Πάμε Θέατρο | Αλεξάνδρα Αϊδίνη: «Ένας λογοτεχνικός ήρωας είναι ανοιχτός στη φαντασία του αναγνώστη. Εμείς δείχνουμε απλώς μια εκδοχή του»
Παλεύω με τις λέξεις για να γράψω την εισαγωγή σε αυτή τη συνέντευξη αλλά δεν τα καταφέρνω. Τα συναισθήματα με κυριεύουν και φοβάμαι πως δε θα μπορέσω να είμαι επαρκής σε αυτά που πρέπει και θέλω να πω. Από την πρώτη στιγμή που την είδα στην παράσταση «Αν Αργήσω Κοιμήσου» πριν 3 χρόνια, την ερωτεύτηκα παράφορα (αν μου επιτρέπεται η χρήση αυτού του ρήματος) για την ενέργεια και τη ρομαντική αθωότητα που εξέπεμπε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως επειδή η παράσταση έριχνε εκείνη τη μέρα αυλαία μετά από δυο χρόνια επιτυχημένης πορείας, έκλαιγε σχεδόν σε όλο το δεύτερο μέρος της παράστασης. Τότε δεν τη γνώριζα ούτε καν σα φυσιογνωμία, αλλά επειδή ταίριαζε με το ρομαντικό χαρακτήρα του έργου ένιωσα στο πετσί μου την ειλικρίνεια και το θησαυρό που φέρει μαζί της, ένα θησαυρό που θα μπορούσα να περιγράψω με την αίσθηση του ποιήματος Αντικλείδια του Παυλόπουλου, πως είναι σαν την Ποίηση που ενώ είναι ανοιχτή σε όλους, κλείνει σε αυτούς που βλέπουν το θησαυρό που κλείνει μέσα. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που μόνο να τους αγαπήσεις μπορείς. Έκτοτε, ακολούθησαν οι παραστάσεις «Αυλή των Θαυμάτων» του Γ. Κακλέα, «Στου Κουτρούλη ο Γάμος» του Β. Παπαβασιλείου, «Η Μικρή μας Πόλη» του Τ.Τζαμαργιά, ενώ φέτος συμμετείχε στη θεατρική διασκευή του έργου «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Γ. Κακλέα πλάι στον Άρη Σερβετάλη. Δεν είμαι σίγουρος τι είναι αυτό πάνω της που την κάνει τόσο απτή και ταυτόχρονα τόσο αφηρημένη σα μια χίμαιρα, αλλά όπως με σαγηνεύει αβίαστα. Αυτό τον καιρό ολοκληρώνει τις πρόβες της για τη «Μεγάλη Χίμαιρα» , το επικό ρομαντικό μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση, καθώς θα πρωταγωνιστήσει στη θεατρική του διασκευή με τον πολυπρισματικό ρόλο της Μαρίνας, τον όποιο όπως μας τονίζει «δε θα ενσαρκώσει, αλλά θα φέρει απλώς μια εκδοχή του» καθώς έτσι συμβαίνει με όλους τους μεγάλους λογοτεχνικούς ήρωες.
