Δημήτρης Λογαράς – Έξι χορδές στα δάχτυλα και στη ψυχή Belcanto
Ο Δημήτρης γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα με καταγωγή από τα Επτάνησα. Η σχέση του με την μουσική ξεκινάει στα χρόνια του δημοτικού σχολείου με μαθήματα πιάνου.
Τελικά τον κέρδισε όμως η κιθάρα και ξεκινάει σε ηλικία δέκα χρονών μαθήματα στον κορυφαίο κλασσικό κιθαρίστα Δημήτρη Φάμπα, που τον λάτρεψε ως δάσκαλο. Οι σπουδές του θα διαρκέσουν πολλά χρόνια και μέχρι σήμερα εξασκείται σε καθημερινή βάση στην κιθάρα. Ακολούθησαν σπουδές θεωρητικών. Αργότερα έκανε μαθήματα φωνητικής με την Λίνα Τέντζερι και τον Φραγκίσκο Βουτσίνο.
Από έφηβος παίζει και τραγουδάει σε παρέες τραγούδια του Σαββόπουλου, αλλά και ρετρό από τα οποία είχε ακούσματα λόγω της επτανησιακής καταγωγής του.
Κάθε φορά στις γιορτές του σπιτιού οι θείοι μου και οι θείες μου, όταν μαζευόμαστε να φάμε, κάνανε αμέσως μια τρίφωνη χορωδία, καμιά φορά και τετράφωνη.
Πάνω στα χνάρια του Μπιθικώτση πάτησα για να τραγουδήσω. Είναι κάτι το εκπληκτικό με αυτόν τον τραγουδιστή. Ένα τραγούδι μπορείς να το ακούσεις από πολλούς, αν θέλεις όμως να μάθεις πως τραγουδιέται, πως γράφτηκε, θα το ακούσεις από τον Μπιθικώτση.
Ανακαλύπτει νωρίς και τα τραγούδια τού Τσιτσάνη
Ο Τσιτάνης είχε το αναμφισβήτητο κύρος του πατριάρχη της λαϊκής μουσικής. Άλλοι που μετέπειτα φάνηκε πόσο σπουδαίοι ήτανε, τότε ήταν κάπως παρεξηγημένοι, τους θεωρούσαν όχι τόσο σοβαρούς, όπως για παράδειγμα τον Ζαμπέτα. Δηλαδή αυτόν τον μεγάλο καλλιτέχνη τον μεγάλο εκτελεστή, τον μεγάλο συνθέτη και μεγάλο περφόρμερ τον θεωρούσαν σε σχέση με τον Τσιτσάνη αστείο και ελαφρύ.
Από τα δεκαεφτά του δούλευε βράδυ με τραγούδι και κιθάρα σε ρεμπετάδικα και ταβέρνες με ρεμπέτικο ρεπερτόριο που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή.
Το ρεμπέτικο του άρεσε και τον γοήτευε και το ακούει τώρα πια με νοσταλγία αλλά το ξεπέρασε στην ανάγκη του να εκφραστεί μουσικά με άλλα πράγματα. Πάντα τον γοήτευε η μπαλάντα, ελληνική και ξένη. Μέσα του κράτησε και τα ροκ ακούσματα των εφηβικών του χρόνων σαν δυνατότητα να τα παίζει. Αργότερα δούλευε με την ίδια άνεση σ’ ένα λαϊκό μαγαζί και στην νέα μουσική σκηνή η οποία δημιουργήθηκε από την δεκαετία του 80, Φατμέ, Πορτοκάλογλου, αφοί Κατσιμίχα κτλ.
Το 84 γνωρίζει τον Γεράσιμο Ανδρεάτο.
