Φάκελος HMV: Tέλος εποχής?
Όποιος μουσικόφιλος έχει βρεθεί στους κεντρικούς δρόμους του Λονδίνου, και όχι μόνο, δε μπορεί αν μη τι άλλο να μην είχε χαζέψει τη βιτρίνα του ιστορικού «δισκάδικου» με τη φούξια επιγραφή, εν ονόματι “His Master’s Voice”. Για να μην αναφερθούμε στο ενδεχόμενο του να έχει επισκεφτεί κάποιο κατάστημα και να έχει χαθεί κάπου ανάμεσα στις «νέες κυκλοφορίες» και τις προσφορές τύπου «2 for 9.99», σα παιδί που το έριξαν μέσα σε σιντριβάνι με ζαχαρωτά και τα θέλει όλα! Ε λοιπόν, τις τελευταίες ημέρες έχει αρχίσει ένας βομβαρδισμός πληροφόρησης ότι η HMV κλείνει.
Ποια είναι η HMV?
H HMV είναι μια από τις μεγαλύτερες αλυσίδες μουσικών πολυκαταστημάτων παγκοσμίως, με κύρια της αποστολή τη διανομή CD, DVD, βιβλίων, gaming και προϊόντων τεχνολογίας. Κάτι σα τα Metropolis στις δόξες τους. Με τη διαφορά ότι η HMV έχει υπό τη προστασία της 273 υποκαταστήματα σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Σιγκαπούρη και Χονγκ Κόνγκ, απασχολεί 4,5 χιλιάδες εργαζόμενους, και η ιστορία της κρατά από το 1921.
Ο κολοσσός της His Master’s Voice τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και έχει αναζητήσει κατά καιρούς σανίδες σωτηρίας, με την αναζήτηση πηγών δανειοδότησης για τη κάλυψη των χρεών που ανέρχονται στις 300 εκ λίρες. Το πρόβλημα όμως για εμάς δεν είναι οι αριθμοί και τα οικονομικά στοιχεία. Σαφώς το οικονομικό πλήγμα είναι μεγάλο. Tο μεγαλύτερο πλήγμα όμως είναι ότι το κλείσιμο της εταιρίας που διακινούσε το 38% της παγκόσμιας αγοράς μουσικής σε φυσικά μέσα (CD, βινύλια) σημαίνει ότι η εποχή των «δισκάδικων» βαίνει αργά και βασανιστικά προς το τέλος της.
Τέλος εποχής: τι έφταιξε?
Τα αίτια φυσικά είναι πολυδιάστατα και διόλου απλά. Απαξίωση της μουσικής βιομηχανίας μέσα από ψηφιοποίηση της μουσικής, «τυχοδιωκτικές» και «κερδοσκοπικές» δισκογραφικές που θύμωσαν τους πιστούς συλλέκτες με τις πρακτικές τους, η ανέγερση του γιγαντιαίου σύγχρονου μέσου εμπορίου με τα περήφανα logos “on line αγορές”, και η λίστα καλά κρατεί.
Δισκογραφική, αγάπη μου!
Στο όνομα του κέρδους οι δισκογραφικές έχασαν την αίγλη και μείωσαν το πάθος του κάθε «μουσικάκια» να διευρύνει ολοένα και περισσότερα τη συλλογή με τα προσωπικά του διαμαντάκια, και κατάφεραν να υποβαθμίσουν την αξία του κάθε cd που κοσμεί περήφανα τη δισκοθήκη μας. «Γρήγορη» μουσική, «γρήγορο» κέρδος, εφήμερα ακούσματα και αλλαγή της μόδας όποτε αυτές το θέλησαν. Υπέρογκα ποσά και τιμές που δεν ανταποκρίνονται στο κόπο του καλλιτέχνη που θες να σεβαστείς, αλλά στα καινούργια γραφεία της Sony και της Warner, παρέα με τα «χρυσά φακελάκια» προς τους αγαπημένους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς που έπρεπε πάση θυσία να μας κάνουν να ακούσουμε καθοδηγούμενη μουσική.
Ο σεβασμός μιας εταιρίας που χωρίς αυτή δε θα υπήρχαν τα διαμαντάκια που προαναφέραμε θα ήταν παραπάνω από τον απαραίτητο αν δεν υπήρχε αυτή η αυξανόμενη ορμή για περισσότερο και περισσότερο κέρδος.
