Βιογραφία | Ian Anderson, ο τραγουδιστής των Jethro Tull
Το φλάουτό του και η χαρακτηριστική φωνή του έχουν συνδεθεί με μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια της rock μουσικής (Locomotive Breathe, Aqualung κα), συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην ‘διαπαιδαγώγηση’ αμέτρητων νέων εδώ και δεκαετίες. Ο γνωστός Βρετανός καλλιτέχνης, μέσα από δίσκους όπως το «Thιck As A Brick» και το «A Passion Play» έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία και αναγνώριση, τόσο με το συγκρότημά του-τους Jethro Tull-, όσο και με την προσωπική του πορεία μέσα στον χώρο της μουσικής, και την εκτεταμένη φιλοζωική του δράση (ο Ian Anderson αγωνίζεται ενεργά για την προστασία των υπό εξαφάνιση ειδών άγριων γατών ανά την υφήλιο).
Ο Ian Anderson γεννήθηκε στο Dunfermline, Fife της Σκωτίας, και μεγάλωσε στο Ενδιμβούργο της Σκωτίας. Ο πατέρας του τον επηρέασε μουσικά μιας και βασική ασχολία του ήταν η τζαζ και η ροκ μουσική. Το 1959 μετακόμισαν στο Μπλάκπουλ όπου και σπούδασε ο Ian Anderson από το 1964-1966 στο Blackpool College of Art. Το 1963 σχημάτισε τους The Blade μαζί με τους σχολικούς φίλους Barriemore Barlow (ντραμς), John Evan (πλήκτρα), Jeffrey Hammond (μπάσο) και Michael Stephens (κιθάρα). Ήταν ένα soul & blues συγκρότημα περισσότερο, με τον Anderson στα φωνητικά και στην φυσαρμόνικα. Σε αυτό το σημείο ο Anderson εγκαταλείπει τη φιλοδοξία του να παίξει ηλεκτρική κιθάρα, επειδή ένιωσε ότι ποτέ δε θα γινόταν «τόσο καλός όσο ο Eric Clapton» και για αυτόν το λόγο ‘πούλησε’ στην ουσία την ηλεκτρική του κιθάρα για το φλάουτο, το οποίο αργότερα κατάφερε να παίζει αρκετά καλά τόσο σε ήχους τζαζ όσο και μπλουζ. Συνέχιζε να παίζει παράλληλα ηλεκτρική κιθάρα, χρησιμοποιώντας την σαν ένα μελωδικό και ρυθμικό όργανο. Καθώς προχωρούσε η καριέρα του, πρόσθεσε σαξόφωνο, μαντολίνο, πλήκτρα, μπάσο, μπουζούκι και άλλα μουσικά όργανα στο «μουσικό οπλοστάσιό» του.
Η περίφημη τάση του να στέκεται στο ένα πόδι ενώ παίζει συνέβη κατά λάθος. Όπως φάνηκε σε βίντεο του «Isle of Wight», ήταν διατεθειμένος να σταθεί στο ένα πόδι για όσο θα έπαιζε φυσαρμόνικα κρατώντας μόνο το στύλο του μικροφώνου για ισορροπία. Παρ’ όλα αυτά δημοσιογράφοι πρόλαβαν να τον κακολογήσουν. Ο ίδιος αποφάσισε να ζήσει με τη φήμη αυτή αν και με κάποια δυσκολία. Οι πρώιμες προσπάθειές του γίνονται εμφανείς στην κινηματογραφική ταινία των The Rolling Stones Rock & Roll Circus με τους Jethro Tull. Στη μετέπειτα ζωή του, ανακάλυψε, με έκπληξη, ότι αρχαίες εικονικές απεικονίσεις διαφόρων θεοτήτων έπαιζαν φλάουτο στο ένα πόδι, όπως οι Krishna και Kokopelli.
Το 1983 κυκλοφορεί το «Walk into Light» από την Chrysalis Records και έφτασε σε υψηλές θέσεις των charts σε Αμερική και Αγγλία. Οι επόμενοι δίσκοι του ήταν οι «Divinities: Twelve Dances with God» από την EMI Records το 1995 και «The Secret Language of Birds» το 2000.
Παρ’ όλο που ο Anderson έχει ηχογραφήσει ένα μικρό αριθμό αυστηρά επευφημημένων έργων υπό το όνομά του και συχνά κάνει guest εμφανίσεις στα έργα άλλων καλλιτεχνών, έχει αναγνωριστεί ως ο frontman των Jethro Tull για σαράντα τέσσερα χρόνια. Αυτό αποτελεί αναμφίβολα την ‘υπογραφή’ της καριέρας του, η οποία υπήρξε μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική εικόνα, ασχέτως αν συχνά ερχόταν σε αντίθεση με την επικρατούσα νοοτροπία της ροκ μουσικής.
Το 2003 ηχογράφησε το «Rupi’s Dance» από την RandM Records καθώς και μία σύνθεση την οποία ονόμασε «Griminelli’s Lament» προς τιμήν του Ιταλού φλαουτίστα φίλου του, Andrea Griminelli. Λίγο αργότερα, το 2005, παρουσιάζει ένα νέο δίσκο με τίτλο «Ian Anderson Plays the Orchestral Jethro Tull» από την ZYX Music.
Ως φλαουτίστας, ο Anderson είναι αυτοδίδακτος με δικό του προσωπικό στυλ στον τρόπο παιξίματος του φλάουτου. Έχει ηχογραφήσει πολλά κομμάτια, στα οποία παίζει ο ίδιος όλα τα μουσικά όργανα που γνωρίζει και συνηθίζει να μπλέκει διαφορετικούς ήχους όπως τη τζαζ με το ροκ, το ποπ και τα μπλουζ. Οι στίχοι των τραγουδιών του είναι, θα έλεγε κανείς, περίπλοκοι μιας και κατακρίνει συχνά την κοινωνία και τη θρησκεία, όπως στα τραγούδια «Sossity, You’re a Woman», «Hymn 43» και « Thick as a Brick», το τελευταίο συμπεριλαμβάνεται στην πιο πρόσφατη δουλειά του, το 2012, από την EMI Records.
Πηγές: www.os3.gr
Επιμέλεια-προσαρμογή: Σοφία Παφτούνου