Πάμε Θέατρο 05/01
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΕΡΑΣΕ…
Πάνος Γλυκοφρύδης (1930 – 14 Μαρτίου 2010)
Ανήκει στους βαθύτερους γνώστες του αντικειμένου του της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Σπούδασε τα μυστικά του κινηματογράφου στη σχολή Σταυράκου και έκανε το παρθενικό του βήμα στη μεγάλη οθόνη σκηνοθετώντας το 1959 τη κωμωδία «Δουλειές με φούντες». Παρόλα αυτά η καριέρα του διαγράφει τη λαμπρή διαδρομή της δυο χρόνια αργότερα, όταν ο δρόμος του συναντιέται με αυτόν του Θανάση Βέγγου. Σκηνοθέτης και ηθοποιός ενώνουν τις δυνάμεις τους και πραγματοποιούν μέσω της αρμονικής συνεργασίας τους μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες στο χώρο. Το 1966 αποτέλεσε σίγουρα για το Πάνο Γλυκοφρύδη μια χρονιά – ορόσημο στις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις. Πιο συγκεκριμένα, το αντιστασιακό δράμα του «Με τη λάμψη στα μάτια» γνωρίζει την αναγνώριση από τους κριτικούς και κατακτά βραβείο σεναρίου, μουσικής και Α’ ανδρικού ρόλου. Οι διακρίσεις όμως δεν σταματούν εδώ αφού χάρη στην αξιοζήλευτη δουλειά που σημείωσε, του δίνεται και η ευκαιρία να τη προβάλλει σε εκδηλώσεις που διοργανώνονται κάποια χρόνια μετά στο «Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης» (1993) και στο «Κέντρο Ζορζ Πομπιντού» (1995) στο Παρίσι. Άλλη μια δική του ταινία που άφησε εποχή είναι «Η δίκη των δικαστών» με πρωταγωνιστή το Νίκο Κούρκουλο ενώ τα «Παιδιά του ονείρου» εν έτει 1992 αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του. Ο Πάνος Γλυκοφρύδης διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βέροιας και του «Οργανισμού Ηπειρωτικού Θεάτρου», προσέφερε τις σκηνοθετικές του συμβουλές σε δεκάδες θεατρικές παραστάσεις και τηλεοπτικές σειρές, δώρισε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου 21 ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους και υπήρξε ανάμεσα στους ιδρυτές της «Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών», συμμετέχοντας παράλληλα στο διοικητικό συμβούλιο του «Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου» και στη καλλιτεχνική επιτροπή του «Εθνικού Θεάτρου».
Άννα Καλουτά (29 Σεπτεμβρίου 1918 – 17 Απριλίου 2010)
Με το θάνατό της σφραγίστηκε το τέλος μιας εποχής. Με τη γέννησή της η ελληνική επιθεώρηση γνώρισε την απόλυτη εκπρόσωπό της. Σε ηλικία 4 χρονών πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή ως παιδί – θαύμα και η πορεία της έμοιαζε προδιαγεγραμμένη… Τόσο απλά!
Γεννήθηκε στην Αθήνα και γονείς της ήταν ο Στέφανος Καλουτάς, ηθοποιός και η Κατίνα Γερακουλαίου, τραγουδίστρια. Η Μαρίκα Κοτοπούλη ξεχωρίζει το ταλέντο εκείνης και της αδερφής της και το 1925 της οδηγεί να ανέβουν στο σανίδι με τη «Στοργή» του Μπατάιγ. Τα «Καλουτάκια» αποκτούν φανατικούς θαυμαστές που τους οδήγησαν το 1941 να συγκροτήσουν το δικό τους θίασο. Ακολουθεί μια λαμπρή πορεία με επιθεωρήσεις, οπερέτες, μουσικές κωμωδίες και περιοδείες στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα τη δεκαετία του 1960 να καταφέρουν να αποκτήσουν και το δικό τους θέατρο. Οι περιοδείες πάντως εκτός συνόρων κρατούν επί 15 ολόκληρα χρόνια και είχε το δικαίωμα η ίδια να υπερηφανεύεται πως το αστείρευτο ταλέντο της την έφτασε να ανέβει στη σκηνή του «Palace Theatre» στο Λονδίνο, στη «Salle de Gaveau» στο Παρίσι, στο «Carnegie Hall» στη Νέα Υόρκη.
