Πάμε Θέατρο: Ταξιδεύοντας με τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση | Η Μαρίνα, ο Παλαμάς κι εγώ (του Αναστάση Πινακουλάκη)
Ξεκινώντας ένα μεγάλο ταξίδι για το Παρίσι έριξα στην τσάντα μου τη Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση. Δεν είχα διαβάσει μέχρι τώρα Καραγάτση πέρα από κάποια διηγήματα που μου είχαν φανεί μάλλον ανιαρά. Οι προτάσεις κάποιων φίλων και κάποιων άλλων όμορφων ανθρώπων των οποίων εμπιστεύομαι τη γνώμη με οδήγησαν στη Χίμαιρα που έμελε όχι απλώς να ταξιδέψει μαζί μου, αλλά να με ταξιδέψει σε άλλους τόπους και σε μια άλλη εποχή. Λίγο πριν ξημερώσει Τετάρτη ξεκινώ να διαβάζω «Μια ολόκληρη μέρα ταξίδεψε μέσα σε όνειρο από φως και χρώματα. Όταν την αυγή βγήκε στο κατάστρωμα, η θάλασσα μόλις ξυπνούσε, σκοτεινή ακόμα όπως το μυστήριο της νύχτας. Στο βάθος, η ανατολή φλογιζόταν απαλά» και τότε άρχιζε να γλυκοχαράζει. Είχαμε αφήσει τη μουντή Αθήνα και πετούσαμε πάνω από το πέλαγος με προορισμό την πεντάμορφη συμπρωτεύουσα. Η Μαρίνα απορεί που βρισκόμαστε, στο αντίκρισμα αυτού του κόσμου και προτού της απαντήσω, ο άντρας της ζωής της ο Γιάννης απαντά «Στην πατρίδα μου. Στην Ελλάδα». Κοιτάζοντας το απέραντο γαλάζιο δίχως βία αφήνω πίσω ότι με απασχολεί κι αφήνομαι στη νηνεμία της φυσικής ομορφιάς. Μνήμες κατακλύζουν τη Μαρίνα, για το χαμό του πατέρα, την άκαρδη μάνα, την ταραχώδη παιδική κι εφηβική ηλικία της. Ο Γιάννης, έρχεται κι ακουμπάει πλάι της στο παραπέτο.
– Τι συλλογιέσαι Μαρίνα;
– Συλλογιέμαι. Άσε με να τα συλλογιστώ όλα, όλα, για στερνή φορά. Να τα ρίξω σε τούτη τη χαρούμενη θάλασσα που σε γέννησε. Κι ύστερα να μην σε έχω άλλη συλλογιά απ’ την αγάπη μας.
Αυτό είναι. Την είχα αγαπήσει ήδη τη Μαρίνα. Είχα ξεχάσει πως βρισκόμουν στο κάθισμα ενός αεροπλάνου κι ένιωσα στο πετσί μου να με φυσά ένα απαλό αεράκι στο κατάστρωμα της «Μεγάλης Χίμαιρας». Όταν αργότερα θα γυρίσει να μου πει «Το κορμί μου το πήρα από τη μητέρα. Είμαι όμορφη σαν τη μητέρα. Θα ήθελα να ήμουν αυθόρμητη, σαν κι αυτή. Μα δεν μπόρεσα ποτέ, ποτέ… Κάτι μ’ εμπόδιζε την τελευταία στιγμή: το μικρό αίμα του πατέρα μου», θα απεικονίσω τη Μαρίνα με τη μορφή και την αύρα της Αλεξάνδρας Αϊδίνη, όχι τόσο γιατί γνώριζα πως η εκλεκτή ηθοποιός θα δώσει υλική υπόσταση στο χαρακτήρα του Καραγάτση στο Φεστιβάλ Αθηνών, όσο γιατί η ήρεμη ψυχοσύνθεση της και η ρομαντική ομορφιά της που δεν επιτηδεύεται αλλά αναπνέει σαν την ομορφιά μιας καρυάτιδας ή ενός αγριολούλουδου. Αυτή έγινε η Μαρίνα. Και δίπλα της ο Γιάννης, ένας γεροδεμένος ναυτικός με αρχοντικούς τρόπους, ένας άντρας που ποιήθηκε για να αγαπά τη Μαρίνα, οπότε ήμουν διατεθειμένος να τον αγαπήσω κι εγώ άνευ όρων για την αγάπη του. Όμως κάτι βασανίζει τη Μαρίνα. Το παρελθόν της τη στοιχειώνει. Αρχίζει να μου λέει για τον Φέλιξ, ένα νεαρό που γνώρισε στο Πανεπιστήμιο. «Αν τολμούσε θα του δινόμουν, το είχα αποφασίσει λογικά, ψύχραιμα. Όχι πως ένιωθα την επιθυμία της επαφής με τον άντρα αλλά γιατί θαρρούσα πως η επαφή θα μου γεννούσε την επιθυμία». Όχι Μαρίνα –ήθελα να της πω- αυτό το λάθος το έχω κάνει κι εγώ και δε μου βγήκε. Πόσο μάλλον εσύ, που είσαι μια κοπέλα που τώρα ξεκινά το ταξίδι που λέγεται έρωτας. Αλλά δε θα μ’ ακούσει. Ξέρω καλά ότι η ιστορία της έχει βιωθεί, δημιουργηθεί, ολοκληρωθεί και τυπωθεί αρκετές δεκαετίες πριν, αλλά για κάποιο λόγο αισθάνομαι πως θα με ακούσει. Μάταιος κόπος. Η ίδια παλεύει με το υποσυνείδητο της κι ακόμη περισσότερο με το νεανικό της πόθο για τον απόλυτο έρωτα κι από την άλλη για τη σαρκική του ηδονή.
