήχο του πιάνου χρησιμοποιήθηκε E-Μu Vintage Keys, όπου κι εδώ οι Mark Taylor και Brian Rawling έκαναν κάποιες τροποποιήσεις και συμπίεση στον ήχο. Επίσης, πρόσθεσαν και πολλά delays χρησιμοποιώντας ένα Roland SDE330, το οποίο έδωσε μεγαλύτερο όγκο και ατμόσφαιρα χωρίς να καταστρέψει το κομμάτι. Εντούτοις, στο προφανές delay του στίχου «after love, after love», που ακούγεται στην αρχή του τραγουδιού, δεν χρησιμοποιήθηκε το Roland αλλά ο sampler της AKAI, από το εσωτερικό φίλτρο του οποίου περάσανε τη φράση ώστε να μπαίνει με χαμηλή ένταση και να ανεβαίνει όλο και ψηλότερα. Επιπλέον, περάσανε στο τραγούδι και samples από τα «Prologue» και «Epilogue» των Electric Light Orchestra.
Η μεγάλη σημαντική ανακάλυψη στην παραγωγή του «Believe» είναι το χαρακτηριστικό φωνητικό εφέ. Όσοι ακούσανε το τραγούδι για πρώτη φορά, σχολιάσανε τα φωνητικά τα οποία τότε ήταν πραγματικά ασυνήθιστα. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των παραγωγών, όλα ξεκινήσανε από ένα vocoder Korg VC10, το οποίο είναι ένα πολύ σπάνιο και αναλογικό vocoder της δεκαετίας του 1970, που είχε ενσωματωμένο synthesizer, ένα μικρό keyboard και ένα μικρόφωνο στην κορυφή.
Με τον ήχο του Vocoder πειραματιζόντουσαν συνήθως συγκροτήματα της rap, βγάζοντας μάλιστα επιτυχίες όπως το «Intergalactic» των Beastie Boys και το «California Love» του Tupac.
Αργότερα, όμως, αποκαλύφθηκε ότι οι παραγωγοί δεν χρησιμοποιήσανε vocoder αλλά ένα –άγνωστο τότε- λογισμικό αυτόματου επεξεργαστή τονικότητας (Auto-Tune), που δημιουργήθηκε από την Antares Audio Technologies. Με αυτό το software μπορεί ο ρυθμιστής να διορθώνει τον τόνο της φωνής ή/και του ήχου και μπορεί να βγάλει αυτό το εφέ θέτοντας κάποιες ακραίες ρυθμίσεις.
Ο Mark Taylor είχε ξοδέψει ατελείωτες ώρες μόνος στο στούντιο κάνοντας την επεξεργασία των φωνητικών της Cher. Όταν έγινε κάτοχος αυτού του νέου προγράμματος συντονισμού της φωνής, αποφάσισε να δει πως δουλεύει το νέο πρόγραμμα. Διάλεξε λοιπόν τυχαία δύο μέτρα από το «Believe» και τα έβαλε στον υπολογιστή. Καθώς «έπαιζε» με τις διάφορες επιλογές του προγράμματος, έπεσε πάνω σε έναν κυματιστό, ρομποτικό αλλά και εκφραστικό ήχο, αυτός που αργότερα έγινε το πιο αγαπητό και αναγνωρίσιμο στοιχείο του τραγουδιού.
Κάτι του έκανε «κλικ» μέσα του, κι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει αυτόν τον ήχο παραποιώντας τα φωνητικά της Cher. Όμως την επόμενη μέρα από την ολοκλήρωση της δουλειάς του, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε το θάρρος να παίξει το τραγούδι στην Cher! Κι αυτό γιατί φοβόταν την αντίδραση της τραγουδίστριας όταν θα άκουγε τι έκανε στη φωνή της. Όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος, εκείνη η στιγμή ήταν η πιο τρομακτική!