Η Ειρήνη – Άννα Καλουτά (έτσι όπως ήταν ολόκληρο το όνομά της) εμφανίστηκε σε 14 ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες και συμμετείχε σε ελληνικές επιθεωρήσεις που άφησαν εποχή όπως: «Γλυκειά Νανά», «Διαβολόπαιδο», «Βαφτιστικός» και «Μοντέρνα κορίτσια» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, «Γυναίκα του δρόμου», «Απάχηδες των Αθηνών» και «Οι πειρατές» του Νίκου Χατζηαποστόλου, «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους, σε μουσικές κωμωδίες όπως το «Μ΄ αγαπά δεν μ΄ αγαπά» των Γιανουκάκη – Ριτσιάρδη, σε ηθογραφίες όπως «Το Φυντανάκι» του Χορν, σε πρόζα όπως «Το πανηγύρι» του Χορν, σε κωμειδύλλια όπως «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», «Γκόλφω», «Μαρία Πενταγιώτισσα» και σε άλλα πολλά. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της, ελληνικές πρεσβείες από όλο τον κόσμο τη τίμησαν άπειρες φορές για τη προσφορά της στη τέχνη ενώ δέχθηκε και πολλές στρατιωτικές μνείες για τη ψυχαγωγία του Στρατού. Οι πολεμικές επιθεωρήσεις του 1940 την καθιέρωσαν ως την «απόλυτη θεατρίνα» και με το «Ευζωνάκι» στιγμάτισε την ελληνική επιθεώρηση, που δικαιωματικά την έχρισε «βασίλισσά του»! Τον Ιούνιο του 2008 ανέβηκε το «Ηρώδειο» και ήταν η τελευταία φορά που την απολαύσαμε επί σκηνής, παρέα με τους Σταμάτη Κραουνάκη και Λάκη Λαζόπουλο. Απεβίωσε στο σπίτι της έπειτα από σύντομη επιδείνωση που παρουσίασε η υγεία της και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στις 20 Απριλίου 2010 από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ανδρέας Βουτσινάς (1931 – 8 Ιουνίου 2010)
Μία απ’ τις σπουδαιότερες μορφές που έχει περάσει ποτέ από το παγκόσμιο θέατρο ήταν αυτή του Ανδρέα Βουτσινά. Ένας άνθρωπος που χαιρόμαστε που γεννήθηκε Έλληνας γιατί αγαπούσε ολοκληρωτικά το θέατρο, αφιέρωσε όλη του τη ζωή πάνω στο αντικείμενο της λατρείας του και άφησε το στίγμα του στις σελίδες του βιβλίου μιας τέχνης που σίγουρα του χρωστάει πολλά…
Γεννήθηκε στο Χαρτούμ του Σουδάν και σπούδασε υποκριτική και ενδυματολογία. Γρήγορα όμως τον κέρδισε η σκηνοθεσία, την οποία υπηρέτησε με ιδιαίτερο ζήλο αφού κατάφερε να «δώσει τα φώτα του» και να καθοδηγήσει πάνω από 130 παραστάσεις κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου σε Ελλάδα, Λονδίνο, Καναδά, Παρίσι και Νέα Υόρκη με τους Ειρήνη Παππά, Warren Beatty, Jane Fonda, Anne Bancroft, Faye Dunaway, Fanny Ardant! Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, οι Γάλλοι τον τίμησαν με τους ανώτατους τίτλους τιμής «Commandeur des Arts et des Lettre» («Διοικητής των Τεχνών και των Γραμμάτων») και «Chevalier de Merite». («Αξιόλογος Ευγενής Άνθρωπος» σε ελεύθερη μετάφραση).
Ο Ανδρέας Βουτσινάς έκλεισε τα μάτια του ένα καλοκαιριάτικο πρωινό του Ιουνίου του προηγούμενου έτους. Επιθυμία του ήταν να αποτεφρωθεί και η στάχτη του να σκορπιστεί στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ώστε «οι κακοί ηθοποιοί που πηγαίνουν στον ιερό χώρο να φτερνίζονται!», όπως έλεγε χαριτολογώντας. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε σε μια λιτή τελετή με τη συνοδεία ελάχιστων αλλά καλών φίλων και αγαπημένων προσώπων. Η τελευταία του σκηνοθετική παρουσία πραγματώθηκε για τη παράσταση «Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν», με την Αλεξάνδρα Λαδικού και τη Βάσια Παναγοπούλου να ενσαρκώνουν τις βασικές πρωταγωνίστριες του έργου.
