Πάμε Θέατρο: «Δεκαήμερο» | Είδαμε την παράσταση!
Εκεί στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου, για τον πρώτο μήνα της άνοιξης – και με αφορμή αυτήν, ο Νίκος Καραθάνος και μία ομάδα ηθοποιών και συντελεστών καταπιάνεται με ένα από τα πιο γνωστά και σπουδαιότερα έργα του Βοκάκιου, του Ιταλού αυτού συγγραφέα που υπήρξε πρωτοπόρος για την εποχή του, τόσο ως προς τη θεματική όσο και ως προς τη γραφή του, τον τρόπο και την απόδοση της σκέψης του.
Περί τα μέσα του 14ου αιώνα ο Βοκάκιος προσφέρει το δεκαήμερο του: μία σειρά από νουβέλες-διηγήματα, όπου μία παρέα νέων, λόγω της ξαφνικής εξάπλωσης θανατηφόρας πανώλης, καταφεύγει στην εξοχή για ένα δεκαήμερο, βρίσκοντας την ευκαιρία να αφηγηθούν ιστορίες για τον έρωτα και τη ζωή (στοιχείο της εκ-μυστήρευσης). Δέκα πρόσωπα που αφηγούνται μία ιστορία ο καθένας κάθε μέρα για δέκα μέρες, με το σύνολο των ιστοριών να φτάνει τις εκατό.
Εκκινώντας λοιπόν αυτές τις ιστορίες, κάνοντας εστίαση σε μερικές εξ αυτών, και φυσικά στο πνεύμα του έργου καθώς και του ίδιου του συγγραφέα, ο σκηνοθέτης, Νίκος Καραθάνος, με αρωγούς στο πλάι του τη Λένα Κιτσοπούλου και τον θίασο, στήνει το Δεκαήμερό του. Με μινιμαλιστική μαεστρία κατορθώνει να σου προσφέρει ακριβώς το μήνυμα του έργου και την ουσία του δεκαήμερου, χωρίς θεατρικές φανφάρες και περιττά πράγματα. Μία πορεία ιστοριών, ιδωμένες με καθαρότητα και σαφήνεια, εστιασμένες στην ουσία της ζωής, όπως τη βλέπει και ο Βοκάκιος στο δεκαήμερο του: τον έρωτα και τη ζωή, την απόλαυση του έρωτα και τη χαρά της ζωής. Με λιγοστό λόγο, ξεκινά την παράσταση με μουσικοχορευτικό δρώμενο μέσα σε μιαν έκσταση (εκστατικό στοιχείο της ζωής), δίνοντας έμφαση στην ομορφιά και τη χαρά της ζωής, στον έρωτα τον ίδιο, όπως είναι πριν ξεκινήσει, όπως είναι όταν ξεκινήσει και όπως είναι όταν τελειώσει, είτε ο έρωτας είτε η ζωή, ουσιαστικά όμως έννοιες με ταυτόσημο χαρακτήρα, αφού στο νόημα του έργου απαντάται η άποψη πως ζωή είναι ο έρωτας. Ισχύει όμως και η αντιστροφή του: έρωτας είναι η ζωή. Δηλαδή κατά έναν τρόπο, ο έρωτας εκκινεί ως σκοπός και νόημα ζωής και ύπαρξης (ουσία) και τελικά καταλήγει μέσα από κύκλο να γίνεται η ίδια η ζωή (μετουσία). Πρόκειται εν τέλει για μία σχέση δυναμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ έρωτα και ζωής, των δύο μεγάλων εννοιών με τις οποίες συνομιλεί η παράσταση.