CD Vs Mp3
Το πώς μπόρεσε η ψηφιακή βιβλιοθήκη των Windows, το φορητό μας Mp3 και το YouTube να δημιουργήσουν μια τόσο μεγάλη απαξίωση των φυσικών μέσων παραγωγής και την αξία του CD και του βινυλίου είναι κάτι που ακόμα δεν έχουμε καταλάβει. Και ελπίζουμε να μη το καταλάβουμε και ποτέ. Η προσμονή να πιάσεις στα χέρια σου το νέο σου απόκτημα και να περάσεις ώρες πάνω από τα ηχεία χαζεύοντας το booklet με τους στίχους και το artwork πως μπορεί να είναι η ίδια με το να πληρώσεις τα ίδια χρήματα για να αγοράσεις τη μουσική σου από το iTunes? Ή να μη την αγοράσεις και καθόλου, καθώς το παράνομο downloading είναι στις δόξες του και το YouTube μόνιμα σε ανοιχτή καρτέλα.
Μάθαμε σε μια εποχή ισοπέδωσης και «δήθεν» αγάπης για τη μουσική, εκλαμβάνοντάς τη ως δεδομένη, και η εκτίμησή μας για το «πόσο δε μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτή» είναι να ψάχνουμε τρόπους να βγούμε αναίμακτοι από την απόκτησή της.
Υ.Γ Ποτέ δε θα ξεχάσουμε τη φράση του Neil Young στα πλαίσια του θεσμού του Record Store Day: «O Steve Jobs μπορεί να εφηύρε το mp3, αλλά στο σπίτι του άκουγε βινύλια»
Δισκοπωλεία Vs Amazon
Παρά ταύτα, το ιδιαίτερα ευχάριστο δεδομένο είναι ότι υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που εξακολουθεί να τιμάει αυτό το κόσμημα που ονομάζεται CD. Σύμφωνα με οικονομικά στοιχεία του 2012 της Μεγάλης Βρετανίας, το 62% των κερδών της μουσικής βιομηχανίας προήλθαν από πωλήσεις φυσικών μέσων αναπαραγωγής και ανέρχονται σε 70 εκ λίρες. Το πρόβλημα όμως έγκειται ότι μαζί με την υπόλοιπη κρίση αξιών, χάνεται και αυτή του «δισκάδικου». Το meeting point για το κυνήγι του θησαυρού. Η επαφή σου με τους «μέντορες» που θα σε ψυχολογήσουν για να βρεις αυτό που ψάχνεις και η ανταλλαγή απόψεων. Αξία. Feeling. Δεν εξηγείται περεταίρω με λόγια.
Αντ’ αυτού, το Amazon και τα διαδικτυακά σημεία πώλησης έχουν τη τιμητική τους. Η άνθηση μιας νέας εποχής που επιλέγεις τη μουσική σου μέσα από τον υπολογιστή. Φυσική απόρροια της τεχνολογικής έξαρσης σε όλους τους τομείς του εμπορίου. Βολεύει, δε διαφωνούμε. Αλλά λείπει η επαφή. Η βόλτα. Το feeling.
Και τώρα?
Ιδού η απορία. Η HMV έχει εισέλθει επίσημα από τις 15 Ιανουαρίου σε πρόγραμμα διαχείρισης, αναμένοντας να σωθούν τα πλέον κερδοφόρα κομμάτια της εταιρίας. Έπειτα είτε θα πουληθούν, είτε θα επέλθει το κακόβουλο λουκέτο, απλά με μικρότερες ζημιές. Κέρδος από τη όλη αυτή υπόθεση θα έχουν τα ψηφιακά μαγαζιά που προαναφέραμε, και όχι τόσο τα φυσικά. Καθώς είναι δύσκολο να απορροφηθεί όλος ο όγκος μουσικής που ζητάει το αγοραστικό κοινό, από μικρά δισκοπωλεία της γειτονιάς, (μη ξεχνάτε, η HMV ήταν υπεύθυνη για το 38% διανομής σε παγκόσμιο επίπεδο) η εύκολη λύση θα είναι ο υπολογιστής και το επιθυμητό free shipping.
Τέλος εποχής? Δε το ξέρουμε. Απλά αναμένουμε με δέος τις επόμενες εξελίξεις και τη προσαρμογή στα νέα δεδομένα, πάντα όμως επιμένοντας μέχρι τέλους στις αξίες μας. Για λόγους προσωπικής εξιλέωσης.
“Some things hurt more much more than cars and girls” που λέει και το άσμα.