Όταν πρωτοδιάβασες τη Μεγάλη Χίμαιρα πως το βίωσες; Που στάθηκες περισσότερο; Διάβασα τη Μεγάλη Χίμαιρα σε μια περίοδο που ήμουν πολύ ευτυχισμένη, ήμουν ερωτευμένη. Βρισκόμουν στην Τήνο οπότε ζωντάνευαν όλα τα τοπία που περιγράφονται γύρω μου. Παρόλο που είναι ένα πολύπλοκο μυθιστόρημα, είχε μέσα μου μια ροή που με τράβηξε και το διάβασα σε δύο μέρες, σα να με ήπιε ολόκληρη. Στάθηκα περισσότερο στο γήινο, στο πολύ ανθρώπινο κομμάτι των χαρακτήρων. Μου φαινόντουσαν όλα πολύ φυσικά και νομοτελειακά προδιαγεγραμμένα. Ένιωθα σα να έβλεπα μια ταινία που τα είχε όλα μέσα, ομορφιά, ταύτιση, αγωνία, τρόμο. Το διάβασα σαν παιδάκι, σα να επέστρεψα στην εφηβεία παρόλο που ήμουν γύρω στα 27. Μου φάνηκε τρομερά σύγχρονο και διαχρονικό το κείμενο, σαν ήταν κάτι που ήταν, είναι και θα είναι αυτό που περιγράφει ο Καραγάτσης. Εμπλέκεται το μεταφυσικό στοιχείο σα να είναι κάτι γήινο που δεν ξεχωρίζει από τον άνθρωπο. Υποδύεσαι τη Μαρίνα, μια περίτεχνα περίπλοκη γυναίκα πάνω στην οποία βασίζεται η πλοκή του έργου. Πως την αντιμετώπισες κατά την πρώτη σου εκείνη ανάγνωση; Πολλοί άνθρωποι είναι εξίσου περίπλοκοι. Εδώ, ο συγγραφέας παίρνει ένα μεγεθυντικό φακό και φτιάχνει μια υπόθεση εξαρχής περίπλοκη και δίνει όλα τα φόντα στη Μαρίνα για να είναι περίπλοκη και μυστηριώδης. Από εκεί και πέρα νομίζω ότι είναι πολύ απλή η λειτουργία της. Ακόμη κι όταν παθιάζεται ή όταν κρύβει κάτι, νιώθεις από την περιγραφή του Καραγάτση την αγωνία της για κάτι που δεν είναι στη θέση του και σιγά-σιγά της διαλύει το όνειρο. Το όνειρο είναι πάντα φανταστικό όταν άπτεται της πραγματικότητας. Η Μαρίνα ότι και να της συνέβη, τη λυπήθηκα και την αγάπησα τότε που το πρωτοδιάβασα. Είναι νομίζω φτιαγμένη για να ζει δραματικά πράγματα.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η Μαρίνα παραπέμπει σε αρχαιοελληνική τραγωδία;
Παραπέμπει νομίζω γιατί κι εκείνη έχει διαβάσει τόσο πολύ κι έχει αγαπήσει τόσο πολύ την αρχαία τραγωδία, το κλασικό πνεύμα γενικότερα που όλο αυτό έχει περάσει μέσα της και θέλει να γίνει φύση της. Αυτό που μου αρέσει στη Μαρίνα είναι ότι πατάει με το ένα πόδι στο τραγικό, στο αρχετυπικό, στο καθορισμένο και με το άλλο πατάει σε κάτι τόσο σύγχρονο, σε μια θέση τρομερά ψυχαναλυτική κι αντιδραστική, ανθρώπινη και κατανοητή. Από ένα σημείο κι ύστερα που βλέπει τα πράγματα να παίρνουν το δρόμο της τα πηγαίνει η ίδια, είναι σαν εκείνους τους ανθρώπους που λένε «αφού έχω φτάσει πάτο, θα πάω παρακάτω κι από τον πάτο».
Ενώ περιπίπτει σε ένα σερί από αδιέξοδα (οικογενειακά, ερωτικά, κοινωνικά), που βρίσκει πιστεύεις διέξοδο;
Όταν έχει το Γιάννη δίπλα της έχει μια στήριξη, με το Μηνά μπερδεύεται. Δηλαδή, ο Γιάννης είναι η Γη, ο Μηνάς είναι όλα τ’ άλλα. Όταν φεύγει ο Γιάννης, δεν έχει τίποτα, μένει μόνη της σε μια κοινωνία συντηρητική, με μια πεθερά που την εκδικείται καθημερινά, νομίζω την κυριαρχεί το ένστικτο της επιβίωσης, γίνεται ζωώδης. Κι όταν ολοκληρώνει το έργο της, το έργο της ηδονής και της καταστροφής δεν έχει νόημα πια να υπάρχει, έχει ολοκληρωθεί η αποστολή της.
