Πάμε Θέατρο| Αφιέρωμα στον Ίψεν με τέσσερα έργα τη φετινή θεατρική σεζόν!
Ο Ερρικός Ίψεν καταγόταν από μια πλούσια Νορβηγική οικογένεια που ξέπεσε οικονομικά και κοινωνικά. Αποτελεί έναν από τους πολυγραφότερους και πρωτοπόρους εκπροσώπους της σύγχρονης δραματουργίας έχοντας προσφέρει μερικά από τα κλασσικότερα έργα στην ιστορία του θεάτρου όπως τα: «Το κουκλόσπιτο», «Ο Εχθρός του Λαού», «Έντα Γκάμπλερ», «Βρυκόλακες» και «ο Αυτοκράτορας και ο Γαλιλαίος», ενώ υπήρξε και ένας σπουδαίος ποιητής. Οι θεατρολόγοι και οι φιλόλογοι σύντομα έφτασαν στην έννοια του «Ιψενισμού», ο οποίος αποδίδει, κατά τον Μαρκαντωνάτο, «τη δραματική τραγικότητα του ανθρώπου, καθώς και τον αδιάκοπο αγώνα του για εσωτερική ελευθερία». Ο Ίψεν ήταν ένας κατεξοχήν ρεαλιστικός συγγραφέας με κοινωνικές ανησυχίες που ασχολήθηκαν με μια ευρεία θεματολογία (θέση της γυναίκας στην κοινωνία, του κόστος διατήρησης του πολιτικού και κοινωνικού πλούτου, ζητήματα ηθικής τάξης, θρησκευτικότητα, οικογενειακά ζητήματα).
Η μακρά συγγραφική του πορεία έχει χωριστεί από τους μελετητές του σε τρεις θεματικές και χρονολογικές περιόδους: 1)Ποιητική ή φανταστική περίοδος (Από το έργο «Κατιλίνας» του 1850 έως το έργο «Ο Αυτοκράτορας κι ο Γαλιλαίος» του 1873), 2) Κοινωνική ή Πολεμική περίοδος (Από το έργο «Τα στηρίγματα της κοινωνίας» του 1877 έως το «Ρόσμεσχολμ» του 1886 και 3)Ψυχολογική περίοδος (Από το έργο «Η Κυρά της Θάλασσας» του 1888 έως το «Όταν ξυπνήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς» του 1900).
Αξίζει να σημειωθεί πως η Ποιητική περίοδος υπερέχει αριθμητικά, αλλά είναι λιγότερο δημοφιλής περίοδος της συγγραφικής παραγωγής του Ίψεν. Φέτος, εν έτος 2013, ανεβαίνουν τέσσερα έργα του Νορβηγού συγγραφέα: Peer Gynt (στο Θησείον αλλά και στο ΚΒΘΕ), Ένας Εχθρός του Λαού (Θέατρο Άλφα), Βρυκόλακες (στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας αλλά και στο Studio Μαυρομιχάλη) και Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν (Θέατρο Δημήτρης Χορν). Παράλληλα με τις έξι παραγωγές έργων του Ίψεν, βλέπουμε μια αυξανόμενη προβληματική γύρω από το έργο του σπουδαίου συγγραφέα, ενώ πολλές θεατρικές ομάδες ανεβάζουν παραστάσεις αντλώντας υλικό από την συγγραφική του παρακαταθήκη.
Peer Gynt (1867)
(Από την Αθηνά Ζησιμοπούλου)
Το 1867 ο Ίψεν εμπνευσμένος από ένα παλιό Νορβηγικό παραμύθι, προσαρμόζει με ποιητική γραφή τη κοινωνική του κριτική, στην εξιστόριση της ιστορίας της ζωής του Πέερ Γκυντ. Αποτελεί το πιο δύσκολο, περίπλοκο και δυσνόητο έργο του Ίψεν καθώς οι εναλλαγές του τόπου και η κάλυψη μιας μεγάλης χρονικής περιόδου κάνουν δύσκολη τη σκηνικά παρουσίαση του αλλά και τη πρόσληψή του από τον θεατή ή τον αναγνώστη.