– Βασικά, κατέστρεψα τη φωνή της και γι’ αυτό ήμουν πολύ νευρικός! Στο τέλος, σκέφτηκα ότι ο ήχος του τραγουδιού είναι πολύ καλός και ότι τουλάχιστον θα έπρεπε να την αφήσω να το ακούσει.
Έτσι, ο Mark Taylor αφού ήπιε κάμποσες μπύρες, αποφάσισε να παίξει το τραγούδι στη Cher. Πάτησε το play και περίμενε με αγωνία την αντίδραση της τραγουδίστριας. Όταν η Cher άκουσε το αποτέλεσμα της επεξεργασίας ενθουσιάστηκε! Ακόμα κι όταν ο Dickins προέβαλε αντιρρήσεις στη χρήση του εφέ, ζητώντας την αφαίρεσή του, η Cher απάντησε: «Μόνο πάνω από το πτώμα μου!», και απαίτησε να παραμείνει το εφέ στο τραγούδι και να σβηστούν τα αρχικά φωνητικά της. Προτού φύγει, απευθύνθηκε στον Mark Taylor και του είπε:
– Μην αφήσεις κανέναν να αγγίξει αυτό το τραγούδι, αλλιώς θα σου κόψω το λαιμό!
Και φυσικά κανένας δεν ξανάγγιξε το τραγούδι…
Η επιτυχία
Το «Believe» ήταν η πρώτη pop επιτυχία που χρησιμοποίησε αυτή την τεχνική, η οποία είναι πλέον γνωστή και ως Cher Effect, ενώ την επόμενη χρονιά οι Eiffel 65 γνώρισαν τεράστια επιτυχία με το «Blue (Da Ba Dee)» κάνοντας ευρεία χρήση της ίδιας τεχνικής.
Το παράδοξο είναι ότι όλοι οι δημιουργοί και παραγωγοί του τραγουδιού ήταν άντρες, αλλά επεξεργάστηκαν το τραγούδι κατά τρόπο που να απευθύνεται στο γυναικείο ακροατήριο. Πάντως οι στίχοι του τραγουδιού έχουν ως θέμα το να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και να κοιτάς μπροστά για να μπορέσεις να επιζήσεις μετά από μία αποτυχημένη σχέση. Κι αυτό το θέμα δεν είναι απαραίτητα γυναικείο.
Το «Believe» κυκλοφόρησε σε single στις 18 Οκτωβρίου 1998 και την επόμενη κιόλας εβδομάδα ανέβηκε στο Νο 1 της Μεγάλης Βρετανίας, όπου παρέμεινε για 7 εβδομάδες. Οι πωλήσεις του ήταν τόσο μεγάλες ώστε όχι μόνο ξεπέρασε κάθε άλλο τραγούδι που κυκλοφόρησε το 1998 –κι έτσι έγινε το single με τις υψηλότερες πωλήσεις της χρονιάς στη Μεγάλη Βρετανία- αλλά έγινε και η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία που γνώρισε ποτέ σόλο τραγουδίστρια, πουλώντας συνολικά πάνω από 1.200.000 αντίτυπα (2 φορές πλατινένιο)!
Κάθε Δευτέρα στο μικρό εκείνο στούντιο-μπουντρούμι, ανοίγανε σαμπάνια που το τραγούδι ήταν στο Νο 1 των πωλήσεων. Θα περίμενε κανείς ότι όλοι θα ήταν ευτυχισμένοι, αλλά ο μονίμως ανικανοποίητος Dickins είχε τον δικό του τρόπο να ανακοινώνει τα ευχάριστα νέα:
– Είμαστε Νο 1! Φανταστικό! Αλλά εκείνο το οκτάμετρο έπρεπε να κοπεί!
Κι αφού συνέβησαν όλα αυτά, ήρθε κι η σειρά της Αμερικής! Στις 13 Μαρτίου 1999 το «Believe» ανέβηκε στο Νο 1 των Η.Π.Α., όπου έμεινε για τέσσερις εβδομάδες, και έγινε πλατινένιο, πουλώντας πάνω από 1.000.000 αντίτυπα (οι υψηλότερες πωλήσεις της χρονιάς). Επιπλέον, το τραγούδι έγινε το μακροβιότερο Νο 1 στην ιστορία του Billboard Dance Chart, όπου παρέμεινε στην κορυφή επί 21 εβδομάδες, ενώ ένα χρόνο αργότερα βρισκόταν ακόμα στα charts!