Οι ιστορίες των διηγημάτων εναλλάσσονται με γρήγορο ρυθμό, ενώ υπάρχουν φορές που η μία μπλέκεται μες στην άλλη. Οι ηθοποιοί αναλαμβάνουν πολλαπλούς ρόλους στους διάφορους μύθους που αφηγούνται κάθε φορά, αναλαμβάνοντας στην πλειονότητα των σκηνών και τη μουσική της παράστασης. Οπλισμένοι με στοιχεία αφέλειας, αθωότητας και χιούμορ, ξεδιπλώνουν τους χαρακτήρες του έργου και μετουσιώνονται σε ανθρώπους που οδηγούνται σε εμπειρίες έρωτα και απόλαυσης, μέσα από μυσταγωγικά ιδωμένες, μικρές στιγμές ζωής, απόλυτα λυρικές αγγίζοντας την ψυχή του ανθρώπου. Κι ενώ ο θεατής εκεί βλέπει τα – πολλές φορές – γυμνά σώματα των υποκριτών, μαρτυρά πως δεν υπάρχει τίποτε πρόστυχο ως προς αυτό. Ο θίασος συνολικά αποδίδει μίας υψηλής αισθητικής ερμηνευτική προσέγγιση, που χαρακτηρίζεται από τόση ειλικρίνεια, λες και ο ηθοποιός κοιτά κατάματα στην ψυχή σου. Και συ όμως, ο θεατής βλέπεις ξεγυμνωμένη μπροστά σου τη δική του ψυχή, συζητάς μαζί της, βλέπεις εσένα, ταράζεσαι, μελαγχολείς κι αφήνεσαι στην ποίηση της παράστασης, αφήνεσαι για να ακούσεις και να δεις την ιστορία σου. Κι αυτό είναι ένα αξιοζήλευτο κατόρθωμα των ηθοποιών, που δε μπορεί κανείς να τους το στερήσει: μέσα από τη δουλειά και την προσπάθειά τους (προ και επί σκηνής) καταφέρνουν αυτός ο μύθος χωρίς πλοκή που έχει γραφτεί πριν 7 αιώνες περίπου, να σε αφορά. Αυτό είναι κι ένα από τα μέσα που χρησιμοποιούνται άλλωστε στην παράσταση, ο Καραθάνος δηλαδή, αξιοποιώντας τόσο τα διασκευαστικά κείμενα της Κιτσοπούλου στην οποία ανήκει η εξαίσια δραματουργική επεξεργασία όσο και τους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών, στήνει σκηνές με ειδική παρουσία του λόγου, όπου ο λόγος γίνεται σημείο σήμανσης κι αποκτά σημαντικότητα – σε σκηνές ελλείψει διαλόγων ή χρήσης ελλειπτικών διαλογικών μερών, όπου ακούγεται μόνο συγκεκριμένος αριθμός λέξεων (παιχνίδι λέξεων με επισήμανση του χιούμορ και της φαντασίας). Το στοιχείο του περιττού λόγου έτσι παρακάμπτεται και αντί αυτού υπάρχει εστίαση στην ουσία: τον έρωτα.
Ερμηνευτικά ξεχωρίζει ο Άγγελος Παπαδημητρίου για τις φόρμες και το έντονα σατιρικό στοιχείο των ρόλων που υποδύεται, ενώ εντυπωσιάζει η Εύη Σαουλίδου που πετυχαίνει να αποδώσει τόσο εύστοχα το καυστικό στη γραφή του Βοκάκιου. Άξιοι αναφοράς οι Μιχάλης Σαράντης για την αμεσότητά του και η Μαρία Διακοπαναγιώτου ως προς το μουσικό-φωνητικό της ερμηνείας της, ένα κομμάτι το οποίο καλούνται όλοι οι ηθοποιοί να εκτελέσουν και να φέρουν σε πέρας – το οποίο και πραγματώνουν με στοιχεία απόλυτου λυρισμού, ποίησης και νατουραλισμού, μιμούμενοι τη φύση και τα τεχνάσματα της (μουσικοί ήχοι κι ακούσματα). Ως προς αυτό μάλιστα, να τονίσω πως οι ηθοποιοί, αναλαμβάνοντας συχνά και τον ήχο της παράστασης, πλαισιώνουν το στήσιμο των σκηνών είτε με την ιδιαίτερη αναπαραγωγή ήχων (μίμηση φύσης, ανθρώπου) είτε με το εργαλείο του τραγουδιού (λυρισμός φωνής), δημιουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο μία εξαίσια ποιητική αρμονία, προσδίδοντας το ανθρώπινα, φυσικά και βουκολικά Όμορφο στην κάθε σκηνή. Η μουσική σύνθεση, υπεύθυνος για την οποία είναι ο Άγγελος Τριανταφύλλου ενώ οφείλω να επισημάνω και τον μουσικό επί σκηνής Δημήτρη Τίγκα, σε συνδυασμό με την ειλικρίνεια στο βλέμμα των ηθοποιών οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα βαθιά ουμανιστικό, σε ερμηνείες, σκηνές και τελικά ένα όλον, για κάποιους παράσταση για άλλους βίωμα, που σου μιλάνε και σε συγκινούν.