Η Μαρίνα πριν έρθει στην Ελλάδα έχει μια ρομαντική εικόνα που παραπέμπει στην κλασική Ελλάδα, κι όταν έρχεται αυτή η εικόνα συντρίβεται. Τι αλλάζει μέσα της πιστεύεις;
Στο βιβλίο περιγράφεται μέσα πολύ καθαρά. Η Ελλάδα που έχει μέσα της προκύπτει από τα ομηρικά έπη και τις αρχαίες τραγωδίες, είναι όλα πολύ καθαρά και φωτεινά μέσα στο σκοτάδι τους. Όταν έρχεται σε αυτό τον τόπο σιγά-σιγά όλα βρομίζουν από την αντιφατικότητα που άλλο να τη διαβάζεις κι άλλο να τη βιώνεις πραγματικά. Είναι αυτό που λέει «το απόλυτο φως πλάι στο απόλυτο σκοτάδι», μια φράση που αλλιώς τη βλέπεις κάτω από το φως της Μυκόνου ας πούμε κι αλλιώς πλάι σε έναν άνθρωπο που τη μια στιγμή σε γοητεύει και την άλλη σου κάνει ένα συναισθηματικό τρενάκι του τρόμου. Οι Έλληνες είμαστε οι κύριοι εκπρόσωποι της αντίφασης, μπορούμε να είμαστε κι έτσι κι αλλιώς κι αυτό νομίζω εκείνη δεν μπορεί να το χειριστεί. Η κατάσταση που συναντά στη Σύρο, με τις γυναίκες που μαραζώνουν στο σπίτι τους επειδή οι άντρες τους μπαρκάρουν, είναι κάτι που δεν το έχει διαβάσει κάπου ή το έχει διαβάσει αλλά δεν το πήρε στα σοβαρά.
Αν η Μαρίνα ερχόταν σήμερα το 2014 στην Αθήνα για εκείνη την πρώτη βόλτα της με το Μηνά, πιστεύεις θα γοητευόταν το ίδιο;
Νομίζω δε θα προλάβαινε να φτάσει στην Ακρόπολη, θα διαλυόταν σαν την Αμελί μέσα στο ταξί, θα γινόταν νερό! (σ.σ. γέλια) Κι εκείνη την εποχή που ήρθε δε νομίζω πως αγάπησε την πόλη όσο αγάπησε το διαμέρισμα, την Ακρόπολη ή τα ταβερνάκια που έτρωγε. Ένα κομμάτι μου πιστεύει ότι δε θα της άρεσε καθόλου η σημερινή κατάσταση κι ένα κομμάτι μου πιστεύει ότι θα καθόταν μέσα στη φούσκα της και πάλι, θα επικεντρωνόταν και πάλι στο Μηνά, τον Παρθενώνα, τα λουλούδια της, τα ταβερνάκια και τον Παλαμά.
Πέρα από τις πολιτισμικές διαφορές, που πιστεύεις εντοπίζεται η διάσταση ανάμεσα στη Μαρίνα και τη Ρεϊζαίνα, την πεθερά της;
Πέρα από όλα τα πολιτισμικά στοιχεία (καταγωγή, θρησκεία) νομίζω είναι η ίδια η αντιμετώπιση της γυναικείας (και της ανθρώπινης) φύσης. Η Ρεϊζαίνα είναι εξοικειωμένη με την απώλεια, τη συντήρηση, την υπομονή και την περηφάνια. Η Μαρίνα από την άλλη δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα από όλα αυτά και να τα συμμεριστεί. Αρχικά της φαίνονται αξιοζήλευτα και συγκινητικά, αλλά όταν εμπλέκονται στη ζωή της και γίνονται σταδιακά η ίδια η ζωή, χάνει το χαμόγελό της. Για τη Ρεϊζαίνα όλα περιλαμβάνουν το πρέπει, για τη Μαρίνα όλο αυτό παρόλο που προσπαθεί να το επαναλάβει, δεν το καταφέρνει.
