Ο Ψαραντώνης, η κλεψύδρα και ο ζυγός.
Με τους δύο λαουτιέρηδες, τον Ψαραντώνη στο μαντολίνο και τη Νίκη Ξυλούρη στα κρουστά ξεκίνησε το πρώτο κομμάτι. Χωρίς στίχους, μία γλυκιά μεσογειακή σύνθεση ξεκίνησε το σαγηνευτικό της ταξίδι. Και ενώ απολαμβάναμε τη μαγεία και την περιεκτικότητα των μελωδιών, και ενώ ανέβαινε η ένταση, ο καλλιτέχνης αφήνει το μαντολίνο για να πιάσει τη λύρα. Αμέσως ο ουρανός σκοτείνιασε, η μελωδία μεταμορφώθηκε σε έναν άγριο βακχικό χορό, με τα λαούτα και το κρουστό μπεντίρ σε ένα άκαμπτο ρυθμικό παροξυσμό υπερβολικής ταχύτητας, και τη λύρα κυριολεκτικά να ουρλιάζει. Μόλις δε ο λυράρης άρχισε να χτυπάει εκκωφαντικά το πόδι του πάνω στο πάλκο(!), το σύνολο έφτασε σε κορυφή απίστευτης έντασης που άμεσα (σε δύο-τρία δευτερόλεπτα) εκτόνωσε, αφήνοντας άναυδο το κοινό… Αυτή ήταν και η τροπή που είχαν πάρα πολλά τραγούδια της βραδιάς. Από την απογείωση στην κορύφωση και από ‘κει στην απότομη προσγείωση, χωρίς όμως την επανάληψη-εκτόνωση, αφήνοντας έτσι μία αίσθηση του ανικανοποίητου. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο λυράρης φτιάχνει μικρά γλυπτά, μικρές Αφροδίτες, (για να θυμηθούμε και τον Κρητικό γλύπτη τον Παπαδάντωνάκη).
Άλλα στοιχεία που χαρακτήρισαν τη βραδιά ήταν το μπεντίρ, η λύρα η Πολίτικη, το μαντολίνο, οι όμορφοι αμανέδες από την Νίκη Ξυλούρη και οι φουμιστοί λυράρηδες με τους περίτεχνους δακτυλισμούς. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ένα ακόμα στοιχείο που ξεχώρισε τη βραδιά από άλλες αντίστοιχες: τα πολλά ξύλινα χτυπήματα του δοξαριού πάνω στο «στήθος»της λύρας, κάποιοι «ήχοι» με το στόμα (σφυρίγματα, ρουφήγματα…), και γενικά ένα σταθερό υπόβαθρο αφανών ήχων που συνέβαλαν ενεργά στην ατμόσφαιρα και στο χρώμα του συγκροτήματος. Τα δε φωνητικά του λυράρη είναι από μόνα τους θέμα για συζήτηση…
Στα φωνητικά έχουμε την πληθωρική εκφραστικότητα του λυράρη με την δραματουργική έκφραση. Εντύπωση προκαλεί η παντελής απουσία της βυζαντινής μελωδίας απ’ τα φωνητικά (από όλο το πρόγραμμα ίσως σε ένα-δύο τραγούδια κάπου εμφανίστηκε). Αντί αυτής έχουμε αποσπασματικές μελωδίες, σκοτεινά φωνητικά γεμάτα ένταση, έως και «γρυλίσματα» και ψίθυρους. Η ιδιαίτερη ερμηνευτική παρουσία σε συνδυασμό με τη λυτή σχεδόν ατημέλητη εμφάνιση του ερμηνευτή δημιουργούσε την εντύπωση του πλέον αντικοινωνικού ατόμου.
Σε ένα ακόμα τραγούδι θυμηθήκαμε ότι όπως όλα τα Ελληνικά φύλα έχουν τον δικό τους μυθολογικό-τοπικό ήρωα, όπως οι Κύπριοι έχουν τη Αφροδίτη και τον μέγα της σαΐτας, τον Τεύκρο, όπως για τους Πόντιους δεσπόζει ο τιτάνας ο Προμηθέας, έτσι και οι Κρητικοί έχουν το Δία, που γεννήθηκε στο βουνό, στον Ψηλορείτη. Και αυτός ήταν το θέμα μιας ακόμα ζόρικης μαντινάδας…
Λίγο πριν κλείσει η παρουσίαση αυτή, αξίζει νομίζω να σταθούμε για λίγο στην ιδιαιτερότητα του καλλιτέχνη. Και ενώ ο μέσος ακροατής ίσως κάπου να ξενιστεί με την παρουσίαση, την ερμηνεία ή κάποιους συνειρμούς κομματιών του, νομίζω πως όταν κυλήσει η άμμος στην κλεψύδρα και έρθει η στιγμή να ζυγίσει ο δίκαιος κριτής το αποτέλεσμα, θα βρει έναν άνθρωπο που τιμάει την Κρήτη, που έχει δημιουργήσει νέα τέχνη μέσα απ’ την κληρονομιά της και σίγουρα οι άνθρωποί της θα πρέπει να είναι περήφανοι γι’ αυτόν.
Το πρώτο μέρος κράτησε αρκετά, έγινε διάλειμμα και κάπου στα μισά του δευτέρου μέρους έπρεπε να αποχωρήσουμε… Για καλή μας τύχη δύο γλυκύτατες μαντινάδες από την Νίκη Ξυλούρη με τη συνοδεία του μαντολίνου και λαγούτων μας καληνύχτισαν και μας ξεπροβόδισαν.