Επίσης, η Cher έσπασε το ρεκόρ της μεγαλύτερης σε ηλικία τραγουδίστριας που είχε Νο 1 επιτυχία στη Μεγάλη Βρετανία και στις Η.Π.Α., αφού τότε ήτανε 52 ετών, ενώ έσπασε και το ρεκόρ της πιο μακροχρόνιας απόστασης μεταξύ των δύο τελευταίων Νο 1 τραγουδιών ενός καλλιτέχνη. Η τελευταία φορά που είχε ανέβει η Cher στο Νο 1 των Η.Π.Α. ήταν το 1974 με το «Dark Lady». Με τα 25 χρόνια που πέρασαν μέχρι η Cher να ξανανέβει στην κορυφή, έσπασε το ρεκόρ των 22 χρόνων απόστασης που είχαν τα τραγούδια «Good Vibrations» και «Kokomo» των Beach Boys. Η Cher έσπασε επίσης το ρεκόρ της πιο μακροχρόνιας απόστασης μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου Νο 1 που πέτυχε ποτέ τραγουδίστρια, καθώς το πρώτο της Νο 1 ήταν το 1965 με το «I Got You Babe», δηλαδή 34 ολόκληρα χρόνια πριν το «Believe»!
Το «Believe» έγινε Νο 1 σε 23 χώρες (!), μεταξύ των οποίων στην Αυστραλία (210.000 πωλήσεις, 3 φορές πλατινένιο), Βέλγιο, Βενεζουέλα, Γαλλία (750.000 πωλήσεις, διαμαντένιο!), Γερμανία (1.200.000 πωλήσεις, 5 φορές χρυσό), Δανία, Ελβετία (50.000 πωλήσεις, πλατινένιο), Ιρλανδία, Ισπανία, Ισραήλ, Ιταλία, Καναδά, Κροατία, Λετονία, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία (7.500 πωλήσεις, χρυσό), Νορβηγία (2 φορές πλατινένιο), Ολλανδία (75.000 πωλήσεις, πλατινένιο) και Σουηδία (90.000 πωλήσεις, 3 φορές πλατινένιο), ενώ έγινε Νο 2 στην Αργεντινή και Αυστρία (3 φορές πλατινένιο), και Νο 6 στη Φινλανδία.
Με αυτές τις καταπληκτικές επιδόσεις, το «Believe» έγινε το 16ο πιο επιτυχημένο τραγούδι της μουσικής ιστορίας και το 3ο πιο επιτυχημένο από σόλο τραγουδίστρια, πίσω από το «I Will Always Love You» της Whitney Houston και το «My Heart Will Go On» της Celine Dion. Επίσης είναι το single με τις περισσότερες πωλήσεις της Warner Bros ενώ κατέχει και το ρεκόρ των περισσότερων πωλήσεων που έχει καταφέρει ποτέ χορευτικό τραγούδι, με πάνω από 10.000.000 πωλήσεις παγκοσμίως!