Αυτά για το έργο. Όταν σου έγινε η πρόταση από το Δημήτρη Τάρλοου να κληθείς να συμμετάσχεις σε όλο αυτό, ποια ήταν τα συναισθήματα σου;
Ένιωσα μεγάλη μου τιμή κι ευθύνη! Ένιωσα μετά από καιρό –παρόλο που έχω δουλέψει πολύ στο θέατρο κι είμαι πολύ χαρούμενη για τις συνεργασίες που έχω κάνει- πως για πρώτη φορά πρέπει να δουλέψω ξανά ένα τόσο μεγάλο όγκο υλικού και δεν ήξερα αν είχα τα όπλα για να το διαχειριστώ όλο αυτό, οπότε ένιωσα αγωνία. Ύστερα σκέφτηκα πως όλο αυτό είναι τόσο όμορφο και πρέπει όπως κάθε φορά να παίξουμε γιατί είναι τόσο μαγικό να παίζεις είτε είσαι ένα δέντρο σε ένα έργο για παιδιά, είτε παίζεις τη Μαρίνα Μπαρέ. Οπότε μπαίνεις σε αυτό τον κόσμο και λες μια ιστορία, γιατί αυτό κάνεις στο θέατρο φέρεις μια ιστορία δεν είσαι εσύ κάτι. Τώρα, όταν μιλάμε για ένα λογοτεχνικό ήρωα είναι πολύ σαγηνευτικό να νομίζεις ότι μπορείς να ικανοποιήσεις την εικόνα που έχουν πλάσει οι αναγνώστες γιατί είναι πολύ όμορφο ο καθένας να έχει τη Μαρίνα όπως την έχει πλάσει εκείνος. Εμείς προτείνουμε μια εκδοχή του ήρωα, ο θεατής είτε έχει διαβάσει είτε όχι το έργο πρέπει να αφήνεται ελεύθερος να συνθέσει περισσότερα στοιχεία από αυτά που δείχνουμε εμείς. Ένας θεατρικός ήρωας είναι φτιαγμένος για να παρασταθεί, από την άλλη ένας λογοτεχνικός είναι ανοιχτός στη φαντασία του αναγνώστη. Μέσα μου κρατάω ότι αυτό που θα δείξω στην σκηνή είναι το αποτέλεσμα της πρόβας μας, δεν είναι ο ίδιος ο ήρωας.
Στην παράσταση σας αξιοποιείται δραματουργικά η τέχνη του κινηματογράφου. Πως λειτουργεί αυτή η σχέση;
Είναι πολύ μαγικό όλο αυτό. Ο Χρήστος Δήμας ταξίδεψε στη Σύρο και σε πολλές θάλασσες και πήρε πολύ ωραία πλάνα τα οποία αξιοποιούνται ενεργά και καθοριστικά στην παράσταση μας. Όπως η θάλασσα ανταριάζει και ηρεμεί έτσι και οι ήρωες ακολουθούν. Από εκεί και πέρα, ο κινηματογράφος εξυπηρετεί και δραματουργικά με κάποιες στιγμές που τραβήξαμε, για την προϊστορία της Μαρίνας ας πούμε που δε θα είχαμε την ευκαιρία να τα δούμε διαφορετικά. Στην παράσταση κρατούμε την εποχή αλλά πολύ αφαιρετικά, ενώ στην ταινία μπορέσαμε να διατηρήσουμε την εποχή, το 1928 στο Παρίσι και το 30 στη Σύρο.
Αν έπαιρνες εσύ μια κάμερα κι έμπαινες μέσα στον καραγατσικό κόσμο, ποια σκηνή θα ήθελες να τραβήξεις για να την κρατήσεις για σένα ή για να τη δείξεις προς τα έξω; (άσχετα με τις σκηνές που γυρίσατε για την παράσταση)
Μου έρχονται πάμπολλες στο μυαλό, αλλά κάποιο λόγο μου έρχεται συνειρμικά η σκηνή που πάνε με το Γιάννη για ψάρεμα. Σε αυτή την σκηνή έχει τον περίγυρο της, φαίνεται η ωραία εικόνα της Ελλάδας, της χαράς, της βόλτας με το καΐκι, τον ήχο της θάλασσας, το πέρασμα του φωτός μες την ανατολή. Δεν ξέρω γιατί μου έρχεται αυτή η σκηνή, είναι μια απλή σκηνή γενικά, αλλά κρύβει μέσα της την ηδονή και τη χαρά του έρωτα της Μαρίνας για το Γιάννη. Από την άλλη θα κρατούσα και την σκηνή με το Μηνά στην Αθήνα, γιατί είναι τα δυο πιο προσωπικά κομμάτια, δύο τελείως διαφορετικές πλευρές της. Το πρώτο έχει να κάνει με την Ελλάδα, το Γιάννη, το φως και το άλλο έχει να κάνει με πυρετικό σκοτάδι, που δε λέγονται αυτά που θέλουν οι ήρωες, μιλάνε για Σικελιανό. Αυτή η δεύτερη σκηνή είναι αυτό που λέει και ο Δημήτρης, είναι LarsVonTrier, δεν είναι απλή σκηνή.