Στο ”Πέερ Γκύντ” ο δραματουργός ασκεί έντονη κριτική στη Νορβηγική κοινωνία που ζεί μέσα σε ψευδαισθήσεις, τρέφεται με εσωτερικούς καυγάδες και παρουσιάζει μια αδυναμία θέλησης και πραγματοποίησης των επιδιώξεων. Πηγή όλων αυτών είναι η φαντασιομανία, η εσωστρέφεια της Νορβηγικής κοινωνίας και η μανία αυτοεξύψωσής της. Ο Ίψεν εντοπίζει τη ψευτιά και τη καυχησιολογία της γενιάς του και την αποδίδει με τον πιο ποιητικό τρόπο στο έπος του ”Πέερ Γκυντ” όπου ο νεαρός πρίγκιπας μέσα από τις διάφορες φάσεις της ζωής του δίνει το στίγμα αυτής της γενιάς, λέγοντας πολλά επιπόλαια ψέματα στους γύρω του και παραποιώντας τη πραγματικότητα. Ζει σ’έναν δικό του φανταστικό κόσμο, όπου περιτριγυρίζεται από παραμύθια, φανταστικές παρουσίες και καταστάσεις. Παρουσιάζεται επιπόλαιος, αυθόρμητος, λαϊκός, αφελής και παραμυθάς ενώ στο πλάι του βρίσκεται πάντα η αγαπημένη του Σολβέιγ που σα μιαν άλλη Πηνελόπη, που η βαθειά της αγάπη την κάνει να τον περιμένει και ανέχεται τα πάντα απ’αυτόν.
Παρουσιάζεται στο Θέατρο Θησείον από τους Αντιγόνη Φρυδά, Ελένη Ζαραφίδου και Βαλάντη Φράγκου που παίζουν και σκηνοθετούν τη παράσταση. Είναι η ομάδα «The 3rd person theatre group» που έχει βραβευτεί με τη διεθνή υποτροφία Ibsen Scholarship το 2013.
Διαβάστε την κριτική μας εδώ
(Από την ομάδα «The 3rd person theatre group»)
Πως δούλεψε η ομάδα και για ποιο λόγο το διαλέξαμε.
Το έργο PEΕR GYNT ξεκινά και τελειώνει με ένα δίπολο. Ο Περ, απ’ τη μια μεριά, ως εκπρόσωπος ενός πολιτισμού που αποθεώνει την ατομικότητα, αντιπροσωπεύει το χάος και η Σούλβαιγ, σύμβολο της αιώνιας πίστης, ενσαρκώνει τη συγκέντρωση ως μια μορφή αντίστασης.
Προσεγγίζουμε την περιπέτεια του Περ, ως ένα προσωπικό ταξίδι υποσυνειδήτου, μια περιπλάνηση στα όρια της φαντασίας και της πραγματικότητας, με σκοπό, μαθητεύοντας δίπλα στον Περ, να εξερευνήσουμε το χωρίς όρια της ανθρώπινης εμπειρίας για να λυτρωθούμε από την αγωνία του ανεκπλήρωτου, να γευτούμε ένα είδος κάθαρσης.
Διατρέχουμε , λοιπόν, το έργο μέσα από 3 άξονες, Per Gynt, Όσε, Σούλβαιγ. Ο Περ, ως βασικός άξονας που αντιπροσωπεύει τη ζωή, ένα πλάσμα που ανταγωνίζεται τη φύση και ξεπερνά το προσπαθεί να την ξεπεράσει, θάνατο μέσα απ το κυνήγι της εξουσίας. Γύρω του υπάρχει η Όσε, η μητέρα του και η Σούλβαιγ, η αγαπημένη του. Η Όσε, προσωποποίηση της μάνας γης, της πατρίδας του και η Σούλβαιγ, σύμβολο της πίστης και της συγχώρεσης, γίνονται οι 2 επιπλέον πόλοι του έργου.
Έτσι, η ζωή του Περ, οι ποικίλες περιπέτειες του, εκτός από μια πραγματική διαδρομή, γίνονται και ένα ονειρικό ταξίδι υποσυνειδήτου και όλοι οι ήρωες που συναντά παίρνουν τα πρόσωπα της Όσε και της Σούλβαιγ. Η Σούλβαιγ μεταμορφώνεται σε όλες τις γυναικείες φιγούρες της περιπέτειας, Ίγριδ, Πρασινοντυμένη, Ανίτρα κτλ και η Όσε μετατρέπεται στην υπερβατική φιγούρα που τον ακολουθεί παντού, μεταμφιεζόμενη σε πολλές μορφές,
Δόβρε, Μπεκρίφενφελντ, Κουμπάς , Πάστορας κτλ. Η Σούλβαιγ σε όλες τις μεταμφιέσεις δεν αποκαλύπτει ποτέ το πρόσωπο της, χρήση μάσκας.