Γκιζέλα Ντάλι (27 Αυγούστου 1940 – 10 Σεπτεμβρίου 2010)
Σπούδασε στη σχολή χορού «Ανωμερίτου», στη σχολή «Καλών Τεχνών» και στη δραματική σχολή του «Εθνικού Ωδείου». Μεσουράνησε τις δεκαετίες ’60 και ’70 ως «Γκιζέλα Ντάλι» το οποίο χρησιμοποίησε ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, αλλά το πραγματικό της όνομα ήταν Αδαμαντία Μαυροειδή. Παρέμεινε στις συνειδήσεις των θεατών ως το απόλυτο sex symbol της γενιάς της, φροντίζοντας να διατηρεί και να τροφοδοτεί το «τίτλο» της με ρόλους μοιραίας γυναίκας. Η ομορφιά της εκρηκτική για τα δεδομένα της εποχής, προκάλεσε αίσθηση από τη πρώτη κιόλας εμφάνισή της και δεν ήταν τυχαίο που για τον ελληνικό Τύπο ήταν η Ελληνίδα «Brigitte Bardot»! Υπήρξε παντρεμένη με το σκηνοθέτη Ντίμη Δαδήρα και έλαβε μέρος σε πολλές ταινίες: «Ραντεβού στη Βενετία» (1960), «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» (1963), «Το γέλιο βγήκε απ’ τον παράδεισο» (1963), «Τρία κορίτσια από την Αμέρικα» (1964), «Ου κλέψεις» (1965), «Φτωχός εκατομμυριούχος» (1965), «Ένας Βέγγος για όλες τις δουλειές» (1970) και σε πολλές άλλες. Αποσύρθηκε από το χώρο της υποκριτικής σε νεαρή σχετικά ηλικία και τα τελευταία χρόνια είχε χτίσει το ησυχαστήριό της στη Νάξο, στο τόπο καταγωγής της μητέρας της, όπου και ζούσε μόνιμα τα τελευταία χρόνια αποφεύγοντας τα φώτα της δημοσιότητας. Παρόλα αυτά, δραστηριοποιόταν και πρόσφερε τις υπηρεσίες της στα πολιτιστικά δρώμενα του νησιού ώσπου ο καρκίνος της χτύπησε τη πόρτα για πρώτη φορά το 2001. Υποβλήθηκε σε επώδυνες επεμβάσεις, πάλεψε πολύ καθ’ όλη τη διάρκεια της ασθένειάς της και ήταν εμφανές πως την αντιμετώπιζε με απαράμιλλο σθένος. Τελικά δεν άντεξε και «λύγισε» βγαίνοντας ηττημένη από τη μάχη που έδινε το προηγούμενο Σεπτέμβριο. Η κηδεία και η ταφή της πραγματοποιήθηκε στη Κόρωνο Νάξου.
Δημήτρης Καμπερίδης (1946 – 11 Σεπτεμβρίου 2010)
Αν ανήκατε στη κατηγορία εκείνων που παρακολουθούσαν φανατικά τις σειρές της Μιρέλλας Παπαοικονόμου σαν το «Λόγω τιμής» και τη «Ζωή που δεν έζησα», θα θυμάστε σίγουρα τη μορφή του «σοφού μεσήλικα» με τη βαθιά φωνή και τις υποδειγματικές του συμβουλές… Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Δημήτρης Καμπερίδης δεν κατείχε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αλλά κατάφερε να ξεχωρίσει λόγω της υποκριτικής του δεινότητας. Παιδί του «Εθνικού Θεάτρου» και της δραματικής σχολής «Πέλλου Κατσέλη» δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς, με μια συνέχεια αξιοζήλευτη για κάθε ανερχόμενο ηθοποιό.
