Εν Λευκώ Festival: Archive, Jessie Ware, Bebe, John Talabot, Ειρήνη Σκυλακάκη | φωτορεπορτάζ
Το φεστιβάλ των μπαλονιών
Η διοργάνωση πολύ καλή, οι περισσότεροι έφυγαν ικανοποιημένοι, παρότι ελάχιστοι είχαν παρευρεθεί για το σύνολο του πακέτου.
Πρώτη στη σκηνή ανέβηκε η Ειρήνη Σκυλακάκη με το 6-μελές της σχήμα. Έπαιξε κάτι λιγότερο από 20 λεπτά, με λίγο κόσμο να την παρακολουθεί, αν και ήταν αρκετοί εξ’αυτών που τραγουδούσαν τους στίχους της. Εκείνη ήταν λίγο αγχωμένη για την εμφάνισή της, κάτι που δεν την εμπόδισε στο να κάνει πολύ καλή εντύπωση και να αφήσει ικανοποιημένους όσους την παρακολουθούσαν. Το δύσκολο υλικό της δεν την εμπόδισε στο να σταθεί αξιοπρεπώς στη σκηνή, αν και το κυριότερο πρόβλημα δεν ήταν τόσο το υλικό όσο το ότι βγήκε πολύ νωρίς, λίγο αφού άνοιξαν οι πόρτες και λίγος κόσμος είχε καταφτάσει.
Το πρώτο όνομα της μεγάλης σκηνής ήταν η Bebe. Η Ισπανίδα βγήκε με το ημι-ακουστικό “Me fui” (λίγο ανορθόδοξο για εναρκτήριο) και συνέχισε σε πολύ πιο up tempo καταστάσεις στα επόμενα τραγούδια. Απελευθερωμένη και ευδιάθετη ανέβασε τον λιγοστό (για την ώρα) κόσμο που παρότι είτε λόγο γλώσσας («Ξεχάστε τους στίχους, η μουσική μας φέρνει κοντά» όπως και η ίδια επισήμανε) είτε γιατί έπαιζε πιο ‘ψαγμένο’ υλικό, ωστόσο εκτιμούσε το κέφι, τη σκηνική της (αν)ορθότητα, τις συνεχείς της σεξουαλικές ατάκες και στην τελική όλο το πακέτο. Το τρίο που τη συνόδευσε έδειξε πολύ καλό δέσιμο μεταξύ του και δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες για να λάμψει η Bebe. Φυσικά, η πλειονότητα παρατήρησε την εκκωφαντική απουσία του “Malo”, το ότι άλλαζε κάπως απότομα μεταξύ ακουστικών και πιο κεφάτων τραγουδιών, αφαιρώντας έτσι από το τελικό αποτέλεσμα, αλλά και την προσεχτική δουλειά που έγινε στα τραγούδια του τελευταίου δίσκου για να μπορέσουν να παρουσιαστούν χωρίς τα ηλεκτρονικά θέματα.
Στο τέλος της εμφάνισης της Bebe, όταν και είχε αρχίσει να γίνεται κατανοητό ότι το πιο αργά δεν θα πέφτει καρφίτσα σειρά είχε η μικρή σκηνή και οι Fever Kids…
Η εμφάνιση των Fever Kids ήταν πολύ σύντομη, απέναντι σε ένα κοινό που τους γνώριζε εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν είχε πρόβλημα να περάσει καλά και να χορέψει με τη μουσική τους. Η τραγουδίστρια ήταν αρκετά αγχωμένη, ο DJ το ακριβώς το αντίθετο δεν έδειχναν να έχουν χημεία μεταξύ τους, αλλά εφόσον το υλικό τους εκτελούταν σωστά η εικόνα δεν αποτέλεσε σοβαρή τροχοπέδη, αν και θα μπορούσαν και πολύ καλύτερα. Άλλωστε, έπαιζαν σε μια σκηνή που ήταν το filler της μεγάλης και ήταν η λύση στο να μη σταματάει ποτέ η μουσική στο φεστιβάλ.