Αυτοί οι 3 άξονες τοποθετούνται σε ένα σύμπαν άχρονο, άτοπο, έναν μη τόπο. Ιδανικά όλοι οι τόποι. Ένα σταυροδρόμι, σημείο συνάντησης που γεννά δράσεις σαν αφορμές εξέλιξης μιας ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα τις ματαιώνει για να δημιουργήσει καινούριες μέσα σ ένα καθεστώς ιλιγγιώδους ταχύτητας.
Υπόθεση του έργου:
Ο Πεερ Γκυντ είναι ένα έργο γραμμένο σε πέντε πράξεις. Ο Ιψεν εμπνευσμενος από τους Νορβηγικούς μύθους, δημιουργεί έναν ήρωα που ξεκινά ενα ταξίδι περιπλάνισης από την πατρίδα του τη Νορβηγία, με στόχο να γίνει μύθος. Μέσα στο ταξίδι αυτό συναντά αμέτρητα πρόσωπα και μέρη, αλήθινα και φανταστικά. Ζει ποικίλες περιπέτειες στην προσπάθεια του να κατακτήσει τον κόσμο και επιστρέφει στην πατρίδα του γέρος πια. Σε όλη τη διάρκεια του μεγάλου του ταξιδιού, που κράτα όλη του τη ζωή, ΄΄συνοδοιπόρος΄΄ είναι και η αγαπημένη του Σούλβαιγ που αφοσιωμένη τον περιμένει να γυρίσει. Ο Ιψεν μέσα από τον Πεερ Γκυντ, ένα κατά τα αλλα αρνητικό ήρωα καταφέρνει να αποθεώσει την ίδια τη ζωη.
(Από την Άννα Χαρμαντζή)
Το έργο γράφτηκε το 1867 και είναι βασισμένο σε ένα νορβηγικό παραμύθι… Ανεβαίνει στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη, με τους Γιώργο Βουρδάμη-Μαυρογένη, Χρίστο Στυλιανού, Ιορδάνη Αϊβαζόγλου και Δημήτρη Σιακάρα να κρατούν τους τέσσερις ρόλους του Πέερ Γκυντ. Ένα έργο πλούσιο, ένα παραμύθι που δεδομένων των δυνατοτήτων που έχει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος μπορεί να αναδειχθεί στην ολότητα του. Με τη χρήση πολλών σκηνικών, τη χρήση πολλών ηχητικών και σκηνικών εφέ, μεταφέρεται ο θεατής νοητά από την αρχή ως το τέλος στο σύνολο των πέντε πράξεων του έργου, με τον ένα Πέερ Γκύντ να δίνει τη σκυτάλη στον επόμενο με ένα κόκκινο μαντήλι περασμένο στο λαιμό…
Βρυκόλακες (1881)
(Από τον Αναστάση Πινακουλάκη)
Το έργο γράφτηκε το 1881 κι ανήκει στην Κοινωνική ή Πολεμική περίοδο. Αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Ίψεν και συνάμα ένα εξαιρετικά ανθρώπινο έργο, ενώ τον ρόλο της κυρίας Άλβιγκ έχει ενσαρκώσει στο παρελθόν η αλησμόνητη Κατίνα Παξινού.
Υπόθεση: Η κυρία Άλβιγκ είναι μια γυναίκα της υψηλής κοινωνίας και χήρα ενός επιφανούς άντρα. Έχει έναν γιο τον Όσβαλτ τον οποίο τον έδιωξε από το σπίτι όταν ήταν ακόμα μικρός για να μορφωθεί και για να μείνει μακριά από τον πατέρα του. Ζει στο σπίτι της με μια παρακόρη, την Ρεγγίνα, μια φιλομαθή και ευγενική κοπέλα. Ο πατέρας της, είναι ένας μέθυσος που αναζητά το χρήμα και εκμεταλλεύεται τους γύρω του. Η υπόθεση ξεκινά με τον πάστορα Μάντερς να οργανώνει μια μεγάλη τελετή για τα εγκαίνια ενός ορφανοτροφείου που οικοδομήθηκε με χορηγίες της κυρίας Άλβιγκ. Ο ερχόμος του γιου της, Όσβαλτ και τα «φαντάσματα του παρελθόντος» θα ταράξουν τη φαινομενικά ήρεμη ζωή της κυρίας Άλβιγκ και σκοτεινές αλήθειες θα βρουν το φως.
