Πάμε Θέατρο | Χρήστος Λούλης: «Ο φόβος σου κάνει καλό γιατί επιβεβαιώνει αυτό που κάνεις»
Ο Χρήστος Λούλης είναι από εκείνους τους ηθοποιούς που αγωνίζονται ακατάπαυστα στο θέατρο σαν να κάνουν πρωταθλητισμό. Κάθε χρόνο με εκπλήσσει όλο και περισσότερο για την ωριμότητα που δείχνει, ενώ αξέχαστες θα μου μείνουν οι ερμηνείες του στον «Περικλή» που είδαμε στο Εθνικό πριν 3 χρόνια και στις «Παραλλαγές Θανάτου» που παίχτηκε το φετινό χειμώνα και τα δύο σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Πρωταγωνιστής στο θέατρο, στον κινηματογράφο και την τηλεόραση έχει επιδείξει όλα αυτά τα χρόνια διάφορες πτυχές του υποκριτικού του ταλέντου και του εαυτού του, ενώ αυτό το καλοκαίρι θα δοκιμαστεί στην κωμωδία και συγκεκριμένα στα «Παντρολογήματα» του Νικολάι Γκόγκολ (έργο που γράφτηκε το 1833) δίπλα στο Γιάννη Μπέζο και τη Ναταλία Τσαλίκη σε μια μεγάλη περιοδεία που ξεκινά από το Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Περισσότερο σθεναρός και ήρεμος παρά φοβισμένος σε αντίθεση με τον Ποτκλασιόσιν που υποδύεται στην παράσταση, ο Χ. Λούλης μας προτείνει να φοβόμαστε γιατί ο φόβος και η περιέργεια μας κινητοποιούν και μας ξυπνούν τη φαντασία.
Πως αντέδρασες όταν σου έγινε η πρόταση από το Γιάννη Μπέζο να κάνεις κωμωδία;
Στην αρχή δε σου κρύβω πως φοβήθηκα λίγο. Σκέφτηκα «ωχ, πως θα γίνει; Δεν το ξέρω αυτό το πράγμα», όχι γιατί ήταν αυτό το έργο αλλά γιατί η πρόταση ήταν από το Γιάννη Μπέζο που ξέρει τόσο καλά αυτό που κάνει. Έχει μια σκηνική γλώσσα που δε μου έχει ξανασυμβεί να τη διαχειριστώ. Μετά όμως με ενέπνευσε και με καθησύχασε λέγοντας μου «αυτά είναι ωραίο να γίνονται σα γιορτή και να μη τα φοβόμαστε πολύ».
Έρχεσαι στα Παντρολογήματα μετά από ένα χειμώνα που αναμετρήθηκες με Γιον Φόσσε και Βοκκάκιο. Πόσο διαφέρει η προσέγγισή σου και γενικότερα η δουλειά σου για τον Γκόγκολ;
Κάθε φορά προσπαθώ να είμαι ανοιχτός και να ζω. Κάθε φορά προσπαθώ δηλαδή να μην σκέφτομαι και πάρα πολύ. Ανεξάρτητα από τις φόρμες και τα είδη δραματουργίας, το κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι προσπαθείς να μην προσπαθείς.
Γνωρίζοντας τον Ιβάν Κόσμιτς Ποτκαλιόσιν, τον ήρωα που υποδύεσαι στα Παντρολογήματα τι είναι αυτό που σου είπε;
Ξέρεις καμιά φορά δε σου μιλάει ο ίδιος ο ήρωας αλλά οι άλλοι, το πλαίσιο της παράστασης, οι άνθρωποι με τους οποίους παίζεις. Ο Ποτκαλιόσιν είναι ένας ήρωας που δεν μπορεί να πει ούτε ναι ούτε όχι, ο ήρωας στον οποίο όλα μπορούν να συμβούν και να μην κάνει απολύτως τίποτα. Μπορεί να κάθεται σπίτι του χωρίς να κάνει τίποτα, αλλά τον τρώει να κάνει κάτι γιατί μάλλον πρέπει αλλά δε θέλει και πολύ. Με τον Ποτκαλιόσιν είναι σα να έχεις κολλήσει σε έναν τοίχο και δεν έχεις όρεξη να ανοίξεις μια τρύπα για να φύγεις.