Βγήκε απ’ το σταθμό και πήρε το δρόμο που οδηγεί στο λιμάνι. Περιπλανήθηκε στις έρημες προκυμαίες. Φτάσαμε Θεσσαλονίκη. Περιπλανιόμαστε στην πλατεία Αριστοτέλους. Όλα αυτά τα θυμάται ξεκάθαρα ως την παραμικρή λεπτομέρεια, σα να ήταν μόλις χτες. Θυμάται πως περπάταγε, περπάταγε, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει, δίχως να ξέρει γιατί περπατούσε. Κι ενώ ο ήλιος έκαιγε από πάνω μου, νύχτωσε για τα καλά. Όλα τα πάντα μέσα της είχαν νεκρωθεί, είχαν πάψει να υπάρχουν. Κι έξαφνα κατάλαβε πως κάποιος την ακολουθούσε, την πλησίαζε. Ήθελα να της φωνάξω να μην ανησυχεί, πως ήμουν απλώς εγώ, ένας ακίνδυνος συνταξιδιώτης, αλλά εξακολουθούσε να περπατάει. Τώρα, τα βήματα αντηχούν πλάι της. Ο άνθρωπος που την ακολουθούσε περπατάει κοντά της και της μιλάει με φωνή βραχνή, μπερδεμένη από το πιοτό.
– Θα σε πληρώσω καλά. Έχω παραδάκι. Κοίτα!
Γυρίζω να κοιτάξω σχεδόν ταυτόχρονα με εκείνη. Είδα το τεντωμένο χέρι του- χέρι χοντρό και ροζιασμένο, με νύχια βρόμικα- (ω, ήταν τόσο αποκρουστικός) που κρατούσε κάνα δυο χαρτονομίσματα. Μην του αποκριθείς καν Μαρίνα μου, εσύ αξίζεις κάτι πολύ περισσότερο από μερικά φράγκα, τον Έρωτα τον ίδιο, τον ήλιο να λάμπει μόνο για σένα μέσα από τα μάτια του ενός που θα κοιτάζει τη μια και μοναδική. Με ξαφνιάζει. Αποκρίνεται «έλα πάμε» και με σκοτώνει, όχι περισσότερο από όσο σκοτώνει τη γυναίκα μέσα της. Έφτασε στο σπίτι αργά. Η μητέρα την περίμενα ανήσυχη:
– Γιατί άργησες;
– Ήμουν με τον αγαπητικό μου.
Κι όσο κι αν διαφωνώ με τη μάνα της, δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο όταν της ανταπαντά «Αφού επιμένεις να φέρνεις την κουβέντα σ’ αυτό το θέμα, σε πληροφορώ πως αξίζει πολύ περισσότερο από είκοσι φράγκα.». Να είχε βρεθεί κάποιος να μου το πει αυτό νωρίτερα, να είχα γνωρίσει τον Έρωτα προτού γνωρίσω τη φευγαλέα σαρκική ηδονή που διαρκεί όσο διαρκεί ένα τσιγάρο ή ένα παγωτό στην πλατεία Κοραή. Και κάπως έτσι βρέθηκα στο Παρίσι προτού προλάβω να χαρώ τη Σαλονίκη, με τη Μαρίνα να κάθεται στο διπλανό κάθισμα του αεροπλάνου με θέα το απέραντο γαλάζιο του ουρανού και το λευκό των σύννεφων να απεικονίζει την παρθένα ομορφιά της Μαρίνας μου, που θα την οδηγήσει σταδιακά σε μια νεφελώδη προσωπική ζωή. Η Μαρίνα θα γίνει Μαρινέτ στα χείλη του Γιάννη, θα θαυμάσει το μεγαλείο των Ελλήνων, θα βγάλει τα δικά της συμπεράσματα που θα με πείσουν χωρίς να το επιδιώκει και θα με κάνουν να την ερωτευτώ και συνάμα να τη νιώσω μέσα μου σα να είναι ένα κομμάτι μου διόλου ξένο. Θα μου κάνει εντύπωση η άνεση που συνομιλεί με τον αλλόγλωσσο Γιάννη χωρίς φραγμούς και περιορισμούς, που θα τα δεχτεί όλα από την ανάγκη της να φύγει, να ταξιδέψει με το βαπόρι του έρωτα με προορισμό την Ελλάδα μια χώρα άγνωστη που νιώθει πως γνωρίζει μα θέλει να ζήσει στο πετσί της. Θα χαμογελάσω με την ερασμική της προφορά «Ιμαϊρά» αντί για Χίμαιρα, αλλά συγκρατημένα για να μη νομίσει πως την προσβάλω. Εξάλλου μπορεί να είναι Φραντσέζα, αλλά κάνει φιλότιμες προσπάθειες να καταλάβει και να επικοινωνήσει στη μητρική μου, κι αυτό δεν είναι διόλου εύκολο. Κι ενώ περπατώ στην πατρίδα της, στην Avenue de Rome, προχωρώντας προς τη Μονμάρτη