Διάφοροι θεατρολόγοι, μετονομάζουν τους Βρυκόλακες σε «Τραγωδία της Μάνας» καθώς η κυρία Άλβιγκ μεγάλωσε δύσκολα στο πλευρό του συζύγου της και βιώνει τον πόνο με την αρρώστια του γιου της. Το έργο θυμίζει αρχαιοελληνική τραγωδία, καθώς οι ήρωες αποδέχονται μοιρολατρικά την κατάσταση τους και μαθαίνουν να ζουν με αυτή περιμένοντας το θάνατο. Ο Όσβαλτ έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του μια αρρώστια που τον κάνει να πεθαίνει μέρα με τη μέρα («Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα») κι αναζητά την λύτρωση μέσα από τη μητέρα του, τη Ρεγγίνα αλλά και τη μορφίνη που τον κρατά ήρεμο. Η τραγικότητα του βρίσκεται στο γεγονός πως δεν ευθύνεται αυτός για την αρρώστια του, αλλά ο πατέρας του και πως η ζωή του είναι αβέβαιη και ο θάνατος τον καρτερεί στη γωνία. Οι καταστάσεις τον έδιωξαν από την πατρική του οικογενειακή εστία, ο καλλιτεχνικός κόσμος τον σνόμπαρε και η κοινωνία με την προσωποποίηση του πάστορα Μάντερς τον απέκλεισε από τα ήθη της. Ο Όσβαλτ είναι ένα εξαρτημένο ον, εξαρτημένο στο αλκοόλ, το κάπνισμα, τη μορφίνη, το σεξ, τη μάνα του και βρίσκεται σε ένα ψυχολογικό και δημιουργικό αδιέξοδο.
Η κυρία Άλβιγκ είναι μια γυναίκα στερημένη, μαινόμενη από την κοινωνία, μια τραγική φιγούρα που προσπαθούσε να φέρει στη ζωή τον άντρα της και τώρα τον γιο της. Αποτελεί έναν ιδιαιτέρως ενδιαφέρον χαρακτήρα και χρίζει περαιτέρω θεατρολογικών και ψυχαναλυτικών συζητήσεων. Παντρεύτηκε έναν πλούσιο άντρα όχι από έρωτα και σύντομα παγιδεύτηκε σε μια αρρωστημένη σχέση που την έκανε δυστυχισμένη. Για την κοινωνία ήταν πάντα μια φιλήσυχη γυναίκα που στεκόταν στο πλευρό του άντρα της και δεν αντιτασσόταν στα πρέπει της κοινωνίας και της εκκλησίας. Όσο εξελίσσεται όμως το έργο, η πραγματικότητα ανατρέπεται και μια θλιβερή ιστορία έρχεται στο φως. Αποφασισμένη να αναθρέψει το γιο της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον απομακρύνει από τον πατέρα του και του επιτρέπει να ασχοληθεί με ότι τον ευχαριστεί, αλλά στο πέρας του χρόνου θα κριθεί ως μια απόμακρη μητέρα που δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσει πραγματικά το γιο της.
Το έργο ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας με τους Μπέτυ Αρβανίτη, Κώστα Βασαρδάνη, Νίκο Χατζόπουλο, Γιώργο Κέντρο και Μαρία Κίτσου.Ταυτόχρονα το έργο παρουσιάζεται σε απόδοση και σκηνοθεσία Ζωής Ξανθοπούλου στο Studio Μαυρομιχάλη.
Ένας Εχθρός του Λαού (1882)
(Από την Αθηνά Ζησιμοπούλου)
Η δεύτερη περίοδος συγγραφής του Ίψεν είναι η ‘’Κοινωνική ή Πολεμική’’ περίοδος με διάρκεια περίπου 10 χρόνων. Εδώ βρίσκουμε αριστουργήματα που καταπιάνονται με τα φλέγοντα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής του, τα οποία σχολιάζει κριτικά και παράλληλα παρουσιάζει την επίδρασή τους στη ζωή του κάθε ατόμου ξεχωριστά, όπως τους ” Βρικόλακες”, το ”Ρόσμερχολμ”, η ”Αγριόπαπια”, το ”Κουκλόσπιτο” και ”Τα στηρίγματα της κοινωνίας”.
Σ’αυτή τη περίοδο ανήκει και το ” Ένας Εχθρός του Λαού ” γραμμένο το 1882. Πρόκειται για ένα έργο με ρίζες εκτός από πολιτικοκοινωνικές αλλά και με αυτοβιογραφικές αφού αποτελεί τη σπαραχτική κραυγή της καρδιάς του για μια υγιή, δίκαιη και ανθρωπιστική κοινωνία. Βλέπουμε έναν άντρα αισιόδοξο, επαναστάτη και ιδεολόγο, προσπαθώντας να σώσει την πόλη του δείχνοντας τον σωστό και ηθικό δρόμο, να θεωρείται εχθρός της, πέφτοντας θύμα της πολιτικής διαφθοράς, της αισχροκέρδιας και της άρσης της ελευθερίας του λόγου. Ο γιατρός Στόκμαν ζει ένα δράμα νοιώθοντας ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με μια διεφθαρμένη κοινωνία, αλλά και ότι κανείς δεν αναγνωρίζει την ευγένεια της αγνής και τίμιας πρόθεσης του.
Το έργο ανεβαίνει σε διασκευή στο Θέατρο Άλφα σε σκηνοθεσία και στο ρόλο του γιατρού ο Στέφανος Ληναίος και στο πλάι του όπως πάντα η Έλλη Φωτίου.
Διαβάστε την κριτική μας εδώ
Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν (1896)
(Από την Άννα Χαρμαντζή)
Το έργο γράφτηκε το 1896 και είναι ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Ίψεν και σίγουρα το πιο ολοκληρωμένο… Θέμα του έργου η πάλη μεταξύ της αγάπης και της εξουσίας… Ο Τζόν Γαβριήλ Μπόρκμαν, γιος μεταλλουργού ονειρευόταν από πάντα να γίνει πλούσιος, ισχυρός και να διαθέτει μεγάλη δύναμη και εξουσία στα χέρια του. Δίπλα του αρωγός θα σταθεί ο φίλος του, δικηγόρος Χίνκελ, που θα του ζητήσει όμως ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που θα του προσφέρει να θυσιάσει την αγάπη του για την Έλλα Ρέντχαιμ, επειδή την αγαπούσε ο ίδιος. Και ο Τζον Γαβριήλ θα το πράξει και αργότερα θα παντρευτεί τη δίδυμη αδερφή της την Γκούνχιλντ και θα αποκτήσει ένα γιό τον Έρχαρντ… Θα γίνει διευθυντής τραπέζης, αλλά το πάθος του για εξουσία δε θα σταματήσει εκεί… Ήθελε να γίνει υπουργός και να έχει στα χέρια του ακόμη περισσότερη δύναμη. Αυτό ήταν που τον οδήγησε να προχωρήσει στην κατάχρηση των καταθέσεων της τράπεζας, αλλά ο παλιός του φίλος και δικηγόρος Χίνκελ τον κατέδωσε στην αστυνομία, επειδή η Έλλα τελικά δεν ενέδωσε στον έρωτα του, και ο Τζον Γαβριήλ έμεινε φυλακισμένος για πέντε χρόνια. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων ο γιός του Έρχαρντ, μεγάλωνε με την Έλλα στο πατρικό που είχε σώσει η ίδια από τα χρέη, για να γυρίσει λίγα χρόνια αργότερα στο σπίτι του. Η αυλαία ανοίγει, όταν η Έλλα χτυπημένη από την αρρώστια καταφθάνει στο σπίτι της αδερφής της ικετεύοντας την να γυρίσει ο Έρχαρντ κοντά της και να αλλάξει το όνομα του για να μην χαθεί το όνομα της… Ο Μπόρκμαν παραμένει κλεισμένος μέσα στο σπίτι του, σε μια ιδιότυπη φυλακή, χωρίς καμία επαφή με τη γυναίκα του Γκούνχιλντ που δεν θέλει να τον ξέρει μετά τον εξευτελισμό που υπέστην εξαιτίας του. Η αγάπη όμως μεταξύ της Έλλας και του Τζόν Γαβριήλ δεν έχει σβήσει… Παραμένει τόσο δυνατή όσο και παλιά…
Κεντρικό ρόλο στο έργο παίζει το πάθος του Μπόρκμαν για εξουσία, αλλά και η ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του μετά την αποφυλάκιση του, ότι θα επανέλθει στην πρότερη κατάσταση του, περιμένοντας τη στιγμή που θα του ζητήσουν να επιστρέψει στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας. Παράλληλα, έκδηλη είναι και η σημασία της αγάπης στο έργο που χάνεται στο βωμό του πάθους για εξουσία, αλλά και η αργοπορημένη συνειδητοποίηση πως για μια φιλοδοξία δεν πρέπει κανείς να θυσιάζει την αγάπη του…
Το έργο ανεβαίνει στο Θέατρο Δημήτρης Χόρν, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και στους πρωταγωνιστικούς ρόλους τον Γιώργο Κιμούλη, την Πέμυ Ζούνη και τη Σμαράγδα Σμυρναίου.
Έντα Γκάμπλερ
Στην ίδια περίοδο ανήκει και η Έντα Γκάμπλερ που γράφτηκε το 1890 κι αποτελεί το πιο πολυανεβασμένο έργο του Ίψεν στην Ελλάδα. Θέμα του έργου είναι η πάλη της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία προκειμένου να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές αντιξοότητες. Κόρη του στρατηγού Γκάμπλερ, η Έντα μεγάλωσε χωρίς τη μητέρα της, χωρίς ένα κλίμα που να παραπέμπει στο τρυφερό κλίμα της παιδικής ηλικίας. Ως παιδί περιτριγυριζόταν από όπλα και γαλουχήθηκε με την έπαρση του στρατιωτικού πατέρα της. Είναι αυτή η ατίθαση φύση της που θα θελήσει αργότερα να υποτάξει χωρίς ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα… Μεγαλώνοντας θα γνωρίσει τον Έϋλερτ Λέβμποργκ, τον οποίο ωστόσο θα παρατήσει λίγο αργότερα γιατί δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τα κοινωνικά ιδανικά στα οποία δεν πιστεύει. Δεν θα καταφέρει να υπερασπιστεί τα αισθήματα της μπροστά στο ηθικούς κανόνες που έβαζε η κοινωνία για τις γυναίκες της εποχής. Λίγα χρόνια αργότερα ο πατέρας της θα φύγει από τη ζωή και η άλλοτε ανυπότακτη και τρικυμιώδης Έντα θα αναγκαστεί να συμβιβαστεί και να παντρευτεί έναν καθηγητή, κατώτερης κοινωνικής τάξης από τη δική της, τον Τεσμαν απλά και μόνο για να μπορεί να συντηρείται… Και αν για κάποιες ηρωίδες αυτό θα ήταν απόλαυση, για την Έντα Γκάμπλερ αυτό δεν ήταν παρά μια απέραντη πλήξη… Τα πράγματα όμως θα ξεκινήσουν να περιπλέκονται όταν ο Λέβμποργκ θα εμφανιστεί ξανά στο προσκήνιο, ως καταξιωμένος στοχαστής, παλιός παιδαγωγός των παιδιών του δημοσίου λειτουργού κ. Ελβστετ, και διατηρώντας δεσμό με την γκουβερνάντα του Τέα. Όταν ο Λέβμποργκ θα αναδυθεί ως ο παλιός αντίπαλος του Τεσμαν, τότε η Έντα θα χάσει τη δυνατότητα της αυτοσυγκράτησης της και θα ξεκινήσει να επιδίδεται στο παιχνίδι του ρίσκου στο οποίο τόσο αρέσκεται… Θα ζηλέψει την Τέα για την θέση που έχει στη ζωή του Λέβμποργκ, θα σκίσει το χειρόγραφο στο οποίο βασιζόταν για την επόμενη έκδοση του βιβλίου του και θα τον οδηγήσει ουσιαστικά στην αυτοκτονία δίνοντας του η ίδια το όπλο… Υπήρχε όμως μάρτυρας κατά τη διάρκεια του φονικού, ένας ηλικιωμένος κύριος με τον οποίο η Έντα μιλούσε κατά διαστήματα, και βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να εκβιάζεται από αυτόν. Μη θέλοντας να υποκύψει στις ορέξεις του τελευταίου, κάνει χρήση του δεύτερου πιστολιού του στρατηγού Γκάμπλερ και αυτοκτονεί στο δωμάτιο του σπιτιού της…
Είναι από τα ελάχιστα έργα στα οποία ο Ίψεν είναι τόσο αυστηρός με τον προσδιορισμό της ηλικίας της ηρωίδας… Αυστηρά 29 χρονών… Αυτό έχει να κάνει με την εκρηκτικότητα του χαρακτήρα της σ’ αυτήν την περίοδο της ζωής της, καθώς κυριαρχείται από απελπισία, πλήξη για τα πάντα και μια περίεργη “τρέλα”… Από τις ελάχιστες φορές που ανέβηκε με 29χρονη ηρωίδα στην ελληνική θεατρική σκηνή ήταν με τη Μαρίνα Ασλάνογλου στο Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου τον Οκτώβρη του 2008.