Το τραγούδι κυκλοφόρησε σε 30 διαφορετικές εκδοχές: Main Version (4:01), Video Edit (3:55), Edit (3:45), Radio Mix (3:30), Radio Edit (3:58), Acapella (2:43), Almighty Definite Mix (7:35), Almighty Essential Mix (8:03), Almighty Definitive Radio Edit (4:46), Almighty Definitive Video Remix Version (5:12), Club 69 Anthem Mix (5:26), Club 69 Future Anthem Mix (9:20), Club 69 Future Anthem Dub (7:35), Club 69 Future Anthem Dub Edit (7:13), Club 69 Future Dub (7:45), Club 69 Future Mix (9:14), Club 69 Future Mix Edit (6:50), Club 69 Phunk Club Mix (8:43), Club 69 Phunk Dub (7:04), Club 69 Phunk Video Mix (4:54), Extended Album Version (5:40), Grip’s Heartbroken Mix (9:12), Grips Heaven Dub (6:50), Love To Infinity Power Mix (7:01), Phat ‘N’ Phunky After luv Dub (6:22), Phat ‘N’ Phunky After luv Dub Edit (6:07), Phat ‘N’ Phunky Club Mix (7:42), Xenomania Mix (4:20), Xenomania Mad Tim And The Mekon Club Mix (9:15), Wayne G. Heaven Anthem Mix (9:48).
Το video clip
http://www.youtube.com/watch?v=LbXiECmCZ94
Το μουσικό video του «Believe» σκηνοθέτησε ο Nigel Dick, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει πάνω από 300 video clips, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν το «I’m Outta Love» της Anastacia, το «Do They Know It’s Christmas?» των Band Aid, το «Shout» των Tears For Fears, το «Sweet Child O’ Mine» των Guns ‘n’ Roses, το «Wonderwall» των Oasis, το «As Long As You Love Me» των Backstreet Boys, το «Cruel Summer» των Ace Of Base, το «(You Drive Me) Crazy» της Britney Spears και το «Broken» των Seether.
Τα γυρίσματα για το «Believe» έγιναν στις 20 και 21 Οκτωβρίου 1998 στα Bow Studios του Λονδίνου, με παραγωγό τον Phil Barnes και διευθυντή φωτογραφίας τον Dan Landin. Το video απεικονίζει τη Cher σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, να περιβάλλεται από πολλούς ανθρώπους στους οποίους δίνει συμβουλές. Επίσης, δείχνει μία γυναίκα που είναι συντετριμμένη γιατί είδε τον πρώην φίλο της με μία καινούργια σύντροφο.
Πριν την ολοκλήρωση των γυρισμάτων είχαν προβληθεί δύο «πρόχειρες» εκδοχές. Η πρώτη ήταν μία επιλογή σκηνών από τα video δύο άλλων τραγουδιών της Cher, του «One By One» και του «Walkin’ In Memphis», και η δεύτερη έδειχνε ένα απόσπασμα από το αυθεντικό video του «Believe», όπου η Cher τραγουδάει το ρεφρέν, και το υπόλοιπο αποτελείτο από σκηνές του «One By One».
Το video του «Believe» κέρδισε την Χρυσή Κάμερα στο U.S. International Film and Video Festival Arts ενώ ήταν υποψήφιο για δύο MTV Awards (στις κατηγορίες Editing και Dance Video), ένα MVPA Award (Best Dance Video) και ένα Billboard Award (Best Dance Clip Of The Year). Επίσης, κατατάχθηκε από το MAD TV στο Νο 17 των καλύτερων videos στο Countdown Top 40: The Best Videos In 10 Mad Years.
Στο DVD «The Very Best Of Cher» περιλαμβάνεται ένα λίγο διαφορετικό video, καθώς περιέχει κάποιες πρόσθετες σκηνές που δεν υπήρχαν στο αυθεντικό video.
Επιπλέον, υπάρχουν και τρία επίσημα remix videos: το Almighty Definitive Mix, το Club 69 Phunk Club Mix και το Wayne G. Remix, το οποίο κυκλοφόρησε από την Warner Bros. Τα δύο πρώτα δημιουργήθηκαν από την Dan-O-Rama Productions το 1999 και ακολουθούν διαφορετικά concept από αυτό του αυθεντικού video, καθώς αντί για τις σκηνές που σχετίζονται με τους στίχους του τραγουδιού, παρουσιάζουν την Cher να τραγουδά μπροστά από διαφορετικά χρωματισμένα σκηνικά και τον κόσμο να χορεύει.