Έκανε τη παρθενική του εμφάνιση στο θεατρικό σανίδι δίπλα στο Μάνο Κατράκη. Ακολούθησε συνεργασία με το «Θέατρο Τέχνης», το «Αμφιθέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου, το «Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος» και πλήθος αξιόλογων συμμετοχών και συνεργασιών αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν την άμεση επαφή του με την ομάδα «Χορικό» της Ζουζούς Νικολούδη και τη θητεία του ως χορευτής. Μέσα από το πλούσιο βιογραφικό του, αξίζει επιπλέον να επισημάνουμε ότι υπήρξε μέσα στη «χρυσή» ομάδα των αποφοίτων του 1970 που ίδρυσαν το «Ελεύθερο Θέατρο» και δημιούργησαν αργότερα το θέατρο «Αμόρε». Εμφανίστηκε επίσης στο κινηματογράφο σε ταινίες των Θόδωρου Αγγελόπουλου και Παντελή Βούλγαρη. Για τους νεότερους, τηλεοπτικά το πιο πρόσφατό του εγχείρημα αποτελεί ο ρόλος του πατέρα του Αλέκου Συσσοβίτη και του Αλέξη Γεωργούλη, αποσπώντας τις καλύτερες κριτικές στη κωμική σειρά «Είσαι το ταίρι μου». Νικημένος από την επάρατη νόσο, άφησε τη τελευταία του πνοή σε ηλικία 64 ετών.
Γιάννης Δαλιανίδης (31 Δεκεμβρίου 1923 – 16 Οκτωβρίου 2010)
Ένα όνομα, μια ιστορία! Και τι ιστορία… Ολόκληρη η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου βασίζεται στο ταλέντο και τα τεράστια αποθέματα της ψυχής του! Ένα άσπρο πανί που πρόβαλλε διαφημίσεις κάποτε σε έναν από τους χώρους της «Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης» αποδείχτηκε η τέλεια αφορμή για να καταλάβει πως ήταν γεννημένος μόνο γι’ αυτό: να αφιερωθεί στο σινεμά! Ο Γιάννης Δαλιανίδης, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, ξεκίνησε τη καριέρα του ως «Γιάννης Νταλ» με την ιδιότητα του χορευτή και χορογράφου. Όμως το 1958 αλλάζει ρότα και παρουσιάζει στο ευρύ κοινό το σενάριο της πρώτης του ταινίας.
Ο Γιάννης Δαλιανίδης ανέδειξε ηθοποιούς και «έχτισε» καριέρες. Έντονα παραδείγματα η επιστήθια φίλη του Μάρθα Καραγιάννη, ο Κώστας Βουτσάς, η Χλόη Λιάσκου, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Ανδρέας Ντούζος, η Ελένη Προκοπίου, ο Φαίδωνας Γεωργίτσης, ο Χρόνης Εξαρχάκος και τόσοι άλλοι. Ο «Κατήφορος» οριοθέτησε τη συνεργασία του με τη «Φίνος Φιλμς» και τότε είναι που είδε τους κόπους του να ανταμείβονται και τη καριέρα του να εκτινάσσεται στα ύψη! Η ταινία προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και «τάραξε τα ύδατα» του ελληνικού κινηματογράφου που μέχρι τώρα δεν είχε μάθει να προβάλλει ούτε τολμηρές σκηνές αλλά ούτε και ένα τόσο καλοδουλεμένο σενάριο. Είναι η εποχή που ο σκηνοθέτης μετονομάζει τη Ζωίτσα Κουρούκλη σε «Ζωή Λάσκαρη» και της χαρίζει το νέο της ψευδώνυμο. Και τότε αρχίζει ένας τρελλός αγώνας ταχυτήτων με εκείνον να βρίσκεται στο τιμόνι και σκηνοθετεί παραπάνω από 60 κινηματογραφικές ταινίες και σε πολλές απ’ αυτές, να φέρνει και την ευθύνη του σεναρίου. Το μεγάλο του μεράκι παρέμειναν οι «μουσικές κωμωδίες» ή αλλιώς τα musicals, είδος που τον καθιέρωσε στο χώρο, είδος που το υπηρέτησε σωστά και με επιτυχία όσο κανένας άλλος.