Με τον Γεράσιμο πρωτοσυναντηθήκαμε όταν απολύθηκα από φαντάρος και πήγα να βρω δουλειά στην Τερψιθέα στο «Ανώγειο». Εκεί δούλευε και ο Πάνος Κατσιμίχας πριν δισκογραφίσουνε. Μου λέει ο Βασίλης, το αφεντικό εκεί πέρα «θα ‘ρθει ένα παιδί που θα παίζει μπουζούκι, θα τον δεις ,είναι πολύ καλός και ωραίος τραγουδιστής». Και μου ‘ρχεται ο Γεράσιμος με το μπουζουκάκι. Αφού κάτσαμε και κάναμε πρόβα αλλάξαμε δύο κουβέντες, φύγαμε από το μαγαζί μπήκαμε στο αυτοκίνητο και αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε μέχρι τις 8 το πρωί και ανακαλύψαμε πως είναι αδύνατον να συναντηθήκαμε σήμερα για πρώτη φορά και από τότε αυτή η φιλία έχει κρατήσει ζωντανή. Περάσαμε πολλά ωραία χρόνια μαζί τραγουδώντας. Γιατί για τέσσερα πέντε χρόνια τραγουδάγαμε ντουέτο και πηγαίναμε σ’ όλες τις δουλειές. Εν τω μεταξύ λόγω κεφαλλονίτικης καταγωγής κι αυτός είχε το μπελκάντο μέσα του. Και τραγουδούσαμε τα πάντα. Δουλεύαμε και με τον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα στο «Σείριο». Τότε που ο Χατζηδάκις καλούσε κάποιους ανθρώπους να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Προσκάλεσε τα δυο αδέρφια και τους είπε «Θέλω κάτι απλό». Και του λέει ο Πάνος «Θα το παρουσιάσουμε όπως παίζουμε στην γειτονιά μας. Θα είμαι εγώ και ο αδερφός μου, φυσαρμόνικα και ντέφι ,ο Δημήτρης με κιθάρα, μπουζουκάκι ο Γεράσιμος κα οι τέσσερεις μαζί τραγούδι». Έχει μείνει και μια εκτέλεση σε δίσκο από το «Σείριο» που τραγουδάμε το «Νύχτωσε νύχτα» μ’ αυτό τον τρόπο. Θα δεις τι ωραία, τι ζωντανό είναι.
Παράλληλα με την βραδινή δουλειά διδάσκει σε μουσικές σχολές και σε ιδιαίτερα. Είκοσι έξι χρόνων προσλαμβάνεται ως καθηγητής μουσικής στο δημόσιο σχολείο. Εμπλουτίζει την διδακτική ύλη και φέρνει μέχρι και μικρές ορχήστρες στην τάξη. Παρ’ όλο που του άρεσε η διδασκαλία παραιτήθηκε μετά από δυο χρόνια αποθαρρυμένος από την ρουτίνα του δημοσίου.
Δεν μετάνιωσα ποτέ που έφυγα από το δημόσιο. Αν είχα μείνει θα ήμουν άλλος άνθρωπος τώρα. Σε όσους το ‘λεγα ότι παραιτήθηκα, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, με κοίταζαν σαν εξωγήινο. Είμαι ευτυχής που μπορώ και κάνω ότι αγαπάω.
Αυτό που τον ευχαριστούσε είναι να παίζει και να τραγουδάει. Από τότε δουλεύει συνέχεια σε μουσικούς χώρους σχεδόν όλων των ειδών.
Πάντα στα χρόνια που τραγουδάω έβλεπα από τα αφεντικά στα μαγαζιά τη διάθεση να χαμηλώσουν την ποιότητα της μουσικής, με το μόνιμο επιχείρημα, ότι το θέλει ο κόσμος. Όχι λοιπόν δεν το θέλει ο κόσμος. Το θέλουν αυτοί επειδή νομίζουν ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα βγάλουν περισσότερα λεφτά. Μου έχουν τύχει μαγαζιά, που ενώ όλοι οι άλλοι γύρω μου ήταν εμπορικοί, εγώ τραγούδαγα αυτά που τραγουδάω και ακόμα και άνθρωποι που κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι θαμώνες σ’ ένα σκυλάδικο παρακολουθούσαν το καλό τραγούδι με σεβασμό. Ένας τραγουδιστής που θα στηθεί απέναντι τους και θα τους πει πέντε πράγματα από την καρδιά του, τα οποία έχουνε και συναισθηματική αλλά και πραγματική καλλιτεχνική αξία, τον ακούν με πολύ μεγαλύτερο σεβασμό από μια τραγουδιστριούλα που θα ενώσει πέντε- δέκα ρεφρέν και θα τα πει για να κάνει σαματά.
Εκτός από τα τραγούδια του καινούργιου του CD ερμήνευσε σε ποίηση του F.G. Lorca το τραγούδι “Empieza el illando” στο CD «Άκου τις φωνές» του συνθέτη Δημήτρη Τσακίρη
Το CD του συμπεριλαμβάνει εννέα καινούργια τραγούδια, σε μουσική των Δημήτρη Λογαρά, Παντελή Θαλασσινού, Γεράσιμου Ανδρεάτου, Θέμη Τρίπκου, Γιώργου Δημουλιά κ.ά., σε στίχους των Ηλία Κατσούλη, Ρεβέκκας Ρούσση, Γιώργου Δημουλιά, ποίηση Ιωάννη Πολέμη, και μια επανεκτέλεση σε στίχους και μουσική Γρηγόρη Μπιθικώτση.