Είδαμε τον Αλκίνοο στην Τεχνόπολη! Τέχνη από διαφορετικούς εκφραστικούς δρόμους
Φτάσαμε σχετικά νωρίς κι όμως ο κόσμος ήδη σχημάτιζε ουρές στο Ταμείο.
Σχετικά εύκολα περάσαμε στην είσοδο και βρεθήκαμε στην «Κεντρική Αυλή», με δυσκολία όμως καταφέραμε να φτάσουμε κοντά στη σκηνή. Ο χώρος μπροστά και γύρω από αυτήν ήταν ασφυκτικά γεμάτος.
Ο Αλκίνοος, στα 20 τόσα χρόνια παρουσίας του στη δισκογραφία, παραμένει μουσικά… ανέντακτος. Ενσωματώνοντας στοιχεία από διαφορετικά μουσικά είδη, τη μπαρόκ, τη βυζαντινή, τη μουσική του 20ού αιώνα, τον μινιμαλισμό, καθώς και τις κλίμακες και τους ρυθμούς του τόπου μας, κινείται χωρίς σταθερή πυξίδα, ελεύθερα μέσα κι έξω από τις φόρμες των τραγουδιών του. Δίχως να μπορούμε να κατατάξουμε το στυλ του, έχει ξεχωριστή και αναγνωρίσιμη μουσική ταυτότητα.
«Καλησπέρα! Καλώς βρεθήκαμε και πάλι, ήταν τα πρώτα λόγια του κι ακολούθησε η παρουσίαση των μουσικών, συντρόφων του επί χρόνια και συνοδοιπόρων του : ο Γιώργος Καλούδης στο τσέλο, ο Σωτήρης Λεμονίδης στα πλήκτρα και ο Μιχάλης Καπηλίδης στα τύμπανα.
Αμέσως μετά, με τις πρώτες νότες και τις πρώτες μελωδίες που ξεχύθηκαν στο χώρο, μας πήραν μαζί τους. Γνωστά ή λιγότερο γνωστά κομμάτια με ενορχηστρώσεις ανατρεπτικές, με αυτοσχεδιασμούς και εναλλαγή κλασικών και πιο ηλεκτρονικών ήχων. «Ένα απόγευμα στο δέντρο», ήρθε ο «Έντγκαρ Άλαν Πόε» αλλά κι η «Μαύρη πεταλούδα» λουσμένη σε πράσινο φωτισμό που μετά τα πρώτα ακόρντα έγινε μπλε και βιολετί. Ακολούθησε ο «Προσκυνητής», με τον κόσμο να συνοδεύει – αλάθητα – στο ρεφρέν. «Δεν μπορώ» έλεγε ο Αλκίνοος «…ο χειμώνας με πληγώνει…» απαντούσαμε εμείς. Χορωδία : «… την καρδιά μου καίει το χιόνι…» εκείνος, «δεν μπορώ…» εμείς, ανάμεσα σε μουσικούς αυτοσχεδιασμούς. Το κοινό φάνηκε να περιμένει την «Γυναίκα Ταραντούλα» κι εκείνη έκανε την εμφάνισή της.
Ανάμεσα στον κόσμο, νεαρές ηλικίες στην πλειοψηφία, υπήρχε αυτή τη φορά «κάθε καρυδιάς καρύδι»! Πέρα από το κοινό που τον ακολουθεί πιστά, διέκρινες και άτομα που σίγουρα ήταν περαστικοί με την έννοια «είδα φως και μπήκα». Ίσως ο χώρος, όπως είναι διαμορφωμένος, ευνοεί κάτι τέτοιο.
Από την άλλη μεριά όμως, είναι πολύ σημαντικό κι ευχάριστο να βλέπεις πως ένας καλλιτέχνης με το προφίλ του Αλκίνοου Ιωαννίδη, χωρίς ιδιαίτερη προβολή από τα ΜΜΕ, με σπάνιες συνεντεύξεις, με φανερή σχεδόν… αποστροφή εμφάνισης στην τηλεόραση, παρόλα αυτά, καταφέρνει σε κάθε συναυλία του να μαζεύει πολύ και πιστό κοινό.
Δύο ξεχωριστές στιγμές της βραδιάς μας χάρισε. Πρώτα ερμηνεύοντας το ένα από τα δύο ποιήματα του Νίκου Γκάτσου που μελοποίησε ο ίδιος ο Αλκίνοος και παρουσίασε πριν λίγες μέρες στο Ηρώδειο. «Χατζηδακιάς» λοιπόν, άνευ ορχήστρας με μόνη βοήθεια (πιστή συντροφιά) την κιθάρα του. Λίγο αργότερα απολαύσαμε Κυπριακή διάλεκτο με το τραγούδι «Του Αη-Γιωρκού» που το τραγούδησε αφιερώνοντάς το σε φίλο του, συμπατριώτη που κάπου εκεί ανάμεσά μας βρισκόταν.
Η «Πατρίδα» ήρθε με το δυναμισμό που τη χαρακτηρίζει. Και, καθώς ανακαλύπταμε μαζί του «Ο Κόσμος που αλλάζει…» … πως σου μοιάζει, πώς σου μοιάζει αντικρίσαμε και πάλι την «Αγορά του Αλ χαλίλι» με ηλεκτρονική όψη αυτή τη φορά, που μας άρεσε πολύ.
Μισή ώρα μετά τις 12, αποχωρώντας από την «Κεντρική Αυλή» ΤΕΧΝΟΠΟΛΙΣ σιγοψιθυρίζαμε «…Τα γόνατά μου κάνουν χρίτσι χρίτσι… Μεγαλώνω… Το χάνω κάθε χρόνο το παιχνίδι με το χρόνο… Ήταν ανάγκη; Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;»
Σίγουροι πάντως πώς αυτό δεν ισχύει για τον Αλκίνοο. Στην περίπτωσή του «…Όλα μου έμοιαζαν παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά.»