Τη δεκαετία του 1970 εισχωρεί στο χώρο της τηλεόρασης και εκπλήσσει αυτούς που δεν περίμεναν ότι θα μπορούσε να ξεκινήσει στη μικρή οθόνη μια δεύτερη καριέρα! Σύμφωνα με τις μετρήσεις τότε, τα σήριαλ που σκηνοθετούσε εμφάνιζαν υψηλούς δείκτες θεαματικότητας και ακόμα και σήμερα, γίνονται αναφορά από ένα μεγάλο ποσοστό θεατών που τα θυμάται, με έντονη νοσταλγική διάθεση. «Λούνα Πάρκ», «Τα λιονταράκια», «Ρετιρέ», «Οι μικρομεσαίοι» και «Το τρίτο στεφάνι» είναι μερικές από τις σειρές που γνώρισαν τρομερή απήχηση όταν προβλήθηκαν και μάλιστα, μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, αρκετές από αυτές παίζονταν ακόμα σε δεκάδες επαναλήψεις!
O Γιάννης Δαλιανίδης απεβίωσε σε ηλικία 87 ετών στο νοσοκομείο «Ερρίκος Ντυνάν» λόγω σοβαρών αναπνευστικών προβλημάτων και πολυοργανικής ανεπάρκειας. Είχε εκδηλώσει την επιθυμία η κηδεία του να είναι πολιτική και όχι θρησκευτική και σαφώς και έγινε, μιας που ο ίδιος είχε γνωστοποιήσει στο παρελθόν πως ήταν άθεος.
Σμάρω Στεφανίδου (1913 – 7 Νοεμβρίου 2010)
Μικρασιατικής καταγωγής και γεννημένη στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, ήξερε από πολύ μικρή ότι το θέατρο θα γινόταν το δεύτερο σπιτικό της. Αποφασισμένη λοιπόν να οδηγήσει το όνειρό της στην επιτυχία, έδωσε εξετάσεις και αποφοίτησε – χωρίς να το γνωρίζουν οι γονείς της! – από τη δραματική σχολή του «Εθνικού Θεάτρου». Το 1937 καταφέρνει να εισχωρήσει στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και να κερδίσει την εμπιστοσύνη της μεγάλης μας ηθοποιού, επιτρέποντας να την αντικαταστήσει δύο φορές όταν εκείνη λόγω συνθηκών αδυνατούσε να ανέβει στη σκηνή! Αμέσως μετά, τη δεκαετία του ’50 δηλαδή, ξεκινά μια συνεργασία με το θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη, τόσο στέρεα και σπουδαία, που θα «σπάσει» με το θάνατο του Έλληνα ηθοποιού αλλά θα τις χαρίσει μέχρι εκείνη την ώρα πολύτιμες εμπειρίες και αναμνήσεις. Μια σημαντική στιγμή της παρουσίας της στο θέατρο θεωρούσε πως είναι ο ρόλος της «Εκάβης» στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Γιάννη Τσαρούχη, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα. Αξιοσημείωτη ήταν όμως και η παρουσία της στο ραδιόφωνο, δανείζοντας τη φωνή της σε αναγνώσεις μυθιστορημάτων, όπως στη «Βαρώνη Σταφ» και στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή. Τη προσωπική της ζωή τη μοιράστηκε με το τραγουδιστή Βάσο Σεϊτανίδη και έζησαν ευτυχισμένα αποκτώντας μια κόρη, τη Λήδα Shantala. Μάλιστα, όπως η ίδια είχε δηλώσει σε μια εκπομπή που τις είχε αφιερώσει η κρατική τηλεόραση ένα χρόνο πριν, τις είχε μεταδώσει την αγάπη της για το θέατρο και δεν παρέλειπαν παρέα, ανελλιπώς μια φορά την εβδομάδα, να επισκέπτονται και να παρακολουθούν μια θεατρική παράσταση της επιλογής τους. Λίγο πριν το τέλος, η Σμάρω Στεφανίδου νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με καρδιακή ανεπάρκεια και τελικά έχασε τη μάχη με τη ζωή ένα φωτεινό απόγευμα του περασμένου Νοεμβρίου.
Γιώργος Φούντας (1924 – 28 Νοεμβρίου 2010)
«Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι» έλεγε εν έτει 1955 στη Μελίνα Μερκούρη και αυτή είναι μια φράση από τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη που «έχει γράψει» στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν και η ταινία που απογείωσε τη καριέρα του πρωταγωνιστή της δέκα χρόνια μετά τη πρώτη του συμμετοχή στα «Χειροκροτήματα» του Γιώργου Τζαβέλλα.