Πάμε πίσω στη μεγάλη σκηνή, όπου και η εικόνα που αντικρίσαμε στον πολύ κόσμο που περίμενε να δει τη Jessie Ware ήταν αυτή που έδωσε τον τίτλο του άρθρου: λευκά μπαλόνια παντού, τα οποία δημιουργούσαν μια πολύ όμορφη ατμόσφαιρα, παρότι έκαναν λίγο δύσκολη την ορατότητα για όσους είχαν επιλέξει να σταθούν μακριά από τη σκηνή…
Στο θέμα μας: Η Jessie Ware ήταν η κορυφαία της βραδιάς με χαρακτηριστική άνεση και απόσταση από τον δεύτερο. Ξεκίνησε με το φερώνυμο τραγούδι του πρώτου της δίσκου, στεκούμενη στο μπροστινό μέρος της σκηνής, όντας πολύ ευδιάθετη, χαμογελαστή, χαιρετώντας κοινό και φωτογράφους συνεχώς και φυσικά όντας αψεγάδιαστη στις φωνητικές της υποχρεώσεις. Σαν frontwoman μπορούμε να παραδεχτούμε ότι θέλει δουλειά ακόμα, αλλά ο αυθορμητισμός της έκανε αυτή τη λεπτομέρεια να φαντάζει… λεπτομέρεια! Η μόνη παραφωνία στην εμφάνισή της ήταν το μπάσο, το οποίο ήταν πολύ δυνατά ρυθμισμένο και ακουγόταν πάνω από τα samples καταστρέφοντας την ατμόσφαιρα αρκετών τραγουδιών. Η κορυφές/κορυφώσεις ήρθαν στο τέλος της εμφάνισής της με τα “Wildest Moments” και “Running” να σηκώνουν μια πλειάδα από κάμερες, τηλέφωνα και ταμπλέτες για να απαθανατίσουν τη στιγμή και την διάθεση όλων στα ύψη, προκαλώντας του να την αποχαιρετήσουν με το πιο παθιασμένο τους χειροκρότημα…
Ανηφόρα για τη μικρή σκηνή όπου και βλέπουμε τους Φανταστικούς Ήχους του Άγγελου Mπαλτά σε μια μισάωρη εμφάνιση. Ως πρώτη επαφή το υλικό του είχε αρκετό ενδιαφέρον με το να χρησιμοποιεί στίχους Ελληνικών γνωστών τραγουδιών, παλαιότερων φυσικά ντύνοντάς τα με ηλεκτρονικούς ήχους. Το πείραμα έδειξε να ενδιαφέρει αρκετούς που είχαν ανέβει για να τους/τον παρακολουθήσουν. Ουκ ολίγοι χόρεψαν, ουκ ολίγοι παρακολούθησαν με ενδιαφέρον την εμφάνιση, που θα ήταν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα αν ο πρωταγωνιστής της δεν ήταν αγγελοπουλικής (μη) κινητικότητας στο stage…
Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχονται οι Archive και πραγματικά να βλέπεις ένα τόσο ενθουσιώδες κοινό που στην πλειονότητά του περιμένει να δει για δεύτερη-τρίτη- ν-οστή τέλος πάντων φορά τη μπάντα είναι αξιοσημείωτο. Και που να θυμηθεί κανείς ότι λείπει και ο Craig Walker…
Οι Archive ανέβηκαν στη σκηνή όταν το σκοτάδι είχε πέσει και οι φωτισμοί μπορούσαν άνετα να κάνουν το κομμάτι τους και να δώσουν εύκολους πόντους εμπειρίας στο συγκρότημα, το οποίο φάνηκε ορεξάτο και καλοστημένο. Η αρχή τους βρήκε να κάνουν μια Τεχνόπολη να πάλλεται στο βασικό θέμα του “You Make Me Feel” και να συνεχίζει παρομοίως στο “Finding It So Hard”. Από’ κει και πέρα το συγκρότημα έπαιξε τραγούδια για να τιμήσει τον τελευταίο του δίσκου (με τη γνώριμη συνταγή ένα παλιό-ένα καινούργιο) τα οποία έτυχαν πολύ μέτριας αποδοχής, τόσο από το κοινό όσο και από τη μπάντα η οποία φαινόταν να έχει έναν διεκπαιρεωτικό ρόλο παίζοντάς τα.
Βέβαια, μάλλον αυτά τα τέσσερα κομμάτια δεν ήταν τόσο η παραφωνία, όσο η κορυφή του παγόβουνού, μιας και ναι μεν περάσαμε καλά, αλλά σίγουρα περιμέναμε πολύ παραπάνω πράγματα από το συγκρότημα, το οποίο ανέβασε ταχύτητες στο τέλος…
Τα “Again”, “Fuck U” (στο τέλος του οποίου παρατήρησα ότι αρκετοί άρχισαν να πηγαίνουν προς την έξοδο σα να είχε τελειώσει η συναυλία), “Kings Οf Speed” και “Dangervisit” εκτελέστηκαν με αυτή ακριβώς τη σειρά κάνοντας το κοινό να τραγουδήσει και να θυμηθεί γιατί αγαπάει αυτή τη μπάντα. Εξαιρετικό το κλείσιμο αν και άφησε μια αίσθηση ότι θέλαμε να τους απολαύσουμε λίγο παραπάνω…
Mιας και λίγοι θα διαβάσουν τα ενδιάμεσα των παραγράφων για το πώς έπαιξε ο καθένας να σημειώσω κάπου εδώ ότι υπήρχε και μια ανεπαίσθητη καθυστέρηση 10 περίπου λεπτών στο πρόγραμμα που μόνο Ελβετικά ρολόγια θα ενοχλούσε…
Το headlining της μικρής σκηνής ανήκε στο Ντέιβιντ, ο οποίος φάνηκε εξαιρετικά ευδιάθετος, να γουστάρει αυτό που κάνει και οι up-tempo ήχοι και θέματά του δημιούργησαν μια εκρηκτική ατμόσφαιρα που ειδικά μετά τους Archive ερχόταν και έδενε. Όσο βρέθηκε στη σκηνή δεν σταμάτησε να χορεύει και να παρασέρνει όσους βρίσκονταν στο κοινό για τα 25 λεπτά που έπαιξε.
Κλείσιμο (του συναυλιακού τουλάχιστον μέρους) της βραδιάς από τον John Talabot που ήταν ο λόγος που έκανε αρκετούς να παρευρεθούν στο φεστιβάλ του Εν Λευκώ, μιας και ήταν απωθημένο αρκετών. Ο Ισπανός ανέβηκε στη σκηνή συνοδευόμενος από έναν ντράμερ (σε ηλεκτρονικά κρουστά) και άφησε ανάμεικτα συναισθήματα κυρίως εξ’ αιτίας της στατικότητάς του. Οφείλουμε να ομολογήσουμε παρόλαυτα ότι και αυτός στάθηκε στο ύψος το περιστάσεων και προσέφερε ένα αρκετά χορευτικό κλείσιμο στη βραδιά…
Κλείσιμο έγραψα; Λάθος! Διότι μετά το πέρας των συναυλιών ακολούθησαν DJ Sets των παραγωγών του Εν Λευκώ έως τις πρώτες πρωινές ώρες….
Ρεπορτάζ: Γιώργος Κορέλης
Φωτογραφίες: Νίκος Αντωνάκης