Πάμε Θέατρο 01/06 – Συνέντευξη Νεκταρία Γιαννουδάκη
“Δεν σταματάει ποτέ η διαδρομή του ηθοποιού και γενικά του καλλιτέχνη… είναι ένας πνευματικός θάνατος αν σταματήσεις ο ίδιος να είσαι ο μαθητής”
Η Νεκταρία Γιαννουδάκη έπαιζε φέτος για δεύτερη χρονιά στην «Πέτρα της Υπομονής» και στα «15 Λεπτά». Είναι ηθοποιός, έχει παίξει στο σινεμά, στο θέατρο και στην τηλεόραση, έχει υπάρξει μουσική παραγωγός, έχει διδάξει υποκριτική, έχει σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία… Με απλά λόγια είναι ειλικρινής, ευχάριστη και σε κάνει να νιώθεις οικεία από την πρώτη στιγμή. Τα υπόλοιπα τα αφήνω να τα ανακαλύψετε μόνοι σας στην συνέντευξη που ακολουθεί… Εγώ από την πλευρά μου θέλω μόνο να την ευχαριστήσω που η πρώτη μου live συνέντευξη ήταν τόσο διασκεδαστική!
Πως αποφάσισες να ασχοληθείς με το θέατρο; Ήταν αυτό που λέμε παιδικό όνειρο ή προέκυψε στην πορεία;
Πολύ παιδικό όνειρο ήταν να γίνω δικαστής για να σώσω τον κόσμο. Αλλά έκανα κάτι πολύ περίεργο, δεν έβλεπα θέατρο, σπάνια μας πήγαινε το σχολείο να δούμε παραστάσεις κλπ. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Χανιά και κάποια στιγμή, λοιπόν, είχαμε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση και κάθε μεσημέρι αναγκαστικά σ’ αυτό το δωμάτιο έπρεπε εγώ να κοιμηθώ. Ήθελα δεν ήθελα. Θυμάμαι λοιπόν να πηγαίνω μπροστά στην ασπρόμαυρη τηλεόραση που «μ’ ανάγκαζαν» να κοιμηθώ, παίρνοντας το ροζ κουβερτάκι που ήτανε για να σκεπαστώ και να κοιμηθώ και να κάνω διάφορα. Να το ‘χω σαν χιτώνα και να κάνω φωνούλες, να χρησιμοποιώ δηλαδή την οθόνη σαν καθρέφτη κι εκεί πέρα να κάνω διάφορα τρελλά. Μετά ήρθε όντως μια παράσταση και έπαιζε η Τζόυς Ευείδη και είχα μαγευτεί. Επίσης, έβλεπα Θέατρο της Δευτέρας και με γοήτευε όλο αυτό. Και κάποια στιγμή, επειδή είμαι από Κρήτη, αυστηρή οικογένεια κλπ το σχέδιο ήταν να περάσω σ’ ένα Πανεπιστήμιο και να κάνω κρυφά τη δραματική σχολή, όπως κι έκανα. Πέρασα λοιπόν στη Γαλλική Φιλολογία και τελείωσα τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών με υποτροφία και άριστα.
Παίζεις δύο χρόνια μια γυναίκα που είναι μεγαλωμένη σε μια διαφορετική κοινωνία από τη δικιά μας και που παρ’ όλα αυτά είναι ελεύθερη στην ψυχή. Πόσο εύκολο είναι να παίξεις έναν τέτοιο ρόλο; (Βρίσκεις κοινά στοιχεία με σένα;)
Δεν ήταν εύκολο και κάναμε αρκετό καιρό πρόβες. Επίσης πρόκειται για μονόλογο και ο μονόλογος είναι μια πολύ περίεργη ιστορία. Να παίζεις μπάλα μόνος σου με τις δικές σου δυνατότητες για θέσεις, ανικανότητες με όλα τα συν και τα πλην του. Και θυμάμαι ότι όταν εκεί που ψαχνόμασταν και αυτοσχεδιαστικά με το Γιώργο (σ.σ. Νανούρη) απέναντι μου, έκανα όλες αυτές τις πρόβες και τους αυτοσχεδιασμούς είχα ανοίξει πάρα πολύ συναισθηματικά και για όλη την περίοδο των προβών ήμουνα πάρα πολύ ευάλωτη. Και συγκινησιακά διαθέσιμη και γι’ αυτό και όταν τελειώνει η παράσταση «Η πέτρα της Υπομονής» έχω μια απίστευτη ένταση και μια απίστευτη όρεξη να γελάσω, σα να θέλω να το ξορκίσω αυτό το πράγμα και να το φέρω στα ίσα του. Αλλά ήμασταν πάρα πολύ τυχεροί που ήρθαμε σε επαφή μ’ αυτό το κείμενο κι εγώ κι ο Γιώργος. Ήταν μια ιδέα της εξαιρετικής ‘Ολιας Λαζαρίδου. Διάβασε το βιβλίο, τηλεφώνησε στο Γιώργο και του είπε «Βρήκα το επόμενο πράγμα που θα σκηνοθετήσεις και αυτό ταιριάζει πάρα πολύ στη Νεκταρία τη Γιαννουδάκη». Το διαβάσαμε, μαγευτήκαμε κι εμείς και μετά βάλαμε μπροστά.