και το ιστορικό καμπαρέ Moulin Rouge, ακούγοντας το Sparkling Diamonds, φαντάζομαι τη Μαρίνα πάνω στη νιότη της και στη γοητεία του πνεύματος της να μαγεύει τους άντρες στο διάβα της σαν μια άλλη Satine χωρίς την προστυχιά των κοστουμιών της, αλλά περισσότερο σαν μια άλλη Αμελί, εικόνα γνώριμη όταν μιλάμε για την Αλεξάνδρα Αϊδίνη. Κι όταν μπω στο σπίτι στην Place de Cinchy, και δω τις υπερφορτωμένες βιβλιοθήκες του οικοδεσπότη μου, ο Γιάννης θα γυρίσει να πει «Λοιπόν είσ’ ευχαριστημένη απ’ το σπίτι μας;» Η Μαρίνα αντί ν’ αποκριθεί, ακούμπησε το κορμί της στο κορμί του κι άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί ολόγυρα, στους ορίζοντες. Μα κι εμείς τι μπορούσαμε να πούμε; Πρώτη φορά στη Μονμάρτη, κουρασμένοι από ένα εξοντωτικό ταξίδι, απλώς χαμογελάσαμε και μας πήρε ο ύπνος με αγκαλιά το βιβλίο του Καραγάτση.
Γλυκοχαράζει Πέμπτη, παίρνουμε το πρωινό μας, γαλλικό καφέ και φρεσκοφουρνισμένες φρυγανιές πασαλειμμένες με μπόλικη μαρμελάδα. Τότε είναι που η Μαρίνα θα πει όλο γλύκα και αποφασισμένη αφοσίωση «Ερώμαι σου» κι ο Γιάννης θα γελάσει τρυφερά: Ca, en grec modern c’est: Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ…. Η Μαρίνα θα τον κοιτάξει στα μάτια και θα πει σιγανά, μισόφωνα: Σ’ αγαπώ. Αχ, σ’ αγαπώ. Ποτέ δεν το έχω ξανακούσει πιο όμορφα, πιο αισταντικά, πιο διεγερτικά, πιο ατμοσφαιρικά. Ρωμαίο, Συρανό, Κριστιάν, κλασικός ελληνικός κινηματογράφος, γαλλικά ρομάντζα, μιούζικαλ εποχής, κανείς και ποτέ δεν το ξεστόμισε πιο όμορφα. Πες το πάλι. Σ’ αγαπώ. Κι άλλη μια φορά. Σ’ αγαπώ. Πιο δυνατά ψιθύρισε μου το. Σ’ αγαπώ. Αυτό ήταν. Αν το Παρίσι είναι η πόλη του Φωτός και του Έρωτα, το Σ’ αγαπώ στα ελληνικά είναι η mot-cle του Έρωτα. Κι όταν αργότερα θα προχωρήσουμε στην Rue de Roi, θα αντιγυρίσω στη Μαρίνα ένα «Σ’ αγαπώ» και ταυτόχρονα θα δαγκώσω τα χείλη μου για να μην το ξεφωνίσω και γίνω ρεζίλι. Ρεζίλι σε ποιον; Κανείς δε θα καταλάβει αυτό το «Σ’ αγαπώ» σε μια γλώσσα αλλόκοτη σαν την ελληνική, μα διεθνή δηλαδή τη γλώσσα του Έρωτα. Κι όταν αργότερα, θα καθίσουμε να ξαπαποστάσουμε σε ένα παγκάκι, θα νιώσω πως η κλειστή μου τσάντα δεν επιτρέπει στη Μαρίνα που κρύβεται καλά μες τις σελίδες του βιβλίου δεν μπορεί να αναπνεύσει, θα ξεκουμπώσω την τσάντα και θα συνεχίσουμε τον περίπατο με μισάνοιχτη τσάντα. Η Μαρίνα σύντομα θα ξεκινήσει μαθήματα με τον κύριο Ανθεμίου για να μάθει τα νέα ελληνικά και θα γνωρίσει τον Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη και άλλους σύγχρονους (της) έλληνες λογοτέχνες και ποιητές. Μέσα σε οκτώ μήνες θα μιλάει τα ελληνικά με απρόσμενη ευκολία και θα την ερωτευτώ περισσότερο όταν θα συνδέσει το χριστιανισμό με τους Ορφικούς, όταν θα μου απαγγέλλει στίχους του Ομήρου, όταν θα μου μάθει πτυχές της λογοτεχνίας του πολιτισμού μου που δε θα είχα ασχοληθεί στο ίδιο βάθος στο παρελθόν. Γι’ αυτό θα αγαπήσω τη Μαρίνα περισσότερο για αυτό που κουβαλά μαζί της παρά γι’ αυτό που γνώρισα στην προκυμαία, μπροστά από τη Μεγάλη Χίμαιρα. Κι όσο ο Γιάννης χαίρεται τις σαρκικές ηδονές μαζί της, εγώ θα ήθελα να κάνω έρωτα με το πνεύμα της, ένα αδυσώπητο έρωτα χωρίς σταματημό και χωρίς όρια.