Ο Ιβάν δηλώνει από την αρχή του έργου «αμετανόητος εργένης» αλλά στη συνέχεια γοητεύεται μάλλον έστω και λίγο από την έννοια του γάμου. Γιατί συμβαίνει αυτό νομίζεις;
Γοητεύεται μετά από ένα φιλί, εκείνη τη σωματική επαφή που ξυπνά μέσα μας κάτι, παραπλανεί το μυαλό και μας κάνει να νιώσουμε κάτι. Αλλά αυτό κρατά λίγο, γιατί οι στιγμές φεύγουν και ξαναέρχεται το μυαλό πίσω. Ξέρεις η δύναμη της αδράνειας είναι πολύ μεγάλη, σαν το νερό που επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση όσο κι αν το ανακατέψεις.
Πως βλέπει το γάμο αυτός ο άντρας;
Μάλλον ως κάτι το πολύ άγνωστο κι επειδή δεν έχει σχέσεις με άλλους ανθρώπους, το βλέπει με μεγάλο φόβο. Βλέπει το γάμο σαν ξεβόλεμα. Οτιδήποτε σε ξεβολεύει βάζεις τα δυνατά σου να το αναιρέσεις.
Από την άλλη ο Κατσκαριόφ, που έχει παντρευτεί, έχει διακαή πόθο να παντρευτεί ο φίλος του κι από ένα σημείο και μετά αντικαθιστά την προξενήτρα…
Αυτό συμβαίνει γιατί ο Κατσκαριόφ δεν πιστεύει ότι η προξενήτρα μπορεί να τον βοηθήσει κι επειδή ο ίδιος δυστυχεί μέσα στο γάμο του δε θέλει να δυστυχεί μόνος του, θέλει να δυστυχεί κι ο φίλος του μαζί. Επειδή θεωρεί ότι ο γάμος είναι κάτι φύσει κακό, θέλει να έχει μια παρέα στη μιζέρια του. Ο Ποτκαλιόσιν από την άλλη, ο ήρωας που υποδύομαι, έχει μια τάση να αναβάλει πράγματα, λέει ας πούμε στην προξενήτρα «πέρνα την άλλη εβδομάδα».
Αν αφήναμε στην άκρη τον Κατσκαριόφ κι έμπαινες εσύ στη θέση του, που είσαι επίσης παντρεμένος, τι θα έλεγες στον Ποτκαλιόσιν για το γάμο;
(Σ.σ. Γελάει) Θα του έλεγα πως δεν είναι ανάγκη να φοβάται πολύ, αλλά να φοβάται λίγο. Σε όλα τα πράγματα που μας αλλάζουν τη ζωή πρέπει να έχουμε λίγο φόβο. Ο λίγος φόβος κάνει καλό γιατί σου επιβεβαιώνει την κίνηση που κάνεις. Αν πας να κάνεις κάτι με λίγο φόβο, σημαίνει ότι μπαίνεις μέσα με πιο πολλά όπλα. Και δεν μιλάω σε όπλα που έχουμε σε μια μάχη –γιατί ο γάμος είναι μια μάχη- αλλά για τη σιγουριά πως μπαίνεις κάπου για το οποίο έχεις σκεφτεί αρκετά και είσαι σίγουρος γι’ αυτό που πας να κάνεις. Αν δεν είχαμε φόβο για τίποτα, θα τα κάναμε όλα και θα κινούμασταν από τη θέση μας. Αντίθετα, αν είχαμε μόνο φόβο θα κινούμασταν πάντα αλλά χωρίς καμία κατεύθυνση. Με άλλα λόγια, ο λίγος φόβος και η λίγη περιέργεια κάνουν τα πράγματα και κινούνται στον κόσμο.