Έχεις ασχοληθεί και με τη διδασκαλία απ’ όσο βλέπω, τόσο σε ενήλικες στον Ίασμο και στο ΙΕΚ Ακμή όσο και σε μαθητές. Ποιο είναι το πιο δύσκολο κοινό να αντιληφθεί πράγματα; Οι ενήλικες ή οι μαθητές; Ποιο ήταν πιο εκπαιδεύσιμο, ποιο σ’ άρεσε περισσότερο;
Βλέπεις παντού τα πάντα. Μπορεί να δεις ένα μαθητή Β’ Γυμνασίου, που επειδή έχει κάνει μια παράσταση νομίζει ότι τα ξέρει όλα και να ‘ναι κλειστός μ’ έναν τρόπο. Έχω μαθητές που είναι μεγαλύτερες από μένα σε ηλικία και είναι πιο ανοιχτοί και πιο μαθητές απ’ τον καθένα. Εξαρτάται από τον άνθρωπο, το χαρακτήρα και πόσο αποφασισμένος και διαθέσιμος είναι ο καθένας, να εμπιστευτεί τον άλλον, να δώσει και να πάρει. Γιατί πραγματικά η διδασκαλία είναι πάρε δώσε…
Σ’ αρέσει η διδασκαλία;
Πάρα πολύ. Με μαγεύει. Μπορεί να μην έχω τα πολλά χρόνια εμπειρίας στο θέατρο αλλά αισθάνομαι και μου το έχουν πει, ότι υπάρχει μεταδοτικότητα και το αγαπώ πάρα πολύ. Κι επίσης, δεν το κρύβω, ώρες ώρες σκέφτομαι ότι θα έπρεπε να πληρώνω και να μην πληρώνομαι. Είναι απίστευτο πόσα μαθαίνεις εσύ απ’ τη διδασκαλία. Νιώθω ότι γίνομαι και καλύτερη ηθοποιός μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία.
Εσύ που διδάσκεις κιόλας, θεωρείς ότι η υποκριτική διδάσκεται τελικά ή είναι μόνο θέμα ταλέντου;
Μπαίνουν οι σπόροι. Μα για μένα θέμα ταλέντου είναι να είσαι μαθητής, να είσαι σφουγγάρι, να μαθαίνεις συνεχώς. Είναι πάρα πολύ ηλίθιο να πει ένας ηθοποιός ότι σταματάω να μαθαίνω. Αιωνίως μαθητές είμαστε, πρέπει να βλέπουμε παραστάσεις, πρέπει να διαβάζουμε. Δεν σταματάει ποτέ η διαδρομή του ηθοποιού και γενικά του καλλιτέχνη. Και γενικά έχω ένα θέμα μ’ αυτό. Νομίζω ότι αν σταματήσεις ο ίδιος να είσαι ο μαθητής, σα να είναι ένας πνευματικός θάνατος. Δείγμα ταλέντου είναι να διαβάσεις, να δουλέψεις, να έχεις επίγνωση των ελλείψεων σου και να προσπαθείς να τις καλύψεις με πάρα πολύ δουλειά κι αυτό το χάρισμα που λένε που σε κάνει πιο ξεχωριστό κλπ αυτό από μόνο του αν υπάρχει θα μαραθεί χωρίς δουλειά.