Μα λίγο αφότου δόθηκα πνευματικά στη Μαρίνα, θα εμφανιστεί ο Μηνάς, ο μικρότερος αδερφός του Γιάννη. Θα πιάσει το χέρι της, θα το σφίξει θερμά και θα τη ρωτήσει περιπαιχτικά: «Comment ca va, petite soeur?». Η ματιά, το χαμόγελο του αντικαθρεφτίζουν αγάπη αδερφική. Μα όταν θα πει αφηρημένα και χωρίς ίχνος επιτήδευσης πως είδε το Μαρτή Καστρινό στο σπίτι του Κωστή Παλαμά, η Μαρίνα θα ξαφνιαστεί και νομίζω πως θα της κεντρίσει το ενδιαφέρον και πως εκεί θα γεννηθεί ένας πλατωνικός έρωτας που θα γίνει τόσο σφοδρός που κάποτε θα υπερβεί τα όρια. Ναι, ο Μηνάς γνώριζε τον Παλαμά κι όλους τους αξιόλογους λογοτέχνες. Γνώριζε και τους ζωγράφους και τους μουσικούς. «Αγαπώ την επιστήμη μου με πάθος. Της είμαι απόλυτα αφοσιωμένος κι ούτε πρόκειται να της κάνω απιστίες με τη λογοτεχνία- σιχαίνομαι τους ερασιτεχνισμούς. Αλλά οι καλές τέχνες του λόγου, του ήχου και της εικαστικής αναπαράστασης μου χαρίζουν απολαύσεις έντονες…» Δεν μπορώ να μη νιώσω ερεθιστικό αυτό που εκφράζει ο Μηνάς, ο επιστήμονας οφείλει να αφοσιώνεται στην επιστήμη του, ο καλλιτέχνης στην Τέχνη όπως η μάνα στο παιδί της και όπως ο ερωτευμένος στο πρόσωπο με το οποίο είναι ερωτευμένος. Ένας άντρας που ασχολείται με την επιστήμη ξέρει να δίνεται στις πνευματικές ηδονές, και μια γυναίκα που έχει γαλουχηθεί με τα ιδανικά της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, του πνεύματος μπορεί να πλάσει μέσα της τον Έρωτα και να της χαρίσει ένα άρωμα που την ξεχωρίζει αυτόματα από όλες τις άλλες. Για μένα, ο Μηνάς και η Μαρίνα ερωτεύτηκαν εκείνοι την στιγμή κι αντάλλαξαν όρκο πνευματικής αφοσίωσης στον άλλο προτού καν βρουν λίγο προσωπικό χώρο για να ανταλλάξουν κουβέντες και βλέμματα. Το πνεύμα τρέχει με ταχύτερη ταχύτητα από το φως ή από δυο παλλόμενα νεανικά σώματα. Θα περάσει ένας χρόνος μέχρι να νιώσει έτοιμη η Μαρίνα να πάει στην Αθήνα να συναντήσει τον αδερφό του άντρα της.
– Καλώς την! Είπε χαμογελώντας. Καλώς όρισες!
Μήπως σ’ ενοχλώ; Θα τον ρωτήσει παχνιδιάρικα μα θα εκλάβω πως νιώσει σύγκορμα πως ο Μηνάς την περίμενε από καιρό και πως χαίρεται παραπάνω από ότι υποδηλώνει το χαμόγελο του. Θα φάνε πρωινό, θα φρεσκαριστούν και θα ξεκινήσουν χωρίς περιττές καθυστερήσεις για μια βόλτα στα αξιοθέατα της Αθήνας, το μεγαλείο των κλασσικών χρόνων, την Ακρόπολη. Τότε είναι που θα πει ο Μηνάς «έλα να ιδείς τη γυναίκα που αγαπώ» και θα μας ξαφνιάσει ευχάριστα όταν θα μας πάει μπροστά στο άγαλμα μιας κόρης με κορμί στητό, κάπως αλύγιστο κάτω απ’ τον πολύπτυχο πλουμιστό ιωνικό χιτώνα. Η περιγραφή του Μηνά (ή του Καραγάτση) για τη «γυναίκα που ποθεί» θα με οδηγήσει στον άντρα που ποθώ, τον Esclave Mourant του Μικελάντζελο που βλέπω μπροστά μου στο ισόγειο του Λούβρου, του Μουσείου των Μουσείων. Κι όταν η Μαρίνα σκεφτεί «παραδοξολογία νοσηρού αισθητισμού. Ή μάλλον ανώδυνα ψευτονοσηρού. Είναι πολύ νέος κι υγιής. Δεν υπάρχει κίνδυνος» θα καταλάβω τι σκέφτεται αλλά δε θα πτοηθώ. Ο Μηνάς ωστόσο βλέποντας την ωχρή θα την πιάσει από το μπράτσο και θα τη ρωτήσει τι έχει. Μα το βράδυ, κάτω από τα αστέρια, θα της απαγγείλει με φωνή βαθιά, δονισμένη από συγκίνηση, αλλά και συγκρατημένη από κάθε υπερβολή στίχους του Παλαμά από τη συλλογή «Πολιτεία και Μοναξιά».