Παύει ποτέ αυτός ο φόβος;
Όχι δεν παύει, ούτε και η περιέργεια. Ακόμη και την ώρα που πεθαίνουμε έχω την αίσθηση ότι παρόλο που φοβόμαστε, πρέπει να έχουμε λίγη περιέργεια για το τι συμβαίνει μετά.
Όταν ανεβαίνεις στην σκηνή φοβάσαι ακόμα;
Ναι, βέβαια. Φοβάμαι κάθε φορά που πάει να γίνει ένα έργο, που ξεκινά μια πρόβα, που πάει να ανέβει μια παράσταση, λίγο πριν την πρεμιέρα, πριν από κάθε παράσταση, αν θα καταφέρουμε να μη βαρεθούμε κι εμείς και το κοινό, αν θα δημιουργηθεί κάτι.
Ανεξάρτητα από το αν «πάει» μια παράσταση, τι είναι αυτό που σου μένει από μια παράσταση και το κοινό της όταν πέσει η αυλαία;
Τίποτα. Είναι πολύ λίγες οι φορές που μου μένει κάτι. Είναι λίγες οι παραστάσεις που είπα μετά το τέλος «τι ωραίο κοινό που είχαμε σήμερα!» και «τι ωραία σχέση φτιάξαμε!». Μετά είμαι αναγκασμένος να το ξεχάσω κι αυτό γιατί την επόμενη μέρα έχουμε μια άλλη παράσταση, ένα άλλο κοινό, μια διαφορετική μέρα. Μετά από τόσα χρόνια επαγγελματισμού, έχω χάσει την ικανότητα να εκπλήσσομαι από τις αντιδράσεις του κοινού ή την ικανότητα να περιμένω. Γιατί αν περιμένεις μια αντίδραση δεν εκπλήσσεσαι πια. Όσο περνούν τα χρόνια, προσπαθώ να σταματήσω και να περιμένω και να μην περιμένω, να βρω μια ισορροπία μέσα μου.
Τώρα που θα περιοδεύσεις μια κωμωδία, πιστεύεις ότι το κοινό που θα έρθει να δει την παράσταση, διαφέρει από το κοινό που του άρεσαν προηγούμενες δουλειές όπως οι «Παραλλαγές Θανάτου» ή «Το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα»;
Όχι δεν πιστεύω ότι διαφέρει το κοινό. Με την ίδια λογική έλεγαν κάποιοι συνάδελφοι «σήμερα είχε μπάλα, δεν ήρθε κοινό στην παράσταση», ενώ κάποιοι άλλοι μπορεί να έλεγαν «το κοινό που βλέπει μπάλα δε θα ερχόταν στο θέατρο ούτως ή άλλως». Γιατί; Μπορεί ένας θεατής τη μια μέρα να θέλει να δει μπάλα και την άλλη μέρα να θελήσει να δει μια παράσταση. Εξίσου νομίζω ένας που πάει να δει μια κωμωδία, πάει να δει με την ίδια ευκολία να δει κάτι διαφορετικό, ένα δραματικό έργο για παράδειγμα γιατί φαντάζομαι πως θέλει να δει κάτι ζωντανό. Βέβαια έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες ανθρώπων που λένε «α εγώ δεν τα μπορώ τα δραματικά, θέλω να δω κάτι για να γελάσω». Εντάξει αυτό είναι ένα σύνδρομο που έχουμε, ένα δείγμα κακής πνευματικής καλλιέργειας που πιστεύει ότι μόνο η κωμωδία μπορεί να σε κάνει να ελαφρύνεις και να διασκεδάσεις γιατί ένα άλλο θέαμα σε βαραίνει και σε κουράζει. Δε φταίει μόνο ο θεατής, αλλά φταίμε κι εμείς οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες που ανεβάζουμε ορισμένες παραστάσεις που είναι πολύ κουλτουρέ, γεμάτες με «νόημα», πολύ βαριές χωρίς να υπάρχει λόγος και καταντούν λίγο αυτιστικές χωρίς να περνούν προς τα κάτω και χωρίς να έχουν ζουμί. Με την ίδια έννοια, το δράμα είναι λιγάκι παρεξηγημένο. Όπως δε θα πρέπει να πηγαίνεις στην κωμωδία για να γελάσεις και μόνο, έτσι δε θα πρέπει να πηγαίνεις και στο δράμα για να κλάψεις και μόνο. Τα ωραία και μεγάλα πράγματα έχουν και τα δυο μέσα. Το χιούμορ είναι κάτι σπουδαίο και ανεπανάληπτο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να κρατάς την κοιλιά σου από τα γέλια. Ούτε και η συγκίνηση είναι κάτι που έχει να κάνει μόνο με κλάμα. Το σημαντικό και το ωραίο είναι να δεις κάτι που θα σου ξυπνήσει μνήμες, γιατί τότε θα έρθεις πραγματικά κοντά του και θα σου ξυπνήσει τη φαντασία για κάτι άλλο.