Ο Γιώργος Φούντας σπούδασε στη δραματική σχολή του «Ωδείου Αθηνών» και είχε τη τύχη να διδαχτεί τους «νόμους» της υποκριτικής από τον Αιμίλιο Βεάκη. Μελετώντας προσεχτικά όλη του τη πορεία, διαπιστώνει κανείς ότι σηματοδοτείται από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου όπως η «Μαγική Πόλη», τα «Κόκκινα Φανάρια», «Το κορίτσι με τα μαύρα», «Ψαρόγιαννος» και «Ποτέ την Κυριακή». Παρόλα αυτά, η αναγνώριση του ταλέντου του ήρθε μέσα απ’ τις ταινίες «Με τη λάμψη στα μάτια» και «Πυρετός στην άσφαλτο» και τη βράβευσή του από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κατά τις χρονιές 1966 και 1967. Με την τηλεόραση καταπιάνεται οχτώ χρόνια μετά συμμετέχοντας στη μεταφορά του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη για τη μικρή οθόνη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», αν και η αλήθεια είναι πως οι κινηματογραφικοί του ρόλοι είναι κυρίως αυτοί που έχουν μείνει χαραγμένοι στις μνήμες των θεατών. Τα τελευταία χρόνια έπασχε από Αλτσχάιμερ, μια νόσος που τον είχε ταλαιπωρήσει πολύ. Τελικά αποχαιρέτησε για το μεγάλο ταξίδι ένα μήνα πριν το τέλος της περασμένης χρονιάς, έχοντας σημειώσει ένα μεγάλο κύκλο ζωής, στα 86 του χρόνια.
Γιώργος Λεμπέσης (22 Απριλίου 1930 – 8 Δεκεμβρίου 2010)
Ξεκίνησε ως ηθοποιός στα λεγόμενα «μπουλούκια» αλλά κατάφερε να συμπεριληφθεί στη κατηγορία με τους σημαντικότερους θεατράνθρωπους της χώρας του. Η αγάπη του για το θέατρο απεριόριστη, οι παραστάσεις που βοήθησε να ανεβούν στο θεατρικό σανίδι αμέτρητες και συνάμα αυτές που άφησαν εποχή λόγω της ποιότητας και της αποδοχής τους από κοινό και κριτικούς. Ο Γιώργος Λεμπέσης υπηρέτησε το θέατρο για παραπάνω από 50 χρόνια και απέδειξε πόσο βαθιά γνώριζε το αντικείμενο της δουλειάς του, επιλέγοντας κάθε του κίνηση με αγάπη, εκτίμηση και σεβασμό προς τους πρωταγωνιστές, σκηνοθέτες και λοιπούς συντελεστές του χώρου. Το όνομά του έχει συνδεθεί κυρίως με το θέατρο «Λαμπέτη» και τους θιάσους του Γρηγόρη Βαλτινού και της Κάτιας Δανδουλάκη αλλά θα είναι άδικο να αγνοήσουμε τα υπόλοιπα θεατρικά του σπίτια όπως το «Αττικόν», «Μινώα», «Αλίκη», «Κάππα», «Αθήναιον», «Πορεία», «Βεάκη» και τις συνεργασίες του με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού θεάτρου όπως η Έλλη Λαμπέτη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Νόνικα Γαληνέα και πολλοί άλλοι. Η ιστορία του πάντως επίσημα ως θεατρικός επιχειρηματίας ξεκινάει στο «Κεντρικόν» (από τα καλύτερα θέατρα εκείνη την εποχή) και το 1976 με τα «Μαθήματα γάμου» από το θίασο του Αγγελου Αντωνόπουλου, αν και οι πρώτες του απόπειρες καταγράφονται αρχικά το 1961 στους θιάσους του Δημήτρη Χορν και μετέπειτα σε εκείνον της Τζένης Καρέζη με το «τίτλο» του διαχειριστή και διευθυντή σκηνής. Έκτοτε διαγράφει μια λαμπρή πορεία με νεοελληνικά, κλασσικά έργα, επιθεωρήσεις και musicals και η Νινέτα Λεμπέση, σύντροφος και αρωγός του, στάθηκε στο πλάι του ως η πολυτιμότερη συνεργάτιδά του και συνεχίζει πλέον με τις δικές της δυνάμεις το θεάρεστο έργο για το οποίο πάλεψαν παρέα πολλά χρόνια.