«Όλα γυμνά τριγύρω μας,
Όλα γυμνά εδώ πέρα,
Κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
Ακράταγ’ είναι η μέρα.
Διαφαν’ η πλάση, ολάνοιχτα
Τα ολόβαθα παλάτια
Το φως χορτάστε, μάτια,
Κιθάρες το ρυθμό»
Στάθηκε να πάει ανάσα. Βλέπω τη Μαρίνα ν’ ανοίγει τους πόρους του δέρματος της έτοιμη να δεχτεί τους στίχους μέσα στο πετσί της. Διχάζομαι. Από τη μια θέλω να της κάνει πνευματικό Έρωτα απαγγέλλοντας Παλαμά όλο το βράδυ, από την άλλη ξέρω πως αν δε σταματήσει η Μαρίνα θα ενδώσει στον Έρωτα που σύντομα θα επηρεάσει το φυσικό(σαρκικό, απόλυτο) έρωτα της προς το Γιάννη. Μα ο Μηνάς συνεχίζει, μάλιστα κλείνει το βιβλίο και συνεχίζει να απαγγέλει τους στίχους με κλειστά μάτια. Τους έχει αποστηθίσει ο άτιμος! Θα ξεφύγει τελείως όταν θα απαγγείλει τους στίχους «Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε τα χέρια σου/ πορφυρά τα μαλλιά σου μακρόσυρτη στολή/ Και γίνει ατάραχο άγαλμα, και το κορμί σου ας πάρει της τέχνης την εντέλεια που λάμπει στο λιθάρι». Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Ποτέ δε με έλκυε η ποίηση του Παλαμά, φανατικός καβαφικός βλέπετε και αδύναμος μπροστά στην Δημουλά, αλλά όταν ακούω το Μηνά να απαγγέλει Παλαμά, θέλω να κάνω έρωτα. Γι’ αυτό, όταν ο άντρας θα τελειώσει το τραγούδι και η νύχτα θα γεμίσει με τη βοή της σιωπής, η γυναίκα (η Μαρίνα μου) με μάτια κλειστά και καρδιά που σφυροκοπούσε αργά και βαριά μέσα στ’ ασάλευτο στέρνο θα παραδοθεί «Ίακχε! Γενηθήτω το θέλημα Σου!». Αυτό ήταν. Χωρίς πομπώδεις περιγραφές, με φόντο την Ποίηση, ο Καραγάτσης θα υπονοήσει το ανομολόγητο και θα γίνω ο μοναδικός συνένοχος μέσα στη νύχτα και η μοναδική φράση της Μαρίνας θα με εξυψώσει εκεί ψηλά όπου φωλιάζουν ο Έρωτας με την Ποίηση. Κι όταν αργότερα θα βρεθώ σε ένα επίσημο δείπνο και θα δω πανέμορφες κι εκλεπτυσμένες γυναίκες ντυμένες με κομψά φορέματα, θα δω τη Μαρίνα ομορφότερη από όλες, να προχωρά με ένα λιτό φόρεμα με επίχρυσες λεπτομέρειες που αντιπροσωπεύει το μεγαλείο της λιτής ομορφιάς της. Δε θέλω να χορέψω με καμία άλλη απόψε. Μόνο με τη Μαρίνα. Και μετά όταν τελειώσει η μουσική και το κρασί, να γύρει στον ώμο μου και να μου τα πει όλα για το Μηνά, τον Παλαμά, το φεγγάρι και τα αστέρια που είδε στον ξάστερο ουρανό. Εκείνη θα μου μιλήσει για τον ήλιο που είδε μες το κατασκόταδο, για τα λουλούδια που άνθισαν μέσα στην πόλη κι ομόρφυναν την πόλη ακόμη περισσότερο, για το χορό που χόρεψε καθισμένη στο κάθισμα ενός αυτοκινήτου, για τη θάλασσα που μύρισε μίλια μακριά, για τον Έρωτα που προσπάθησαν να αποτυπώσουν τόσοι Ποιητές, αλλά μόνο στα χείλη του Μηνά διάβασε. Κι αυτά όλο μέσα σε λίγες μόνο ώρες.
Θα έρθει ο Γιάννης στην Αθήνα, οι μέρες θα περάσουν και η Μαρίνα θα βρεθεί πάλι στα Σύρα. Θα προσαρμοστεί στην κοινωνική ζωή, θα γοητεύσει άντρες και γυναίκες και σύντομα θα γίνει η γυναίκα-πρότυπο. Και οι μήνες θα περνούν κι ο Έρωτας θα κάνει τη Μαρίνα πιο όμορφη από ποτέ κι ας μη το μαρτυρά ούτε στον ίδιο της εαυτό. Μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια και η Μαρίνα θα μείνει έγκυος το παιδί του Γιάννη. Η Ρεϊζαίνα θα αποκτήσει μια εγγόνα από τον πρωτότοκο γιο της, ο Γιάννης θα πετάξει στα ουράνια και η Μαρίνα θα γίνει μια τρισευτυχισμένη γυναίκα που χάρισε στο Γιάννη μια κόρη, την Αννούλα. Κι ενώ βρίσκομαι στο Centre Pompidou, ξαπλωμένος στο τσιμέντο θα δω την Αννούλα να τρέχει με το μικρό της αριστοκρατικό φορεματάκι και να λέει τις πρώτες τις λέξεις. Αν η Μαρινέτ δεν είχε αφήσει ποτέ του Ρουέν, δεν είχε γνωρίσει ποτέ το Γιάννη και δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στην Ελλάδα, η Αννούλα θα ήταν η Petite-Anne, και θα μεγάλωνε στη γαλλική επαρχία και τίποτα από όλα όσα θα συμβούν δε θα είχαν συμβεί. Μα εγώ το ορκίζομαι, πως είδα την Αννούλα μπροστά μου, και ήταν όμορφη, στ’ αλήθεια όμορφη, σχεδόν όσο όμορφη φαντάζομαι τη Μαρίνα στα παιδικά της χρόνια. Μα παρά τον ερχομό της Αννούλας στον κόσμο της Μαρίνας, το ψάρεμα, τις κοινωνικές δεξιώσεις, τα ακριβά φορέματα που φορούσε μόνο μια φορά, τον άνευ όρων έρωτα προς το Γιάννη, την απέραντη θάλασσα που τόσο αγαπούσε το νιώθω πως κάτι λείπει στη Μαρίνα. Εκείνη περιδιαβαίνει στο λιμάνι, εγώ περπατώ αντικριστά στο Σηκουάνα και αναζητούμε και οι δύο την Ποίηση, τους στίχους του Παλαμά. Κι ας μην το παραδεχόμαστε. Ο Μηνάς διαπρέπει στη Νομική και οι δημοσιεύσεις τους έχουν μεγάλη επιτυχία. Τρία χρόνια μετά τη μοιραία τους συνάντηση, ο Μηνάς θα γυρίσει στο νησί ανανεωμένος. Εκείνος ο Βάκχος που ήταν ερωτευμένος με μια αγαλματένια κόρη και απήγγειλε Παλαμά, τώρα ήταν περιζήτητος και καλοψημένος νέος της παντρειάς. Όλες θέλουν να χορέψουν μαζί του, μα πιότερο η Λιλή με την οποία ο Μηνάς φλερτάρει ασύστολα αλλά μάλλον δε βλέπει σοβαρά. Μετά από μια παρεξήγηση ανάμεσα στη Μαρίνα και το Μηνά, ο κουνιάδος θα φύγει για την Αθήνα θυμωμένος, ενώ το ίδιο βράδυ κάτι τρομερότερο μέλει να συμβεί. Εκείνο το βράδυ, θα σηκωθεί φουρτούνα που θα ναυαγήσει τη «Μαρίνα» το δεύτερο πλοίο της εταιρείας του Γιάννη και του Μηνά. Θα νιώσω ρίγος βαθιά μέσα μου αισθανόμενος πως η ζωή της οικογένειας Ρείζη θα αλλάξει ανεπαίσθητα και δίχως επιστροφή. Πράγματι, ο Γιάννης θα ομολογήσει πως το πλοίο ήταν ανασφάλιστο λόγω χρεών, πως η χασούρα που προκαλεί το ναυάγιο απαιτεί να στενέψουν τα έξοδα της οικογένειας και θα φύγει ναυτικός για δυο χρόνια. Αυτά τα δύο χρόνια θα ρημάξουν ψυχικά και σωματικά τη Μαρίνα και ένα αρρωστημένο πάθος θα έρθει στην επιφάνεια που θα γίνει σταδιακά η ταφόπετρα που θα σκεπάσει για πάντα ολάκερη την οικογένεια.
Ο Γιάννης φεύγει ναυτικός με τη Χίμαιρα του, κι εγώ συνταξιδεύω με τη Μεγάλη Χίμαιρα με κατεύθυνση το Μιλάνο, όπου εγώ θα νιώσω πιο ξένος από ποτέ μην μπορώντας να αρθρώσω λέξη στα ιταλικά, την στιγμή που η Μαρίνα θα νιώσει τα ελληνικά, τη γλώσσα που κατέκτησε τόσο φυσικά που θα νόμιζες πως ήταν η δεύτερη μητρική της γλώσσα, μια γλώσσα ξένη σε ένα τόπο που ξαφνικά της γίνεται φορτικός χωρίς να το ξεστομίζει. Το χειρότερο είναι πως ο Μηνάς ελάττωσε τα γράμματα και στέλνει μόνο στη Ρεϊζαίνα κρατώντας ακόμη επιθετική στάση μετά από την τελευταία εκείνη συνάντηση όπου είχαν ανταλλάξει ένα σωρό άσχημες κουβέντες. Ευτυχώς σε αντίθεση με το βροχερό καιρό της Ιταλίας, στα πελάγη που πλέει η «Χίμαιρα» με αρχικαπετάνιο το Γιάννη Ρείζη, η Όστρια και ο Γαρμπής φυσούν ευνοϊκά και μετά από κάποιες συμπτώσεις, ο άντρας της Μαρίνας θα καταφέρει να εξασφαλίσει ένα γερό συμβόλαιο το οποίο θα μπορέσει να αποπληρώσει άμεσα. Κι ερχόμαστε αναπόφευκτα σε εκείνο το βράδυ των Αποκριών, όπου η Μαρίνα θα στείλει μοιρολατρικά την Αννούλα μασκαρεμένη ως «Χίμαιρα» σε ένα παιδικό πάρτι όπου η μικρή σα να ξέρει τι έπεται να συμβεί αρνείται πεισματικά να πάει. Εκείνο το ίδιο βράδυ ο Γιάννης θα στείλει ένα πολύ ευχάριστο τηλεγράφημα που θα αργήσει να φτάσει και στο οποίο θα λέει πως ο ναυτικός θα πιάσει λιμάνι και θα επιστρέψει στην οικογένειά του σε διάστημα 3 μηνών. Εκείνο το βράδυ, η ηδονική εμμονή της Μαρίνας θα την οδηγήσει περιπλανώμενη μέσα στην άγρια νύχτα στην σκηνή ενός Ιταλού. Τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια τον άξεστο Μαρινάκι, περπατούσε εκεί, στη Piazza de Luigi di Savoia, στο κέντρο του Μιλάνου. Όταν του μίλησα για εσένα έδειξε να μην καταλαβαίνει. Κι ενώ εσύ υπηρετούσες το θελκτικό σου κορμί που είχε ξεχάσει την αντρική επαφή, η κόρη σου, η Αννούλα ντυμένη με το κοστούμι της Χίμαιρας σε περίμενε στο δωμάτιο σου φλερτάροντας με μια πνευμονία που θα της στοίχιζε τη ζωή. Όλα θα γίνουν τόσο γρήγορα. Ο Χάρος θα έχει μπει από το παράθυρο ενώ εσύ τρέχεις προς την πόρτα για να μη σε καταλάβει η Ρεϊζαίνα που σε λίγο θα ξυπνήσει. Μακάρι να ξυπνούσε η Αννούλα μας κι ας ξυπνούσε στο κατόπιν και η γριά. Μικρή σημασία θα είχε μπροστά στη ζωή. Μα η κωματώδης αρρώστια της μικρής, θα φέρει σύντομα το Μηνά που τόσο ήθελες να δεις στο νησί. Και τα παθιασμένα σημάδια στο λαιμό θα φανερώσουν το φταίξιμο σου σε πεθερά και γαμπρό. Και η σιωπή των δυο, των τειχών του αριστοκρατικού σπιτιού και του Γαρμπή θα σπάσει ο Μηνάς όταν η Αννούλα θα γιάνει, ξεστομίζοντας τη λέξη «πουτάνα» για τη Μαρίνα. Ο άντρας στον οποίο πριν μερικά χρόνια και 200 σελίδες νωρίτερα είπε «γενηθήτω το θέλημα Σου», την αποκαλούσε «πουτάνα». Αν το μίσος τυφλώνει τον άντρα, το πάθος έχει τη δύναμη να ξεπερνά το μίσος και να ξεχύνεται πάνω στο κορμί του. Έτσι λοιπόν, ο Μηνάς και η Μαρίνα θα δοθούν στην ηδονή του σαρκικού έρωτα για στερνή φορά την ώρα που η καρδούλα της Αννούλας θα χτυπήσει για στερνή φορά.
Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, πήραμε το τρένο για Αθήνα. Η Μαρίνα δεν ήθελε να ξεστομίσει τίποτα άλλο. Ήταν συντετριμμένη. Ήξερε πως είχε πεθάνει και πως απλώς κυκλοφορούσε ανάμεσα μας για να ικανοποιήσει την κατάρα που δεν ξεστόμιζε η Ρεϊζαίνα. Με πονούσε πολύ η όψη της. Η Αννούλα και ο Μηνάς είχαν πεθάνει πριν από εκείνη. Συνομιλούσαν οι ψυχές τους έχοντας ξεχάσει τι είχε συμβεί. Ο Γαρμπής και η Όστρια χόρευαν και ταρακουνούσαν τη φλογίτσα από το καντήλι που σιγόκαιγε. Κι ενώ η Μαρίνα είχε «σκοτώσει» άθελα της τη ζωή που γέννησε και τον Έρωτα που της έδωσε ζωή, είχε φωλιάσει μέσα της μια νέα ζωή, απότοκη του αρρωστημένου εκείνου πάθους με το Μηνά το βράδυ που την αποκάλεσε «πουτάνα». Για κάποιο λόγο δε διαβάζει πια Ποίηση, αλλά τη Μήδεια του Ευριπίδη. Φοβάμαι πολύ για το που θα καταλήξει. Η Αννεζιώ, χαροκαμένη από τη θάλασσα, την πείθει να κάνει άμβλωση προτού να είναι αργά για να σώσει το γάμο της με το Γιάννη. Σχεδόν αποφασισμένη προχωρά προς το σπίτι της μαμής, όταν ένας καθολικός ιερέας θα έρθει σαν απεσταλμένος του Θεού και θα την αποτρέψει. Η Μαρίνα με την απρόσμενη συγκατάβαση της Ρεϊζαίνας θα παραμείνει έγκλειστη στο σπίτι ώσπου τη νύχτα προτού φτάσει στο νησί ο Γιάννης θα τη διώξει από το σπίτι με μερικά χρήματα και με την υπόσχεση πως θα τη βοηθήσει. Η ετοιμόγεννη Μαρίνα θα φτάσει στην άκρη ενός λόφου, κι εγώ θα στέκομαι πάνω σε μια γέφυρα που σκεπάζει έναν αυτοκινητόδρομο. Στα αυτιά μου μπαινοβγαίνουν οι στίχοι του τραγουδιού «One Day I’ll Fly Away» που τραγουδά η Satine στο Moulin Rouge, ενώ ταυτόχρονα θα ακούω ήχους από κύματα. Η Μαρίνα απλώνει το χέρι της να πλάσει το είδωλο του Γιάννη και…. κάπως έτσι μπαίνει μια τελεία στη Μεγάλη Χίμαιρα, και συνάμα αποσιωπητικά που με τριβελίζουν εδώ και μια βδομάδα.
Κι αν στην αρχή του ταξιδιού σνόμπαρα τον Καραγάτση, τώρα το όνομα του για μένα είναι συνώνυμο της πεντάμορφης μούσας μου, της Μαρίνας. Αν αγάπησα το ταξίδι μου στο Παρίσι, στο Μιλάνο, στη Θεσσαλονίκη, λάτρεψα το ταξίδι μου στη Μεγάλη Χίμαιρα. Έχοντας επιστρέψει στην Αθήνα, και διαβάζοντας πως ξεκίνησε η προπώληση για τη θεατρική διασκευή που ετοιμάζει ο μεγάλος εικονοπλάστης Δημήτρης Τάρλοου με πιάνει από την αρχή το ρίγος που ένιωσα ταξιδεύοντας στις σελίδες του μυθιστορήματος του Καραγάτση. Και παρόλο που εμπιστεύομαι κι αγαπώ τους συντελεστές της παράστασης, με το δίδυμο Αϊδίνη-Πουλάκη στους κεντρικούς ρόλους των Μαρίνα-Μηνά να φαντάζει ιδανικό και ταιριαστό νιώθω μιαν αγωνία που θέλω να ικανοποιήσω βλέποντας την παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών. Πως θα πάρουν σάρκα κι οστά οι Καραγατσικοί ήρωες; Πως θα απαγγείλει ο Όμηρος/Μηνάς τους στίχους του Παλαμά και το «πουτάνα» μερικές σκηνές αργότερα; Πως θα αναδυθεί ο εσωτερικός κόσμος της Μαρίνας μου; Πως θα οπτικοποιηθούν σκηνικά η Ρουέν, η Αθήνα, τα Σύρα αλλά και η Μεγάλη Χίμαιρα; Πως θα αξιοποιηθεί το μεγάλο ατού της αφήγησης του Καραγάτση να συνδέει το φυσικό κόσμο (κυρίως τον άνεμο) με τη δράση της υπόθεσης και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις; Πως θα αποδώσουν οι ηθοποιοί αυτό που νιώθουν οι ήρωες χωρίς να το πουν ή να το παραστήσουν έντονα στις εκφράσεις τους μαρτυρώντας το; Αυτές κι άλλες πολλές είναι οι σκέψεις μου εν αναμονή της πρεμιέρας της παράστασης, μα νιώθω έτοιμος να αφεθώ ξανά στην ιστορία της Μαρίνας μου που θα γίνει Μαρινέτ στα χείλη του Γιάννη (Νίκος Ψαρράς), petite soeur αλλά και «πουτάνα» στα χείλη του Μηνά (Όμηρος Πουλάκης), ξένη για τη Ρεϊζαίνα (Σοφία Σειρλή)… Το χειροκρότημα ή μια κριτική δε μου λένε τίποτα μπροστά στην ευκαιρία να δω ένα μυθιστόρημα του Καραγάτση να παίρνει σάρκα κι οστά στο θεατρικό σανίδι. Μαρία, Ελένη και Βασίλη σας ευχαριστώ για την πρόταση σας να διαβάσω τη Μεγάλη Χίμαιρα, Ιωάννα σε ευχαριστώ διπλά που μου δάνεισες το πολύτιμο βιβλίο σου.
Info:
*Το βιβλίο «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ.Καραγάτση εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1936, ενώ εγώ διάβασα την επαυξημένη έκδοση του 1953 (στην τεσσαρακοστή έκδοση του 2007) από τις εκδόσεις Εστία.
*Η δραματοποίηση του μυθιστορήματος από το Δημήτρη Τάρλοου θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών, στην Πειραιώς 260, 14-17 Ιουλίου στις 21:00. Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση και τους συντελεστές της εδώ.