Με απλά, λιτά σκηνογραφικά μέσα, η Έλλη Παπακωνσταντίνου ενισχύει το μινιμαλισμό και την ευφυΐα της σκηνοθεσίας του Καραθάνου. Χρησιμοποιώντας μερικά στρώματα και σεντόνια με πολλαπλούς λειτουργικούς σκοπούς, με μερικές λάμπες και ρούχα απλά και καθημερινά, ο Καραθάνος αφαιρεί το περιτύλιγμα από το περιεχόμενο και στο δίνει καθαρά, λιτά και ακριβώς όπως το βλέπει: “ Η ανθρώπινη φύση μας (αυτό το ακαθόριστο κράμα της ψυχής και του κορμιού μας) «ξέρει», μὲ φοβερή οξυδέρκεια πέρα από νοήματα, πως η πληρότητα της ζωής κερδίζεται μόνο στην αμοιβαιότητα της σχέσης. Στην αμοιβαία ολοκληρωτική αντιπροσφορά. Γι᾿ αυτό και επενδύει η φύση μας, στον Έρωτα όλη την απύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα του κορμιού και της ψυχής μας. Διψάμε τη ζωή και δὲν τον διψάμε μὲ σκέψεις ή νοήματα. Ούτε και μὲ τη θέλησή μας. Την διψάμε μὲ το κορμί και την ψυχή μας. Η ορμή της ζωής, σπαρμένη μέσα στη φύση μας, αρδεύει κάθε ελάχιστη πτυχή της ύπαρξής μας. Και είναι ορμή αδυσώπητη γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ένα μὲ την αντικείμενη ουσία του κόσμου, ένα μὲ το κάλλος της γης, την απεραντοσύνη της θάλασσας, τη νοστιμιὰ των καρπών, την ευωδιὰ των ανθών. Ένα κορμί μὲ τον άλλον. Ο άλλος είναι η μόνη δυνατότητα νὰ έχει αμοιβαιότητα η σχέση μας μὲ τον κόσμο. Είναι το πρόσωπο του κόσμου, ο λόγος κάθε αντικείμενης ουσίας. Λόγος που απευθύνεται σὲ μένα και μὲ καλεί στην καθολική συν-ουσία. Μου υπόσχεται τον κόσμο της ζωής, το έκπαγλο κόσμημα της ολότητας. Στη μία σχέση.” (Χρήστος Γιανναράς, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων)
Ως προς τα τεχνικά σημεία της παράστασης επισημαίνω παράλληλα το χορευτικό-κινησιολογικό, σε επιμέλεια της Αμαλίας Μπένετ, προσιδιάζοντας ένα Διονυσιακό πανηγύρι της ζωής, όπου γιορτάζεται ο έρωτας ως χαρά της ζωής και η ίδια η ζωή τελικά, μέσα από ένα πλαίσιο επικοινωνίας (ΕπιΚοινωνώ του Ανθρώπου), που δένει τόσο αρμονικά με το μουσικό χωρίο και το μέρος του λόγου (ιδίως σε αποσπάσματα στην αρχή της παράστασης) και που σε συνεργασία μάλιστα με την συνολική δραματουργική επεξεργασία της Λένας Κιτσοπούλου αλλά και το καινούργιο (ως καινό έργο) των ηθοποιών – ιδέες και ύλη – δημιουργούν όλα μαζί έναν κόσμο ψυχικής επαφής και ουσίας, το ιδεατό τοπίο μέθης και μέθεξης όπου το κυνικό της σάρκας συνενώνεται με το αστείο τη ζωής και το πνευματικό της ύπαρξης (ερωτικό παιχνίδι των στοιχείων) και μας δίνει την Αλήθεια της ύπαρξης καθώς και την ίδια την ύπαρξη.