Σε τρεις μέρες έχεις πρεμιέρα. Πέρα από την αποδοχή του κόσμου που ήδη ήταν πολύ μεγάλη (η παράσταση έγινε soldoutτην πρώτη μέρα της προπώλησης), πως αισθάνεσαι που συμμετέχεις στο Φεστιβάλ Αθηνών και που θα ανέβεις στην σκηνή του κτιρίου της Πειραιώς;
Ιδρώνουν οι παλάμες μου! Νομίζω ότι έχω κάνει μια δουλειά εδώ και μήνες και τελικά θ’ ανέβει μια άλλη ηθοποιός στην σκηνή να παίξει το ρόλο μου. Έχω αυτή την αίσθηση, ακόμα δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Από την άλλη ανυπομονώ να μοιραστούμε αυτή την ιστορία, να μην είμαστε μόνοι μας, να περάσουν 2μιση ώρες και να μοιραστούμε όλη αυτή την ένταση με τον κόσμο ασχέτως με το αν θα αρέσει ή όχι στο θεατή (και τα δυο είναι σημαντικά).
Κάποιο ευτράπελο που έχεις να θυμάσαι από τις πρόβες;
Οι πρόβες ήταν πολύ σοβαρές, αλλά μετά τις πρόβες έχουμε να θυμόμαστε πολλά. Θυμάμαι ένα «χρατς» της Σοφίας Σειρλή, σε μια σκηνή που έπρεπε να ανοίξει τις κουρτίνες για να μπει το φως και να ξυπνήσει τη Μαρίνα. Της λέω «Σοφία αφού δεν έχουμε κουρτίνες να τραβήξεις δώσε μου ένα σημάδι να ανοίξω τα μάτια μου» και μπαίνει μέσα η Σοφία –όπως μου είπαν μετά οι συνάδελφοι- πολύ δυναστικά σα Ρεϊζαίνα και κάνει ένα «χρατς» και γυρνάω και της λέω «Σοφία τι κάνεις;» και μου λέει «ε χρατς κάνουν οι κουρτίνες!». Όπως καταλαβαίνεις μετά ήταν δύσκολο να βγάλουμε την σκηνή από τα γέλια.
Κλείνοντας τη συνέντευξη μας θα ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις ένα βιβλίο που έχεις διαβάσει και θα σου άρεσε να αξιοποιηθεί από εσένα ή κάποιον άλλο καλλιτέχνη είτε κινηματογραφικά είτε θεατρικά…
Συνήθως μου αρέσει ότι διαβάζω να μένει μέσα μου με την εικόνα που το είχα πλάσει. Υπάρχουν βεβαίως και φωτεινές εξαιρέσεις όπως το Αρμαντέιλ που διασκεύασαν φέτος ο Ασπιώτης και η Κίτσου. Αν θα έπρεπε να διαλέξω ένα βιβλίο, θα επέλεγα το «Ο Αφρός των Ημερών» του BorisVian. Μου προκαλεί πολλές εικόνες που έχουν μέσα τους το σουρεαλισμό και θα ήθελα να αξιοποιηθεί είτε στο θέατρο είτε στο κινηματογράφο (παρόλο που έχει γίνει ήδη ταινία).
Να ευχηθώ ολόψυχα στην Αλεξάνδρα Αϊδίνη και στους εκλεκτούς συνεργάτες της να μοιραστούν το φως που εκπέμπουν τις επόμενες μέρες που θα ανεβάσουν τη Μεγάλη Χίμαιρα στο Πειραίως 260 και να αγκαλιάσει εξίσου ο κόσμος την προσπάθεια τους το φθινόπωρο που θα επαναληφθεί η παράσταση στο Πορεία. Καλή επιτυχία!
Info:
Η παράσταση «Μεγάλη Χίμαιρα» θα ανέβει στο Φεστιβάλ Αθηνών σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου 14-17 Ιουλίου στο Κτίριο Πειραιώς 260 (περισσότερες πληροφορίες εδώ), ενώ για όσους δεν πρόλαβαν να εξασφαλίσουν μια θέση να επισημάνουμε πως η παράσταση θα επαναληφθεί στο Πορεία από το Νοέμβρη.