Το «Believe» κέρδισε βραβείο Grammy στην κατηγορία Best Dance Recording ενώ ήταν υποψήφιο και στην κατηγορία Record Of The Year. Αργότερα, το τηλεοπτικό κανάλι VH1 το κατέταξε στο Νο 74 των 100 καλύτερων τραγουδιών της δεκαετίας του 1990.
Το τραγούδι αποτέλεσε το encore με το οποίο η Cher έκλεισε πάνω από 100 συναυλίες στο πλαίσιο του «Do You Believe? Tour» (1999-2000) και άλλες 300 στην επική αποχαιρετιστήρια περιοδεία «Living Proof: The Farewell Tour», που διήρκησε πάνω από 3 χρόνια (2002-2005). Αν και στα διάφορα τηλεοπτικά προγράμματα που εμφανίστηκε η Cher έκανε play-back σ’ ολόκληρο το τραγούδι, στις συναυλίες έκανε play-back μόνο στα σημεία των συντεθειμένων εφέ.
Το τραγούδι γνώρισε και δεύτερη εκτέλεση από τους Cher Tribute Band, τους Tender Forever, τους Έρως καθώς και από τα ανεξάρτητα ροκ συγκροτήματα Macha και Bedhead (περιλαμβάνεται στο EP «Macha Loved Bedhead», 2000).
Επίσης, στο τραγούδι «Drunk And Disappointed» που περιλαμβάνεται στο δίσκο «Matthew Ryan vs. The Silver State» (2008), ο Αμερικανός τραγουδοποιός Matthew Ryan αναφέρεται στο τραγούδι της Cher με το στίχο: «Cher was singing “Do you believe in life after love”».
Το «Believe» συμπεριλήφθηκε στα «Karaoke Revolution» και «Sunfly 90’s Karaoke» και στο παιχνίδι της Nintendo DS «Elite Beat Agents».
Η Αρμενικής καταγωγής Cher (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Cherilyn Sarkisian) είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις καλλιτεχνών που έχουν επιτυχία σχεδόν κάθε δεκαετία και μάλιστα τολμώντας συνεχείς καινοτομίες στο στυλ της και στα τραγούδια της. Αναμφίβολα το «Believe» ήταν όχι μόνο ένα εντυπωσιακό comeback, αλλά και η μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας της. Βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσχυσε η παροιμία «όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει» αφού η δημιουργία του τραγουδιού πήρε γύρω στα εννιά χρόνια. Και δεν είναι μόνο τα έξι –επισήμως- ονόματα των δημιουργών του τραγουδιού και των τριών παραγωγών. Εκτός από αυτούς ασχολήθηκαν και αρκετοί άλλοι που τα ονόματά τους δεν φαίνονται πουθενά γι’ αυτό και δεν προκαλεί έκπληξη που κάποιος Mark Scott μήνυσε τον Brian Higgins υποστηρίζοντας ότι το 1991 τον βοήθησε να γράψει το «Believe».
Το σύγχρονο και δελεαστικό dance/pop beat, η πανέξυπνη παραγωγή, οι πλούσιοι και γλυκόπικροι στίχοι, το πιασάρικο ρεφρέν και τα χαρούμενα και ασυγκράτητα φωνητικά της Cher, με το ρομποτικό εφέ, εξηγούν γιατί το χορευτικό αυτό κομμάτι σάρωσε ολόκληρο τον κόσμο σαν θύελλα και άνοιξε το δρόμο σε ένα σωρό άλλα χορευτικά κομμάτια που ακολούθησαν. Χαρακτηριστική είναι η κριτική που δημοσίευσε το περιοδικό Billboard:
Το «Believe» είναι το καλύτερο αναθεματισμένο πράγμα που έχει ηχογραφήσει η Cher εδώ και χρόνια. Κάποια τραγούδια είναι τόσο φυσικά, τόσο άνετα τραγουδισμένα, που αναρωτιέσαι πως είναι δυνατόν και δεν τα σκέφτηκε κανένας δεκαετίες νωρίτερα.
Κωνσταντίνος Παυλικιάνης