Τα «Παντρολογήματα» τώρα παρόλο που είναι μια κοινωνική σάτιρα που φλερτάρει με τη φάρσα, νομίζω πως διακρίνεται για τη μελαγχολία των ηρώων του…
Μιλάμε για μοναχικούς ανθρώπους που δε θέλουν να είναι μοναχικοί αλλά δεν ξέρουν και τι να κάνουν για να μην είναι. Δηλαδή θέλουν να είναι με κάποιους άλλους, χωρίς να κάνουν πίσω και χωρίς να πατήσουν πάνω στις ονειρώξεις τους και τις φαντασιώσεις τους. Η συνύπαρξη είναι κάτι πολύ σπουδαίο μα ταυτόχρονα κάτι πολύ δύσκολο. Έχει αυτά τα στοιχεία το έργο και νομίζω πως ο Γκόγκολ δεν ήταν ένας άνθρωπος που τον ενδιέφερε η φάρσα. Είναι σκοτεινά τα έργα του. Ακόμη κι ο Επιθεωρητής που το ανεβάζουμε καμιά φορά εμείς σαν ευτράπελο, είναι έργο πολύ σκοτεινό. Είναι σκοτεινή η φύση του ανθρώπου που είναι γοητευτική, που είναι της συνδιαλλαγής, δεν είναι κωμική. Εμείς δεν ξέρω τι έχουμε κάνει στην παράσταση μας, που έχουμε βασιστεί πιο πολύ. Δε νομίζω ότι υπογραμμίσει και πολύ το σκοτεινό σημείο των ηρώων, αλλά δε χρειάζεται κιόλας γιατί φαίνεται από μόνο του.
Δυο αιώνες μετά το πρώτο του ανέβασμα, πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος που λειτουργεί η ανθρώπινη κοινωνία;
Δε νομίζω ότι έχει αλλάξει και καθόλου γιατί ο πυρήνας της ψυχής του ανθρώπου δεν αλλάζει. Ο άνθρωπος από τότε που ζούσε σε σπηλιές μέχρι τότε που πήγε στη σελήνη δεν έχει αλλάξει και πολύ, τα ίδια πράγματα φοβάται, το θάνατο, χαρακτηρίζεται από μια απιστία, μια υποκρισία, η κοινωνία φοβάται τους δυνατούς και τους αδύναμους τους ρίχνει στην άκρη.. Δεν αλλάζουν και πολύ οι κοινωνίες στον πυρήνας τους, οι εποχές αλλάζουν.
Κλείνοντας, έχεις κάποιο ανακοινώσιμο σχέδιο για την επόμενη σεζόν;
Τον Οκτώβριο θα επαναληφθεί το «Δεκαήμερο» στο Εθνικό, ενώ το Γενάρη θα κάνουμε «Άμλετ» με το Χουβαρδά στην Στέγη με την Αμαλία Μουτούση, την Άλκηστη Πουλοπούλου, το Γιώργο Γάλλο, το Θάνο Τοκάκη, το Χάρη Φραγκούλη…
Info:
Η παράσταση «Παντρολογήματα» στην οποία πρωταγωνιστεί ο Χρήστος Λούλης έκανε πρεμιέρα εχτές Παρασκευή 27 Ιουνίου στο Ηρώδειο και θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα (εδώ το πρόγραμμα της περιοδείας)