Τασσώ Καββαδία (10 Ιανουαρίου 1921 – 19 Δεκεμβρίου 2010)
Η «κοκκάλω» του ελληνικού κινηματογράφου, έτσι όπως την αποκαλούσε η αείμνηστη Ρένα Βλαχοπούλου στη ταινία «Μια τρελλή τρελλή σαραντάρα», έφυγε πλήρης ημερών πριν λίγο καιρό από κοντά μας σε ηλικία 89 χρόνων. Γεννήθηκε στη Πάτρα αλλά σπούδασε πιάνο στην Αθήνα καθώς και ζωγραφική – διακόσμηση στο Παρίσι. Ιδιαίτερα μορφωμένη για τα δεδομένα της εποχής, δεν επαναπαύτηκε καθόλου και επέλεξε να μαθητεύσει δίπλα στο Γιάννη Τσαρούχη στους τομείς της σκηνογραφίας και της ενδυματολογίας. Η δίψα της για μάθηση την οδήγησε και μέχρι τα σκαλιά της δραματικής σχολής του «Θεάτρου Τέχνης» όπου αποφοίτησε έχοντας ως δάσκαλο τον Κάρολο Κουν. Όμως, ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν, εργάστηκε στο ραδιόφωνο από το 1954 ως το 1967 και τη περίοδο 1955 – 1969 ασχολήθηκε με τις απαιτήσεις του ελληνικού Τύπου ως συντάκτρια του ελεύθερου και καλλιτεχνικού ρεπορτάζ. Καθιερώθηκε στο ρόλο της κακιάς λόγω του παρουσιαστικού της που ήταν κάτι παραπάνω από πειστικό για τους συγκεκριμένους ρόλους, αλλά η ίδια απλά τους ονομάτιζε ως «αυστηρούς» και με βάση αυτά τα οποία τραβούσε από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές, δικαιολογούσε πλήρως τις αντιδράσεις της! Και ενώ την ώρα που άλλοι συνάδελφοί της αποφασίζουν να αποσυρθούν νωρίτερα από την ενεργό δράση, εκείνη μας άφησε παράλληλα και πλούσιο υλικό αφού πριν δέκα χρόνια περίπου συμμετείχε σε τηλεοπτικές σειρές στη κρατική και ιδιωτική τηλεόραση («Ανίσχυρα ψεύδη», «Παππούδες εν δράσει», «Για μια γυναίκα και ένα αυτοκίνητο») αλλά και στο κινηματογράφο («Θηλυκή εταιρεία», «Φοβού τους Έλληνες» και άλλες). Αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση είναι πως ενώ υπηρέτησε πιστά το θέατρο με σπουδαία έργα από ολόκληρο το φάσμα του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου, επέλεξε από θέση και μόνο να μην συμμετάσχει ποτέ σε αρχαία τραγωδία. Και ο λόγος; Γιατί, όπως έλεγε, τη σεβόταν πάρα πολύ…
ΚΟΠΗ ΠΙΤΑΣ…
Ποιός θα είναι ο τυχερός αυτής της χρονιάς;;; Σε ποιόν θα πέσει το φλουρί της βασιλόπιτας;;; Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος οι θίασοι της Αθήνας συγκεντρώθηκαν στα θέατρα που τους φιλοξενούν γα να τηρήσουν το καθιερωμένο έθιμο… Τη κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας! Φωτογραφίες παραθέτονται από τα θέατρα «Πόρτα», «Ζίνα», «Βεάκη», «Τζένη Καρέζη», «Προσκήνιο» και «Γκλόρια» και αποδεικνύουν του λόγου το αληθές! Καλή Χρονιά σε όλους!
Θέατρο Πόρτα
Θέατρο Ζήνα
Θέατρο Βεάκη
Θέατρο Τζένη Καρέζη
Θέατρο Προσκήνιο
Θέατρο Γκλόρια