Υπάρχει κάποιος «ρόλος – απωθημένο» που θα ήθελες να ερμηνεύσεις και δεν σου έχει δοθεί η ευκαιρία μέχρι τώρα;
Αν εχω, αν εχω; Πολλά απωθημένα. Και γενικά στη Σχολή επειδή σκέφτηκα ότι πρόκειται να μπω σ’ ένα πολύ δύσκολο χώρο που ο χαρακτήρας μου μπορεί να μην ταιριάζει μ’ αυτόν, είχα ακούσει διάφορα κλπ. Είπα θα παρακολουθώ θέατρο. Κι όσο ήμουνα στη Γαλλική, έδινα όλο μου το χαρτζιλίκι ως φοιτήτρια κι έβλεπα παραστάσεις. Κάποια στιγμή πήγα κι έκανα ένα σεμινάριο κι εκεί πάλι επέμεινε ο άνθρωπος που μας έκανε το σεμινάριο, ότι έπρεπε οπωσδήποτε να δώσω. Εν πάση περιπτώσει έδωσα, και λέω να μην έχω απωθημένο, ας το κάνω κι ας μη δουλέψω ως ηθοποιός, αλλά είναι άσχημο πράγμα να έχεις απωθημένο. Και γενικά είναι ωραίο να κυνηγά κανείς τα όνειρα του. Φυσικά και υπάρχουνε ρόλοι, ένα όνειρο ζωής μου έχει πραγματοποιηθεί 15-20 χρόνια νωρίτερα, το 2008 έκανα τη μάνα στο Ματωμένο Γάμο, σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, που αυτό το ρόλο τον είχα στη δραματική σχολή. Ήταν ένας μονόλογος και μ’ είχε συνεπάρει ο Λόρκα, ο κόσμος του, οι ήρωες του και ειδικά ο ρόλος της μάνας. Κι έλεγα «Θέε μου όταν γεράσω να τον παίξω». Συνέβη νωρίτερα. Ο Τσιάνος το σκέφτηκε διαφορετικά και μου εμπιστεύτηκε αυτό το ρόλο και πραγματοποιήθηκε ένα όνειρο μου. Έχω κι άλλα.
Με τον Γιώργο Νανούρη δεν ήταν η πρώτη φορά που συνεργάστηκες. Παίζει ρόλο το να εμπιστεύεσαι κάποιον για να συνεργαστείς μαζί του;
Με το Γιώργο κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια. Ήμασταν μαζί στη δραματική σχολή συμμαθητές. Ο Γιώργος είναι και εξαιρετικός ηθοποιός, τελειώσαμε μαζί τη σχολή. Είχαμε κοινή εκπαίδευση, άρα και κοινούς κώδικες. Είμαστε πάρα πολύ φίλοι, είναι πολύ δύσκολο να συνεργάζονται οι φίλοι. Έχουμε δουλέψει και σε δουλειές που έχει τύχει να μας πάρουν και τους δύο: στην «Ερωφίλη» του Χορτάτση, κάτω στο Ρέθυμνο που κάναμε Κρητικό θέατρο. Στο «Αμάρτημα της Μητρός μου», μια εξαιρετική δουλειά για την οποία είμαι υπερήφανη κι ο Γιώργος ήταν ο αφηγητής, ο Βιζυηνός δηλαδή κι εγώ έκανα τη μάνα Δεσποινιώ. Όπως επίσης το «Όνειρο για Δύο» πριν κάποια χρόνια που παίζαμε μαζί κι ο Γιώργος έκανε συν-σκηνοθεσία μαζί με μια άλλη φίλη την Ξένια την Αλεξίου, και το έργο αυτό το γαλλικό το είχα μεταφράσει εγώ. Μετά ήρθε «Η Πέτρα της Υπομονής» και μετά τα «15 Λεπτά».
Ποια θα χαρακτήριζες ως την πιο δύσκολη στιγμή της θεατρικής σου πορείας;
Μου ‘ρθε ένας ρόλος πάρα πολύ δύσκολος κάποια στιγμή, κι έλεγα Θεέ μου πως θ’ ανταπεξέλθω και πως θα τον βγάλω σε πέρας. Τελικά δεν ήταν εκεί η δυσκολία, αλλά με τους συνεργάτες. Και είναι ζόρι μεγάλο και ειδικά να βρίσκεσαι και σε περιοδεία, και να μην υπάρχει κοινός κώδικας και κοινός άξονας. Να δυσκολεύεσαι σε επίπεδο ανθρώπινο. Αυτό νομίζω είναι δύσκολο. Όλα τ’ άλλα λίγο έως πολύ μα θα το βγάλεις μα θα το βγάλεις λιγότερο, νομίζω ότι καταφέρνονται. Κι έν πάσει περιπτώσει δεν είμαστε Θεοί. Δηλαδή τη μια έχεις μια πάρα πολύ καλή στιγμή, την άλλη μια μέτρια, την άλλη και κακή στιγμή. Μπορεί όλα τα πράγματα να μην έρθουν να ταιριάξουν και να κουμπώσουν με το χαρακτήρα, μπορεί να μην μπορείς να βοηθηθείς από το σκηνοθέτη, μπορεί εσύ να πάρεις κάτι στραβά και να μη σου πετύχει, αλλά το να υποφέρεις σε επίπεδο συνεργασίας είναι δύσκολο.
Ποια είναι τα κριτήρια που σε οδηγούν να πεις το «ναι» γενικότερα σε μια δουλειά;
Να είναι κάτι έντονο. Και γενικά έχω μια αγάπη στην τραγωδία και στο παράλογο. Τα «15 Λεπτά» έχουν μέσα στοιχεία παραλόγου. Έχω γενικά μια αγάπη στο μη ρεαλιστικό θέατρο και κάτι να είναι έντονο και να σου δημιουργεί μια πρόκληση, να πεις: «Αχ πως θα το κάνω αυτό;» και πριν βγεις στη σκηνή να λές : «Θα το καταφέρω εγώ αυτό σήμερα;»
Φέτος εμφανίζεσαι στο σήριαλ «Χωρίς Όρια» που παίζεται τώρα στον Αντέννα, αν και είχε γυριστεί το 2007-2008. Αμφέβαλλες αν θα παιζόταν ποτέ; Λόγω οικονομικής κρίσης εννοώ.
Ήταν μια δουλειά πολλά υποσχόμενη, που ήταν για χρόνια στο ντουλαπάκι του Αντέννα. Ήμασταν σίγουροι ότι δε θα παιζόταν (γέλια). Αφού συναντιέμαι κατά καιρούς σε κάποιο μπαρ, σε κάποια επίσημη πρεμιέρα με τους άλλους συντελεστές και λέμε «Τι έγινε; Το χωρίς όρια; Όταν παιχτεί δε θα γνωριζόμαστε, θα ‘χουμε γεράσει.» Κάνουμε εκεί πλάκες. Εν πάση περιπτώσει ο Αντέννα δεν το πρόβαλε και παρουσιάστηκε τώρα. Ήταν μια δουλειά, η οποία θα μπορούσε να είναι ακόμα καλύτερη. Εγώ έπαιζα ένα ρόλο πολύ μεταφυσικό, κάνω τη μοίρα του Άλκη Κούρκουλου. Το πεπρωμένο του μ’ έναν τρόπο που προσπαθεί να τον προστατεύσει και να τον συμβουλεύσει. Δηλαδή σ’ ότι αφορά σε επίπεδο συντελεστών και άλλων ηθοποιών ήταν εξαιρετική συνάντηση.
Με ποιον τρόπο η τέχνη, και πιο συγκεκριμένα το θέατρο, μπορεί να έρθει κοντά στη σύγχρονη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουμε;
Πω πω κάνεις πολύ μεγάλη ερώτηση και θέλει πολύ μεγάλη απάντηση και δυστυχώς δεν ξέρω αν την έχω. Γιατί χτες που ήμασταν με τον Αντώνη το Λουδάρο (σ.σ. συμπρωταγωνιστούν στο έργο «15 Λεπτά») και τρώγαμε μετά την παράσταση και ακούγαμε όλα αυτά τα επεισόδια που γίνονται στην Αθήνα (σ.σ. τη δολοφονία του Μανώλη Καντάρη στο κέντρο της Αθήνας και τον τραυματισμό ενός διαδηλωτή την επόμενη μέρα στη διάρκεια πορείας στο κέντρο της Αθήνας), λέγαμε «είναι δυνατόν να γίνεται αυτό; Και αν αυτά συνεχιστούν; Το επόμενο βήμα είναι οι επόμενες μεγάλες πόλεις. Θα ξεκινήσουν μετά στη Θεσσαλονίκη οι διαμαρτυρίες κλπ. Και μετά πας και παίζεις στα 15 Λεπτά και παίζεις τι;» Και αναρωτιόμασταν αν το θέατρο θα ‘πρεπε να ναι πιο πολιτικό, να περνάει πιο πολλά μηνύματα και ταυτόχρονα γυρνάω και του λέω ότι ας πούμε «Η Πέτρα της Υπομονής». Πολλοί άνθρωποι που ξέρουν τι θα δουν ως υπόθεση, αποφεύγουν να το δουν, γιατί δε θέλουν κάτι βαρύ. Κι ο κόσμος είναι τόσο στρεσαρισμένος, που αποφασίζει οι δύο ή οι πέντε παραστάσεις που θα δει το χρόνο, να τον κάνουν να γελάσει, να ελαφρύνει και να ξεχαστεί και πραγματικά δεν ξέρω. Αναρωτιέμαι ποια πρέπει να είναι η θέση του καλλιτέχνη σε όλη αυτή την πραγματικότητα : είναι στο να ξεχνιόμαστε, είναι αυτό που λέμε παρηγοριά, παραμυθία, μ’ αυτήν την έννοια; Είναι ότι επαναστατώ; Λίγο απ’ όλα; Δεν ξέρω, δεν ξέρω ποια πρέπει να είναι η θέση του καλλιτέχνη σε όλη αυτή την πραγματικότητα. Αναρωτιέμαι: είναι στο να ξεχνιόμαστε, είναι αυτό που λέμε παρηγοριά, παραμυθία, μ’ αυτήν την έννοια; Είναι ότι επαναστατώ; Λίγο απ’ όλα; Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Είπαμε στη μεγάλη σου ερώτηση δεν έχω να σου δώσω μεγάλη απάντηση. Υπάρχει μόνο πολύς προβληματισμός γύρω απ’ όλο αυτό.
Υπήρξε στιγμή που συμμετείχες σε κάποιο έργο, ενδεχομένως τόσο ανατρεπτικό ή τολμηρό ή τέλος πάντων έξω από τα συνηθισμένα πρότυπα, που σε έκανε να ανησυχήσεις για την αντίδραση του κοινού;
Δεν μπορώ να το πω αυτό. Όχι. Δεν ήταν τόσο. Λίγο στην Πέτρα της Υπομονής κάποιες φορές ο λόγος αυτής της γυναίκας ήταν πολύ πιο βίαιος και πολύ πιο σκληρός, αλλά επειδή αυτό ήταν μέσα σε 300 σελίδες στο έργο, γι’ αυτό αποφασίσαμε να το αφαιρέσουμε όλο αυτό το βίαιο κομμάτι, γιατί δε θα μπορούσε ο θεατής να τη δικαιολογήσει. Αλλά κάθε φορά που ετοιμάζομαι να κάνω πρεμιέρα, ένα ρόλο, είμαι με ένα αχ και ένα βαχ. Είμαι απαισιόδοξος άνθρωπος, δηλαδή δεν θα κάτσω να πω θα σκίσουμε θα γίνει χαμός και τέτοια, λέω ωχ τι θα μας πούνε τώρα.
To θέατρο γεννήθηκε στον τόπο μας, αλλά η πολιτεία δεν του αφιερώνει τον απαιτούμενο χρόνο, ούτε του δίνει τη σημασία που του αξίζει. Γιατί πιστεύεις πως συμβαίνει αυτό;
Γιατί δε θα ήτανε και αστείο όταν μια κοινωνία είναι τόσο εξαθλιωμένη, όπως είναι αυτή τη στιγμή, και τόσο άνιση.. Είναι φαιδρότητα όλο αυτό που ζούμε. Η τέχνη είναι δυνατόν να ξεχωρίζει; Πως είναι δυνατόν; Όταν θα κόψεις στο συνταξιούχο που παίρνει 500€ και τα κάνεις 400€, θα δώσεις λεφτά στο θέατρο; Αυτό θα ήταν και προκλητικό.
Αυτό δεν ξεκίνησε τώρα βέβαια. Ποτέ δεν υπήρχε η αντίστοιχη σημασία στο θέατρο. Απλά τώρα ένα παραπάνω λόγω της κρίσης.
Όχι βέβαια. Η Αγγλία βγάζει χρήματα από την Παιδεία, τα Πανεπιστήμια της και τον πολιτισμό της. Τα θέατρα της, που ο άλλος ταξιδεύει και πάει Λονδίνο για να δει παραστάσεις. Λοιπόν εμείς θα μπορούσαμε να τα έχουμε όλα αυτά και δεν έχουμε τίποτα απ’ όλα αυτά. Αντιθέτως, έχουμε συνεχώς περικοπές από παντού και περικόπτουν ψίχουλα, που για τους άλλους είναι τρόπος επιβίωσης, αντί απλώς να βάλουν κάποιους ανθρώπους στη φυλακή και να δημεύσουν τις περιουσίες τους και να λυθούν τα προβλήματα όλων μας. Και όχι να μειωθεί η σύνταξη του ταλαίπωρου που δούλευε 500 χρόνια κατά 50 ή κατά 100€. Είμαστε γελοίοι…
Καθότι είμαστε και μουσικό site, βλέπω ότι έχεις υπάρξει και μουσική παραγωγός στον Κρήτη Fm. Τι μουσική έπαιζες τότε και τι μουσική ακούς;
Εκεί τσακωνόμουνα συνέχεια μαζί τους, γιατί ήθελα να τους αλλάξω… (γέλια) Έβαζα έντεχνα Κρητικά και για να μπορέσω να πατήσω κάπου γιατί είναι πορωμένοι οι συγκεκριμένοι «Κρητικά, κρητικά, κρητικά» τους το ‘φερα πλαγίως και τους είπα «πολύ ωραία ο Χατζηδάκις, θα κάνω αφιέρωμα στο Χατζηδάκι, μα αφού κατάγεται από Κρήτη, μετά στον Κραουνάκη, μετά στο Θεοδωράκη». Μ’ αρέσει πάρα πολύ η Κρητική μουσική, πάρα πολύ. Είναι αστείο, τη σνόμπαρα και δε μου άρεσε όταν ήμουν μικρή κι όταν ήμουν φοιτήτρια και μετά βλέπω ότι θέλω να ακούσω τον ήχο της κρητικής λύρας, τον ήχο του λαγούτου. Δεν είναι τυχαίο πράγμα οι ρίζες μας. Άσε που θεωρώ ότι και οι Κρητικοί είναι λίγο ροκ και ροκάρουν κάποιες φορές έτσι όπως παίζουν κι εμένα η ροκ μουσική μ’ αρέσει πάρα πολύ.
Αγαπημένο συγκρότημα; Μουσική; καλλιτέχνες;
Οι Τindersticks αρέσουν πάρα πολύ, οι Radiohead, οι Beirut. Εδώ πέρα τι να πω; Για το Χατζηδάκι, για το Θεοδωράκη. Μ’ αρέσει πάρα πολύ το Τρίφωνο, ο Σταμάτης Κραουνάκης έχει απίστευτα δείγματα, τον λατρεύω, τον αγαπώ και τον θαυμάζω παρα πολύ κι έχω και την τύχη να τον γνωρίζω κι έχει έρθει και σε παραστάσεις μου κλπ. Είναι πάρα πολλοί και γενικά θεωρώ ότι στην μουσική και στην ποίηση στην Ελλάδα είμαστε πολύ μπροστά. Έχουμε εξαιρετικούς ποιητές.
Μετά την «Πέτρα της Υπομονής», ποιο θα ήθελες να είναι το επόμενό σου βήμα στο θέατρο;
Δεν ξέρω. Ας μου πουν πολλά και καλά και θα δούμε. Ξέρω ότι ενδεχομένως να χει μια συνέχεια τα «15 Λεπτά». Κάτι άλλο συζητάω αλλά δεν είναι ακόμα σίγουρο. Θα δούμε, θα δούμε.
Ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.
Εγώ σ’ ευχαριστώ. Είσαι υπέροχη.
Για αναφορές, δημοσιεύσεις και δελτία τύπου, μην ξεχνάτε να επικοινωνείτε μαζί μας στο [email protected]