Ο Καραθανός τελικά, με την καταλυτική συμβολή όλων των συντελεστών, από φωτιστές έως και ηθοποιούς, μεταγράφει με εύστοχο και σύγχρονο τρόπο το δεκαήμερο του Βοκάκιου και καταφέρνει να οικοδομήσει την ποίηση και το ρομαντισμό, προσφέροντας εικόνες ως τεχνήματα υψηλής αισθητικής με το μινιμαλισμό και την ουσία να τις χαρακτηρίζει, που ακόμα και ένας σύγχρονος εικαστικός θα ζήλευε. Συνεχίζοντας στο πνεύμα της Γκόλφως και του Συρανό του, στήνει μέρη-σκηνές λυρισμού της ανθρώπινης ύπαρξης και της φύσης, καταλήγοντας σε ένα όλον που εξυμνεί τον έρωτα και τη ζωή, ξεμπροστιάζοντας τον άνθρωπο εμπρός σου για να σου ξεγυμνώσει την ουσία του, σε ένα πλαίσιο απενοχοποίησης της ερωτικής φύσης και απόλαυσης (και κατ’ επέκταση απενοχοποίησης της ύπαρξης και της ζωής), υπενθυμίζοντας μας αυτό που τόσο λησμονούμε οι σύγχρονοι: να αφεθούμε, να ερωτευτούμε, να ζήσουμε.
Άλλωστε, όπως κι ο Σλέγκελ αναφέρει, στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχει ένας τρομερός κι ωστόσο ανεκπλήρωτος πόθος να εκτιναχθεί στο άπειρο.
“Ρομαντισμός είναι το πρωτόγονο και το ανεπιτήδευτο, είναι η νιότη και ο συναρπαστικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη ζωή ο φυσικός άνθρωπος. Είναι ο πολύχρωμος γυάλινος θόλος του Σέλλεϋ και η πάλλευκη ακτινοβολία της αιωνιότητας. Η συγκεχυμένη και εκρηκτική πληρότητα και πλησμονή της ζωής, το παράξενο, το εξωτικό, το μυστηριώδες, το σεληνόφως, τα βούκινα, τα αερικά, το νερό που πέφτει από ψηλά, το έρεβος και οι δυνάμεις του ερέβους. Είναι επίσης το οικείο, η αίσθηση της ιδιαίτερης παράδοσης του καθενός μας, η χαρά μπροστά στη χαμογελαστή πλευρά της καθημερινότητας της φύσης, οι ήχοι και οι εικόνες που έχουν μάθει να ακούν και να βλέπουν οι αυτάρκεις, απλοί άνθρωποι της υπαίθρου, η διαυγής και πρόσχαρη σοφία των ροδοπάρειων παιδιών της γης. Η ευτυχισμένη αθωότητα των ποιμενικών ειδυλλίων, η χαρά για τη στιγμή που περνά, η αίσθηση του άχρονου. Νοσταλγία, ρέμβη, όνειρα μεθυστικά, μελαγχολία γλυκιά, μελαγχολία πικρή. Η ευτυχής συνεργασία στο πλαίσιο μιας κοινής δημιουργικής προσπάθειας, η αίσθηση ότι ανήκεις σε μιαν Εκκλησία, μια τάξη, μια παράταξη, μια παράδοση, μια μεγάλη και οικουμενική συμμετρική ιεραρχία, η μυστικιστική ενότητα, μία πίστη, μία γη, ένα αίμα, η μεγάλη κοινωνία των νεκρών, των ζωντανών και των ακόμη αγέννητων.” (Isaiah Berlin, Οι ρίζες του ρομαντισμού, μετάφραση Γ. Παπαδημητρίου, Scripta 2002)
Συντελεστές της παράστασης:
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος
Δραματουργική επιμέλεια: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Κίνηση: Αμάλια Μπένετ
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφιδάς
Διανομή:
Αλίκη Αλεξανδράκη
Μαρία Διακοπαναγιώτου
Αναστασία Διαμαντοπούλου
Νίκος Καραθάνος
Γιάννης Κότσιφας
Χρήστος Λούλης
Γιώργος Μπινιάρης
Άγγελος Παπαδημητρίου
Εύη Σαουλίδου
Μιχάλης Σαράντης
Άγγελος Τριανταφύλλου
Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Λυδία Φωτοπούλου
Γαλήνη Χατζηπασχάλη
Μουσικός επί σκηνής Δημήτρης Τίγκας
Info:
Η παράσταση «Δεκαήμερο» θα παίζεται στη νέα σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» μέχρι και την Κυριακή 27 Απριλίου, ωστόσο τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί.